Академический Документы
Профессиональный Документы
Культура Документы
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Στο σώμα μας πηγή ενέργειας είναι η τροφή την οποία επεξεργάζεται το πεπτικό
σύστημα και στη συνέχεια αναμειγνύεται με το Ο2 στα κύτταρα του σώματος για
την απελευθέρωση ενέργειας. Τα παραπροϊόντα αποβάλλονται από τέσσερις
διόδους: α) τα στερεά συστατικά που δεν πέπτονται , αποβάλλονται με τη μορφή
κοπράνων, β) το νερό και κάποια άλλα παραπροϊόντα αποβάλλονται μέσω των
ούρων, γ) περίπου 0,5 Kg CO2 αποβάλλεται καθημερινά από τους πνεύμονες και δ)
η θερμότητα εκλύεται από την επιφάνεια του σώματος.
Κάθε ένα από τα τρισεκατομμύρια ζωντανά κύτταρα του σώματός μας πρέπει να
εφοδιαστεί με Ο2 και να αποβάλλει με κάποιο τρόπο τα παραπροϊόντα του. Οι
πνεύμονες εφοδιάζουν το σώμα με Ο2 και αποβάλλουν το CO2. Το αίμα μεταφέρει
το Ο2 στους ιστούς και απομακρύνει από αυτούς το CO2 . Εξαιτίας της στενής
συνεργασίας και της αλληλεπίδρασης μεταξύ καρδιαγγειακού και του
αναπνευστικού συστήματος, οι δράσεις του ενός φυσιολογικά επηρεάζουν το άλλο.
Μία πρωταρχική λειτουργία των πνευμόνων είναι η διατήρηση σταθερού του Ph
(οξύτητα) του αίματος ενώ διαδραματίζουν δευτερεύοντα ρόλο στην ανταλλαγή
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Το εύρος των ακουστών ήχων ορίζεται συνήθως μεταξύ των 20 και 20.000 Hz . Οι
υπόηχοι έχουν συχνότητες μικρότερες από 20 Hz και δεν είναι ακουστοί , ενώ οι
υπέρηχοι έχουν συχνότητες μεγαλύτερες από 20.000 Hz και δεν είναι επίσης
ακουστοί.
10.1 Γενικές ιδιότητες των ήχων
10.1.1 Φυσικές ιδιότητες των ήχων
Ένα ηχητικό κύμα είναι μια μηχανική ταλάντωση σε αέριο, υγρό ή στερεό μέσο, η
οποία διαδίδεται από την πηγή με καθορισμένη ταχύτητα. Στην εικόνα 10.1α
παριστάνεται το διάφραγμα ενός μεγαφώνου ,το οποίο ταλαντώνεται στον αέρα με
συχνότητα f. Οι ταλαντώσεις προκαλούν τοπικές αυξήσεις και μειώσεις της πίεσης
ως προς την ατμοσφαιρική πίεση (εικόνα 10.1β), Αυτές οι αυξήσεις , που
ονομάζονται πυκνώματα, και οι μειώσεις, που ονομάζονται αραιώματα,
διαδίδονται προς τα έξω αποτελώντας ένα διάμηκες κύμα, δηλαδή κύμα , στο οποίο
τα μόρια του αέρα κινούνται εμπρός και πίσω , κατά τη διεύθυνση διάδοσης του
κύματος. Επίσης τα πυκνώματα και τα αραιώματα μπορούν να περιγραφούν από τις
μεταβολές της πυκνότητας και από τις μετατοπίσεις των ατόμων και των μορίων
από τη θέση ισορροπίας τους.
Η σχέση μεταξύ της συχνότητας ταλάντωσης f , του μήκους κύματος λ και της
ταχύτητας v του ηχητικού κύματος είναι:
v=λf
Το κύμα μεταφέρει ενέργεια , τόσο με τη μορφή δυναμικής ενέργειας, όσο και με
τη μορφή κινητικής. Ως ένταση Ι του ήχου ορίζεται η ενέργεια ανά δευτερόλεπτο (1
J/s = 1 watt), η οποία μεταφέρεται από το ηχητικό κύμα μέσω μιας εγκάρσιας
διατομής, εμβαδού m2 ( μονάδα έντασης watts/ m2). Για επίπεδο κύμα, η ένταση Ι
δίνεται από τη σχέση:
Ι = 1/2 ρvA2(2πf)2 = 1/2 Z(Aω)2
όπου ρ είναι η πυκνότητα του μέσου διάδοσης, v είναι η ταχύτητα του ήχου, f είναι
η συχνότητα, ω=2πf είναι η κυκλική συχνότητα σε rad/s, Α είναι το πλάτος μέγιστης
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Η αίσθηση της ακοής επιτελείται από τη συνεργασία των εξής συνιστωσών: α) του
μηχανικού συστήματος που συλλέγει και μεταδίδει τις ηχητικές πληροφορίες ώστε
να διεγερθούν τα τριχωτά κύτταρα στον κοχλία, β) των αισθητηρίων κυττάρων που
παράγουν τα δυναμικά δράσης, καθώς και των κοχλιακών νεύρων που μεταδίδουν
αυτά τα δυναμικά και γ) του ακουστικού φλοιού , του τμήματος δηλαδή του
εγκεφάλου που αποκωδικοποιεί και μεταφράζει τα σήματα των κοχλιακών νεύρων.
Η κώφωση ή η βαρηκοΐα μπορεί να προέλθει από τη δυσλειτουργία οποιουδήποτε
από αυτά τα μέρη.
11.1 Το ους και η ακοή
Στην εικόνα 11.1 παρουσιάζονται τα περισσότερα από τα μέρη του ωτός που
σχετίζονται με την ακοή. Το ους είναι ένας έξυπνα κατασκευασμένος μετατροπέας
των πολύ ασθενών μηχανικών ηχητικών κυμάτων του αέρα, σε ηλεκτρικές ώσεις στο
κοχλιακό νεύρο, που συνήθως χωρίζεται σε τρία μέρη: το έξω ους , το μέσον ους και
το έσω ους.
11.2 Το έξω ους
Το έξω ους περιλαμβάνει το πτερύγιο, τον έξω ακουστικό πόρο, ο οποίος
καταλήγει στο τύμπανο. Το πτερύγιο είναι το λιγότερο σημαντικό τμήμα του
ακουστικού συστήματος και συνεισφέρει μόνο, ως χοάνη, στην αγωγή των ηχητικών
κυμάτων στον ακουστικό πόρο και μπορεί να αφαιρεθεί τελείως , χωρίς
παρατηρήσιμη απώλεια της ακοής. Ο άνθρωπος έχει 9 ατροφικούς μυς που
εξυπηρετούν την κίνηση των πτερυγίων και οι περισσότεροι δεν διαθέτουν την
απαραίτητη νεύρωση για την ενεργοποίηση αυτών των μυών.
Ο έξω ακουστικός πόρος , που εκτός του ρόλου του ως αποθήκης κυψέλης,
εξυπηρετεί και στην αύξηση της ευαισθησίας του ωτός στην περιοχή των 3.000 έως
4.000 Hz , έχει μήκος 2,5 cm και διάμετρο περίπου ίση με τη διάμετρο ενός
μολυβιού. Η ευαισθησία του ωτός φαίνεται στην εικόνα 11.2.
Το τύμπανο ή τυμπανικός υμένας που έχει πάχος περίπου ίσο με 0,1 mm και
εμβαδόν περίπου ίσο με 65 mm2, μεταφέρει τις ταλαντώσεις του αέρα, στα οστάρια
του μέσου ωτός. Λόγω της έκκεντρης προσάρτησης της σφύρας (εικόνα 11.3α) , ο
τυμπανικός υμένας δεν ταλαντώνεται συμμετρικά όπως η μεμβράνη ενός τυμπάνου
Τα δύο κύρια μέρη του οφθαλμού, στα οποία γίνεται η εστίαση είναι: α) ο
κερατοειδής , που είναι το διαφανές κύρτωμα στο πρόσθιο μέρος του οφθαλμού και
ευθύνεται για τα δύο τρίτα περίπου της εστίασης και επίσης είναι σταθερός σε σχήμα
και β) ο φακός , που ευθύνεται για την τελική εστίαση και μπορεί να αλλάζει το
σχήμα του, ώστε να μπορεί να εστιάζει αντικείμενα που βρίσκονται σε διάφορες
αποστάσεις.
Η εστίαση στο φακό γίνεται τόσο στη πρόσθια όσο και στην οπίσθια επιφάνειά του
(εικόνα 12.1) και αυτός παρουσιάζει μεγαλύτερη κυρτότητα στην οπίσθια επιφάνεια.
Ο φακός προσαρμόζει την εστιακή του απόσταση μεταβάλλοντας την κυρτότητά του.
Η ικανότητα εστίασης (ισχύς) του φακού είναι σημαντικά μικρότερη από αυτή του
κερατοειδούς εξαιτίας του γεγονότος ότι ο δείκτης διάθλασης των ουσιών που
περιβάλλουν τον φακό είναι παρόμοιος με το δικό του, με την ενεργό τιμή του να μην
είναι μεγαλύτερη από 1,07. Ο φακός αποτελείται από στιβάδες , οι οποίες δεν έχουν
όλες τον ίδιο δείκτη διάθλασης (πίνακας 12.1).
Ο φακός έχει ένα εύκαμπτο κάλυμμα (κάψα) που συμφύεται με τις ίνες του
ακτινωτού συνδέσμου, ο οποίος με τη σειρά του συγκρατεί το φακό αναρτημένο πίσω
από την ίριδα. Όταν οι λείες μυϊκές ίνες του ακτινωτού σώματος συστέλλονται,
διευρύνεται η κόρη του οφθαλμού, ο ακτινωτός σύνδεσμος χαλαρώνει, η τάση στην
κάψα του φακού μειώνεται και η πρόσθια επιφάνεια του φακού αυξάνει την
κυρτότητά της, τρόπος με τον οποίο εστιάζονται κοντινά αντικείμενα. Αντίθετα , όταν
ο ακτινωτός μυς βρίσκεται σε ηρεμία, ο φακός μένει κατά κάποιο τρόπο,
επιπεδωμένος και προσαρμοσμένος στην ελάχιστη εστιακή του ικανότητα , τρόπος
με τον οποίο εστιάζονται μακρινά αντικείμενα. Απώτερο σημείο της όρασης
ονομάζεται το πιο μακρινό σημείο από τον οφθαλμό , από όπου εστιάζονται τα
μακρινά αντικείμενα, όταν ο ακτινωτός μυς βρίσκεται σε ηρεμία και για έναν μύωπα ,
αυτό το σημείο μπορεί να βρίσκεται αρκετά κοντά στον οφθαλμό. Εγγύτερο σημείο
της όρασης ονομάζεται το κοντινότερο σημείο προς τον οφθαλμό , από όπου μπορεί
ένα αντικείμενο να εστιάζεται με σαφήνεια πάνω στον αμφιβληστροειδή και ο φακός
στην περίπτωση αυτή αποκτά τη μεγαλύτερή του ικανότητα εστίασης. Τα μικρά
παιδιά έχουν πολύ εύκαμπτους φακούς και έχουν την ικανότητα να εστιάζουν τα
πολύ κοντινά αντικείμενα.. Προσαρμογή είναι η ικανότητα του οφθαλμού να
μεταβάλλει την εστιακή του ικανότητα , όπου με την πάροδο της ηλικίας , οι φακοί
χάνουν μέρος της ικανότητας προσαρμογής τους και επίσης η πρεσβυωπία είναι
αποτέλεσμα της βαθμιαίας απώλειας της προσαρμογής από αυτούς.
Ο φακός, όπως και ο κερατοειδής, μπορεί να υποστεί βλάβη από την υπεριώδη ή
άλλης μορφής ακτινοβολία, με την πιθανότητα να δημιουργηθεί καταρράκτης, ο
οποίος καταστρέφει τη διαύγειά του
Η κόρη είναι το άνοιγμα που βρίσκεται στο κέντρο της ίριδας , από όπου το φως
εισέρχεται στο φακό και αυτή φαίνεται μαύρη, επειδή σχεδόν όλο το φως που
εισέρχεται , απορροφάται στο εσωτερικό του οφθαλμού. Υπό συνθήκες μετρίου
Το υδατοειδές υγρό ,που αποτελείται κυρίως από νερό, γεμίζει το χώρο μεταξύ του
φακού και του κερατοειδούς και παράγεται συνεχώς , με την περίσσειά του να
διαφεύγει από ένα σωλήνα παροχέτευσης , το κανάλι του Schlemm. Γλαύκωμα
καλείται η κατάσταση κατά την οποία αποφράσσεται αυτό το κανάλι , με συνέπεια
την αύξηση της πίεσης στον οφθαλμό. Το υδατοειδές υγρό περιέχει πολλά από τα
συστατικά του αίματος και εφοδιάζει με θρεπτικά συστατικά τον κερατοειδή και το
φακό, που δεν φέρουν αγγεία καθώς επίσης διατηρεί την εσωτερική πίεση του
οφθαλμού στο 1,6 kPa περίπου (12 mmHg). Αν πιέσουμε το μάτι μας, θα
διαπιστώσουμε ότι είναι αρκετά άκαμπτο, κάτι που οφείλεται στο γεγονός ότι τα υγρά
του οφθαλμού είναι ασυμπίεστα για την εξωτερική πίεση που χρησιμοποιήσαμε και
στο ότι ο εξωτερικός χιτώνας του δεν παραμορφώνεται εύκολα. Με το τρίψιμο όμως
των ματιών μας , αυξάνεται κατά πολύ η εσωτερική πίεση.
Το υαλοειδές υγρό , είναι μια διαυγής ουσία με μορφή πηκτής, που γεμίζει τον ευρύ
χώρο μεταξύ του φακού και τους αμφιβληστροειδούς και το οποίο βοηθάει στη
διατήρηση του σχήματος του οφθαλμού και ουσιαστικά είναι μόνιμο.
Ο σκληρός χιτώνας είναι το σκληρό, λευκό και αρκετά σφιχτό περίβλημα που
αγκαλιάζει ολόκληρο τον οφθαλμό εκτός από την περιοχή του κερατοειδούς.
Επιπεφυκότας ονομάζεται η λεπτή και διάφανη επίστρωση-μεμβράνη που , η οποία
προστατεύει το εκτεθειμένο μέρος του σκληρού χιτώνα.
Η εικόνα στον αμφιβληστροειδή είναι πολύ μικρή και η εξίσωση που καθορίζει τις
διαστάσεις του ειδώλου σε αυτόν προκύπτει από τους λόγους των μηκών των
πλευρών των ομοίων τριγώνων που σχηματίζονται. Στην εικόνα 12.6 , Ο είναι το
μέγεθος του αντικειμένου, Ι είναι το μέγεθος του ειδώλου, P είναι η απόσταση στην
οποία βρίσκεται το αντικείμενο και Q η απόσταση στην οποία βρίσκεται το είδωλο
και είναι συνήθως περίπου 0,02 m. Επομένως , ισχύει Ο/P = I/Q ή O/I = P/Q, και
τελικά , I = (Q/P)O.
Τα κωνία (περίπου 6,5 εκατομμύρια σε κάθε οφθαλμό) λειτουργούν κατά την όραση
υπό το φως της ημέρας ή τη φωτοπική όραση και με αυτά, μπορούμε να δούμε τις
λεπτομέρειες και να αναγνωρίσουμε διάφορα χρώματα. Βρίσκονται κυρίως στην
περιοχή του κεντρικού βοθρίου, αλλά κάποια βρίσκονται διασκορπισμένα και στην
ευρύτερη περιοχή του αμφιβληστροειδούς. Κάθε ένα από τα κωνία που βρίσκονται
στο βοθρίο έχει τη δική του «τηλεφωνική γραμμή» σύνδεσης με τον εγκέφαλο, ενώ
στο υπόλοιπο τμήμα του αμφιβληστροειδούς, πολλοί φωτοϋποδοχείς μοιράζονται μία
νευρική ίνα – τηλεφωνική γραμμή. Τέλος τα κωνία δεν είναι το ίδιο ευαίσθητα σε όλα
Ιστολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι εκατοντάδες ραβδία στέλνουν τις πληροφορίες
τους στην ίδια νευρική ίνα, κάτι που σημαίνει ότι στην περιφερική όραση, η
ικανότητα να διακριθούν δύο φωτεινές πηγές που βρίσκονται αρκετά κοντά μεταξύ
τους, είναι μικρή. Από την άλλη μεριά όμως, η υψηλή ευαισθησία των ραβδίων,
καθώς και η μεγάλη επιφάνεια που καλύπτουν στον αμφιβληστροειδή, μας
επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε ένα αντικείμενο που πλησιάζει από τα πλάγια, ενώ
εμείς κοιτάμε ευθεία μπροστά.
Τα ραβδία είναι περισσότερο ευαίσθητα στο μπλε-πράσινο φως (λ=510 nm), μήκος
κύματος μικρότερο από το αντίστοιχο των κωνίων (λ=550 nm). Στην εικόνα 12.9
φαίνεται ότι τα ραβδία και τα κωνία είναι το ίδιο ευαίσθητα στο κόκκινο φως (650-
700 nm).
Στην εικόνα 12.8 υπάρχει μια περιοχή από περίπου 130 μέχρι 180, που δεν περιέχει
ούτε ραβδία ούτε κωνία-το τυφλό σημείο. Αυτό είναι το σημείο από το οποίο το
οπτικό νεύρο εισέρχεται στον οφθαλμό και βρίσκεται στο τμήμα του οφθαλμού που
είναι προς τη μύτη. Αν ένα είδωλο πέσει στο τυφλό σημείο του ενός οφθαλμού ,
αποφεύγει το αντίστοιχο σημείο του άλλου οφθαλμού. Τέλος συνήθως δεν
αντιλαμβανόμαστε το τυφλό σημείο , το οποίο έχει αρκετά μεγάλη επιφάνεια.
Οι Hecht, Schlaer και Pirenne ύστερα από το πείραμα τους πάνω στην ευαισθησία
των ραβδίων κατέληξαν στα εξής συμπεράσματα: α) τα ραβδία είναι περισσότερο
ευαίσθητα στα 510 nm , β) τα ραβδία είναι περισσότερα (αριθμός ανά επιφάνεια
αμφιβληστροειδούς) σε γωνία 200 περίπου από τον οπτικό άξονα, γ) η ικανότητα
ανίχνευσης της φωτεινής δέσμης είναι ανεξάρτητη της διαμέτρου της για τόξα μέχρι
10΄, ενώ για μεγαλύτερα τόξα απαιτείται περισσότερο φως για την ανίχνευσή της και
δ) για λάμψη φωτός που διαρκεί μέχρι 0,1 s , η χρονική διάρκεια της λάμψης δεν
επηρεάζει την ικανότητα ανίχνευσης, αλλά για λάμψεις μεγαλύτερης χρονικής
διάρκειας απαιτείται περισσότερο φως.
Μόνο ένα φωτόνιο μπορεί να ενεργοποιήσει ένα ραβδίο και 2 μόνο φωτόνια που
απορροφώνται στα ραβδία μπορούν να παράγουν οπτικό σήμα.
Ο κύριος παράγοντας για τον οποίο δεν μπορούμε να δούμε ένα φωτόνιο , είναι ο
ηλεκτρικός θόρυβος , δηλαδή η τυχαία ενεργοποίηση δυναμικών δράσης. Ο
αμφιβληστροειδής παράγει συνεχώς τέτοιο θόρυβο. Κάθε ραβδίο στέλνει ένα τυχαίο
δυναμικό δράσης περίπου κάθε 5 λεπτά και με 120 εκατομμύρια ραβδία σε κάθε
οφθαλμό , δημιουργούνται περίπου 3 δισεκατομμύρια τυχαίοι παλμοί θορύβου την
ώρα. Το φωτεινό σήμα πρέπει να είναι μεγαλύτερο από τους τυχαίους παλμούς για να
γίνει ορατό και προφανώς τα κωνία δημιουργούν περισσότερους τυχαίους παλμούς
και απαιτείται πολύ μεγαλύτερο φωτεινό σήμα για να γίνει αντιληπτό από το
κεντρικό βοθρίο.
Μια σημειακή πηγή φωτός δεν θα εστιάσει σε ένα μόνο κωνίο, λόγω των
φαινομένων περίθλασης (εικόνα 12.11). Η γωνιακή απόκλιση , 2θ, του κεντρικού
φωτεινού δίσκου που θα σχηματιστεί στον αμφιβληστροειδή, για φως μήκος κύματος
λ=555 nm και κόρη διαμέτρου α=3 mm, υπολογίζεται από την εξίσωση:
2θ = 2(1,22)(λ/α) = 4,5 x 10-4 ακτίνια.
Οι οπτικοί χάρτες ελέγχουν την ιδιότητα των οφθαλμών που καλείται οπτική
οξύτητα ή διαφορετικά διακριτική ικανότητα αυτών.
Ένα τέστ για την οξύτητα είναι η ευθυγράμμιση των άκρων δύο παράλληλων
γραμμών, έτσι ώστε να εμφανίζονται ως μια συνεχής γραμμή (εικόνα 12.14), με τη
διαπίστωση-μέτρηση του βαθμού της ευθυγράμμισης να γίνεται με τη χρήση ενός
μετρικού οργάνου που καλείται κλίμακα του Βερνιέρου.
Μια άλλη περίπτωση οφθαλμαπάτης (εικόνα 12.17) είναι όταν οι κύκλοι είναι της
ίδιας απόχρωσης του γκρι, αλλά ο κύκλος, που περιβάλλεται από την περιοχή με το
πιο ανοιχτό χρώμα, δείχνει πιο σκούρος. Το φαινόμενο αυτό έχει πρακτική σημασία
στην περίπτωση που εξετάζουμε μια ακτινογραφία στο διαφανοσκόπιο, όπου εάν το
φιλμ δεν καλύπτει όλη τη φωτεινή επιφάνεια, το δυνατό φως που περιβάλλει το φιλμ,
το κάνει να φαίνεται πιο σκοτεινό.
Τα νευρικά κύτταρα στον οφθαλμό παύουν να στέλνουν σήματα όταν υπάρχει ένα
σταθερό ερέθισμα, κάτι που ξεπερνιέται με το να ανοιγοκλείνει συχνά το βλέφαρο
και με το να κινείται συνεχώς.
Φωτοψία καλείται το φως που έχουμε την εντύπωση πως βλέπουμε με κλειστά τα
μάτια και μπορεί να προκληθεί πιέζοντας το μάτι με τα δάκτυλα ή κλείνοντας το
μάτι πολύ σφικτά. Οι φωτοψίες παράγονται από τη διέγερση κάποιων από τους
φυσιολογικούς φωτοϋποδοχείς . Ο εγκέφαλος μεταφράζει ως φως οποιοδήποτε σήμα
λαμβάνει από το οπτικό νεύρο, ενώ δεν μπορεί να διαχωρίσει τις διαφορετικές πηγές
σημάτων που φθάνουν σε αυτόν με το οπτικό νεύρο. Ηλεκτροφωτοψίες μπορούν να
παραχθούν αν μια μικρή τάση ηλεκτρικού ρεύματος (περίπου 4 V) τοποθετηθεί κατά
μήκος του ματιού, όταν τα μάτια είναι κλειστά και έχουν προσαρμοστεί στο σκοτάδι.
Λόγω του ότι το οπτικό νεύρο μεταφέρει σήματα με τάση συνήθως μικρότερη από
0,1 V , δεν είναι περίεργο το ότι οι γρήγορες μεταβολές της τάσης, που προκαλούνται
με αυτόν τον τρόπο, παράγουν κάποιες νευρικές ώσεις. Οι μαγνητοφωτοψίες
προκαλούνται από ένα μεταβαλλόμενο μαγνητικό πεδίο.
Ο εγκέφαλος συγχωνεύει τα σήματα από τους δύο οφθαλμούς, ακόμη και στην
περίπτωση που ο ένας δεν έχει εστιάσει ή που η εικόνα στον ένα οφθαλμό έχει
μεγεθυνθεί κατά ποσοστό μεγαλύτερο από 5% από ότι στον άλλο.
Όταν βλέπουμε μία λάμψη φωτός , μετά το τέλος της λάμψης υπάρχει ένα χρονικό
διάστημα πολλών msec, κατά το οποίο ο εγκέφαλος νομίζει ότι το φως είναι ακόμα
αναμμένο. Κορεσμός είναι η κατάσταση στην οποία, αν αυξηθεί η συχνότητα των
διαδοχικών λάμψεων, θα υπάρξει κάποιος ρυθμός όπου το σύστημα εγκέφαλος-
οφθαλμοί δεν θα είναι πλέον ικανό να αναγνωρίσει το φως σαν ξεχωριστές λάμψεις.
Ο ρυθμός στον οποίο συμβαίνει ο κορεσμός εξαρτάται από την ένταση των λάμψεων,
δηλαδή έντονες λάμψεις δεν συγχωνεύονται σε σταθερό φως μέχρι τα 50 Hz περίπου,
ενώ αμυδρές λάμψεις παρουσιάζονται σαν σταθερό φως στα 12 Hz περίπου. Τα
Η εστιακή απόσταση F που προκύπτει από τον συνδυασμό δύο φακών με εστιακές
αποστάσεις F1 και F2 αντίστοιχα, που θεωρούνται ότι εφάπτονται πλήρως, δίνεται
από τη σχέση (1/F) = (1/ F1) + (1/ F2). Η παραπάνω εξίσωση εκφράζει την ισχύ του
συνδυασμού σε διοπτρίες και ισούται με το άθροισμα των επιμέρους διοπτριών των
διαφόρων φακών του συνδυασμού , δηλαδή D= D1 + D2.
Δηλαδή , ο οφθαλμός, για αυτό το κοντινό αντικείμενο , έχει ισχύ 54D. Για να είναι η
όραση καλή τόσο σε μεγάλες, όσο και σε μικρές αποστάσεις, ο οφθαλμός πρέπει να
μπορεί να προσαρμόζεται:
Συχνά , ένα άτομο μεγαλύτερο των 50 ετών, όταν κρατάει το βιβλίο μακριά ώστε να
μπορεί να εστιάζει καθαρά , το κείμενο είναι πολύ μικρό, με αποτέλεσμα να είναι
αδύνατο να διαχωριστούν τα γράμματα. Παρόλο που η ανάγνωση σε έντονο φως
βοηθάει , γιατί στενεύει την κόρη και παρέχει με τον τρόπο αυτό μεγαλύτερο βάθος
εστίασης, το άτομο αυτό θα χρειαστεί γυαλιά για να διαβάσει. Αν ήδη
χρησιμοποιούνται γυαλιά για να διορθώσουν κάποια άλλη ατέλεια της όρασης , θα
υπάρξει ανάγκη διπλοεστιακών ή τριπλοεστιακών φακών, πρόβλημα που είναι
αποτέλεσμα της απώλειας της ικανότητας προσαρμογής με την ηλικία (εικόνα
12.28).Ο φακός γίνεται λιγότερο εύκαμπτος , και όταν ασκηθεί τάση σε αυτόν, η
μορφή- καμπυλότητά του αλλάζει ελάχιστα και όπως φαίνεται στην εικόνα 12.28,
αυτή η έλλειψη ικανότητας προσαρμογής ξεκινάει από νεαρή ηλικία.
Οι φακοί επαφής κατασκευάζονται είτε από σκληρό (διαπερατό από τον αέρα) είτε
από μαλακό πλαστικό , με τους πρώτους να τοποθετούνται σε ένα στρώμα από
δάκρυα, στο πλέον πρόσθιο μέρος (κορυφή) του κερατοειδούς , ένα από τα πιο
ευαίσθητα σημεία του σώματος.
Από φυσικής άποψης, οι φακοί επαφής εκτελούν την ίδια λειτουργία με τους
κοινούς διορθωτικούς φακούς (γυαλιά) , όμως παρόλα αυτά , η ισχύς από το
συνδυασμό δύο φακών εξαρτάται από την απόσταση που παρεμβάλλεται. Η
απόσταση μεταξύ των κοινών γυαλιών και του κερατοειδούς είναι καλά καθορισμένη
από τη μορφή του σκελετού και μια μικρή δε αλλαγή δεν έχει μεγάλη επίδραση ,
εκτός εάν τα γυαλιά έχουν πολύ ισχυρούς φακούς. Αντίθετα , η απευθείας επαφή του
φακού επαφής με τον κερατοειδή, επηρεάζει σημαντικά τη συνταγή για τα μάτια. Ένα
μυωπικό άτομο, όταν αλλάζει τα συμβατικά γυαλιά με φακούς επαφής, θα χρειαστεί
ασθενέστερους αρνητικούς φακούς , και ένας υπέρμετρωπας θα χρειαστεί
Λόγω του ότι οι φακοί επαφής δεν έχουν συγκεκριμένο προσανατολισμό, υπάρχει
πρόβλημα στη διόρθωση του αστιγματισμού. Οι σκληροί φακοί επαφής
κατασκευάζονται με τρόπο, ώστε να προσαρμόζονται στο τμήμα του κερατοειδούς με
τη μεγαλύτερη ακτίνα. Ο κενός χώρος πάνω από το υπόλοιπο τμήμα του
κερατοειδούς γεμίζει με δάκρυα, τα οποία διορθώνουν τον αστιγματισμό
σχηματίζοντας ένα συμμετρικό «νέο κερατοειδή».
Οι μαλακοί φακοί είναι διαπερατοί από τον αέρα , έτσι ώστε το οξυγόνο να φθάνει
πιο εύκολα στον κερατοειδή, ενώ με τους σκληρούς φακούς επαφής, το οξυγόνο
διαλύεται στο στρώμα από δάκρυα, και η περιοχή που βρίσκεται κάτω από το φακό
(δηλαδή ο κερατοειδής), εφοδιάζεται με νέο οξυγόνο , κάθε φορά που το μάτι
ανοιγοκλείνει. Τα κυριότερα μειονεκτήματα των μαλακών φακών επαφής είναι : α)
κοστίζουν περισσότερο και β) επειδή εφαρμόζουν απόλυτα στον κερατοειδή , δεν
μπορούν να διορθώσουν τον αστιγματισμό. Γενικότερα το μεγαλύτερο μειονέκτημα
των φακών επαφής, συγκρινόμενοι με τα κοινά γυαλιά, είναι η αυξημένη πιθανότητα
μόλυνσης του οφθαλμού.
Οι φακοί επαφής δεν χρησιμοποιούνται μόνο για λόγους καλαισθησίας , αλλά και
για άλλες περιπτώσεις. Έτσι ένας ασθενής που έχει υποβληθεί σε μεταμόσχευση
κερατοειδούς, συχνά έχει «περίπλοκο» αστιγματισμό, ως αποτέλεσμα των ραμμάτων,
με συνέπεια να απαιτούνται σκληροί φακοί επαφής για την απομάκρυνση της
παραμόρφωσης που προκλήθηκε από τα ράμματα. Επίσης , μαλακός φακός επαφής
χρησιμοποιείται για απευθείας παροχή κάποιου φαρμάκου στον κερατοειδή για
χρονικό διάστημα μερικών ωρών, με τον φακό να βυθίζεται μέσα στο φάρμακο πριν
τοποθετηθεί στον οφθαλμό.
Το οφθαλμοσκόπιο (εικόνα 12.31) έχει την εξής αρχή λειτουργίας: δυνατό φως
προβάλλεται στον οφθαλμό του εξεταζόμενου, και το φως που επιστρέφει από τον
Ένα κοινό φακόμετρο (εικόνα 12.35) μετακινεί ένα φωτισμένο αντικείμενο μέχρι να
βρεθεί στην εστία ενός συνδυασμού φακών που αποτελείται από ένα γνωστό θετικό
φακό πεδίου και τον άγνωστο φακό. Οι παράλληλες ακτίνες που εξέρχονται από τους
φακούς γίνονται ορατοί με τη βοήθεια τηλεσκοπίου, που είναι ρυθμισμένο στο
άπειρο. Η θέση του γνωστού φακού πεδίου είναι τέτοια , ώστε να απέχει από τον
άγνωστο φακό όσο η εστιακή του απόσταση, έτσι , η θέση του μετακινούμενου
φωτισμένου αντικειμένου είναι γραμμική συνάρτηση της ισχύος του άγνωστου φακού
, δηλαδή η κλίμακα των διοπτριών (εικόνα 12.35) είναι γραμμική-αναλογική. Όταν το
φωτισμένο αντικείμενο βρεθεί στην εστία του φακού πεδίου, η ένδειξη του
φακόμετρου είναι 0 D και όταν το αντικείμενο απομακρύνεται από το φακό πεδίου, η
ένδειξη του σε διοπτρίες είναι αρνητική, ενώ όσο πλησιάζει σε αυτόν , η ένδειξη
είναι θετική. Για κυλινδρικό φακό (που χρησιμοποιείται για τη διόρθωση του
αστιγματισμού) η ισχύς του φακού σε κάθε άξονα μετράται χωριστά και σημειώνεται
μαζί με την αντίστοιχη γωνία.