Вы находитесь на странице: 1из 12

ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ

ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

Διηγείται ο μαθητής του π. Αναστασίου,


Γέρων Χαρίτων ο Νεοσκητιώτης, εξ Αγίου Όρους.

1) Όραμα περί της τελικής κρίσεως.

Αγαπητέ αναγνώστα η διήγησις αυτή είναι


μια αληθινή ιστορία περί του ασκητού π.
Αναστασίου του Μοναχού, ο όποιος
γεννήθηκε το 1904 στο χωριό Μερκάδα
στο Όρος Τυμφρηστός Αγράφων. Σαν παιδί
ήταν πολυμαθής, ο κατά σάρκαν πατέρας
του ονομαζόταν Γεώργιος και η μητέρα του
Ανθή. Ο π. Αναστάσιος, κατά κόσμον
Ιωάννης, μου διηγήθηκε στο κελί που
ασκήτευε στη πατρίδα του, το εξής:

Ένα σούρουπο καθόταν σε μία καρέκλα


που έμοιαζε σαν πολυθρόνα και 'κει
συνήθιζε να προσεύχεται. Ένα βράδυ
ζήτησε από τον Θεό να του δείξει πως θα
είναι η Κρίση, και αίφνης βλέπει δύο
άντρες νέους να ακτινοβολούν. Του είπε
ένας εκ των δύο ''σήκω πάνω θα έρθεις μαζί μας''. Τον άρπαξαν από τους ώμους
ένας από δεξιά και ένας από αριστερά. Ξαφνικά βρέθηκε μέσα σε μία αίθουσα.
Ρώτησα τότε τον γέροντα πώς ήταν η αίθουσα, και μου είπε όπως η αίθουσα του
δικαστηρίου, με μία πόρτα στα δεξιά και μία στα αριστερά. Τον έβαλαν να
καθίσει σε μία καρέκλα χαμηλά κοιτώντας προς το βήμα.

Όπως καθόταν με ανάμεικτα συναισθήματα και με λογισμούς αγωνίας και


απορίας, άνοιξε η πόρτα εκ δεξιών και άκουσε φωνές, πολλές φωνές, ένας
μεγάλος όχλος καθόταν απ' έξω. Και τη στιγμή που κοίταξε την πόρτα είδε έναν
ολόλευκο άντρα να αστράφτει ντυμένος με αρχιερατικά άμφια. Αυτός έκλεισε
την πόρτα πίσω του και τον κοίταξε στα μάτια και απευθύνθηκε προς τους δύο
νέους και τους είπε, ''γιατί τον φέρατε εδώ; Δεν ήρθε η ώρα του πάρτε τον''. Τον
πήραν και τον έβαλαν σε ένα δωμάτιο και αισθάνθηκε τόσο όμορφα που διέκοψε
την διήγηση και μου είπε ''τί να σου πω αδελφέ τέτοια ανακούφιση ευφορία και
γαλήνη δε μπορώ να στο εξηγήσω, δεν ήθελα να φύγω από κει μέσα, ποτέ''. Δεν
πέρασε πολύ ώρα και ήρθαν ξανά να τον πάρουν και τους είπε, ''αφήστε με εδώ
καλά είμαι αφήστε με, μη με πάρετε''.

Όμως τον πήραν και τον έβαλαν να καθίσει σε καρέκλα στην αίθουσα που ήταν
πριν. Είδε πάλι τον Κύριο με τα αρχιερατικά να αστράφτει και να μπαίνει αυτή
τη φορά από την αριστερή πόρτα, ακούγοντας πάλι τον όχλο έξω ανησύχησε.
Τότε είδε τον Κύριο να κατεβαίνει μερικά σκαλιά και να κατευθύνεται προς τον
π. Αναστάσιο. Τον πλησίασε τον κοίταξε, κάθισε αντίκρυ και του είπε, ''Ιωάννη
Ιωάννη, από μικρός ήσουν πολυμαθής, ήθελες να τα ξέρεις όλα, στο δημοτικό
δεν άφηνες κανέναν συμμαθητή σου να σε περάσει, πήγες στο γυμνάσιο και
βγήκες άριστος μαθητής με διακρίσεις, πήγες στο πανεπιστήμιο βγήκες άριστος
πτυχιούχος μηχανολόγος μηχανικός''. Και αφού του διηγήθηκε όλη τη ζωή του
τον κοίταξε με σοβαρότητα, εκείνος σήκωνε που και πού τα μάτια του και ξανά
τα κατέβαζε, και του λέει ο Κύριος, ''Αναστάσιε πότε θα μάθεις αυτό;'',
δείχνοντας με το δάκτυλο του το αγγελικό σχήμα που φορούσε, συνοδευόμενο
από ένα αυστηρό βλέμμα, και αυτό σηκώθηκε και κυμάτισε σαν σημαία. Όταν το
είδε αυτό ο π. Αναστάσιος τρόμαξε, του λέει ο Κύριος, ''πήγαινε να μάθεις αυτό
και μετά έλα''. Έτρεμε εκείνος από δέος, χαρά και φόβο.

2) Πώς γλίτωσε τον θάνατο και έγινε Μοναχός.

Μετά τον πόλεμο είχε νοικιάσει ένα


κατάστημα και κατασκεύαζε πολυελαίους
για τα μοναστήρια. Ήθελε να πάει στη
Μονή της Παναγίας στη Κερατέα στον
αείμνηστο άγιο Ματθαίο τον Ομολογητή,
να του βάλει μετάνοια πριν φύγει για
Αμερική. Ήθελε να φύγει από την Ελλάδα,
διότι ο πατέρας του με τους δύο αδελφούς
του είχαν μία βιομηχανία εκεί και ζήτησε ο
πατέρας του αν μπορούσε να αναλάβει την
διαχείριση της επιχείρησης, ετοιμάστηκε
ώστε σ' ένα μήνα να φύγει. Ήταν χειμώνας
όταν πήγε στο Μοναστήρι σε μία αγρυπνία.
Είχε πάρα πολύ κόσμο, πράγμα που δεν το
περίμενε. Μετά από πολύ δυσκολία έφτασε στην είσοδο του ναού και κατάφερε
να βάλει μόνο το κεφάλι του και να δει τον αείμνηστο πατέρα Ματθαίο
καθήμενο στο δεσποτικό θρόνο.
Αναρωτιόταν μέσα του πως θα πάρει την ευχή του και ξαφνικά βλέπει ένα χέρι
μπροστά του να τον ευλογεί και το ασπάστηκε, και ακούει τη φωνή του αγίου
πατρός να του λέει ''Ιωάννη έλα''! Απόρησε πως ακούστηκε η φωνή του αγίου
Επισκόπου καθαρά κοντά του και πως είπε το όνομα του αφού ποτέ δεν είχαν
συναντηθεί. Τότε έκανε νεύμα ο άγιος πατέρας στο κόσμο να κάνουν χώρο, όταν
πλησίασε του είπε ο Επίσκοπος Ματθαίος να μην πάει στην Αμερική γιατί οι
συγγενείς του θα τον σκότωναν. Όταν το άκουσε αυτό δεν έδωσε σημασία.

Από τότε πέρασε μία εβδομάδα και έλαβε ένα τηλεγράφημα από Αμερική. Ήταν
από τον ανιψιό του, και έγραφε, ''θείε μην έρθεις, ο πατέρας μου και ο αδελφός
σου έχουν πληρώσει δολοφόνους να σε σκοτώσουν.'' Όταν το διάβασε τρόμαξε
και θυμήθηκε όσα του είπε ο άγιος πατέρας και έσπευσε να πάει στη Κερατέα.
Όταν τον αντίκρισε ήταν να σαν τον περίμενε, ''Καλώς τον αδελφό Ιωάννη.'',
''Σεβασμιώτατε μπορώ να σε απασχολήσω για λίγο;'', ''Ναι αδελφέ μου.'' Του
εξιστόρησε τα γεγονότα και του είπε πως είχε δίκιο γιατί έλαβε ένα
τηλεγράφημα από τον ανιψιό του και μάλιστα του το έδωσε να το διαβάσει και ο
άγιος Επίσκοπος του είπε, ''δεν χρειάζεται το ξέρω.''

Σ' εκείνη την συνάντηση ήταν που του ζήτησε να μείνει στην ανδρική Μονή της
Μεταμορφώσεως και να γίνει Μοναχός. Δε πέρασε πολύ καιρός, έγινε η κουρά
και του έδωσε το όνομα Αναστάσιος. Εόρταζε του Αγίου Αναστασίου του
Πέρσου στις 22 Ιανουαρίου. Έμεινε στη Κερατέα μέχρι την οσιακή κοίμηση του
Αγίου πατρός Ματθαίου τον Μάιο του 1950.

Αξίζει να σημειωθεί πως ο αείμνηστος πατέρας Ματθαίος είχε μία λύπη που του
την ανέφερε, ''Πάτερ Αναστάσιε έχω μία τυπογραφική μηχανή που μου έχει
χαλάσει πολύ καιρό, θέλω να εκτυπώσουμε βιβλία να διαβάσει όλος ο κόσμος,
θα μπορούσες να το κοιτάξεις;''. ''Να 'ναι ευλογημένο άγιε Πατέρα'', αποκρίθηκε
ο καλός Μοναχός Αναστάσιος. Όταν είδε την τυπογραφική μηχανή γέμισε χαρά
και είπε μέσα του ''αυτό είναι το στοιχείο μου''. Αμέσως άρχισε να το λύνει και
μετά από μέρες ήταν βίδες στο έδαφος. Περνούσαν οι πατέρες της Μονής
κοιτώντας με απορία και έλεγαν αν θα μπορέσει να το συναρμολογήσει με τόσες
βίδες, τότε μειδίασε χωρίς να μιλήσει. Τη στιγμή εκείνη πέρασε ο π. Βίκτωρ και
είπε, ''φέρ' του ένα κουβά γιατί θα του περισσέψουν πολλές βίδες''. Του πήρε
σχεδόν ένα μήνα να τελειώσει, τότε ειδοποίησαν τον άγιο Πατέρα Ματθαίο, και
όταν άκουσε να κτυπούν οι βαλβίδες της μηχανής και είδε να δουλεύει, με πολλή
χαρά του είπε, ''Θεός συγχωρέσε, Θεός συγχωρέσε, καλό παράδεισο, να σ'
ευλογεί Ο Θεός παιδί μου.''
3) Η ανάσταση της μητρός του π. Αναστασίου.

Μετά που κοιμήθηκε ο Άγιος


Ματθαίος, αναγκάστηκε ο π.
Αναστάσιος να φύγει από το μοναστήρι,
η αγάπη που του είχε ο μακαριστός
Ματθαίος δεν άρεσε σε κάποιους. Πήγε
στο χωριό Άγιος Γεώργιος έξω από τη
Λαμία 50 χλμ, προς το Καρπενήσι. Εκεί
ο πατέρας του είχε ένα κτήμα σε μία
πλαγιά έξω από το χωριό. Εκεί έχτισε
ένα κελί με πολύ κόπο. Όταν το έμαθαν
τα αδέλφια του τού άσκησαν έξωση με εισαγγελική εντολή. Τότε αποφάσισε να
χτίσει πιο χαμηλά, είχε πληρώσει μία μπουλντόζα να ισιώσει το έδαφος, αλλά
ματαία η προσπάθεια γιατί πάλι κέρδισαν δικαστικώς τα αδέλφια του. Τότε
αναγκάστηκε να φτιάξει ξανά άλλο κελί πιο χαμηλά μέσα στο λάκκο. Από 'κει
δεν μπορούσαν να τον διώξουν αφού είχε το ένα τρίτο. Μετά από αυτό το
πόλεμο αποφάσισε να φύγει για Άγιο Όρος. Όμως κάτι σοβαρό συνέβη, τον
ειδοποίησαν ότι η μητέρα του είναι ετοιμοθάνατη. Τότε βρισκόταν στην Κρήτη
έπλευσε να τη δει. Όταν έφτασε είχε κοιμηθή, πέρασαν τέσσερεις μέρες λόγο
των καιρικών συνθηκών. Παρεμπιπτόντως πολλές φορές της έλεγε, ''να γυρίσεις
με το παλιό μάνα'', ''το ίδιο είναι παιδί μου'', του απαντά, την ξαναρωτά ο π.
Αναστάσιος, ''γιατί δεν με λες πάτερ Αναστάσιο''; και του λεει ''παιδί μου είσαι,
δεν είσαι πάτερ'', τότε ειδοποίησε έναν ιέρεα ελπίζοντας να την μεταστρέψει στο
παλιό ημερολόγιο, αν και μετά θάνατον.

Ο ιερέας ήταν ο π. Τίτος, μετέπειτα Μητροπολίτης Κοζάνης. Όταν έφτασε ο


ιερέας η μητέρα του είχε πεθάνει ήδη. Ο π. Αναστάσιος προσευχόταν συνεχώς
στη Παναγία, όμως λέει στο π. Τίτο ''μη καθυστερείς καθόλου η ψυχή της εδώ
γύρω είναι ακόμα''. Τότε ξεκίνησε το μυστήριο του αγίου Ευχελαίου. Ο Πατερ
Αναστάσιος έφτιαξε Αγιονερι και άλυψε το σώμα της μητέρας του ξαφνικά η
μητέρα του τινάχτηκε και είπε ''πατερ Αναστάσιε όλα όσα μου έλεγες είναι
αλήθεια, θέλω να κάνω ομολογία.'' Έκανε ομολογία την λάδωσε με Ευχέλαιο και
την ρώτησε ο π. Τίτος ''τί έβλεπες αδελφή μου;'', με δάκρυα είπε ''έβλεπα το
σώμα μου άχαρο και να κρατούν δύο άγγελοι την ψυχή μου'', την οποία δεν
άφηνε η προσευχή του π. Αναστασίου να την απομακρύνουν'', και γυρνώντας
στον π. Αναστάσιο του λέει, ''εσύ όντως δεν είσαι το παιδί μου είσαι πατέρας
μου και πνευματικός μου'', ξάπλωσε πάλι και παρέδωσε τη ψυχή της,
συγκινήθηκε και συνέχισε την προσευχή όλη νύκτα ο π. Αναστάσιος και τότε
άκουσε την Παναγία να του λέει, ''μη μου το ξαναζητήσεις αυτό''.
4) Το θαύμα στην Αθήνα γύρω στο 1955.

Ο π. Αναστάσιος κατέβηκε στην Αθήνα να πάρει


υλικά για το εργοχειρό του, καθώς περνούσε πεζός
έναν δρόμο τον πάτησε μία μοτοσικλέτα,
κυριολεκτικά πέρασε από πάνω του. Αμέσως τον
μάζεψαν κάποιοι περαστικοί και τον πήγαν στο
κοντινότερο νοσοκομείο. Ο π. Αναστάσιος ήταν
ημιθανής, η ρόδα της μοτοσικλέτας είχε αφήσει το
αποτύπωμα της στο στήθος του. Αυτό που θυμόταν
καλά, όσο ήταν στο νοσοκομείο, ήταν πως είδε το
άγιο πατέρα Ματθαίο τον Ομολογητή μαζί με το άγιο
Νεκτάριο τον εν Αιγίνη να στέκονται στο
προσκέφαλό του. Σε κάποια στιγμή ρώτησε ο άγιος
Νεκτάριος τον άγιο πατέρα Ματθαίο, ''αυτός είναι
από μας;'' και ο άγιος Ματθαίος του είπε, ''ναι''. Μετά ρώτησε ο Άγιος Ματθαίος
τον π. Αναστάσιο που πονάει και όπου του έδειχνε ο π. Αναστάσιος εκεί τον
άγγιζε ο άγιος ρωτώντας, ''εδώ; εδώ;'' και όταν τον άγγιζε στο σημείο
θεραπευόταν πλήρως σαν να μην είχε συμβεί ποτέ τίποτα. Μετά από λίγη ώρα
φόρεσε τα ρούχα του και αναχώρησε από το νοσοκομείο χωρίς να μιλήσει σε
κανέναν, ούτε κάποιος τον αντιλήφθηκε.

5) Το θαύμα στο Άγιον όρος.

Το 1961 αναχώρησε για το Άγιον όρος,


ασκήτευσε σε μία περιοχή λεγόμενη
Βίγλα, κάτω από το κελί του Αγίου Μηνά,
για την ακρίβεια δίπλα από την σπηλιά
στην οποία ασκήτευσε το 1924 ο Άγιος
πατέρας Ματθαίος. Τότε έκανε πολλές
αγρυπνίες και είχε πάει και σε άλλες
τοποθεσίες αναζητώντας μέρη
απομονωμένα ιδανικά για ερημιά και
ησυχία. Συνολικά είχε κάτσει στο Άγιον
Όρος 25 χρόνια. Κάποτε πήγαν δύο
κληρικοί του νέου ημερολογίου στο κελί του και ήταν άνθρωποι με πτυχία και
σπουδές. Ο ένας Ιερέας και ο άλλος Διάκονος. Είχαν κεραστεί από ένα νερό και
λουκούμι, όταν άνοιξαν διάλογο οι επισκέπτες ρωτώντας τον π. Αναστάσιο αν
είχε σπουδάσει κάτι και πού. Δεν απάντησε μόνο τους κοίταξε και του είπε ο
Ιερεύς ότι εκείνοι ήταν θεολόγοι και μελετητές των Αγίων Γραφών. Μετά τον
ρώτησε για ποιό λόγο δεν μνημονεύει τον Πατριάρχη, τότε ο π. Αναστάσιος
σκέφτηκε μέσα του ότι θα γίνει πειρασμός και τους ρώτησε αν θέλουν να μάθουν
την αλήθεια και αφού πήρε θετική απάντηση τους λέει ''γιατί δεν ρωτάτε τους
πατέρες στη Λαύρα;''. Ποιούς πατέρες, του λένε εκείνοι, και τους απάντησε να
πάνε στη Λαύρα και να πάνε στη βιβλιοθήκη της, ''εκεί θα σας πουν οι πατέρες''
τους απαντά, του ξαναλέει ο ιερέας ''ποιοι πατέρες''; Απαντάει ο π. Αναστάσιος,
''οι Άγιοι Πατέρες που τους κλείσατε στη βιβλιοθήκη σας και δεν τους
διαβάζετε''. Του λέει ο ιερέας ''αναιδέστατε μας κοροϊδεύεις;''. Απαντάει τότε ο
π. Αναστάσιος ''αν δε μετανοήσεις θα σε επιτιμήσω'', τότε ο νεοημερολογίτης
ιερέας τον χαρακτήρισε πλανεμένο, και του απαντά ο π. Αναστάσιος, ''σε επιτιμώ
στο όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού όταν ψυχορραγείς να μην βγαίνει η ψυχή
σου, μέχρι να γίνεις Ορθόδοξος και να σωθείς''.

Πέρασαν 8 μήνες μετά το γεγονός και ο ιερέας αρρώστησε με υψηλό πυρετό,


κάλεσαν τους ιατρούς και δεν μπορούσαν να κατεβάσουν τον πυρετό και
κάλεσαν δυο επισκόπους να του διαβάσουν την ευχή εις ψυχοραγούντα αλλά
τίποτα δεν γινόταν. Τότε ο ιερέας φώναζε ότι δεν μπορούσε και να φωνάξουν
κάποιον άλλον. Ήρθαν κατά διαστήματα και άλλοι ιερείς αλλά δεν υπήρξε καμία
πρόοδος. Τότε ζήτησε τον Διάκονο που μαζί είχαν πάει στο Άγιο Όρος, του λέει,
''πήγαινε σε παρακαλώ σ' εκείνον τον ασκητή και πες του να με συγχωρέσει''. Ο
Διάκονος έκανε όπως του είπε και όταν είδε τον π. Αναστάσιο του λέει, ''ο Ιερέας
με τον οποίον ήρθαμε σε σένα είναι βαριά και δεν βγαίνει η ψυχή του'', και τον
παρακάλεσε δυο φορές να τον συγχωρέσει, ''αν δεις πως είναι θα τον λυπηθείς
πάτερ'', του λέει ο π. Αναστάσιος ''δεν τον συγχωρώ, πες του να κάνει ομολογία
με το παλιό και να γίνει Ορθόδοξος''. Φεύγοντας ο Διάκονος στενοχωρημένος
επέστρεψε πίσω και πήγε στον Ιερέα και του είπε τι συνέβη. Όταν άκουσε το
ιστορικό ο Ιερέας φώναξε κλαίγοντας στον Διάκονο, ''πήγαινε και πες του ναι,
ναι, θα κάνω ομολογία''. Όντως ο Διάκος πήγε ξανά στο Άγιο Όρος, και λέει τα
νέα στον π. Αναστάσιο, τότε ο π. Αναστάσιος συνόδευσε τον Διάκο μέχρι το
σπίτι του Ιερέα και εκείνος μόλις τον είδε χάρηκε φίλησε το χέρι του π.
Αναστασίου και του είπε ''συγχώρεσε με''. Του λέει ο π. Αναστάσιος ''είσαι
έτοιμος να κάνεις ομολογία'' και του λέει ο Ιερέας, ''ναι, είμαι έτοιμος'', μόλις
είπε την Ορθόδοξη ομολογία, ασπάστηκαν εν Χριστώ και αμέσως κοιμήθηκε με
ειρήνη.

6) Ο δράκος του Αγίου Όρους.

Διηγήθηκε και αυτό το γεγονός ο π. Αναστάσιος. Κάποτε διάβαζε διάφορες


προφητείες και διαβάζοντας μία απ' αυτές απόρησε. Είπε στον εαυτό του, ''είναι
δυνατόν η προφητεία να λέει αυτά;'' Αδυνατούσε να το πιστέψει. Η προφητεία
έλεγε, ''Στους εσχάτους καιρούς, η εικόνα
της Παναγίας της Πορταϊτίσσης θα
αναχωρήσει από το Άγιο Όρος, θα ακουστεί
μια βοή για τρείς μέρες σε όλο τον Άθωνα
και η εικόνα θα φύγει. Από το σημείο που
θα φύγει τα δέντρα θα σκύψουν να την
προσκυνήσουν. Όσοι θέλετε να σωθείτε να πάρετε μόνο το ράσο και τον ντορβά
και φύγετε. Τότε θα φύγει η χάρη της Παναγίας και θα βγουν δράκοι από τις
οπές της γης και θα κατασπαράξουν τους ανθρώπους''. Όταν το διάβασε αυτό
παρακάλεσε την Παναγία να του φανερώσει αν λέει αλήθεια η προφητεία.

Ήταν απόγευμα, πλησίαζε η ώρα να διαβάσει εσπερινή προσευχή, όταν άρχισε


να διαβάζει του ήρθε ένας λογισμός να πάει στη θάλασσα να ψαρέψει. Δεν
έδωσε πολλή σημασία και του ξαναλέει ο λογισμός έντονα μέσα του να πάει να
ψαρέψει. Αυτή τη φορά θεώρησε ότι ήταν πειρασμός που ήθελε να τον
αποσπάσει από την προσευχή και δεν πήγε. Κατά την μία την νύχτα ξεκίνησε τον
όρθρο, πριν τελειώσει την ακολουθία άκουσε μέσα του τόσο έντονα μια φωνή
που συγκέντρωσε όλη του την προσοχή και του είπε να πάει στα βράχια κοντά
στη ρουμάνικη σκήτη να ψαρέψει. Είπε τότε μέσα του μήπως είναι από την
Παναγία και κατέβηκε αφού τελείωσε την ακολουθία του.

Έφτασε στα βράχια και απείχε από την θάλασσα αρκετά μέτρα ύψος. Έριξε την
πετονιά, δεν πέρασε μισή ώρα και είδε τα νερά να σχηματίζουν κύμα σαν να
ερχόταν κάτι που έπλεε προς αυτόν. Δεν μπορούσε να διακρίνει τί ήταν αυτό που
πλησίαζε. Όταν πλησίασε τα βράχια βγήκε από την θάλασσα ένα θηρίο και
στεκόταν όρθιο αρκετά μέτρα ύψος. Είχε ένα κεφάλι σε μέγεθος μίας αγκαλιάς
ανθρώπου, είχε δύο φτερά που φτερούγιζαν και φυσούσαν αέρα, είχε και δύο
δόντια στην πάνω και στην κάτω σιαγόνα. Τα λέπια του ήταν χοντρά και είχε και
δύο κέρατα στο κεφάλι του. Στάθηκε λίγο και μετά βούτηξε πάλι στη θάλασσα
και τα νερά έπεσαν πάνω στον π. Αναστάσιο.

Είχε πάθει σοκ, όταν συνήλθε έτρεξε να ειδοποιήσει τους πατέρες στη
ρουμάνικη σκήτη. Όταν έφτασε και ανήγγειλε το συμβάν του είπαν, ''εμείς πάτερ
το ξέρουμε, προσπαθούμε να το πιάσουμε εδώ και πολύ καιρό'', του λέει ένας
Μοναχός της σκήτης, ''εμείς τυλίξαμε κρέας για δόλωμα σε μία μικρή άγκυρα
και την δέσαμε με συρματόσχοινο σε ένα μεγάλο βράχο. Όταν πλησίασε μετά
από ώρα άρπαξε το κρέας και φεύγοντας με το φαί στο στόμα του πήρε μαζί του
το συρματόσχοινο και έσπασε κι ένα κομμάτι από το βράχο'' Τότε θαύμασε ο π.
Αναστάσιος και είπε ''δοξασμένο να 'ναι το όνομα σου Παναγία μας.''
7) Από τη Σάμο στη Κρήτη.

Κάποια άλλη φορά ήταν στη Σάμο σε ένα μέρος με


δέντρα. Είχε φτιάξει μια χαμηλή καλύβα με
λαμαρίνες, το μέρος ήταν γεμάτο πεύκα. Του
συνέβη το εξής, κάθε βράδυ όταν άρχιζε την
προσευχή του, έπεφταν βροχή στη σκεπή της
καλύβης κουκουνάρια τόσο πολύ που δεν
μπορούσε να συγκεντρωθεί στη προσευχή.
Αποφάσισε να δει τι συμβαίνει, βγήκε με ένα φακό και είδε από όλα τα πεύκα να
φεύγουν αοράτως κουκουνάρια και να πέφτουν πάνω του. Δεν έμεινε εκεί πάνω
από έξι μήνες, δε μπορούσε να κάνει προσευχή από το θόρυβο.

Πήγε στη Κρήτη κοντά σε ένα χωριό στο Ρέθυμνο. Είχαν μάθει οι χωριανοί ότι
κάποιος ασκητής ήταν κοντά στο τόπο τους και συχνά του πήγαιναν τρόφιμα και
άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Για τον π. Αναστάσιο η παρουσία τους ήταν
ενοχλητική, επιθυμούσε την απόλυτη ησυχία και εκείνοι με τις επισκέψεις τους
τον αποσπούσαν από την προσευχή.

Εκείνο το καλοκαίρι έκανε αφόρητη ζέστη και μαθεύτηκε πως ξέσπασε μία
πυρκαγιά κοντά σε κάποιο χωριό. Η φωτιά πλησίαζε επικίνδυνα οπότε οι
χωριανοί πρότειναν να πάνε στον π. Αναστάσιο και να τον παρακαλέσουν να
κάνει προσευχή για να σταματήσει η φωτιά. Κανείς δεν τους άκουσε, κάποιες
ηλικιωμένες γυναίκες πήραν το βουνό και όταν έφτασαν του φώναζαν, ''πάτερ
άγιε βοήθησέ μας'', αφού επέμεναν και είδε ο π. Αναστάσιος ότι δεν πρόκειται να
ησυχάσουν βγήκε έξω και τους ρώτησε τί θέλουν, εκείνες του λένε ''δε βλέπεις,
καίγεται το χωριό, κάνε μία προσευχή να σταματήσει η φωτιά''. Δεν ήξεραν
βέβαια ότι ο γέροντας είχε ήδη κάνει προσευχή, και εκείνος τους πρότεινε να
κάνουν εκείνες προσευχή και τις έδιωξε. Όταν κατέβηκαν από το βουνό είδαν οι
χωριανοί μία νεφέλη να σχηματίζεται πάνω από την εστία φωτιάς και όχι μόνο
την έσβησε αλλά πλημμύρισε το χωριό. Είδε ο π. Αναστάσιος, κόσμος να
πηγαίνει προς αυτόν, μπροστά ο παπάς του χωριού να θυμιάζει και ο κόσμος
κρατούσε λάβαρα. Γρήγορα μάζεψε τα απαραίτητα και κατέβηκε από την άλλη
πλευρά του βουνού, πλήρωσε ένα βαρκάρη και πήγε Ικαρία.

8) Ο μασόνος ιατρός στη Λάρισα.

Αρκετά χρόνια μετά τον πόλεμο του 1940 αποφάσισε να πάει ο π. Αναστάσιος
στη Λάρισα για να κάνει χειρουργείο στο πόδι του. Τον ενοχλούσε στο
περπάτημα. Το είχε τραυματίσει στη μάχη του Γοργοποτάμου. Τότε φορούσε το
Μέγα και Αγγελικό Σχήμα το οποίο κοίταξε ο
ιατρός του με κάποιο είδος αποστροφής.
Απορούσε ο π. Αναστάσιος γιατί καθυστερούσαν
οι ιατροί να τον εγχειρήσουν. Του έλεγε ο
λογισμός του να φύγει από το νοσοκομείο αλλά
δεν πρόλαβε. Βρισκόταν σε ανησυχία όταν ένας
ιατρός του έφερε φάρμακα να πιεί και του ζήτησε
να τα καταπιεί μπροστά του. Όταν τα κατάπιε αισθάνθηκε μισοαναίσθητος.
Άκουγε τότε μέσα στο λήθαργο του την συνομιλία μεταξύ των ιατρών όπου
έλεγαν μεταξύ τους, ''του έδωσες την δοσολογία που σου είπα;'', ''ναι'', ''και είναι
ακόμη ζωντανός;'', ''η δική μας στοά στην Αγγλία δεν κάνει τέτοια εγκλήματα
είστε απάνθρωποι εσείς εδώ στην Ελλάδα, έχω αποφασίσει να γυρίσω στην
Αγγλία'', αντί άλλης απαντήσεως ο Έλληνας ιατρός του λέει, ''πρέπει να του
δώσουμε άλλη μία δόση'', ο ιατρός από την Αγγλία τότε του είπε, ''δώσε τη του
εσύ'' και μαζί αναχώρησαν από το δωμάτιο του Γέροντα, τότε ο π. Αναστάσιος
είπε μέσα του, ''Παναγία μου σώσε με'', με δυσκολία και βία έβαλε τα ρούχα και
αναχώρησε για το κελλάκι του στη Λαμία. Όταν έφτασε έπεσε στο κρεβάτι του
και δε μπορούσε να μιλήσει. Μετά από τρεις μέρες συνήλθε αλλά αντιλήφθηκε
ότι τα φάρμακα είχαν αφήσει μόνιμα προβλήματα στην υγεία του, πειράχτηκαν
οι φωνητικές χορδές του, η μέση του, τα νεύρα του και το σώμα του είχε γύρει
προς τα εμπρός. Αναφώνησε με πνεύμα δοξολογίας ''Δόξα στη Παναγία που το
δηλητήριο δε με θανάτωσε αλλά μου άφησε μόνο κουσούρια!''.

9) Το θαύμα στην παράλυτη κοπέλα.

Ένα αντρόγυνο που ήταν από


τη Λαμία πήγε στο κελλί του
και τον παρακάλεσε να κάνει
καλά τη θυγατέρα τους.
Έλεγαν οι ιατροί ότι το
κορίτσι είχε μία ασθένεια στα
πόδια που θα την άφηνε
παράλυτη. Τότε τους είπε να
του φέρουν το παιδί και όντως
την επόμενη πήγαν με το
κοριτσάκι πάλι στο κελλί του.
Το έβγαλε ο πατέρας μέσα
από το αυτοκίνητο κρατώντας
το στην αγκαλιά του. Ήταν
ένα μικροκαμωμένο παιδί 12 ετών. Τους είπε να βάλουν το κορίτσι στο κρεββάτι
του, γέμισε μία λεκάνη με νερό, πήρε ένα σταυρό τον έβαλε στη λεκάνη είπε
κάποιες ευχές του αγίου Πατέρα Ματθαίου. Έφερε το νερό στο παιδί, οι γονείς
στέκονταν παραδίπλα από το κρεβάτι, στράφηκε ο όσιος πατέρας Αναστάσιος
προς την μητέρα και τη ρώτησε, ''πιστεύεις στο Χριστό;'', απαντά εκείνη με
σιγανή φωνή, ''ναί'', την ξαναρωτάει με αυστηρή φωνή, ''πιστεύεις στο Χριστό;''
ξαναπαντά εκείνη, ''ναι'', την ξαναρωτάει με βροντερή φωνή, ''δε σ' ακούω,
πιστεύεις στο Χριστό'', του λέει εκείνη πάλι, ''ναι'', και την πλησιάζει ρωτώντας
την πάλι, ''πιστεύεις ότι ο Χριστός μπορεί να θεραπεύσει την κόρη σου;'' τότε
γονάτισε και ξέσπασε σε κλάματα λέγοντας του, ''ναι πάτερ, πιστεύω, πιστεύω'',
τότε άλειψε με τα χέρια του τα ποδαράκια της μικρής και αναστέναξε και είπε,
''Κύριε Ιησού Χριστέ, δια των ευχών του αγίου σου Ματθαίου, λυπήσου και
θεράπευσε την δούλη σου Ειρήνη ως τον παράλυτον''. Έπιασε τα χεράκια της
την σήκωσε και της είπε, ''προχώρα''. Κρατώντας τα χέρια της άρχισε να
περπατάει! Τότε έπεσε το αντρόγυνο στα γόνατα και με λυγμούς αγκάλιασαν το
παιδί τους συγκινημένοι! Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι μετά από δύο
χρόνια οι ίδιοι γονείς έφεραν και την δεύτερη κόρη τους πάσχουσα από την ίδια
ασθένεια, την οποίαν θεράπευσε επίσης ο π. Αναστάσιος.
Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή του δούλου του Αναστασίου Μοναχού!

10) Ένα ιστορικό γεγονός εν έτει 1940.

Ο π. Αναστάσιος μου διηγήθηκε μία


ιστορία τον καιρό του πολέμου του
1940. Είχε αναχωρήσει από την Αθήνα
γιατί οι Γερμανοί αναζητούσαν όλους
τους Έλληνες με πτυχίο μηχανολόγου
μηχανικού, για να τους μετακινήσουν
στη Γερμανία και να τους
τοποθετήσουν σε εργοστάσια
κατασκευής αεροσκαφών. Κάτι που δεν
δεχόταν να κάνει ως πατριώτης ο Ιωάννης, και γι' αυτό έφυγε για το χωριό του.
Οι Γερμανοί είχαν βγάλει ανακοίνωση ότι καταζητούνται όσοι δεν
παρουσιάστηκαν και να παραδοθούν νεκροί ή ζωντανοί .Όταν αυτό το είδε σε
εφημερίδα έγινε έξω φρενών, αμέσως πήρε ένα όπλο από το σπίτι του και πήγε
στο καφενείο του χωριού και είπε με δυνατή φωνή στους χωριανούς, ''ποιοί θα
έρθετε μαζί μου;'' τότε δύο νέοι αποφασισμένοι τον ακολούθησαν και μαζί οι
τρείς τους έφυγαν για το βουνό. Δεν πέρασε πολύ καιρός μαθεύτηκε στα μέρη
εκείνα ότι υπάρχει αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών. Αυτή η είδηση
έφτασε στα αυτιά του Άρη Βελουχιώτη, και εξεπλάγη. Τότε ζήτησε ο Άρης
συνάντηση με τον Ιωάννη και όταν συναντήθηκαν τον ρώτησε, ''από ποιό μέρος
είσαι;'' του λέει ο Ιωάννης, ''από τη Μερκάδα'', σε σύντομο διάστημα τον έκανε
καπετάνιο και έκτοτε πήρε την ονομασία καπετάν Μέρκας. Ο Μέρκας από
ανάγκη πήγε με τον Βελουχιώτη για να μην είναι μόνος του, όχι επειδή πίστευε
στα ιδεώδη του Άρη και του κόμματος του. Τότε τον ρώτησε ο π. Χαρίτων, ''πως
έγινες σε τόσο μικρό διάστημα καπετάνιος;'' και πήρε την εξής απάντηση, όταν
βγήκε στο βουνό με τους δύο νέους συντρόφους του δε πέρασε άλλη μία
βδομάδα και έγιναν πέντε. Η αποστολή τους ήταν να απασχολούν τον γερμανικό
στρατό σε ασήμαντους τόπους ώστε το κύριο ελληνικό σώμα αντίστασης να
κάνει επιθέσεις ανενόχλητο σε καίρια σημεία. Ήξεραν όλα τα μονοπάτια στα
βουνά για Καρδίτσα, Τρίκαλα, Καλαμπάκα. Έξω από κάθε πόλη είχαν κρυμμένα
όπλα, όλμους και πολυβόλα. Από Τρίκαλα μέσα από τα βουνά πήγαιναν
Καλαμπάκα. Οι άλλοι τέσσερεις που πήγαν με τον καπετάν Μέρκα, ήταν πολύ
δυνατοί και το έλεγε η ψυχή τους κατά δήλωση του ιδίου του π. Αναστασίου.
Διηγόταν ότι όταν έβρεχε κοιμόντουσαν στις πλαγιές μέσα στη βροχή αλλά ποτέ
κανείς δεν παραπονέθηκε για κάτι. Ακολουθούσαν χωρίς ούτε ένα γογγυσμό.
Όταν έφταναν στη Καλαμπάκα έστηναν ενέδρες και κατέστρεφαν αποθήκες και
οχήματα Γερμανών, τότε έστελναν οι Γερμανοί σήμα για ενισχύσεις. Αφού τους
έκαναν ζημιά έκρυβαν τον οπλισμό και έφευγαν για τα Τρίκαλα. Έφτανε ο
στρατός των κατακτητών στη Καλαμπάκα και δεν έβρισκε καμία αντίσταση.
Αυτοί αντιθέτως χτυπούσαν εκείνη την ώρα αποθήκες Γερμανών στα Τρίκαλα.
Τότε έστελναν σήμα για ενισχύσεις στα Τρίκαλα και αφού γινόταν αυτό τότε
πήγαιναν στη Καρδίτσα και συνέχιζαν την ίδια τακτική. Οι Γερμανοί
πελαγομένοι έστελναν απ' όλες τις πλευρές ενισχύσεις στην Καρδίτσα, ο
καπετάν Μέρκας πήγαινε όμως πάλι στο πρώτο στόχο του την Καλαμπάκα. Έτσι
κατάφεραν να κάνουν τους Γερμανούς να πιστεύουν πως ήταν πολλοί, ενώ ήταν
μόνο πέντε.

Ο π. Αναστάσιος είπε και το εξής, όλοι οι στρατιώτες του Βελουχιώτη φορούσαν


στη τσέπη του πουκαμίσου τους το σφυροδρέπανο, κάτι που δε δεχόταν με
τίποτα ο καπετάν Μέρκας και τον ενοχλούσε τόσο που πήγε και μίλησε στον ίδιο
τον Βελουχιώτη, και του είπε ''άκου καπετάνιε είμαι μαζί σου για την αντίσταση
κατά των Γερμανών, μη με ανακατέψεις με τα πολιτικά δε θα σε ακούσω, εγώ
δεν είμαι κομμουνιστής, είμαι Χριστιανός Ορθόδοξος''.

Έκτοτε ο π. Αναστάσιος έφτιαξε από πανί τον μισό ήλιο την ώρα που δύει και το
έβαλε στο πουκάμισο του. (Ίσως αυτά που θα σας πω να είναι άσχετα, σας τα
διηγούμαι πληροφοριακά. Ξέρετε ότι το σήμα γνωστού κόμματος το πήραν από
τον φάκελο που είχε το κράτος για τον καπετάν Μέρκα και του έκαναν
μετατροπή από κίτρινο σε πράσινο, του έβγαλαν τις μισές ακτίνες και το πήραν;
Αυτά του τα ομολόγησαν οι υπουργοί Μερκούρη και Γιαννόπουλος. Επίσης ο π.
Αναστάσιος ήταν εκείνος που με επιστολή του πέτυχε να κοπεί το κάπνισμα στα
λεωφορεία.)
11) Η μάχη του Γοργοποτάμου.

Τη παραμονή το βράδυ πριν τη μάχη, (για την


κατάληψη της γέφυρας πριν την ανατίναξη της),
μου διηγήθηκε o π. Αναστάσιος, τα καζάνια
έβραζαν για το στρατό φαΐ. Εκείνος όμως ήταν σε
ανησυχία, δε τον έπιανε ύπνος. Είπε, ''ας κάνω μία
βόλτα προσευχόμενος στο Θεό''. Έλεγε, ''φύλαξε
μας τους δούλους σου Χριστέ μου''. Τότε άκουσε
ομιλίες πίσω από μία σκηνή και πλησίασε να δει
ποιοι ομιλούν. Μιλούσαν ξένα και κατάλαβε ότι
ήταν Άγγλοι αξιωματικοί. Συζητούσαν περί του
πώς θα εξελιχθεί η επιχείρηση. Τότε είδε ότι
ανάμεσα τους ήταν κι ένας Έλληνας. Πλησίασε πιο
πολύ για να δει ποιος ήταν και βλέπει ότι ήταν ο
Χαρίλαος Φλωράκης, είπαν για το φαΐ, αμέσως κάτι υποψιάστηκε και έτρεξε στα
καζάνια, έβγαλε σε ένα πιάτο λίγο και έδωσε σ' ένα σκύλο, δε πέρασαν δέκα
λεπτά και ο σκύλος ήταν νεκρός. Τότε έτρεξε και είπε στον Άρη Βελουχιώτη το
γεγονός, είδε κι αυτός το σκυλί και έδωσε διαταγή να μην φάει κανείς. Έψαξαν
να βρουν τον Φλωράκη και τους Εγγλέζους αλλά ήταν άφαντοι.

Τότε πήραν διαταγή να μπουν στα χαρακώματα και να είναι έτοιμοι. Είχαν
πιάσει τους δύο λόφους πάνω από τα χαρακώματα και εκεί είχαν τοποθετήσει
δύο πολυβόλα. Πλησίασαν οι Γερμανοί και έπρεπε να περάσουν απέναντι για να
εξασφαλίσουν τις γραμμές του τραίνου. Ο Γερμανός αξιωματικός έστελνε
στρατιώτες ανά ομάδες των 50, να περάσουν απέναντι αλλά δεν έφτανε ούτε
ένας ως τη μέση, γιατί τα πολυβόλα έριχναν σταυρωτά, μέσα στη σύγχυση της
μάχης ένα από τα δύο πολυβόλα σταμάτησε τις ριπές. Τότε είπε στους
στρατιώτες ο καπετάν Μέρκας, ''καλύψτε με πάω να δω τί εγινε''.

Όταν έφτασε είδε πως δεν ήταν κανείς, και από το πολυβόλο έλειπε η βελόνα,
και είπε, ''μας σαμποτάρανε''. Έψαξε πάνω του και γύρω κάτι για να
υποκαταστήσει την βελόνα, βρήκε ένα καρφί και το πέρασε στο πολυβόλο αντί
για βελόνα. Πέτυχε! Σε κάθε ριπή η τρίτη σφαίρα ήταν τροχοδιωκτική, δηλαδή
φώτιζε και έδειχνε την πορεία που έπρεπε να πηγαίνουν οι υπόλοιπες. Τότε
άρχισαν να φωνάζουν από κάτω, ''μπράβο το βαρύ, μπράβο το βαρύ''! Δεν
άργησαν όμως οι Γερμανοί και άρχισαν να ρίχνουν με όλμους. Τότε
τραυματίστηκε ο Μέρκας και το θραύσμα τον πέτυχε στο πόδι, στο μεγάλο
δάκτυλο. Αλλά παρ' όλα ταύτα οι Έλληνες σταμάτησαν σε αυτή τη μάχη τους
κατακτητές.

Вам также может понравиться