Вы находитесь на странице: 1из 3

Κριτικός Ορθολογισμός του Popper

Ο Karl Popper θεωρείται από τους δριμύτερους επικριτές του θετικισμού, τον οποίον προσπάθησε
να ανασκευάσει χωρίς όμως να κατορθώσει να θεωρηθεί ότι έχει εντελώς απομακρυνθεί από την
προβληματική του. Ο Ian Hacking αποδίδει με τον παρακάτω τρόπο τις διαφορές μεταξύ του
Popper και του κορυφαίου θετικιστή Carnap:
Ο Carnap θεωρούσε ότι οι σημασίες και η θεωρία της γλώσσας ενδιαφέρουν την φιλοσοφία της
επιστήμης. Ο Popper τα αψηφούσε ως σχολαστικά θέματα. Ο Carnap προτιμούσε την επαλήθευση
για να διακρίνει την επιστήμη από τη μη επιστήμη. Ο Popper πρόβαλλε την διάψευση. Ο Carnap
προσπαθούσε να εξηγήσει το σωστό λόγο με την θεωρία της επικύρωσης. Ο Popper υποστήριζε ότι η
ορθολογικότητα βρίσκεται στη μέθοδο. Ο Carnap θεωρούσε ότι η γνώση έχει θεμέλια. Ο Popper
πρόβαλλε ότι δεν υπάρχουν θεμέλια και ότι όλη μας η γνώση είναι διαψεύσιμη. Ο Carnap πίστευε
στην επαγωγή. Ο Popper υποστήριζε ότι δεν υπάρχει λογική πέρα από την παραγωγή. (1983, σελ. 4-
5)
Η ιδιαίτερη όμως φυσιογνωμία της επιστημολογίας του Popper απορρέει από την άρνησή του να
αποδεχθεί την εγκυρότητα και την βεβαιότητα της ανθρώπινης γνώσης (που περιλαμβάνει και την
επιστημονική γνώση) στηρίζοντάς την σε κάποια ακλόνητα θεμέλια. Με τον τρόπο αυτό, ο Popper
αποκόβεται από τις παραδόσεις των κλασικών επιστημολογιών, που είχαν έντονο θεμελιακό
χαρακτήρα με την έννοια ότι υποστήριζαν πως η γνώση είναι κτισμένη πάνω σε κάποια σταθερά
και αδιάσειστα θεμέλια. Για τους μεν εμπειριστές (όπως τους Locke, Berkeley και Hume) τα
θεμέλια της γνώσης αποτελούνταν από την ανθρώπινη εμπειρία, τα βιώματα των ανθρώπων μέσω
αισθητηρίων εντυπώσεων. Για τους δε ορθολογιστές (όπως ο Καρτέσιος) τα θεμέλια της γνώσης
ήταν ο ανθρώπινος λόγος και οι αναμφίβολες αρχές, στις οποίες οδηγούσε η εξονύχιση του λόγου.
Αντίθετα με την παράδοση αυτή, ο Popper αναπτύσσει μια μη θεμελιακή (ή, καλύτερα, αντι-
θεμελιακή) επιστημολογία στο σύνολο του έργου του. Μέσα σ' αυτό, σταθμούς αποτελούν τα
βιβλία του για τη Λογική της Επιστημονικής Ανακάλυψης (1959, με πρώτη έκδοση το 1934) και για
τις Εικασίες και Ανασκευές (1963).
Το κυριότερο χτύπημα του Popper εναντίον του θεμελιακού χαρακτήρα της γνώσης δίνεται στο
πρόβλημα της επαγωγής. Πράγματι εκεί επικεντρώνει ο Popper την κύρια αντίθεσή του στον
θετικισμό, επιστρέφοντας στα παλιά σχετικά επιχειρήματα του David Hume εναντίον της
επαγωγικής συναγωγής. Για παράδειγμα, επειδή όλοι οι κύκνοι που παρατηρήθηκαν ως κάποια
χρονική στιγμή είναι λευκοί, δεν σημαίνει ότι υπάρχουν οι λογικές βάσεις για να αποκλεισθεί ότι σε
μια επόμενη παρατήρηση μπορεί να βρεθεί ένας μαύρος κύκνος (κάτι που έχει στην
πραγματικότητα συμβεί με την ανακάλυψη μαύρων κύκνων στην Αυστραλία). Σύμφωνα με τον
Hume η επαγωγική λογική οδηγεί σε μια ατέλειωτη αναδρομή με την έννοια ότι, επειδή δεν
ξέρουμε αν μια ακόμη παρατήρηση θα επαληθεύσει ή θα διαψεύσει την υπόθεσή μας, για αυτό
χρειάζεται να την κάνουμε, βρισκόμενοι όμως πάλι στην ίδια κατάσταση, οπότε ξανακάνουμε την
παρατήρηση κοκ. Με άλλα λόγια, ενώ το γενικό αναφέρεται σε μια απειρία περιπτώσεων, οι
εμπειρικές παρατηρήσεις του ειδικού περιορίζονται να ελέγξουν μόνο ένα πεπερασμένο πλήθος από
αυτές, οπότε ποτέ δεν είμαστε σίγουροι αν η επόμενη περίπτωση δεν θα παραβιάσει τον γενικό
κανόνα.
Για να βγει από το αδιέξοδο αυτό της επαγωγικής λογικής, ο Popper διαμορφώνει έναν άλλο τρόπο
συναγωγής, στον οποίον αντικαθιστά την αρχή της επαλήθευσης με την αρχή της διάψευσης. Η
επιστημολογική μέθοδος του Popper, που βασίζεται σε εικασίες και ανασκευές, είναι επίσης
γνωστή σαν διαψευσιοκρατία ή μέθοδος δοκιμής και λάθους. Σύμφωνα με αυτήν, η επιστήμη δεν
ξεκινά από τις παρατηρήσεις, για να προχωρήσει μετά σε επαγωγικές συναγωγές, όπως
ισχυρίζονται οι επαγωγιστές. Αντιθέτως, αρχικά τίθενται κάποιες εικασίες, δηλαδή, υποθετικά
συμπεράσματα, τα οποία στη συνέχεια οι επιστήμονες υποβάλλουν σε εμπειρικές δοκιμασίες
προσπαθώντας να τα ανασκευάσουν κρατώντας απέναντί τους μια κριτική στάση και
πειραματιζόμενοι με εναλλακτικές υποθέσεις. Στην θέση λοιπόν της επαγωγικής λογικής (τη
συναγωγή από το ειδικό στο γενικό), ο Popper βάζει την παραγωγική λογική (τη συναγωγή από το
γενικό στο ειδικό) μέσω της διάψευσης (ανασκευής) μιας υπόθεσης (εικασίας).
Μια επιστημονική θεωρία, που επιβιώνει μετά από ένα σημαντικό πλήθος κριτικών ελέγχων και
πειραματικών δοκιμασιών, μπορεί να γίνει μόνο προσωρινά αποδεκτή, ποτέ σε οριστική βάση,
μέχρις ότου συμβεί να απορριφθεί σε κάποια ενδεχόμενη μελλοντική δοκιμασία. Με άλλα λόγια,
καμιά θεωρία δεν είναι για τον Popper επαληθεύσιμη, απλώς μπορεί να έχει υψηλό βαθμό
εμπειρικής ενίσχυσης (corroboration), κάτι που σημαίνει ότι όλες οι επιστημονικές θεωρίες είναι
κατά κανόνα διαψεύσιμες. Επιπλέον, πολλές φορές, υπάρχουν επιστημονικές θεωρίες, που
μολονότι ήδη έχουν διαψευσθεί, συνεχίζουν να γίνονται αποδεκτές. Σαν ένα τέτοιο παράδειγμα ο
Popper συνήθιζε να φέρνει τη Νευτώνεια μηχανική. Η θεωρία του Νεύτωνα βρισκόταν σε μια
εντυπωσιακή συμφωνία με την παρατήρηση και το πείραμα από τον καιρό που πρώτο-εμφανίσθηκε
(το 1687) ως το 1900. Στην περίοδο όμως 1900-20 βρέθηκε να μην είναι ακριβής από την άποψη
της σχετικιστικής μηχανικής, χωρίς όμως να έχει από τότε εγκαταλειφθεί.
Για τον Popper, ο επιστήμονας δεν μαζεύει γεγονότα και δεδομένα για να κατασκευάσει νέες
θεωρίες αλλά για να διαψεύσει τις υπάρχουσες θεωρίες. Όπως έλεγε ο ίδιος, “η γνώση δεν ξεκινά
από την αντίληψη ή τις παρατηρήσεις ή τη συλλογή δεδομένων ή γεγονότων, αλλά μάλλον ξεκινά
από προβλήματα” (1976, σελ. 88). Στο βιβλίο του, συλλογή δοκιμίων, με την ονομασία
Αντικειμενική Γνώση (1972), επιχειρεί να εφαρμόσει τη μεθοδολογία του σε τρεις εξελικτικές
περιπτώσεις, που θεωρεί ότι διέπονται από παρόμοιους μηχανισμούς: την αύξηση της
επιστημονικής γνώσης, τη μάθηση στα ζώα και την εξέλιξη των βιολογικών ειδών. Και στις τρεις
περιπτώσεις, βλέπει να υλοποιείται ένα γενικό σχήμα, που ακολουθεί τις εξής φάσεις: τοποθέτηση
του προβλήματος, δοκιμαστικές λύσεις, απαλοιφή λαθών και τελικά ανάδυση ενός νέου
προβλήματος. Βέβαια, πρέπει να πούμε, ο Popper σε ορισμένες περιπτώσεις παραδεχόταν την
αρχή Duhem-Quine, που οδηγεί στην αποφυγή της ανασκευής (δηλαδή, της φάσης της απαλοιφής
των λαθών), όταν με κατάλληλες τροποποιήσεις σε κάποιες βοηθητικές υποθέσεις μπορεί να
διατηρηθεί η ισχύς της δοκιμαζόμενης θεωρίας.
Έχει πάντως μεγάλη σημασία το γεγονός ότι για τον Popper η αμφισβήτηση των θεμελιακών
επιστημολογιών γίνεται με την αποδοχή της κριτικής παράδοσης, της άποψης, δηλαδή, ότι αυτό που
θεωρείται αντικειμενικό είναι εκείνο που είναι ανοικτό στην εξονυχιστική έρευνα, που
ανταποκρίνεται στην πρόκληση για διάλογο και που φθάνει μέχρι και την κριτική του
επικρατούντος δόγματος. Ο Popper πίστευε ότι η αντικειμενικότητα της επιστήμης δεν θεωρείται
υπόθεση μεμονωμένων επιστημόνων αλλά είναι το “κοινωνικό αποτέλεσμα των άλληλο-
επικρίσεών των, του φιλικού-εχθρικού διαχωρισμού του έργου μεταξύ των επιστημόνων, της
συνεργασίας των αλλά και του ανταγωνισμού των” (1976, σελ. 95). Για το λόγο αυτό, η
επιστημολογική προσέγγιση του Popper συνηθίζεται να λέγεται και κριτικός ορθολογισμός.
Αλλά όμως, αν και ο Popper απέρριπτε τόσο την αδιάψευστη εμπειρική βάση όσο και την
θετικιστική αντίληψη της επαγωγής, δεν είναι λίγοι αυτοί που εκτιμούν πως η γενικότερη διάθεσή
του είναι πολύ κοντά στον θετικισμό. Έτσι, έβλεπε κι αυτός την επιστήμη ορθολογικά και
διαχώριζε κι αυτός το στάδιο της ανακάλυψης μιας επιστημονικής υπόθεσης από εκείνα της
δικαιολόγησης και επικύρωσής της. Αλλά αναφορικά με την εγκυρότητα της γνώσης, άλλαζε
κατεύθυνση μεταπηδώντας από την επαγωγή σωστών υποθέσεων στην ανασκευή των
λανθασμένων. Συνέχιζε όμως να κινείται στα εμπειρικά πλαίσια του θετικισμού, όταν πίστευε πως
η δοκιμή είναι το κλειδί για την αποδοχή ή απόρριψη μιας υπόθεσης. Με την έννοια αυτή, κάποιοι
θεωρούν την θέση της διαψευσιμότητας του Popper σαν μια ακραία μορφή “επαληθευσισμού”
(Hess, 1997, σελ. 20). Με μια διαφορετική διατύπωση, η συνέχεια μεταξύ Popper και θετικισμού
φαίνεται κι από τη μέθοδο, με την οποίαν ερμηνεύουν τους τρόπους συναγωγής. Ο θετικισμός
ακολουθεί την “υποθετικό-επαγωγική μέθοδο,” που σημαίνει ότι, δοθείσης μιας υπόθεσης, αν η
παρατήρηση την επιβεβαιώνει, τότε η υπόθεση ισχύει σε κάποιο βαθμό. Από την άλλη μεριά, ο
Popper αναπτύσσει την “υποθετικό-παραγωγική μέθοδο,” σύμφωνα με την οποίαν, δοθείσης μιας
υπόθεσης, αν η παρατήρηση την διαψεύδει, τότε η υπόθεση αυτόματα δεν ισχύει.
Όπως είπαμε, αρχικά ο Popper εφάρμοσε το κριτήριό του της διαψευσιμότητας στο πρόβλημα του
διαχωρισμού της επιστήμης από τη μη επιστήμη. Για τους θετικιστές, μόνο οι επαληθεύσιμες
προτάσεις (τουλάχιστον μερικώς ή ασθενώς ή και προσωρινά) είναι εκείνες που έχουν νόημα και
μπορούν να θεωρηθούν επιστημονικές, ενώ οι ψευδοεπιστημονικές προτάσεις στερούνται
νοήματος, αφού δεν επιδέχονταν καμιά επικύρωση. Για τον Popper, παρότι εγκαταλείπεται η
συσχέτιση με την εμπειρικά επιβεβαιωμένη σημασία, η επιστήμη αφήνει έξω της ο,τιδήποτε δεν
μπορεί να διαψευσθεί, όπως οι ταυτολογικές ή μεταφορικές προτάσεις. Για το λόγο αυτόν, ο
Popper έβλεπε ως ψευδοεπιστήμες τον Μαρξισμό και την ψυχανάλυση όπως και κάθε θεωρία που
καλύπτεται μόνο από θετικές ενδείξεις της εμπειρίας, ενώ αγνοεί τις αρνητικές ενδείξεις. Ιδιαίτερα
για τον Μαρξισμό, ο Popper τον θεωρούσε σαν μια μεταφυσική φιλοσοφία της ιστορίας
(ιστορικισμό) βασισμένη στην θετικιστική πλάνη των νόμων της ιστορίας.

Вам также может понравиться