Вы находитесь на странице: 1из 126

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΜΥΕΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ


3.1 Πώς οι δυνάμεις επηρεάζουν το σώμα
3.1.1 Αποτελέσματα της βαρύτητας στο σώμα
Η δύναμη της βαρύτητας που ασκείται στο σκελετικό μας σύστημα συνεισφέρει στη
διατήρηση της υγείας των οστών. Έτσι σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας το άτομο
χάνει κάποια ποσότητα οστικών μετάλλων καθώς επίσης και τα άτομο βρίσκεται για
μεγάλο χρονικό διάστημα σε ακινησία έχουμε απώλεια οστικής μάζας.
3.1.2 Ηλεκτρικές δυνάμεις στο σώμα
Ο έλεγχος και η δραστηριότητα των μυών οφείλονται στις ηλεκτρικές δυνάμεις οι
οποίες προκαλούνται από την έλξη ετερώνυμων ηλεκτρικών φορτίων. Κάθε ένα από
τα τρισεκατομμύρια κύτταρα παρουσιάζει μια διαφορά δυναμικού εκατέρωθεν της
κυτταρικής του μεμβράνης, η οποία οφείλεται στη διαφορετική συγκέντρωση
ετερώνυμων ιόντων μέσα και έξω από αυτήν. Η διαφορά δυναμικό είναι 0,1 Volt
ενώ το ηλεκτρικό πεδίο είναι της τάξης των 107 V/m.
3.2 Δυνάμεις τριβής
Στην βάδιση συνεισφέρει σημαντικά η δύναμη της τριβής με αποτέλεσμα όταν η
φτέρνα ακουμπήσει στο έδαφος, το πόδι ασκεί δύναμη σε αυτό. Η τριβή αναλύεται
στην κάθετη και στην οριζόντια συνιστώσα.
Η κάθετη συνιστώσα ισούται με την αντίσταση του εδάφους (N) ενώ η οριζόντια
συνιστώσα FΗ ισούται με το άθροισμα των δυνάμεων της τριβής. Η τελευταία είναι
περίπου 0,15 W, όπου W είναι το ανθρώπινο βάρος.
Η μέγιστη δύναμη τριβής δίνεται από την σχέση T=μ x N, όπου μ είναι ο
συντελεστής τριβής μεταξύ των δύο επιφανειών που εξαρτάται από την φύση των
δύο υλικών που έρχονται σε επαφή και όχι από το εμβαδόν τους. Η παραπάνω
σχέση δίνει πόση πρέπει να είναι η δύναμη της τριβής ώστε το πόδι να μην
γλιστρήσει, έτσι όταν το N είναι περίπου ίσο με το W τότε αναπτύσσεται δύναμη
τριβής που ισούται με T=μ x W.
Για την πραγματοποίηση της κίνησης πρέπει να υπερνικηθούν οι τριβές που
αναπτύσσονται στις αρθρώσεις, οι οποίες έχουν μικρές τιμές για φυσιολογικές
αρθρώσεις.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 1


3.3 Δυνάμεις σε μυς και αρθρώσεις
3.3.1 Οι μύες και η κατάταξή τους
Οι σκελετικοί μύες διακρίνονται σε γραμμωτούς και σε λείους μύες. Οι γραμμωτοί
μύες αποτελούνται από ίνες που παρουσιάζουν εναλλασσόμενες φωτεινές και
σκοτεινές λωρίδες που ονομάζονται γραμμώσεις, οι οποίες έχουν διάμετρο
μικρότερη από την διάμετρο μιας ανθρώπινης τρίχας και μήκος μερικών εκατοστών.
Οι ίνες των γραμμωτών μυών συνδέονται με τους τένοντες σχηματίζοντας δέσμες
ινών όπως συμβαίνει π.χ. στους δικέφαλους και τρικέφαλους μύες που
απεικονίζονται στην εικόνα 3.2. Οι ίνες των γραμμωτών μυών αποτελούνται από
μυϊκά ινίδια τα οποία αποτελούνται από νημάτια πρωτεϊνικής σύνθεσης. Τα
νημάτια διακρίνονται α) σε παχιά νημάτια που αποτελούνται από την πρωτεΐνη
μυοσίνη και έχουν διάμετρο 10nm και μήκος 2000nm και σε β) λεπτά νημάτια που
αποτελούνται από την πρωτεΐνη ακτίνη και έχουν διάμετρο 5nm και μήκος 1500nm.
Κατά την συστολή των μυών, οι οποίοι τότε μόνο παράγουν δυνάμεις (δηλαδή κατά
την διάρκεια μείωσης του μήκους των δεσμών), μια ηλεκτροστατική δύναμη μεταξύ
των νηματίων προκαλεί ολίσθηση μεταξύ τους με αποτέλεσμα να ελαττώνεται το
συνολικό μήκος της δέσμης.
Οι λείοι μύες δεν σχηματίζονται από ίνες. Όσον αναφορά τον μηχανισμό συστολής
τους, είναι δυνατόν να συσταλθούν αποκτώντας μήκος μικρότερο από αυτό των
μυϊκών κυττάρων κάτι που οφείλεται στο ότι τα τελευταία ολισθαίνουν το ένα πάνω
στο άλλο. Τέλος υπάρχουν άλλοι δύο τρόποι κατάταξης των μυών, α) εάν
λειτουργούν εκούσια(γραμμωτοί μύες) ή ακούσια (λείοι μύες), και β) ανάλογα την
ταχύτητα με την οποία ανταποκρίνονται σε ένα ερέθισμα.
3.3.2 Μυϊκές δυνάμεις που σχετίζονται με μοχλούς
Όταν το σώμα μας βρίσκεται σε ακινησία, το άθροισμα των δυνάμεων και το
άθροισμα των ροπών είναι μηδενικό.
Πολλά από τα μυϊκά και οστικά συστήματα συμπεριφέρονται ως μοχλοί. Οι μοχλοί
διακρίνονται σε πρώτης, δεύτερης και τρίτης τάξης ( το πιο σύνηθες) συστήματα
(εικόνα 3.4). Ένα παράδειγμα μοχλού τρίτης τάξης είναι όταν επιχειρούμε να
ανοίξουμε μία πόρτα, ο μοχλός της οποίας είναι τοποθετημένος κοντά στον άξονα
περιστροφής της, οπότε και απαιτείται κάποια ροπή (γινόμενο εφαρμοζόμενης
δύναμης και του μήκους του μοχλού). Εφόσον το μήκος του μοχλού είναι πολύ

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 2


μικρό, απαιτείται πολύ μεγάλη δύναμη για το άνοιγμα της πόρτας, κάτι που
ενισχύει την κίνηση της μικρής μυϊκής συστολής και επιτρέπει μεγαλύτερη και
ταχύτερη κίνηση των άκρων.
Οι μύες είναι λεπτότεροι στα δύο άκρα τους όπου σχηματίζονται οι τένοντες, οι
οποίοι με την σειρά τους συνδέουν τους μυς με τα οστά. Οι μύες που σχηματίζουν
δύο τένοντες στο ένα τους άκρο ονομάζονται δικέφαλοι, ενώ αντίστοιχα όταν
σχηματίζουν τρεις τένοντες ονομάζονται τρικέφαλοι. Οι μυϊκές ομάδες
σχηματίζονται από ζεύγη μυών, όπου οι δύο ομάδες προκαλούν κινήσεις προς
αντίθετες κατευθύνσεις γύρω από την άρθρωση. Ένα παράδειγμα αυτού είναι η
κίνηση του αντιβράχιου γύρω από των αγκώνα, όπου ο δικέφαλος σηκώνει το
αντιβράχιο προς το άνω μέρος του βραχίονα, ενώ ο τρικέφαλος τον απομακρύνει.
Έστω ότι οι δικέφαλοι μύες και κερκίδα βοηθούν στη στήριξη ενός βάρους στο
χέρι.(Εικόνα 3.5.α). Στην εικόνα 3.5.β δίνονται οι διαστάσεις και οι δυνάμεις που
ασκούνται σε ένα τυπικό χέρι. Η δύναμη σε αυτήν την περίπτωση που ασκείται από
τον δικέφαλο μυ, υπολογίζεται από το άθροισμα των ροπών γύρω από το σημείο
περιστροφής στην άρθρωση. Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε δύο ροπές: μία
που οφείλεται στο βάρος (δεξιόστροφη) και μία που οφείλεται στη δύναμη που
ασκεί ο μυς (αριστερόστροφη).
Στην εικόνα 3.6β παρουσιάζονται οι δυνάμεις που πρέπει να λάβουμε υπόψη για
μια αυθαίρετη γωνία α. Υπολογίζοντας τις ροπές γύρω από την άρθρωση βλέπουμε
ότι η μυϊκή δύναμη παραμένει σταθερή συναρτήσει της γωνίας α. Παρόλα αυτά, το
μήκος το δικεφάλου μεταβάλλεται με την γωνία, έτσι ο μυς συστέλλεται ή
διαστέλλεται σε ένα ελάχιστο ή μέγιστο μήκος αντίστοιχα. Στα δύο αυτά άκρα, η
δύναμη που καταβάλλει ο μυς είναι πολύ μικρή, ενώ σε ενδιάμεσο σημείο ο μυς
ασκεί την μέγιστη δύναμη. Τέλος εάν ο δικέφαλος σηκώσει το βάρος σε γωνία 90ο ,
η γωνία που σχηματίζεται μεταξύ δικεφάλου και αντιβράχιου, δεν επηρεάζει τη
δύναμη που ασκείται όμως μεταβάλλεται το μήκος του μυ.

3.3.3 Η σπονδυλική στήλη


Τα οστά αποτελούν την κύρια δομική στήριξη του σώματός μας. Η επιφάνεια
διατομής τους γενικά αυξάνει από το κεφάλι ως τα άκρα των ποδιών κάτι που
μαρτυρεί ότι η μεγαλύτερη δύναμη στήριξης απαιτείται στην βάση του σώματος. Το

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 3


εξωτερικό ή συμπαγές οστό αντέχει σε φορτία που το συμπιέζουν ενώ το εσωτερικό
σπογγώδες ή πορώδες οστό, στα άκρα των μακρών οστών και στους σπονδύλους,
αποτελείται από νηματοειδή ινίδια (δοκίδες) που παρέχουν δύναμη στα οστά ενώ
είναι ταυτόχρονα ελαφριές.
Οι σπόνδυλοι είναι οστά που σηκώνουν αρκετό φορτίο και το πάχος και το
εμβαδόν διατομής τους, αυξάνει από τον αυχένα (αυχενική μοίρα) προς την
οσφυϊκή μοίρα. Μεταξύ τους υπάρχουν ινώδεις δίσκοι που απορροφούν τις
ασκούμενες προς τα κάτω δυνάμεις καθώς και άλλες προσκρούσεις στην
σπονδυλική στήλη. Τέλος οι δίσκοι έχουν την ίδια πίεση και διαρρηγνύονται σε
πίεση περίπου 107 N/m2.
Το μήκος της σπονδυλικής στήλης είναι περίπου 0,7 m για έναν άνδρα ενώ
μειώνεται κατά 0,015 m όταν σηκωνόμαστε από τον ύπνο και επανέρχεται στο
αρχικό της μήκος μετά το νυχτερινό ύπνο.
Η σπονδυλική στήλη παρουσιάζει μια φυσιολογική καμπύλωση σχηματίζοντας το
χαμηλότερο μέρος της ένα ΄΄S΄΄ (εικόνα 3.9). Οι αποκλίσεις από το φυσιολογικό της
σχήμα προκαλούν: α) λόρδωση που είναι μία μεγάλη καμπύλωση της σπονδυλικής
στήλης που παρατηρείται στην περιοχή της οσφυϊκής μοίρας και το άτομο
παρουσιάζει μία κλίση προς τα πίσω (εικόνα 3.10α) , β) κύφωση που προκαλεί
κύρτωση στην πλάτη (εικόνα 3.10β) και γ) σκολίωση κατά την οποία η σπονδυλική
στήλη έχει σχήμα ΄΄S΄΄ (εικόνα 3.10γ).
3.3.4 Σταθερότητα του σώματος στην όρθια στάση
Το κέντρο βάρους σε έναν άνθρωπο που στέκεται όρθιος βρίσκεται στο ύψος της
πυέλου μπροστά από το άνω μέρος του ιερού οστού, περίπου στο 58% του ύψους
του ενώ μία κάθετη γραμμή περνάει από το κέντρο βάρους ανάμεσα στα πόδια. Η
ανεπαρκής λειτουργία των μυών αλλάζουν τη θέση του κέντρου βάρους μέσα στο
σώμα σε μη φυσιολογική θέση (εικόνα 3.11).Σε έναν υπέρβαρο άνθρωπο
προκαλείται μετακίνηση του κέντρου βάρους προς τα εμπρός, μετακινώντας έτσι
την κάθετη προβολή του κάτω από το πρόσθιο μέρος του πέλματος και το άτομο
ισορροπεί γέρνοντας ελάχιστα προς τα πίσω.
Για να διατηρηθεί η ισορροπία στην όρθια στάση, θα πρέπει η κάθετη προβολή
του κέντρου βάρους να παραμένει μέσα στην περιοχή που καλύπτεται από την
επιφάνεια των πελμάτων (εικόνα 3.12α). Έτσι εάν η προβολή αυτή είναι έξω από

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 4


την περιοχή αυτή το άτομο θα πέσει. Επίσης όταν τα πόδια έχουν μικρή απόσταση
μεταξύ τους το άτομο είναι λιγότερο σταθερό (εικόνα 3.12β), ενώ όταν χαμηλώσει
το κέντρο βάρους το ατόμου ή κρατάει π.χ. ένα μπαστούνι, τότε το άτομο έχει
μεγαλύτερη ευστάθεια.
3.3.5 Άρσεις και βαθιά καθίσματα
Ο νωτιαίος μυελός, ο οποίος βρίσκεται για προστασία στο εσωτερικό της
σπονδυλικής στήλης, μεταδίδει τα περισσότερα νευρικά σήματα από και προς τον
εγκέφαλο. Οι δίσκοι που διαχωρίζουν τους σπονδύλους μπορεί να υποστούν
δισκοκύλη, μια κατάσταση που παρατηρείται όταν το τοίχωμα του δίσκου
αδυνατίσει και παραμορφωθεί, καταλήγοντας σε ένα εξόγκωμα το οποίο μερικές
φορές πιέζει τα νεύρα που περνούν από ειδικές τρύπες ( μεσοσπονδύλια τρήματα)
που βρίσκονται στις πλευρές του κάθε σπονδύλου.
Οι οσφυϊκοί σπόνδυλοι υπόκεινται σε πολύ ισχυρές δυνάμεις που προκαλούνται
λόγω του βάρους του σώματος και δημιουργούνται στη περιοχή της οσφυϊκής
μοίρας, όταν σηκώνουμε διάφορα αντικείμενα, με αποτέλεσμα την καταπόνηση
αυτής της περιοχής.
Οι πόνοι στη μέση , που οφείλονται κυρίως στον λανθασμένο τρόπο που
σηκώνουμε βαριά αντικείμενα, μελετώνται μέσω του προσδιορισμού των ισχυρών
δυνάμεων που ασκούνται στη οσφυϊκή μοίρα. Η μέτρηση της πίεσης στο κέντρο του
μεσοσπονδύλιου δίσκου γίνεται με την εισαγωγή σε αυτό μιας βελόνας, η οποία
είναι συνδεδεμένη με ένα βαθμονομημένο μετατροπέα, που μετράει την πίεση
μέσα στο δίσκο. Οι πιέσεις που ασκούνται στον τρίτο οσφυϊκό σπόνδυλο ενός
ενηλίκου, για διάφορες θέσεις δίδονται στις εικόνες 3.14α και 3.14β. Ακόμη και
όταν το άτομο βρίσκεται σε όρθια στάση, στο δίσκο ασκείται σχετικά μεγάλη πίεση
που οφείλεται στο βάρος και την τάση των μυών. Έτσι εάν αυτός είναι υπερβολικά
φορτωμένος μπορεί να ραγεί ή να φύγει από την θέση του, με αποτέλεσμα να
προκαλεί πόνο είτε λόγω της ρήξης είτε λόγο των ουσιών που διαρρέουν από το
εσωτερικό του.
Οι δυνάμεις των μυών διαδίδονται μέσω των τενόντων (ινώδεις ανατομικές
δομές). Οι τένοντες συνδέουν τα άκρα των μυών με τα οστά, ελαχιστοποιώντας έτσι
τον όγκο στην άρθρωση. Για παράδειγμα οι μύες που κινούν τα δάχτυλα των χεριών
βρίσκονται στο αντιβράχιο και είναι συνδεδεμένοι με τένοντες, σε κατάλληλες

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 5


θέσεις στα οστά των δακτύλων. Σε περίπτωση αρθρίτιδας στα χέρια εμποδίζονται οι
τένοντες να ανοίξουν και να κλείσουν πλήρως τα δάχτυλα.
Όσον αναφορά το πόδι, ένας τένοντας περνάει πάνω από την επιγονατίδα και
συνδέεται με το οστό της κνήμης. Η επιγονατίδα συγκρατείται από τη δύναμη που
ασκεί ο τένοντας (εικόνα 3.15), η οποία χρησιμεύει και σαν τροχαλία για την
αλλαγή της διεύθυνσης της δύναμης και αυξάνει το μηχανικό αποτέλεσμα των
μυών που τεντώνουν το πόδι. Στην επιγονατίδα ασκούνται μεγάλες δυνάμεις, όπως
π.χ. κατά την διάρκεια εκτέλεσης βαθύ καθίσματος, όπου η τάση στους τένοντες
που περνούν από την επιγονατίδα μπορεί να ξεπερνούν το διπλάσιο του βάρους
του σώματός μας.
3.3.6 Δυνάμεις στο ισχίο και στο μηρό
Κατά την διάρκεια της βάδισης μερικές χρονικές στιγμές μόνο το ένα πόδι
βρίσκεται στο έδαφος και το κέντρο βάρους του σώματος βρίσκεται ακριβώς πάνω
από αυτό (εικόνα 3.16α). Σε αυτήν την περίπτωση οι δυνάμεις που δρουν στο πόδι
είναι: α) η κατακόρυφη δύναμη με φορά προς τα πάνω, που ασκείται στο πέλμα και
ισούται με το βάρος W του σώματος, β) το βάρος του ποδιού WL, ισούται περίπου
με W/7, γ)η δύναμη αντίδρασης R που ασκείται μεταξύ ισχίου και μηριαίου οστού
και δ)η τάση Τ στους μυς, που παρέχει τη δύναμη που συγκρατεί το σώμα σε
ισορροπία, μεταξύ του ισχίου και του μείζονος τροχαντήρα του μηριαίου οστού.
Όταν επέλθει τραυματισμός στους μυς του ισχίου ή κάποια βλάβη στην άρθρωσή
του, το σώμα αντιδρά προσπαθώντας να μειώσει τις δυνάμεις , Τ και R (εικόνα
3.16α), που προκαλούν πόνο. Αυτό επιτυγχάνεται γέρνοντας το σώμα έτσι ώστε το
κέντρο βάρους να βρεθεί ακριβώς πάνω από την κεφαλή του μηριαίου οστού και το
πέλμα (εικόνα 3.16β). Με αυτό τον τρόπο η δύναμη που ασκείται από τους μυς Τ,
γίνεται περίπου μηδενική και η δύναμη R, η οποία έχει φορά κατακόρυφη προς τα
κάτω, ίση με το βάρος W μείον το βάρος του ενός ποδιού, δηλαδή R=(6/7)W.
Παρόλη την διαδικασία της επούλωσης, η δύναμη της αντίδρασης προκαλεί
ανύψωση της κεφαλής του μηριαίου οστού, ενώ η αντίστοιχη κεφαλή στο άλλο πόδι
δεν μεταβάλλεται, με αποτέλεσμα να προκαλείται άνιση ανάπτυξη των δύο
αρθρώσεων των ισχίων και πιθανή μόνιμη καμπύλωση της σπονδυλικής στήλης.
Με την χρήση ενός μπαστουνιού ή πατερίτσας μειώνεται η δύναμη που ασκείται
στην άρθρωση του ισχίου ( εικόνα 3.16γ). Οι τρεις δυνάμεις που ασκούνται στο

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 6


σώμα είναι: α) το βάρος W, β) η αντίδραση του εδάφους στο μπαστούνι FC και γ) η
δύναμη που ασκείται στο πέλμα με φορά προς τα πάνω και ισούται με W-FC .Με την
χρήση του μπαστουνιού οι δυνάμεις Τ και R μειώνονται, επιτρέποντας έτσι στο
πέλμα να μετακινηθεί από την θέση του κάτω από τον κεντρικό άξονα περιστροφής
του σώματος, σε μία καινούργια θέση που βρίσκεται πλησιέστερα κάτω από την
κεφαλή του μηριαίου με τελικό αποτέλεσμα η σπονδυλική στήλη να μην κάμπτεται.
3.4 Δυνάμεις κατά την σύγκρουση.
Σύμφωνα με το δεύτερο νόμο του Νεύτωνα όταν ένα μέρος ενός σώματος ( ή
ολόκληρο το σώμα) συγκρουστεί με κάποιο αντικείμενο, επιβραδύνεται πολύ
γρήγορα εξαιτίας των μεγάλων δυνάμεων που αναπτύσσονται. Έτσι εάν
θεωρήσουμε ότι η επιβράδυνση είναι σταθερή και ότι η κίνηση γίνεται σε μία
διάσταση, η μαθηματική διατύπωση του νόμου είναι: F=ma=m(Δv/Δt).
3.4.2 Επιζώντες πτώσεων από μεγάλα ύψη
Για να επιζήσει κάποιος ύστερα από πτώση από μεγάλο ύψος παίζει ρόλο ο
τρόπος και ο τόπος στον οποίο θα πέσει, δηλαδή εάν προσγειωθεί π.χ. πάνω σε ένα
θάμνο, οι δυνάμεις που επιδρούν στο σώμα μπορεί να είναι τόσο μικρές ώστε
τελικά να επιβιώσει. Στην εικόνα 3.17 δίνεται μία συνοπτική εκτίμηση των κινδύνων
από πρόσκρουση στο έδαφος καθώς και καταγεγραμμένες περιπτώσεις πτώσης
καθώς και η ταχύτητα τη στιγμή της σύγκρουσης συναρτήσει της απόστασης που
απαιτείται για την ακινητοποίηση. Οι διαγώνιες γραμμές αντιστοιχούν σε τιμές
επιβράδυνσης σε μονάδες επιτάχυνσης βαρύτητας g=9,8 m/sec2, παρατηρώντας για
επιβράδυνση 10 g αντιστοιχείται δύναμη δεκαπλάσιου βάρους του αντικειμένου.
3.4.3 Συγκρούσεις που συνδέονται με οχήματα
Σε επιβάτες αυτοκινήτων που συγκρούονται με υψηλές ταχύτητες ασκούνται πολύ
μεγάλες επιταχυντικές ή επιβραδυντικές δυνάμεις. Θεωρώντας τη μετωπική
σύγκρουση ενός αυτοκινήτου με ένα σταθερό εμπόδιο, ύστερα από αυτή το
μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου κάμπτεται, δηλαδή συνθλίβεται σε διάφορα
μέρη, ξεκινώντας από τον προφυλακτήρα, επιμηκύνοντας έτσι την απόσταση ή το
χρόνο της σύγκρουσης. Το πρόσθιο μέρος του υπόκειται σε σοβαρές ζημιές, ενώ το
εσωτερικό του είναι πιθανόν να μην υποστεί καμία, με αποτέλεσμα τον ελαφρύ
τραυματισμό των επιβατών, κάτι που επιτυγχάνεται σε συνδυασμό με τη χρήση
ζώνης ασφαλείας και αερόσακου.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 7


Επίσης εάν ένας πιλότος πρόκειται να εκτοξευτεί κατακόρυφα προς τα πάνω,
απαιτείται η γνώση των επιδράσεων αυτής της επιτάχυνσης. Εάν γνωρίζουμε τα
όρια του σώματος, κάθε δύναμη επιτάχυνσης σε αυτό και ο χρόνος εφαρμογής της
μπορούν να ρυθμιστούν έτσι, ώστε να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα
τραυματισμού.
Το κράνος ενός μοτοσικλετιστή είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να μειώνει την
επίδραση της επιβράδυνσης, απορροφώντας τους κραδασμούς κατά τη σύγκρουση.
Το υλικό κατασκευής του πρέπει να είναι κατάλληλα άκαμπτο κατά τη συμπίεση,
ενώ το εσωτερικό του να απορροφά τους κραδασμούς και να μειώνει τις δυνάμεις
που ασκούνται στο κεφάλι.

3.4.4 Επιδράσεις της επιτάχυνσης στον άνθρωπο


Η επιτάχυνση του ανθρωπίνου σώματος (a=Δv/Δt) προκαλεί μια σειρά
επιδράσεων, όπως: α) μια φαινομενική αύξηση ή μείωση του βάρους του σώματος,
β) αλλαγή της εσωτερικής υδροστατικής πίεσης, γ) παραμόρφωση των ελαστικών
ιστών του σώματος και δ) τα διαφορετικής πυκνότητας εναιωρήματα παρουσιάζουν
την τάση να διαχωριστούν στα συστατικά τους. Όταν η επιτάχυνση είναι αρκετά
μεγάλη, το σώμα χάνει τον έλεγχο διότι οι μύες δεν του παρέχουν την κατάλληλη
δύναμη για να αντισταθμίσει τις μεγάλες δυνάμεις της επιτάχυνσης. Επίσης κάτω
από συγκεκριμένες συνθήκες επιτάχυνσης, το αίμα μπορεί να συσσωρευτεί σε
διάφορες περιοχές μέσα στο σώμα, περιοχές που εξαρτώνται από την κατεύθυνση
της επιτάχυνσης, π.χ. εάν το σώμα είναι σε όρθια στάση και επιταχυνθεί προς τα
επάνω, τότε το αίμα συσσωρεύεται στα κάτω άκρα, με αποτέλεσμα την σκοτοδίνη
και την λιποθυμία.
Λόγω της επιτάχυνσης στο σώμα ο ιστός μπορεί να παραμορφωθεί και αν οι
δυνάμεις που ασκούνται είναι αρκετά μεγάλες, μπορεί να προκαλέσουν ρήξη του
ιστού, ο οποίος κάτω από πολύ μεγάλες φυγόκεντρες δυνάμεις μπορεί να διαταθεί
από τις επιταχυντικές δυνάμεις και ακόμη να ραγεί.
3.4.5 Ταλάντωση
Κατά το βάδισμα τα πόδια μας και τα χέρια μας εκτελούν μια επαναλαμβανόμενη
κίνηση παρόμοια με αυτή ενός εκκρεμούς. Έτσι π.χ. μπορούμε να προσομοιάσουμε

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 8


την κίνηση του ποδιού με την κίνηση ενός απλού εκκρεμούς ( εικόνα 3.19). Επειδή
το πόδι διαφέρει από ένα απλό εκκρεμές , η μάζα του πρώτου κατανέμεται
ανομοιογενώς και του δεύτερου συγκεντρώνεται σε ένα μόνο σημείο, ορίζουμε ως
ενεργό μήκος του ποδιού , Leff, το μήκος ενός απλού εκκρεμούς που έχει την ίδια
περίοδο ταλάντωσης με το πόδι. Για μικρά πλάτη ταλάντωσης, η περίοδος ενός
απλού εκκρεμούς δίνεται από την σχέση T=2π(L/g)1/2 , όπου g η επιτάχυνση της
βαρύτητας. Για ένα τυπικό πόδι ατόμου ύψους 2 m , Leff=0,2 m, έχουμε Τ= 0,9sec.
Εφόσον ο άνθρωπος έχει δύο πόδια, ο χρόνος ανά βήμα είναι 0,45sec και
υποθέτοντας ότι κάθε βήμα καλύπτει απόσταση 0,9 m σε αυτόν τον χρόνο τότε η
ταχύτητα βάδισης είναι v=2m/sec. Βαδίζοντας με βήμα που καθορίζεται από την
φυσική περίοδο του ποδιού, καταναλώνουμε την ελάχιστη ποσότητα ενέργειας.
Τα οργανικά συστήματα του σώματός μας, τα οποία αποτελούνται κυρίως από
νερό με εξαίρεση τα οστά, δεν είναι σταθερά αλλά συνδέονται με χαλαρούς
συνδέσμους στο σκελετό. Κάθε ένα από τα κύρια όργανα του σώματός μας
χαρακτηρίζεται από μία συχνότητα συντονισμού, η οποία εξαρτάται από τη μάζα
του και τις ελαστικές δυνάμεις που δρουν πάνω σε αυτό, π.χ. όταν ένα
συγκεκριμένο όργανο πάλλεται έντομα με συχνότητα ίση με την συχνότητα
συντονισμού του προκαλείται πόνος ή δυσφορία.
3.5 Η φυσική των δοντιών
3.5.1 Δυνάμεις στα φυσιολογικά δόντια
Στην εικόνα 3.21 απεικονίζονται τα 32 φυσιολογικά δόντια ενός ενήλικου, καθώς
και η διατομή ενός κοινού γομφίου. Τα δόντια ανάλογα με τις λειτουργίες που
εκτελούν διακρίνονται σε: α) τομείς (κοπτήρες) και οι κυνόδοντες οι οποίοι έχουν
άκρα που χρησιμοποιούνται μόνο για την κοπή και τον τεμαχισμό της τροφής,
έχουν μονές ρίζες, ενώ οι ρίζες των κυνοδόντων της άνω γνάθου έχουν το
μεγαλύτερο μήκος, β) δύο προγόμφιους, οι οποίοι βρίσκονται πίσω από τους
κυνόδοντες και γ) τρεις γομφίους, οι οποίοι βρίσκονται πίσω από τους
προγόμφιους και συνήθως έχουν δύο ή τρεις ρίζες και χρησιμοποιούνται κυρίως για
τη μάσηση και το άλεσμα των τροφών που γίνεται στην επιφάνεια μεταξύ των
δοντιών (επιφάνεια σύγκλισης). Στην εικόνα 3.22 παριστάνεται το κρανίο, όπου
φαίνεται ότι η κάτω γνάθος κινείται γύρω από την κροταφογναθική άρθρωση και ο
μασητήρας μυς παρέχει την κύρια δύναμη για τη δήξη και τη μάσηση.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 9


Η καμπύλη τάσης-παραμόρφωσης της οδοντίνης δίνεται στην εικόνα 3.23. Η
μέγιστη δύναμη που μπορεί να ασκηθεί στην επιφάνεια σύγκλισης του πρώτου
προγομφίου είναι περίπου 650 Ν(ασκείται από τους μασητήρες μυς) και εάν η
επιφάνεια είναι περίπου 10mm2, η δύναμη ανά μονάδα επιφάνειας είναι περίπου
65 Ν/mm2. Σύμφωνα πάντα με το νόμο του Hooke για την οδοντίνη, αυτός δείχνει
μια σχετική συμπίεση του δοντιού της τάξης του 0,01 (1%). Έτσι γνωρίζοντας ότι η
αδαμαντίνη είναι ανθεκτικότερη από την οδοντίνη κατά πέντε φορές, η δύναμη που
ασκείται κατά την δήξη είναι πολύ μικρότερη από αυτή που είναι ικανή να
προκαλέσει ζημιά στο δόντι. Η δήξη (εικόνα 3.4) είναι ένας μοχλός 3ης τάξης, με τον
μυ να βρίσκεται κοντά στο υπομόχλιο της σιαγόνας.
Οι γομφίοι έχουν μεγαλύτερη επιφάνεια σύγκλισης σε σχέση με αυτή των
κοπτήρων, διότι χρησιμοποιούνται για το άλεσμα των τροφών. Εάν η δύναμη των
μασητήρων ασκούνταν μόνο στους κεντρικούς τομείς και όχι στους γομφίους η
τελική δύναμη θα ήταν 540 Ν.
Τα μόνιμα δόντια των ενηλίκων συνήθως φαίνεται να προεξέχουν (κεντρικός
τομέας), όμως μετά το 20ο΄ ή το 30ο΄ έτος της ηλικίας το γεγονός αυτό παύει να
ισχύει λόγω της φθοράς των δοντιών (ελάττωση μήκους μέχρι και 0,1 mm το χρόνο).
3.5.2 Απλές εφαρμογές της φυσικής στην ορθοδοντική
Ένας τρόπος να επαναφέρουμε τα δόντια στην αρχική επιθυμητή τους θέση
(εικόνα 3.26α) είναι τα τοποθετήσουμε μία μηχανική συνδεσμολογία στα δόντια
που πρέπει να επανέλθουν, όπου η απαιτούμενη δύναμη εφαρμόζεται από
εξωτερικό εξάρτημα που προσαρμόζεται στο κεφάλι.
Για τη εξάλειψη της απόστασης μεταξύ των δοντιών, τοποθετούμε έναν ελαστικό
σύνδεσμο (εικόνα 3.26β) που παρέχει ικανή τάση για την επαναφορά στην σωστή
τους θέση. Μια άλλη μέθοδος είναι μία μικρή μόνο μετακίνηση του δοντιού μέσω
κατάλληλου ελατηριοειδούς ανοξείδωτου σύρματος (εικόνα 3.26γ), με δύναμη
μόλις 1 Ν.
Για την μετακίνηση και επαναφορά των δοντιών χρησιμοποιείται μία ακίνητη
ορθοδοντική συσκευή (εικόνα 3.27α) η οποία φέρει εξαρτήματα όπως τα
λαστιχάκια και τα άγκιστρα σε συνδυασμό με το τοξοειδές σύρμα που προσφέρουν
την κύρια σύνδεση σε άλλες συνδέσεις. Επίσης με μία ρυθμιζόμενη και
μετακινούμενη εφαρμογή (εικόνα 3.27β), επιτυγχάνεται διεύρυνση των σιαγόνων

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 10


και ευθυγράμμιση των μπροστινών δοντιών, με αποτέλεσμα να προκαλείται
μετακίνηση της γνάθου κατά περίπου 0,8 mm ανά γύρο και συνολική μετακίνηση
μέχρι 1 cm.
Τέλος για την μετακίνηση των δοντιών έχουμε ακόμη δύο περιπτώσεις ( εικόνα
3.28): α) ένα συσπειρωμένο ελατήριο για την διεύρυνση του χώρου για το μεσαίο
δόντι και β) ένα ελατήριο σε έκταση μετακινεί το δόντι για τη μείωση του χάσματος,
που ασκούν δύναμη περίπου 1 Ν και ελαττώνεται καθώς το δόντι μετακινείται. Τα
ελατήριο συνδέεται σε άγκιστρο που τοποθετείται πάνω στο δόντι που πρέπει να
μετακινηθεί , επιτρέπει σε ένα σύρμα να γλυστράει μέσα στην αύλακά του , ενώ
στο άλλο το σύρμα περιδένεται σταθερά.
3.5.3 Στεφάνες, γέφυρες και εμφυτεύματα
Ένας τρόπος επιδιόρθωσης των χαλασμένων δοντιών είναι το απλό σφράγισμα, το
οποίο δεν επηρεάζει σημαντικά την μείωση της αντοχής του δοντιού. Βέβαια στην
περίπτωση ενός δοντιού με πολλά σφραγίσματα για την διατήρηση του δοντιού
αλλά και της λειτουργίας του, είναι η τοποθέτηση στεφάνης (εικόνα 3.29). Η
τελευταία είναι μία πρόσθεση και περιλαμβάνει την απομάκρυνση (τρόχισμα) της
περιοχής του δοντιού που έχει υποστεί βλάβη και την αντικατάστασή της με ένα
τεχνητό δόντι. Η στεφάνη συνήθως κατασκευάζεται από ανθεκτικό κράμα χρυσού
με πορσελάνινη όψη.
Ένας δεύτερος τρόπος επιδιόρθωσης είναι η τοποθέτηση στο κενό, που
δημιουργείται μετά τη εξαγωγή του δοντιού, μιας γέφυρας από κράμα χρυσού με
την προϋπόθεση ότι υπάρχουν δόντια εκατέρωθεν του δοντιού που λείπει (εικόνα
3.30). Η τοποθέτηση της μπορεί καμιά φορά να είναι ανεπιτυχής εάν οι δύο
περιοχές (συνδέσεις), δεξιά και αριστερά από το γεφύρωμα, είναι ανεπαρκείς, με
αποτέλεσμα κατά τη διάρκεια της μάσησης το πρόσθετο δόντι να κινείται και να
σπάσουν οι συνδέσεις ( δύναμη συνάφειας).
Και ένας τελευταίος τρόπος είναι η τοποθέτηση ενός εμφυτευμένου κολοβώματος
απευθείας στη γνάθο (το βιδώνουμε), στην περίπτωση που ένα από τα γειτονικά
δόντια δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να στηρίξει την γέφυρα (εικόνα 3.31). Το
πρόσθετο δόντι εν συνεχεία κολλάται στο κολόβωμα εμφύτευμα.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 11


Τα υλικά που χρησιμοποιούνται για την επιδιόρθωση των δοντιών πρέπει να είναι
βιοσυμβατά και οι δυνάμεις που ασκούνται στα πρόσθετα δόντια μεταφέρονται
απευθείας στη γνάθο, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα φυσικά δόντια.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΚΕΛΕΤΟΥ

Τα οστά έχουν τουλάχιστον έξι λειτουργίες στο σώμα: α) υποστήριξη, β)κίνηση,


γ)προστασία διαφόρων οργάνων, δ)αποθήκευση χημικών ουσιών, ε)τροφοδοσία
και στ)μετάδοση του ήχου.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 12


Η λειτουργία της υποστήριξης η οποία είναι πιο εμφανής στα πόδια, σε μεγάλες
ηλικίες και σε μερικές παθήσεις επιδεινώνεται. Μέσω αυτής οι σωματικοί μύες
προσαρτώνται στα οστά μέσω των τενόντων και των συνδέσμων και το σύστημα
οστών και μυών υποστηρίζει το σώμα.
Τα οστά συνδέονται μέσω των αρθρώσεων έτσι ώστε η κίνηση του ενός οστού να
σχετίζεται με την κίνηση ενός άλλου. Με αυτόν τον τρόπο οι μοχλοί ή
συναρθρώσεις καθίστανται πολύ σημαντικές για το βάδισμα και για πολλές άλλες
κινήσεις του σώματος ενώ η καταστροφή των αρθρώσεων από αρθρίτιδα μπορεί
να περιορίσει σε σημαντικό βαθμό την κίνηση π.χ. των χεριών.
Τα οστά προστατεύουν ευαίσθητα όργανα του σώματος. Τα οστά του κρανίου
προστατεύουν τον εγκέφαλο καθώς και τους οφθαλμούς και τα αυτιά. Οι πλευρές
παρέχουν προστασία στην καρδιά, στους πνεύμονες και στο ήπαρ ενώ παράλληλα
οι πλευρές και οι μύες του θώρακα παίζουν και τον ρόλο του φυσητήρα, καθώς με
την έκπτυξη και σύμπτυξη επιτρέπουν την εισπνοή και την εκπνοή. Τέλος η
σπονδυλική στήλη είναι μία ευλύγιστη θωράκιση του νωτιαίου μυελού.
Τα οστά αποθηκεύουν χημικά στοιχεία τα οποία απορροφούνται μελλοντικά από
το σώμα αναλόγως των αναγκών του, π.χ. εάν η τιμή του ασβεστίου ελαττωθεί ο
«αισθητήρας ασβεστίου» ενημερώνει τους παραθυρεοειδείς αδένες, οι οποίοι
αυξάνουν τη έκκριση παραθορμόνης στο αίμα και αυτή με τη σειρά της προκαλεί
έκλυση του απαιτούμενου ασβεστίου από τα οστά.
Τα δόντια χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: α)τα νεογιλά (των νηπίων) και τα β) τα
μόνιμα( μία τρίτη κατηγορία είναι τα προστεθέντα από τον οδοντίατρο).
Τα μικρότερα τρία οστά του σώματος είναι τα ακουστικά οστάρια του μέσου ωτός,
τα οποία δρουν ως μοχλοί παρέχοντας ένα σύστημα προσαρμογής της εμπέδησης
για την μετατροπή των ηχητικών δονήσεων στον αέρα σε ηχητικές δονήσεις στο
υγρό του κοχλία.
Τα οστά είναι ένας ζωντανός ιστός ο οποίος αιματώνεται και έχει νεύρα. Το
μεγαλύτερο μέρος του οστίτη ιστού είναι αδρανές, αλλά μέσα σε αυτό περιέχονται
τα οστεοκύτταρα τα οποία διατηρούν το οστό υγιές. Εάν τα κύτταρα (αποτελούν
περίπου το 2% του όγκου των οστών) νεκρωθούν τα οστά νεκρώνονται και χάνουν
μέρος της ανθεκτικότητά τους π.χ. άσηπτη νέκρωση του ισχίου, στην οποία
προκαλείται θάνατος των οστικών κυττάρων του ισχίου.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 13


Τα οστά υπόκεινται σε μεταβολές σε όλη τη διάρκεια της ζωής μέσω μίας
συνεχούς διεργασίας καταστροφής παλαιού και κατασκευής νέου οστού, που
ονομάζεται οστική ανακατασκευή και εκτελείται από εξειδικευμένα οστικά
κύτταρα, τους οστεοκλάστες που τα καταστρέφουν και τους οστεοβλάστες που τα
κατασκευάζουν. Κάθε επτά χρόνια περίπου αναδομείται ποσότητα οστού που
ισοδυναμεί με έναν σκελετό .Σε διάρκεια μιας ημέρας οι οστεοκλάστες
καταστρέφουν οστό που περιέχει 0,5 gr ασβεστίου (τα οστά περιέχουν περίπου
1000 gr ασβεστίου) ενώ οι οστεοβλάστες δημιουργούν νέο οστό χρησιμοποιώντας
περίπου την ίδια ποσότητα ασβεστίου. Κατά την ανάπτυξη του σώματος οι
οστεοβλάστες λειτουργούν περισσότερο από τους οστεοκλάστες, όμως μετά την
ηλικία των 35 με 40 ετών η δραστηριότητα των τελευταίων είναι μεγαλύτερη από
αυτήν των οστεοβλαστών, με αποτέλεσμα την βαθμιαία ελάττωση της οστικής
μάζας μέχρι το θάνατο,η οποία είναι πιο γρήγορη στις γυναίκες.
4.1 Η σύσταση των οστών
Η λεπτομερής χημική σύσταση των οστών παρουσιάζεται στον πίνακα 4.1. Λόγω
του ότι ο πυρήνας του ασβεστίου είναι σχετικά βαρύτερος, αυτός απορροφά τις
ακτίνες Χ καλύτερα από τους περιβάλλοντες μαλακούς ιστούς με αποτέλεσμα τα
οστά να απεικονίζονται πολύ καλά στις ακτινογραφίες. Τα οστά , εκτός από νερό,
αποτελούνται: α)από κολλαγόνο που αντιστοιχεί στο 40% του βάρους του στερεού
μέρους των οστών και στο 60% του όγκου του και β)από τα ανόργανα άλατα που
αντιστοιχούν στο 60% του βάρους των οστών και στο 40% του όγκου τους, τα οποία
μπορούν να απομακρυνθούν από τα οστά και τα απομένοντα έχουν την αρχική
μορφή του οστού. Το κολλαγόνο που απομένει είναι ελαστικό και κάμπτεται εύκολα
με συμπίεση ενώ εάν αυτό απομακρυνθεί τα άλατα που απομένουν καθιστούν τα
οστά πολύ εύθραυστα.
Το κολλαγόνο παράγεται από τους οστεοβλάστες και σε αυτό προσαρτώνται τα
άλατα σχηματίζοντας το οστό και η δομή του ανταποκρίνεται στις συνήθεις
διαστάσεις των κρυστάλλων των αλάτων του οστού με αποτέλεσμα να δημιουργεί
ένα πλέγμα επί του οποίου οι κρύσταλλοι αυτοί εναποτίθενται.
Τα οστικά άλατα παράγονται από ασβέστιο-υδροξυαπατίτη Ca10(PO4)6(OH)2. Το
σχήμα των κρυστάλλων των οστικών αλάτων έχει κυλινδρικό σχήμα, διαμέτρου
μεταξύ 2 και 7 nm και μήκους μεταξύ 5 και 10 nm. Εξαιτίας του μικρού μεγέθους

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 14


των κρυστάλλων τα οστικά άλατα έχουν επιφάνεια μεγαλύτερη από 4 x 105 m2
(περίπου 100 acres). Λόγω της μεγάλης επιφάνειάς τους επιτρέπεται η ταχεία
αλληλεπίδραση των οστών με τις χημικές ουσίες του αίματος, καθώς και με άλλα
υγρά. Μέσω της έγχυσης σε ασθενή μικρής ποσότητας ραδιενεργού φθορίου (18F)
εντοπίζονται οι καρκινικοί όγκοι των οστών που δεν είναι εμφανείς στις
ακτινογραφίες. Κάθε κρύσταλλος περιβάλλεται από ένα στρώμα νερού μέσα στο
οποίο βρίσκονται διαλυμένες πολλές απαραίτητες για τον οργανισμό χημικές
ουσίες.
4.2 Η αντοχή των οστών
Για την κατανόηση της κατασκευής ενός σκελετού θα πρέπει να εξεταστούν οι
λειτουργίες των διαφόρων οστών, εφόσον αυτές καθορίζουν το σχήμα, η εσωτερική
κατασκευή και το είδος των υλικών (σύσταση) των οστών. Τα οστά του σώματος
(περίπου 200) εάν ταξινομηθούν με βάση το σχήμα τους προκύπτουν πέντε ομάδες:
α) μία μικρή ομάδα από πλατέα οστά, π.χ. .ωμοπλάτη και μερικά οστά του κρανίου,
β) μία ομάδα μακρών ή αυλοειδών οστών, όπως π.χ. αυτά που βρίσκονται στα άνω
άκρα, γ) μία ομάδα βραχέων περισσότερο ή λιγότερο κυλινδρικών (σπόνδυλοι) δ)
μία ομάδα που αποτελείται από οστά ακανόνιστου σχήματος, όπως π.χ. το οστό του
καρπού και της ποδοκνημικής άρθρωσης και ε) μία ομάδα στην οποία ανήκουν οι
πλευρές.
Μερικά οστά αποτελούνται από ένα ή συνδυασμό δύο διαφορετικών ειδών
οστών: το συμπαγές και το σπογγώδες οστό, το οποίο σχηματίζεται από ένα δίκτυο
οστικών δοκίδων. Στο μηριαίο οστό ενός ενηλίκου (εικόνα 4.4α) το σπογγώδες οστό
βρίσκεται κυρίως στα άκρα των μακρών οστών ενώ το συμπαγές βρίσκεται κυρίως
στο κεντρικό μέρος. Ένας φυσιολογικός σπόνδυλος (εικόνα 4.4β) αποτελείται εξ
ολοκλήρου από σπογγώδες οστό με εξαίρεση τις μικρές πλάκες συμπαγούς οστού
στις επιφάνειές του. Το τελευταίο είναι πολύ περισσότερο ανθεκτικό από το
σπογγώδες διότι το σπογγώδες έχει μικρή ποσότητα οστού που κατανέμεται σε
δεδομένο όγκο. Τα οστεοπορωτικά οστά (εικόνα 4.4γ) είναι ακόμη λιγότερο
ανθεκτικά ενώ μικροσκοπικά ο ιστός στο σπογγώδες οστό είναι ο ίδιος με αυτόν του
συμπαγούς οστού.
Στο μηριαίο οστό η τάση (δύναμη ανά μονάδα επιφάνειας) μπορεί να αναλυθεί με
τον ίδιο τρόπο με τον οποίο αναλύεται η τάση που δέχεται μία δοκός σε ένα κτίριο

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 15


(εικόνα 4.5α). Εφόσον οι δυνάμεις στο μηριαίο οστό μπορούν να προέλθουν από
διαφορετικές διευθύνσεις, η κυλινδρική δομή του είναι κατάλληλη για την
υποστήριξή του. Επειδή το συμπαγές οστό του μηριαίου στο κέντρο του έχει
μεγαλύτερο πάχος, ενώ στα άκρα είναι λεπτότερο, έχει περισσότερη ανθεκτικότητα.
Τα σπογγώδη τμήματα που βρίσκονται στα άκρα του μηριαίου οστού, είναι
κατασκευασμένα ώστε να αυξάνουν την ανθεκτικότητα του οστού στις δυνάμεις
που υπόκεινται. Οι γραμμές ελκυσμού και συμπίεσης στην κεφαλή και τον αυχένα
του μηριαίου οστού που ασκείται λόγω του βάρους στη κεφαλή φαίνονται στην
εικόνα 4.6α. ενώ στην εικόνα 4.6β φαίνεται η διατομή του τμήματος αυτού του
μηριαίου. Οι δοκίδες (εικόνα 4.6α) κείτονται κατά μήκος των γραμμών των
δυνάμεων και ομοίως στο κάτω άκρο του μηριαίου οι δυνάμεις είναι σχεδόν
κάθετες όπως και στις δοκίδες. Για την περαιτέρω ενίσχυση του σπογγώδες οστού
υπάρχουν και διασταυρούμενες ίνες.
Το σπογγώδες οστό έχει δύο τουλάχιστον πλεονεκτήματα έναντι του συμπαγούς
οστού: α) στις περιοχές που το οστό υπόκειται κυρίως σε δυνάμεις συμπίεσης τα
σπογγώδη οστά προσφέρουν την απαραίτητη αντοχή με τη χρήση μικρότερης
ποσότητας υλικού από αυτή που χρησιμοποιείται στα συμπαγή οστά και β) επειδή
οι δοκίδες είναι σχετικά ευλύγιστες, το σπογγώδες οστό μπορεί να απορροφήσει
περισσότερη ενέργεια κατά την βάδιση, το τρέξιμο και το άλμα (άσκηση ισχυρών
δυνάμεων). Τέλος το μειονέκτημα του σπογγώδους οστού είναι ότι δεν μπορεί να
αντέξει τόσο καλά στις τάσεις που συνήθως ασκούνται στο κεντρικό μέρος των
μακρών οστών.
Η πυκνότητα του συμπαγούς οστού είναι σταθερή κατά την διάρκεια της ζωής και
περίπου ίση με 1,9 x 103 kg/m3.Στις μεγάλες ηλικίες το οστό γίνεται περισσότερο
πορώδες και εξαφανίζεται από την εσωτερική επιφάνεια των συμπαγών οστών,
αλλά η πυκνότητα του υπόλοιπου συμπαγούς οστού παραμένει φυσιολογική. Η
αντοχή του μειώνεται λόγω της λέπτυνσής του και όχι λόγω μείωσης της
πυκνότητάς του.
Όταν ένα δείγμα νωπού οστού τοποθετείται σε ειδικό μηχάνημα για να μετρηθεί η
επιμήκυνσή του κάτω από ελκυσμό λαμβάνεται μία καμπύλη (εικόνα 4.7). Η
επιμήκυνση ( ΔL/L) αυξάνεται γραμμικά αρχικά, γεγονός που σημαίνει ότι είναι
ανάλογη της τάσεως (F/A) – νόμος του Hooke, ενώ καθώς η δύναμη μεγαλώνει, το

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 16


μήκος αυξάνεται πιο γρήγορα με αποτέλεσμα το οστό να σπάσει εάν του ασκηθεί
τάση περίπου ίση με 1,2 x 108 N/m2 ( περίπου 17.000 lb/in2). Ο λόγος της τάσεως
προς την επιμήκυνση στην αρχική γραμμική περιοχή δίνει το μέτρο του Young,
Y=LF/AΔL. Το μέτρο του Young για τα οστά και μερικά συνηθισμένα δομικά υλικά
φαίνονται στον πίνακα 4.2. Όταν ενδιαφερόμαστε για την μεταβολή του μήκους L
για δεδομένη δύναμη F, έχουμε την εξίσωση ΔL=LF/AY. Οι δύο εξισώσεις ισχύουν
και για την συμπίεση των οστών.
Τα υγιή συμπαγή οστά μπορούν να ανεχθούν τάσεις συμπίεσης περίπου με 1,7 x
108 N/m2 ( περίπου 25.000 lb/in2), πριν υποστούν κάταγμα (πίνακας 4.2). Το
εμβαδόν της διατομής του μηριαίου οστού στο μέσο του κεντρικού του τμήματος
είναι περίπου 3,3 x 10-4 m2 (0,5 in2), συνεπώς μπορεί να υποστηρίξει δυνάμεις
περίπου 5,7 x 104 Ν (περίπου 6 tons). Το εμβαδόν της διατομής του οστού της
κνήμης δεν είναι τόσο μεγάλο, αλλά το όριο ασφαλείας είναι ικανοποιητικό για τις
περισσότερες δραστηριότητες.
Τα οστά δεν σπάνε λόγω συμπίεσης αλλά συνήθως υφίστανται κατάγματα λόγω
συστροφής (εικόνα 4.9α και β) ή κάτω από ελκυσμό (εικόνα 4.9γ). Τα κατάγματα
λόγω συστροφής συμβαίνουν συνήθως όταν το πόδι παγιδεύεται κάπου και εν
συνεχεία, κατά την πτώση, το οστό της κνήμης περιστρέφεται με αποτέλεσμα να
προκληθεί ένα σπειροειδές κάταγμα, όπου το οστό μπορεί να διαπεράσει το δέρμα.
Αυτού του είδους τα κατάγματα μολύνονται πιο εύκολα από τα απλά.
Στον ελκυσμό τα οστά δεν είναι τόσο ανθεκτικά όσο είναι στη συμπίεση. Έτσι μία
τάση μεγέθους περίπου 1,2 x 108 N/m2 (περίπου 17.000 lb/in2) θα προκαλέσει
κάταγμα του οστού, όμως παρόλα αυτά τα συμπαγή οστά είναι ανθεκτικότερα στις
τάσεις από πολλά άλλα συνηθισμένα υλικά.
Σύμφωνα με τον δεύτερο νόμο του Νεύτωνα, όσο μικρότερη είναι η διάρκεια της
σύγκρουσης, τόσο μεγαλύτερη δύναμη αναπτύσσεται και για να μειωθεί αυτή και
κατ’ επέκταση να μειωθεί και η πιθανότητα κατάγματος πρέπει να αυξηθεί η
διάρκεια της σύγκρουσης. Και στην πτώση και στην πραγματοποίηση άλματος από
κάποιο ύψος η διάρκεια της σύγκρουσης αυξάνεται σημαντικά εάν υπάρξει κύλιση
με περιστροφή αμέσως μετά το άλμα ή την πτώση.
Τα οστά παρόλα αυτά αντέχουν γενικά σε μεγάλες δυνάμεις που ασκούνται για
μικρή χρονική περίοδο χωρίς να σπάνε, ενώ όταν αυτές ασκούνται για μεγάλες

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 17


χρονικές περιόδους πιθανόν να προκαλέσουν κατάγματα. Σύμφωνα με την ιδιότητα
της γλοιοελαστικότητας η μικρής διάρκεια δύναμη που αναπτύσσεται κατά την
πτώση παρόλο που ξεπερνάει το μέγιστο όριο αντοχής στη συμπίεση δεν είναι τόσο
επικίνδυνη, όσο όταν ασκείται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα με το ίδιο
μέγεθος.
Το κάταγμα του οστού αποκαθιστάται εάν η περιοχή του κατάγματος μείνει
ακινητοποιημένη, ακόμη και στην περίπτωση οστεοπόρωσης, κατά την οποία
χρησιμοποιούνται προσθετικές αρθρώσεις του ισχίου, βελόνες , καρφιά κ.α.
Κατά το πιεζοηλεκτρικό φαινόμενο όταν το οστό κάμπτεται επάγεται ηλεκτρικό
φορτίο στην επιφάνειά του, κάτι που σημαίνει ότι το φαινόμενο αυτό μπορεί να
είναι το φυσικό ερέθισμα της ανάπτυξης και αποκατάστασης του οστού.
4.3 Λίπανση των αρθρώσεων των οστών
Υπάρχουν κυρίως δύο παθήσεις που επηρεάζουν τις αρθρώσεις: α) η
ρευματοειδής αρθρίτιδα, η οποία καταλήγει σε υπερπαραγωγή αρθρικού υγρού
στην άρθρωση και συνήθως προκαλεί την διόγκωσή τους και β) η οστεοαρθρίτιδα
που είναι πάθηση της ίδιας της άρθρωσης.
Τα κύρια μέρη της άρθρωσης φαίνονται στην εικόνα 4.11. Ο αρθρικός υμένας
περιβάλλει την άρθρωση και διατηρεί τη λίπανση με το αρθρικό υγρό. Οι αρθρικές
επιφάνειες αποτελούνται από αρθρικό χόνδρο, ένα λείο και ελαστικό υλικό, το
οποίο προσαρτάται στο στερεό οστό.
Η επιφάνεια του αρθρικού χόνδρου δεν είναι πολύ λεία, παρόλα αυτά χρησιμεύει
στη λίπανση της άρθρωσης παγιδεύοντας ένα μέρος από το αρθρικό υγρό και
επίσης λόγω της πορώδους φύσεώς του, λιπαντικό υλικό διαχέεται στην άρθρωση
όταν αυτή είναι υπό μέγιστη τάση ( ανάγκη για μέγιστη λίπανση). Σύμφωνα με μία
θεωρία η πίεση προκαλεί την είσοδο λιπαντικών «ινών» από τον αρθρικό χόνδρο
στην άρθρωση και το ένα άκρο της κάθε λιπαντικής ίνας παραμένει στον αρθρικό
χόνδρο και καθώς η πίεση υποχωρεί οι ίνες επιστρέφουν στις οπές από τις οποίες
προήλθαν.
Η γλοιότητα του αρθρικού υγρού, που καθορίζει τις λιπαντικές του ιδιότητες,
μειώνεται όταν επιδρούν στις αρθρώσεις μεγάλες τάσεις. Οι καλές λιπαντικές
ιδιότητες του αρθρικού υγρού οφείλονται στην παρουσία υαλουρονικού οξέος και

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 18


βλεννοπολυσακχαριτών ( μοριακό βάρος περίπου 500.000), τα οποία αλλάζουν
μορφή υπό συνθήκες φόρτου.
Οι Little, Freeman και Swanson περιέγραψαν τη διάταξη που φαίνεται στην εικόνα
4.12. Η φυσιολογική άρθρωση του ισχίου από ένα νωπό πτώμα τοποθετείται
ανάποδα και η κεφαλή του μηριαίου πιέζεται μέσα στη θήκη της με την άσκηση
βάρους, το οποίο μπορεί να μεταβάλλεται ώστε να είναι δυνατή η μελέτη της
επίδρασης διαφορετικών φορτίων. Όλη η μονάδα συμπεριφέρεται ως εκκρεμές με
την άρθρωση να παίζει το ρόλο του στροφέα και έτσι υπολογίζεται ο συντελεστής
τριβής, από το ρυθμό μείωσης του πλάτους της ταλάντωσης με το χρόνο. Ο
συντελεστής εμφανίζεται ανεξάρτητος από το βάρος στο εύρος φόρτου 89 και 890
Ν και από το πλάτος των ταλαντώσεων. Συμπεραίνεται ότι η λίπανση στο χόνδρο
βοηθάει στη μείωση του συντελεστή τριβής, που για υγιείς αρθρώσεις βρέθηκε ότι
είναι μικρότερος από 0,01( ο οποίος σημαίνει ότι εάν ασκείται δύναμη ίση με 100 lb
σε μία άρθρωση απαιτείται μόλις 1 lb για την κίνησή της), ενώ αυξάνεται σημαντικά
όταν αφαιρεθεί το αρθρικό υγρό.
4.4 Μέτρηση των οστικών αλάτων του σώματος
Η αντοχή των οστών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη μάζα των οστικών αλάτων
που περιέχουν και το κυριότερο χαρακτηριστικό της οστεοπόρωσης είναι η
μικρότερη της φυσιολογικής μάζας των οστικών αλάτων. Για αυτό το λόγο
αναζητήθηκε μια απλή τεχνική της in vivo ( μελέτη των οστών σε ζωντανό σώμα)
μέτρησης των οστικών αλάτων, με σκοπό την διάγνωση της οστεοπόρωσης πριν τα
κάταγμα και την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας που χορηγείται
για την οστεοπόρωση. Επειδή η μάζα των οστικών αλάτων μειώνεται πολύ αργά, 1
με 2% κάθε χρόνο, απαιτείται μία ιδιαίτερα αξιόπιστη μέθοδος.
Με την ακτινογράφηση (παλιά μέθοδος) παρουσιάζονται τα εξής προβλήματα: α)
η δέσμη των ακτίνων Χ είναι πολυενεργειακή και η απορρόφησή της από το
ασβέστιο εξαρτάται πάρα πολύ από την ενέργεια σε αυτό το εύρος ενεργειών, β) η
σχετικά ευρεία δέσμη περιέχει περισσότερη σκεδαζόμενη ακτινοβολία όταν φτάνει
στο φιλμ και γ) το φιλμ δεν είναι αποδοτικός ανιχνευτής για ποσοτικές μετρήσεις
διότι δεν ανταποκρίνεται γραμμικά στο ποσό και την ενέργεια των ακτίνων Χ. Το
ουσιαστικό πρόβλημα που δημιουργείται είναι ότι πρέπει να συμβεί σημαντική

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 19


μεταβολή της μάζας των οστικών αλάτων (30 με 50 %) μεταξύ δύο ακτινογραφιών
με σκοπό να διαπιστωθεί η μεταβολή.
Μια βελτιωμένη τεχνική (εικόνα 4.14) είναι η φωτονιακή απορροφησιομετρία. Τα
προβλήματα της τεχνικής με ακτίνες Χ απαλείφθηκαν σε ικανοποιητικό βαθμό με τη
χρήση: α)μονοενεργειακής δέσμης ακτίνων Χ ή πηγή φωτονίων , β) στενής δέσμης
ώστε να ελαχιστοποιείται η σκέδαση και γ) ανιχνευτή σπινθηρισμού που ανιχνεύει
όλα τα φωτόνια και επιτρέπει το διαχωρισμό τους και την ξεχωριστή καταμέτρησή
τους. Ο καθορισμός της μάζας των οστικών αλάτων απλοποιείται εμβυθίζοντας το
οστό σε ένα μαλακό ιστό ομοιόμορφου πάχους ( ισοδύναμα π.χ. νερό για την
μέθοδο των ακτίνων Χ).Στην εικόνα 4.15 παρουσιάζεται μια γραφική παράσταση
του λογαρίθμου της έντασης διερχόμενης δέσμης, I, (logI) όπως αυτή καταγράφεται
κατά μήκος της διατομής του οστού τοποθετημένου σε ομοιόμορφο πάχος «ιστού».
Η ένταση της δέσμης πριν εισέλθει στο οστό καλείται I0*. Η μάζα των οστικών
αλάτων (ΒΜ) σε κάθε σημείο της δέσμης είναι ανάλογη του log(I0*/I) και δίνεται από
τη σχέση ΒΜ (gr/cm2)= k log(I0*/I), όπου k είναι μία σταθερά που καθορίζεται
πειραματικά. Αυτός ο υπολογισμός γίνεται ηλεκτρονικά για κάθε σημείο της δέσμης
και τα αποτελέσματα ολοκληρώνονται για να δώσουν τη μάζα των οστικών αλάτων
μιας τομής του οστού. Στην εικόνα 4.16 φαίνεται ένα σύγχρονο μηχάνημα που
χρησιμοποιεί την τεχνική απορρόφησης φωτονίων. Για την παραπάνω τεχνική
χρησιμοποιούνται δύο διαφορετικές ενέργειες, αρχικά χρησιμοποιήθηκε μια
ραδιενεργός πηγή , το Gd-153, και μετέπειτα μία ειδική λυχνία παραγωγής ακτίνων
Χ με δύο διαφορετικές ενέργειες.
Μία τρίτη φυσική τεχνική για την in vivo μέτρηση της μάζας των οστικών αλάτων
εκμεταλλεύεται την αξιοπιστία που επιτυγχάνεται με μία μονάδα υπολογιστικής
τομογραφίας (CT), η ακρίβεια της οποίας βελτιώνεται σημαντικά με τη χρήση δύο
διαφορετικών ενεργειών.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 20


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΠΙΕΣΗ ΣΤΟ ΣΩΜΑ


Ως πίεση (P) ορίζεται ο λόγος της δύναμης που ασκείται σε ένα αέριο ή υγρό ανά
μονάδα επιφάνειας (P=F/A). Στο μετρητικό σύστημα αυτή μετριέται σε Newton ανά
τετραγωνικό μέτρο (N/m2). Στο σύστημα SI η μονάδα μέτρησής της είναι το Pascal (
1 Pa=1N/m2).
Η πίεση P (Pa) που ασκείται κάτω από μία στήλη υγρού ύψους h δίδεται από τη
σχέση P=ρgh, όπου ρ η πυκνότητα του υγρού. Εφόσον η πυκνότητα του
υδραργύρου είναι 13,6 x 103 Kg/m3 ενώ του νερού είναι 103 Kg/m3, μία στήλη νερού
πρέπει να έχει 13,6 φορές μεγαλύτερο ύψος από αυτή του υδραργύρου για να
ασκούν την ίδια πίεση. Πολλές φορές υποδηλώνουμε διαφορές στην πίεση μέσα
στο σώμα σε μονάδες του ύψους μιας στήλης νερού.
Μέσα στο σώμα υπάρχουν αρκετές περιοχές στις οποίες η πίεση είναι μικρότερη
από την ατμοσφαιρική ή αρνητική. Παραδείγματος χάρη κατά τη διάρκεια της
εισπνοής η πίεση στους πνεύμονες, η οποία είναι τυπικά αρνητική κατά λίγα
εκατοστά στήλης ύδατος (cPa), πρέπει να είναι μικρότερη από την ατμοσφαιρική,
διαφορετικά ο αέρας δεν θα εισερχόταν.
Στον πίνακα 5.2 δίνονται τυπικές τιμές της πίεσης μέσα στο ανθρώπινο σώμα. Η
καρδιά λειτουργεί σαν αντλία διοχετεύοντας με υψηλή πίεση το αίμα στις αρτηρίες,
η οποία ισούται περίπου με 13-18 kPa.
5.1 Μέτρηση της πίεσης στο σώμα
Το μανόμετρο (κλασική μέθοδος) αποτελείται από ένα σωλήνα σε μορφή U
γεμάτο υγρό, υδράργυρο και για χαμηλή πίεση νερό ή μικρής πυκνότητας υγρά, το
ένα άκρο του οποίου συνδέεται με το σημείο στο οποίο πρόκειται να μετρηθεί η
πίεση (εικόνα 5.1). Η στάθμη του υγρού στις δύο κάθετες στήλες του μεταβάλλεται
μέχρις ότου η υψομετρική διαφορά μεταξύ των δύο επιπέδων στάθμης γίνει ίσο με
τη μετρούμενη πίεση. Το μανόμετρο μπορεί να μετρήσει θετικές και αρνητικές τιμές
πίεσης.
Στις κλινικές χρησιμοποιείται το σφυγμομανόμετρο που μετρά την πίεση του
αίματος. Υπάρχουν δύο είδη: α) το μανόμετρο υδραργύρου στο οποίο η τιμή της

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 21


πίεσης δείχνεται από το ύψος της στήλης υδραργύρου μέσα στο γυάλινο σωλήνα
και β) το άνευ υδραργύρου στο οποίο οι τιμές της πίεσης παρουσιάζονται με την
περιστροφή μιας βελόνας σε βαθμολογημένο δίσκο.
Κάποια μέρη του σώματος λειτουργούν σαν αδροί δείκτες της πίεσης μέσα σε
αυτό, π.χ. όταν ένας άνθρωπος ανεβαίνει ή κατεβαίνει μέσα σε έναν ανελκυστήρα
αισθάνεται την αλλαγή της πίεσης στα αυτιά του. Επίσης όταν καταπίνουμε, οι
ευσταχιανές σάλπιγγες ανοίγουν στιγμιαία και η πίεση στο μέσο αυτί εξισώνεται με
την εξωτερική με αποτέλεσμα να αισθανόμαστε «ποπ» στο τύμπανο. Τέλος όταν
σηκώνουμε το χέρι μας σε ύψος μεγαλύτερο από αυτό της καρδιάς το μέγεθος των
φλεβών μειώνεται λόγω της χαμηλότερης φλεβικής πίεσης.
5.2 Πίεση στο κρανίο
Ο εγκέφαλος περιέχει περίπου 150 cm3 εγκεφαλονωτιαίο υγρό (ΕΝΥ) που
βρίσκεται σε μία σειρά από κοιλότητες συνδεδεμένες μεταξύ τους που ονομάζονται
κοιλίες και διοχετεύεται μέσω αυτών στο νωτιαίο μυελό. Αν για κάποιο λόγο κατά
τη γέννηση δημιουργηθεί απόφραξη σε αυτή τη κοιλότητα, το ΕΝΥ παγιδεύεται
μέσα στο κρανίο και αυξάνει την εσωτερική πίεση με αποτέλεσμα την αύξηση των
διαστάσεων του κρανίου (υδροκεφαλία). Εάν αυτή η πάθηση διαγνωστεί έγκαιρα
συνήθως διορθώνεται με χειρουργική παράκαμψη (by-pass) για την κυκλοφορία και
απαγωγή του ΕΝΥ. Για τη διάγνωση της υδροκεφαλίας εφαρμόζονται δύο μέθοδοι:
α) η μέτρηση της περιφέρειας του κρανίου ακριβώς πάνω από τα αυτιά , για τα
νεογνά οι φυσιολογικές τιμές κυμαίνονται από 0,32 – 0,37 m ,β) η διαφανοσκόπηση
κατά την οποία χρησιμοποιούνται πληροφορίες που παρέχει η σκέδαση του φωτός
στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό.
5.3 Πίεση στον οφθαλμό
Τα υγρά του οφθαλμού, το υδατοειδής και το υαλοειδής υγρό, που μεταβιβάζουν
το φως στον αμφιβληστροειδή βρίσκονται υπό πίεση και διατηρούν το σχήμα και το
μέγεθος του βολβού του οφθαλμού. Οι διαστάσεις του οφθαλμού παίζουν
σημαντικό ρόλο στην καλή όραση, έτσι μια μικρή μεταβολή της τάξεως 0,1mm στη
διάμετρό του μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την όραση. Εάν πιέσουμε με το
δάκτυλό μας το βλέφαρο παρατηρούμε την αντίσταση του οφθαλμού που
οφείλεται στην εσωτερική πίεση (φυσιολογικές τιμές 1,6 – 3 kPa).

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 22


Το υδατοειδές υγρό, το οποίο βρίσκεται στο πρόσθιο μέρος του οφθαλμού,
αποτελείται κυρίως από νερό. Ο οφθαλμός το παράγει συνεχώς και η περίσσεια του
απομακρύνεται μέσω ειδικού παροχετευτικού συστήματος. Κατά το γλαύκωμα, το
οποίο σε μέτριες καταστάσεις προκαλεί συγκεντρωτική στένωση του οπτικού
πεδίου και σε βαριές τύφλωση, λόγω μερικής απόφραξης του συστήματος
προκαλείται αύξηση της πίεσης.
Αρχικά οι γιατροί εκτιμούσαν την πίεση στο εσωτερικό του οφθαλμού πιέζοντας
τον με το δάκτυλό τους. Σήμερα μετράται με τα τονόμετρα που μετρούν την
ενδοτικότητα που παράγεται από μια γνωστή δύναμη.
5.4 Πίεση στο πεπτικό σύστημα
Η πεπτική οδός, η οποία είναι δαιδαλώδης και έχει μήκος πάνω από 6 μέτρα
εκτεινόμενη από το στόμα μέχρι τον πρωκτό, τις περισσότερες φορές είναι κλειστή
στο χαμηλότερο άκρο της και παρουσιάζει στενώσεις κατά μήκος της. Στην εικόνα
5.3 εμφανίζονται σχηματικά οι βαλβίδες και οι σφικτήρες (μύες σε μορφή
δακτυλίου) του πεπτικού συστήματος οι οποίοι ανοίγουν για τη διέλευση τροφής
και υγρών. Οι βαλβίδες επιτρέπουν τη διέλευση της τροφής προς μια μόνο
κατεύθυνση, η ροή της οποίας μπορεί να αλλάξει κατά της διάρκειας π.χ. εμετού.
Η πίεση στο μεγαλύτερο μέρος του γαστρεντερικού συστήματος είναι μεγαλύτερη
από την εξωτερική όμως η πίεση στην περιοχή του οισοφάγου είναι συνήθως
μικρότερη από την ατμοσφαιρική επειδή συνδυάζεται με την πίεση μεταξύ των
πνευμόνων και του θωρακικού τοιχώματος, η οποία προσδιορίζεται μετρώντας την
πίεση του οισοφάγου.
Κατά τη διάρκεια του φαγητού η πίεση στο στομάχι αυξάνεται καθώς τα
τοιχώματα του διατείνονται, όμως επειδή ο όγκος του αυξάνεται με τον κύβο της
ακτίνας ενώ η τάση ( δύναμη που διατείνει τα τοιχώματα) είναι ανάλογη της
ακτίνας, η πίεση στο στομάχι αυξάνει πολύ αργά. Μια μεγαλύτερη αύξηση της
πίεσης στο στομάχι οφείλεται στην εισροή αέρα που καταπίνεται κατά τη διάρκεια
του φαγητού, η οποία προκαλεί ερυγή (ρέψιμο).
Τα αέρια που παράγονται από τη βακτηριακή δράση μέσα στο έντερο προκαλούν
αύξηση της πίεσης, η οποία μεταβάλλεται από εξωτερικούς παράγοντες όπως π.χ.
εάν φοράμε ζώνη.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 23


Ο πυλωρός είναι μια βαλβίδα η οποία εμποδίζει την αντίστροφη ροή της τροφής
από το λεπτό έντερο στο στομάχι. Εάν δημιουργηθεί απόφραξη στο έντερο, η πίεση
στην περιοχή μεταξύ του πυλωρού και της απόφραξης αυξάνεται και αν αυξηθεί
τόσο ώστε να περιορίσει τη ροή του αίματος σε κρίσιμα όργανα μέσω του πυλωρού,
τότε είναι δυνατό να προκαλέσει ακόμη και θάνατο. Η διασωλήνωση, τοποθέτηση
σωλήνα που περνά από τη μύτη, το στομάχι και τον πυλωρό, χρησιμοποιείται για τη
υποχώρηση της πίεσης. Η υψηλή πίεση αυξάνει τον κίνδυνο μολύνσεως λόγω του
ότι κατά τη διάνοιξη τα εγκλωβισμένα αέρια εξαπλώνονται πολύ γρήγορα στους
ιστούς, κάτι που μπορεί να αποφευχθεί εάν η επέμβαση γίνει σε χώρο που η
εξωτερική πίεση είναι μεγαλύτερη από την πίεση στο έντερο.
Η πίεση στο πεπτικό συνδέεται με την αντίστοιχη των πνευμόνων διότι
παρεμβάλλεται το διάφραγμα που διαχωρίζει τα δύο συστήματα. Όταν είναι
αναγκαία ή επιθυμητή η αύξηση της πίεσης στο έντερο, π.χ. κατά την αφόδευση, το
άτομο παίρνει βαθιά αναπνοή, αποκλείοντας την έξοδο του αέρα από τους
πνεύμονες κλείνοντας τη γλωττίδα και συσπώντας τους κοιλιακούς μυς. Αυτή η
αύξηση της πίεσης προκαλεί μείωση της ροής του φλεβικού αίματος στη δεξιά
καρδιά.
5.5 Πίεση (τάση) στο σκελετό
Οι υψηλότερες πιέσεις (τάσεις) που ασκούνται στο σώμα συναντώνται στις
αρθρώσεις στις οποίες ασκείται δύναμη προερχόμενη από το βάρος του σώματος.
Έτσι όταν περπατάμε όλο τα βάρος μας στηρίζεται πάνω στο ένα πόδι και η τάση
που ασκείται στην άρθρωση του γόνατος είναι και μεγαλύτερη από 10 6 Pa. Εάν η
επιφάνεια των αρθρώσεων ήταν πολύ μικρότερη τότε η τιμή της τάσης θα ήταν
πολύ μεγαλύτερη.
Τα οστά είναι προσαρμοσμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να μειώνεται η τάση που
τους ασκείται. Τα οστά των δακτύλων είναι περισσότερο επίπεδα παρά κυλινδρικά
από την εσωτερική πλευρά των χεριών με αποτέλεσμα η δύναμη να κατανέμεται
πάνω σε μεγαλύτερη επιφάνεια, μειώνοντας έτσι την τάση στους ιστούς που
βρίσκονται πάνω από τα οστά των δακτύλων.
5.6 Πίεση στην ουροδόχο κύστη
Η πίεση που ασκείται στην ουροδόχο κύστη προκαλείται από τη συσσώρευση των
ούρων μέσα σε αυτή. Στην εικόνα 5.6 απεικονίζεται η τυπική καμπύλη πίεσης-όγκου

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 24


της ουροδόχου κύστεως , τα τοιχώματα της οποίας διατείνονται όσο αυξάνεται ο
όγκος. Για τους ενηλίκους ο μέγιστος όγκος ούρων στην κύστη πριν από την ούρηση
είναι 500ml. Για κάποια τιμή πίεσης, συνήθως 3 KPa (30 cm νερό), ενεργοποιείται το
αντανακλαστικό της ούρησης κατά το οποίο το τοίχωμα της ουροδόχου κύστης
συσπάται και ασκεί στιγμιαία πίεση μέχρι 15 kPa (150 cm νερό). Οι φυσιολογικές
τιμές πίεσης που προκαλούν ούρηση είναι αρκετά χαμηλές, 2-4 kPa (20-40 cm
νερό), αλλά σε άνδρες που έχουν απόφραξη της διόδου των ούρων λόγω
υπερτροφίας του προστάτη, η πίεση που απαιτείται μπορεί να είναι πάνω από 10
kPa (100 cm νερό). Αυτό συνήθως οδηγεί σε κατακράτηση ούρων και είναι
απαραίτητος ο καθετηριασμός για την εκκένωση της κύστης.
Η πίεση στο εσωτερικό της ουροδόχου κύστεως μπορεί να μετρηθεί περνώντας
ένα καθετήρα εξοπλισμένο με ανιχνευτή πίεσης σε αυτήν από την ουρήθρα. Στην
άμεση κυστεομετρία η πίεση μετράται με μία βελόνα που εισάγεται από το τοίχωμα
της κοιλιάς στην κύστη, μια τεχνική που πλεονεκτεί διότι μας πληροφορεί για τη
λειτουργία των βαλβίδων στην έξοδο (σφιγκτήρες).
Όταν βήχουμε ή σηκωνόμαστε όρθιοι, η πίεση στην κύστη αυξάνεται, κάτι που
συμβαίνει και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης όπου το βάρος του εμβρύου που
βρίσκεται πάνω από αυτή προκαλεί συχνή ούρηση, όπως και σε καταστάσεις στρες.
5.7 Πίεση κατά την κατάδυση
Σύμφωνα με το νόμο του Boyle για δεδομένη ποσότητα αέρα, υπό σταθερή
θερμοκρασία, το γινόμενο της απόλυτης πίεσης και του όγκου είναι σταθερό (
PV=σταθερό), με αποτέλεσμα εάν η απόλυτη πίεση διπλασιαστεί ο όγκος
υποδιπλασιάζεται.
Μία από τις κοιλότητες αέρα που υπάρχουν στο ανθρώπινο σώμα είναι αυτή του
μέσου ωτός , που η πίεση σε αυτό είναι περίπου ίση με την ατμοσφαιρική πίεση
έξω από το τύμπανο. Οι δύο πιέσεις εξισώνονται όταν ρέει αέρας δια μέσου της
ευσταχιανής σάλπιγγας, η οποία συνήθως είναι κλειστή εκτός όταν καταπίνουμε ή
χασμουριόμαστε. Πολλοί άνθρωποι κατά τη διάρκεια της κατάδυσης παρουσιάζουν
δυσκολία στην εξίσωση των πιέσεων και αισθάνονται πίεση στα αυτιά τους. Λόγω
της διαφοράς πίεσης μπορεί να προκληθεί διάρρηξη του τυμπάνου με συνέπεια το
κρύο νερό που θα διαπεράσει το μέσο αυτί μπορεί να επηρεάσει το αιθουσαίο
σύστημα (μηχανισμός ισορροπίας) και να προκαλέσει ναυτία και ιλίγγους. Ένας

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 25


τρόπος εξισορρόπησης της διαφοράς πίεσης στο αυτί είναι η αύξηση της πίεσης στο
στόμα κάτι που επιτυγχάνεται κρατώντας τη μύτη και προσπαθώντας να φυσήξει
τον αέρα και όταν ο δύτης ακούσει ένα «ποπ» έχουμε εξίσωση της πίεσης.
Η συμπίεση των κόλπων του προσώπου συμβαίνει κατά την κατάδυση όπου η
πίεση στις κοιλότητες των κόλπων του κρανίου εξισώνεται με την εξωτερική. Εάν ο
δύτης είναι κρυωμένος, οι κοιλότητες των κόλπων μπορεί να αποφραχθούν και η
πίεση σε αυτές δεν εξισώνεται με την εξωτερική προκαλώντας πόνο. Επίσης πόνος
προκαλείται κατά τη διάρκεια ή μετά την κατάδυση από μικρές ποσότητες αέρα που
παγιδεύονται κάτω από τυχόν σφραγίσματα. Στην περίπτωση χρησιμοποίησης
γυαλιών θαλάσσης μπορεί να συμβεί συμπίεση του οφθαλμού και στην περίπτωση
της μάσκας ο αέρας που εξέρχεται κατά την εκπνοή αυξάνει την πίεση στην περιοχή
των ματιών κατά τη διάρκεια της καθόδου.
Αν ένας αυτοδύτης βρίσκεται σε βάθος 10 m και κρατήσει την αναπνοή του και
επιστρέψει στην επιφάνεια ο όγκος που καταλαμβάνει ο αέρας θα διπλασιαστεί
προκαλώντας σημαντική αύξηση της πίεσης στους πνεύμονες. Αν οι πνεύμονες είναι
γεμάτοι από αέρα αρκούν 1,2 m ανάδυσης για να υπάρξει σοβαρή βλάβη σε
αυτούς.
Ο αέρας που βρίσκεται μέσα στους πνεύμονες είναι πυκνότερος όταν
βρισκόμαστε κάτω από το νερό σε σχέση με αυτόν που έχουμε στην επιφάνεια της
θάλασσας και η μερική πίεση που ασκεί κάθε συστατικό του αέρα είναι αναλογικά
μεγαλύτερη. Η υψηλότερη μερική πίεση του οξυγόνου προκαλεί μεταφορά
περισσότερων μορίων του στο αίμα και δηλητηρίαση από οξυγόνο όταν η μερική
πίεση του γίνει πολύ μεγάλη, κάτι που συμβαίνει όταν η πίεση του οξυγόνου στους
πνεύμονες ξεπεράσει την τιμή των 80 KPa ( όταν η απόλυτη πίεση του αέρα είναι
πάνω από 4 atm ) ή σε βάθος μεγαλύτερο των 30 m.
Η εισπνοή αέρα σε βάθος μεγαλύτερο των 30 m μπορεί να οδηγήσει σε περίσσεια
αζώτου στο αίμα και στους ιστούς, η ποία προκαλεί δύο σοβαρές καταστάσεις: α)
τη νάρκωση αζώτου , η οποία είναι μία κατάσταση δηλητηρίασης (μέθης) (εικόνα
5.8) και β) τη νόσο των δυτών που προκαλείται κατά την ανάδυση. Στην τελευταία
το άζωτο διαλύεται στο αίμα και στους ιστούς ενώ αντιθέτως το οξυγόνο
μεταφέρεται κατά κύριο λόγο με χημική σύνδεση στα ερυθρά αιμοσφαίρια.
Σύμφωνα μα το νόμο του Henry η ποσότητα του αερίου που διαλύεται μέσα σε ένα

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 26


υγρό είναι ανάλογη της μερικής πίεσης του αερίου που βρίσκεται σε επαφή με το
υγρό. Όταν ο δύτης πηγαίνει σε μεγαλύτερα βάθη η πίεση του αέρα και η μερική
πίεση του αζώτου αυξάνει με αποτέλεσμα την αύξηση της ποσότητας του αζώτου
που διαλύεται στο αίμα και από αυτό στους ιστούς. Όταν ο δύτης ανεβαίνει προς
την επιφάνεια της θάλασσας η περίσσεια του αζώτου που υπάρχει στους ιστούς
πρέπει να απομακρυνθεί διαμέσου του αίματος και των πνευμόνων, μία διαδικασία
αργή. Επίσης όταν ο δύτης αναδύεται γρήγορα δημιουργούνται φυσαλίδες στους
ιστούς και τις αρθρώσεις. Η θεραπεία της νόσου των δυτών γίνεται συνήθως με την
επανασυμπίεσή τους σε ένα θάλαμο αποσυμπίεσης στον οποίο η πίεση
ελαττώνεται αργά, έτσι ώστε το άζωτο να απομακρυνθεί από τους ιστούς διαμέσου
του αίματος και των πνευμόνων.
Άλλα προβλήματα που δημιουργούνται κατά την ανάδυση είναι: α) η εμβολή αέρα
κατά την οποία μία από τις μεμβράνες που διαχωρίζει τον αέρα από το αίμα στους
πνεύμονες διαρρηγνύεται επιτρέποντας την εισροή αέρα στο αίμα, β) η παγίδευση
του αέρα κάτω από το δέρμα γύρω από τη βάση του αυχένα ή στο μεσοθωράκιο, γ)
ο πνευμοθώρακας όταν ο αέρας εισρεύσει μεταξύ των πνευμόνων και του
θωρακικού τοιχώματος.
5.8 Θεραπεία υπερβαρικού οξυγόνου (ΘΥΟ)
Για την αύξηση του οξυγόνου με σκοπό να παρέχεται περισσότερο στους ιστούς
κατασκευάστηκαν ειδικοί θάλαμοι υψηλής πίεσης οξυγόνου (υπερβαρικοί). Έτσι ο
βάκιλος που προκαλεί τη γάγγραινα δεν επιβιώνει παρουσία οξυγόνου με
αποτέλεσμα την θεραπεία όλων των ασθενών χωρίς την ανάγκη ακρωτηριασμού.
Στην περίπτωση δηλητηριάσεως με μονοξείδιο του άνθρακα τα ερυθρά
αιμοσφαίρια δεν μπορούν να μεταφέρουν οξυγόνο στους ιστούς, λόγω του ότι το
μονοξείδιο εμποδίζει την αιμοσφαιρίνη να μεταφέρει οξυγόνο, ακόμη και με την
παρουσία ελάχιστων μορίων μονοξειδίου. Συνήθως το ποσοστό οξυγόνου που είναι
διαλυμένο στο αίμα είναι περίπου το 2% του συνολικού οξυγόνου που μεταφέρεται
από τα ερυθρά αιμοσφαίρια. Με την εφαρμογή του ΘΥΟ η μερική πίεση του
οξυγόνου μπορεί να αυξηθεί κατά ένα παράγοντα 15, επιτρέποντας την
απελευθέρωση οξυγόνου σε ποσότητα που καλύπτει τις ανάγκες του σώματος. Η
θεραπεία με υπερβαρικό οξυγόνο δημιουργεί προβλήματα όπως π.χ. να προκληθεί
φωτιά σε ατμόσφαιρα καθαρού οξυγόνου ή να σπάσει η φιάλη λόγω των υψηλών

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 27


πιέσεων που χρησιμοποιείται με αποτέλεσμα να υποστούν σοβαρές βλάβες ο
ασθενής και το προσωπικό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 28


Ώσμωση και οι νεφροί

6.1 Πώς μεταφέρονται οι ουσίες στα υγρά


6.1.1 Εξαναγκασμένη από το διαλύτη μετακίνηση
Έστω ένας μακρύς κυλινδρικός σωλήνας γεμάτος με νερό που ρέει, με ρυθμό ροής
i m3/s-1. Εάν η γλυκόζη διαλυθεί στο νερό σε συγκέντρωση διαλύματος C
σωματίδια/m-3 , θα μεταφερθεί μαζί με το νερό. Η ροή της διαλυμένης ουσίας σε
κάποιο σημείο του δοχείου είναι Ci σωματίδια/ s-1. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται
εξαναγκασμένη από το διαλύτη μετακίνηση κατά την οποία τα διαλυμένα
σωματίδια εξαναγκάζονται να κινηθούν από το διαλύτη. Με αυτή την διαδικασία τα
ερυθρά και τα λεύκα κύτταρα του αίματος, καθώς και οι χημικές ουσίες, όπως η
γλυκόζη και το διοξείδιο του άνθρακα, μεταφέρονται μέσω των αγγείων του
αίματος.
6.1.2 Διάχυση
Υποθέτοντας ότι το νερό στο σωλήνα δεν ρέει και η συγκέντρωση της γλυκόζης
είναι ομοιόμορφη κατά μήκος του τότε δεν θα υπάρξει καμία ροή. Εάν παρόλα
αυτά υπάρχει γλυκόζη στο ένα άκρο του σωλήνα αλλά όχι στο άλλο, αυτή θα τον
γεμίσει βαθμιαία σε ομοιογενή συγκέντρωση ακόμα και αν το νερό δεν ρέει. Ο
λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι τα μόρα του νερού και της γλυκόζης δεν
βρίσκονται σε ηρεμία ακόμη και όταν το νερό δεν κινείται κατά μέσο όρο. Κάθε
μόριο κινείται προς διάφορες κατευθύνσεις με μέση ταχύτητα που αυξάνεται με τη
θερμοκρασία και το σύνολο των μορίων παραμένει ακίνητο στο απόλυτο μηδέν. Τα
μόρια δεν διανύουν μεγάλη απόσταση (μικρότερη από τη διάμετρο του μορίου)
πριν συγκρουστούν με κάποιο άλλο και αλλάζουν διεύθυνση και η κίνησή τους είναι
τελείως τυχαία. Όταν το νερό ρέει, η μετακίνηση όλων των μορίων του προς μία
κατεύθυνση υπερισχύει της τυχαίας κίνησης που πραγματοποιείται προς όλες τις
διευθύνσεις.
Θεωρώντας ένα φανταστικό όριο σε ένα σημείο του σωλήνα , σε μικρό χρονικό
διάστημα τα μισά μόρια της γλυκόζης που βρίσκονται αριστερά του ορίου θα
μετακινηθούν προς τα δεξιά και θα περάσουν το όριο ενώ τα υπόλοιπα προς τα
αριστερά, εφόσον οι τυχαίες κινήσεις είναι εξίσου πιθανές. Την ίδια στιγμή περίπου
τα μισά μόρια που βρίσκονται δεξιά του ορίου θα κινηθούν προς τα αριστερά και

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 29


θα διασχίσουν το όριο . Αν η συγκέντρωση της γλυκόζης στα δύο τμήματα του
σωλήνα είναι ίδια, δεν θα μεταβληθεί η συγκέντρωση της γλυκόζης.
Υποθέτοντας παρόλα αυτά ότι οι δύο συνεχόμενες περιοχές έχουν διαφορετική
συγκέντρωση γλυκόζης (εικόνα 6.1) , το κάθε μόριο είναι το ίδιο πιθανό να κινηθεί
και δεξιά και αριστερά. Τα μισά από τα μόρια στο αριστερό τμήμα (περιοχή Α) θα
κινηθούν προς τα δεξιά και τα μισά που βρίσκονται στο δεξιό τμήμα (περιοχή Β) θα
κινηθούν προς τα αριστερά. Η διάχυση είναι μία διαδικασία κατά την οποία
παρατηρείται μία σαφής κίνηση της γλυκόζης από τα αριστερά προς τα δεξιά επειδή
είναι περισσότερα τα μόρια αριστερά που μετακινούνται προς τα δεξιά από αυτά
που βρίσκονται δεξιά και κινούνται προς τα αριστερά. Η διάχυση απαιτεί μία
μεταβολή της συγκέντρωσης με την απόσταση ή την ύπαρξη μιας βαθμίδας
συγκέντρωσης.
6.1.3 Ροή όγκου έναντι διάχυσης
Στην εικόνα 6.2 τα μόρια του νερού βρίσκονται σε επαφή το ένα με το άλλο και
εάν κάποιο κινηθεί δεν θα αγγίζει πλέον τα γειτονικά του μόρια τα οποία
αισθάνονται την κίνησή του. Η ροή όγκου είναι η συλλογική κίνηση των μορίων, π.χ.
στα αιμοφόρα αγγεία η ροή όγκου προκαλείται από τη διαφορά πίεσης που
παρουσιάζεται μεταξύ των άκρων τους.
Από την άλλη πλευρά, κάθε μόριο διαλυμένης ουσίας περιβάλλεται μόνο από
γειτονικά μόρια νερού με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ανιχνεύσουν την κίνηση
των άλλων μορίων της διαλυμένης ουσίας και να επηρεάζονται μόνο από την
κίνηση των γειτονικών τους μορίων νερού. Κατά την εξαναγκασμένη από το διαλύτη
μετακίνηση η κίνηση των μορίων του νερού, που περιβάλλουν το μόριο της
διαλυμένης ουσίας κατά τη διάρκεια της ροής του, το εξαναγκάζουν να κινηθεί. Εάν
δεν υπάρχει ροή κάθε μόριο της διαλυμένης ουσίας υπόκειται στη δική του τυχαία
κίνηση, ανεξαρτήτως της κίνησης των άλλων διαλυμένων μορίων. Είναι επίσης
δυνατόν να πραγματοποιούνται ταυτόχρονα η διάχυση και η εξαναγκασμένη από το
διαλύτη μεταφορά , όταν υπάρχει μία βαθμίδα συγκέντρωσης των μορίων της
διαλυμένης ουσίας (πραγματοποίηση διάχυσης).
6.2 Πως μεταφέρονται οι ουσίες μέσω μεμβρανών
6.2.1 Διάχυση και εξαναγκασμένη από το διαλύτη μετακίνηση

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 30


Σχεδόν όλες οι υποδομές μέσα στο κύτταρο καλύπτονται από μεμβράνες, π.χ. το
τοίχωμα των τριχοειδών αγγείων είναι μία μεμβράνη. Η μεμβράνη είναι διαπερατή
για ουσίες που μπορούν να διέλθουν μέσω αυτής και αδιαπέρατη για αυτές που
δεν έχουν αυτή την ικανότητα, ενώ όταν η μεμβράνη επιτρέπει μόνο σε κάποιες
ουσίες να τη διαπεράσουν ονομάζεται ημιδιαπερατή.
Ο απλούστερος πόρος των βιολογικών μεμβρανών, είναι αυτός του οποίου η
πορεία διασχίζει ευθέως τη μεμβράνη (εικόνα 6.3α). Συνήθως όμως η πορεία αυτή
είναι μεγαλύτερη (εικόνα 6.3β). Στο τοίχωμα των τροχοειδών αγγείων οι πόροι
αποτελούνται από περιοχές μεταξύ των ενδοθηλιακών κυττάρων του εσωτερικού
της μεμβράνης.
Μια μεμβράνη που διαθέτει πόρους μπορεί να είναι διαπερατή για μόρια αρκετά
μικρά και αδιαπέρατη για μεγάλου μεγέθους. Το νερό ρέει διαμέσω των πόρων
(ροή όγκου) εάν υπάρχει διαφορετική πίεση εκατέρωθεν της μεμβράνης. Τα μικρά
διαλυμένα μόρια για να εισέλθουν στους πόρους θα μεταφερθούν λόγω
εξανάγκασης από το διαλύτη εάν υπάρχει ροή και επίσης θα υποστούν διάχυση εάν
υπάρχει βαθμίδα συγκέντρωσης κατά μήκος του πόρου ( φαινόμενα που συνήθως
συνδυάζονται).
6.2.2 Ωσμωτική πίεση
Θεωρούμε δύο διαμερίσματα υγρού (νερού) που διαχωρίζονται από μία
ημιδιαπερατή μεμβράνη. Εάν το υγρό μπορεί να διέλθει μέσω της μεμβράνης δεν
θα παρουσιαστεί καθόλου ροή λόγω ίσης πίεσης και στις δύο πλευρές της. Εάν
εισάγουμε στο αριστερό τμήμα μερικά μόρια διαλυμένης ουσίας τα οποία δεν
μπορούν να διέλθουν μέσω της μεμβράνης, θα παρατηρήσουμε ότι καθώς γίνεται η
προσθήκη, ο όγκος στο αριστερό τμήμα αυξάνεται , επειδή μερικά μόρια νερού
μετακινούνται ώστε να διατηρηθεί σταθερή η πίεση. Αν η πίεση είναι ίδια
εκατέρωθεν της μεμβράνης τότε το νερό ρέει από δεξιά προς τα αριστερά.
Ωσμωτική πίεση της διαλυμένης ουσίας είναι το ποσό κατά το οποίο πρέπει να
αυξήσουμε την πίεση στο αριστερό τμήμα, ώστε να εξαλειφτεί η ροή του νερού.
Υπάρχουν δύο τρόποι για να δούμε την ανάγκη αύξησης της πίεσης: α) θεωρούμε
μόνο τα μόρια του νερού. Η εισαγωγή των μορίων που δεν μπορούν να
διαπεράσουν τη μεμβράνη μειώνουν τον αριθμό των μορίων του νερού ανά μονάδα
όγκου στο αριστερό τμήμα. Παρόλο που τα μόρια του νερού κινούνται συλλογικά

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 31


και δεν έχουμε διάχυση, υπάρχουν περισσότερα μόρια νερού ανά μονάδα όγκου
στο δεξιό απ’ ότι στο αριστερό και πρέπει να αυξηθεί η πίεση για την αποφυγή της
κίνησης από τα δεξιά προς τα αριστερά και β) μπορούμε να θεωρήσουμε ότι έχει
αυξηθεί η πίεση στο αριστερό τμήμα τόσο ώστε να μην υπάρχει ροή μέσω των
πόρων. Η πίεση στη μεμβράνη οφείλεται στις επαναλαμβανόμενες κρούσεις του
νερού και της διαλυμένης ουσίας με τη με αυτή. Τα μόρια της αδιαπέραστης
διαλυμένης ουσίας (εικόνα 6.3), είναι μεγαλύτερα από τους πόρους και
συγκρούονται με την μεμβράνη και μαζί με τα μικρότερα μόρια συνεισφέρουν στην
ολική πίεση. Παρόλα αυτά δεν μπορούν να εισέλθουν στους πόρους και η
μεμβράνη τα εμποδίζει να συγκρουστούν με τα μόρια του νερού που βρίσκονται
ακριβώς μέσα από το στόμιο του πόρου με αποτέλεσμα η πίεση στο εσωτερικό του
πόρου να είναι μικρότερη από αυτήν του αριστερού τμήματος και να επιτρέπεται η
ροή του νερού προς την πλευρά που περιέχει την διαλυμένη ουσία.
Η διαφορική πίεση Pd σε κάθε πλευρά της μεμβράνης ισούται με την ολική πίεση
μείον την ωσμωτική πίεση, π: Pd = Ptotal – π. Η διαφορά της διαφορικής πίεσης
εκατέρωθεν της μεμβράνης προκαλεί ροή μέσω των πόρων. Τα μόρια του νερού
μετακινούνται μέσω της ροής όγκου κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο είτε η διαφορά
της διαφορικής πίεσης προκαλείται από την διαφορά της ολικής πίεσης είτε από
διαφορά στην ωσμωτική πίεση.
Όταν η γλοιότητα του υγρού είναι σημαντική, η συνολική ροή είναι ανάλογη της
τέταρτης δύναμης της ακτίνας του σωλήνα. Ο ρυθμός ροής για δεδομένη διαφορά
της διαφορικής πίεσης είναι ο ίδιος στις δύο περιπτώσεις και σε συνδυασμό τους.
6.2.3 Ενεργητική μεταφορά- προχωρώντας με αντίθετο τρόπο
Μερικές ουσίες κινούνται μέσω μιας μεμβράνης από μία περιοχή χαμηλής προς
μία μεγαλύτερης συγκέντρωσης, μετακινήσεις που δεν οφείλονται σε τυχαίες
κινήσεις. Είναι ένα είδος ενεργητικής μεταφοράς κατά την οποία καταναλώνεται
ελεύθερη χημική ενέργεια ώστε να προωθηθούν οι ουσίες αντίθετα στη βάθμωση
(gradient) συγκέντρωσης.
6.3 Ρύθμιση του διάμεσου (μεσοκυττάριου) υγρού
Καθώς το αίμα ρέει μέσα στα τριχοειδή αγγεία το οξυγόνο και τα θρεπτικά
συστατικά εγκαταλείπουν την κυκλοφορία και εισέρχονται στα κύτταρα και τα
προϊόντα που θα αποβληθούν τα εγκαταλείπουν και εισέρχονται την κυκλοφορία

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 32


(μεταφορά με διάχυση). Το μήκος ενός μέσου τριχοειδούς αγγείου είναι 1 mm και η
διάμετρός του περίπου 7μm. Μεταφέρονται από το πλάσμα που αποτελείται από
νερό , ηλεκτρολύτες, γλυκόζη και διοξείδιο του άνθρακα καθώς και μεγάλα
πρωτεϊνικά μόρια. Όλα τα συστατικά του πλάσματος , εκτός από τα τελευταία,
μπορούν να διαπεράσουν τα τοιχώματα του τριχοειδούς αγγείου, στα κύτταρα των
οποίων υπάρχουν σχισμές που λειτουργούν ως πόροι.
Εκτός των τριχοειδών βρίσκεται το διάμεσο υγρό μέσα στο οποίο βρίσκονται τα
κύτταρα και η συγκέντρωση των μορίων των πρωτεϊνών στο υγρό είναι πολύ
μικρότερη από αυτήν μέσα στα τριχοειδή αγγεία. Η ωσμωτική πίεση είναι
σημαντικός παράγοντας στον καθορισμό της πίεσης στο διάμεσο υγρό και
επομένως και στη ροή των θρεπτικών συστατικών και του νερού μέσω των
τοιχωμάτων των αγγείων. Για την ωσμωτική πίεση εντός του αγγείου είναι π i= 3.700
Pa (28 mm Hg) και εκτός πο= 600 Pa (4,5 mmHg). Η τιμή της ολικής πίεσης στο
διάμεσο υγρό είναι περίπου -800 Pa (-6 mm Hg). Ο ιστός πρέπει να είναι κατά
κάποιο τρόπο άκαμπτος ή η πίεση στο μεσοκυττάριο υγρό θα πρέπει να είναι ίση με
την ατμοσφαιρική. Η διαφορική πίεση του νερού και μικρών μορίων στο
ενδοκυττάριο υγρό, pdo, είναι συνεπώς: Pdo= Po – πο= -1400 Pa (-10,5 mm Hg). Η
ολική πίεση μέσα στο τριχοειδές αγγείο μειώνεται από το αρτηριακό (3300 Pa ή 25
mm Hg) στο φλεβικό άκρο (1300 Pa ή 10 mm Hg) προκαλώντας έτσι τη ροή του
αίματος κατά μήκους του αγγείου. Εάν η πτώση της πίεσης είναι γραμμική, η ολική
πίεση συναρτήσει της θέσης απεικονίζεται στην εικόνα 6.4α. Αφαιρώντας από
αυτήν την ωσμωτική πίεση λόγω των μακρομορίων λαμβάνεται η καμπύλη για τη
διαφορετική πίεση pdi (εικόνα 6.4α) Στην εικόνα 6.4β φαίνεται η ολική και η
διαφορική πίεση στο μεσοκυττάριο υγρό . Η πίεση είναι μεγαλύτερη στο εσωτερικό
(εικόνα 6.4γ) στο πρώτο μισό του αγγείου και το αντίστροφο συμβαίνει στο δεύτερο
μισό του με αποτέλεσμα τη ροή πλάσματος, εκτός από τις μεγάλες πρωτεΐνες, προς
τα έξω μέσω του τοιχώματος του αγγείου στο πρώτο μισό και ροή προς τα μέσα για
το δεύτερο μισό του, με μία ελαφρά υπεροχή της προς τα έξω ροής. Αυτό το υγρό
επιστρέφει στην κυκλοφορία μέσω του λεμφικού συστήματος, το οποίο αποτελείται
από αγγεία και λεμφαδένες που βρίσκονται παράλληλα με τις φλέβες και
εισέρχονται στη φλεβική κυκλοφορία κοντά στην καρδιά.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 33


Υπάρχουν τρεις τρόποι με τους οποίους μπορεί να διαταραχθεί η
ισορροπία(εικόνα 6.4γ), και οι τρεις προκαλούν οίδημα δηλαδή, συγκέντρωση
υγρού στον ιστό και τοπική διόγκωση: α) Η παρουσία μεγαλύτερης πίεσης κατά
μήκος του τριχοειδούς αγγείου κάτι που μπορεί να συμβεί στην καρδιακή
ανεπάρκεια. Το αριστερό μέρος της καρδιάς αντλεί αίμα από τους πνεύμονες και το
παρέχει στο σώμα και σε περίπτωση που η άντληση δεν είναι επιτυχής, αίμα θα
συσσωρευτεί στα αιμοφόρα αγγεία των πνευμόνων, οδηγώντας σε αύξηση της
πίεσης στους πνεύμονες και η οποία προκαλεί πνευμονικό οίδημα. Μια ανεπάρκεια
της δεξιάς καρδιάς μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία οιδήματος στα κάτω άκρα,
β) η μείωση της ωσμωτικής πίεσης του πλάσματος λόγω της χαμηλής συγκέντρωσης
πρωτεϊνών (υποπρωτεϊναιμία). Αυτό συμβαίνει λόγω κακής διατροφής, σε πάθηση
των νεφρών στην οποία οι πρωτεΐνες αποβάλλονται μέσω των ούρων, ή σε υπατική
νόσο, κατά την οποία είναι δυνατόν να ανασταλεί η επιστροφή του φλεβικού
αίματος από το έντερο στην καρδιά προκαλώντας ασκίτη (οίδημα της κοιλίας) και
γ) η αύξηση της διαπερατότητας του τοιχώματος των τριχοειδών αγγείων από τα
μεγάλα μόρια και η οποία μειώνει σημαντικά την ωσμωτική πίεση, π.χ. η διόγκωση
που προκαλείται μετά από ένα δυνατό χτύπημα.
6.4 Οι νεφροί
Μέσω των νεφρών αποβάλλονται τα περισσότερα άχρηστα προϊόντα του
μεταβολισμού, εκτός από το διοξείδιο του άνθρακα και μια μικρή ποσότητα νερού
που αποβάλλεται μέσω των πνευμόνων και επίσης ρυθμίζεται η συγκέντρωση των
περισσότερων χημικών ουσιών στο πλάσμα του αίματος. Κάθε νεφρός περιέχει
πάνω από 1 εκατομμύριο νεφρώνες, που καθένας είναι μια ολοκληρωμένη μονάδα
σχηματισμού ούρων. Στη εικόνα 6.5 δείχνονται οι νεφροί και οι ουρητήρες μέσω
των οποίων τα ούρα αποχετεύονται στην ουροδόχο κύστη και στην 6.6 φαίνεται σε
μεγέθυνση η δομή ενός νεφρώνα. Κατά την σπειραματική διήθηση το αίμα από την
νεφρική αρτηρία (εικόνα6.7) διέρχεται πρώτα από μία μεμβράνη στο αγγειώδες
σπείραμα του νεφρού, όπου μία μεγάλη ποσότητα υγρού (περίπου 250 ml ανά
λεπτό) περνάει μέσα από τη βασική μεμβράνη του αγγειώδους σπειράματος. Ο
ρυθμός διήθησης ρυθμίζεται από βαλβίδες οι οποίες ελέγχουν το ρυθμό ροής του
αίματος και την πτώση της πίεσης κατά μήκος της βασικής μεμβράνης του
σπειράματος. Οι ουσίες με μοριακό βάρος 5.000 ή και μικρότερο διέρχονται εύκολα

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 34


μέσω της μεμβράνης με το νερό ενώ οι περισσότερες πρωτεΐνες (μοριακό βάρος
περίπου 69.000) δεν μπορούν να περάσουν μέσω των πόρων και παραμένουν στο
αίμα. Το διήθημα εν συνεχεία περνάει διαμέσου των σωληναρίων, όπου το 99%
αναρροφάται ξανά και το υπόλοιπο περνά στα αθροιστικά σωληνάρια με τη μορφή
ούρων. Οι ανεπιθύμητες ουσίες, όπως η κρεατινίνη και η σακχαρόζη δεν
αναρροφούνται ξανά με αποτέλεσμα την αύξηση της συγκέντρωσής τους στα ούρα.
Περίπου η μισή ποσότητα ουρίας, ένα αζωτούχο προϊόν του μεταβολισμού των
πρωτεϊνών, απορροφάται ξανά.
Εφόσον τα μόρια των πρωτεϊνών δεν διέρχονται μέσω της κυτταρικής μεμβράνης
η ωσμωτική τους πίεση στο πλάσμα είναι σημαντική. Ο ρυθμός διήθησης είναι
ανάλογος της διαφοράς πίεσης εκατέρωθεν της μεμβράνης του αγγειώδους
σπειράματος, δηλαδή της διαφοράς p – π μεταξύ των δύο επιφανειών της. Για την
επαναρρόφηση στα σωληνάρια πολλά περισσότερα μόρια συνεισφέρουν στην
ωσμωτική πίεση δεδομένου ότι δεν επαναρροφώνται. Η ωσμωτική διούρηση είναι
ένα φαινόμενο κατά το οποίο όταν η συγκέντρωση των μικρότερων μορίων στα
σωληνάρια είναι αρκετά μεγάλη, τότε μικρότερη ποσότητα νερού από τη
φυσιολογική θα επαναρροφηθεί και η ροή των ούρων αυξάνεται. Η γλυκόζη
παρόλο που επαναρροφάται πλήρως στην περίπτωση που το επίπεδό της στο
πλάσμα αυξηθεί σημαντικά (διαβήτης) οι νεφροί δεν μπορούν να την
επαναρροφήσουν όλη και αυτή που παραμένει στα σωληνάρια συνεισφέρει στην
ωσμωτική πίεση και έτσι προκαλείται επαναρρόφηση μικρότερης ποσότητας νερού
από το φυσιολογικό. Για αυτό τον λόγο οι διαβητικοί με υψηλή συγκέντρωση
γλυκόζης στο πλάσμα ( > 500mg/dl) αποβάλλουν μεγάλα ποσά ούρων καθώς και
διψούν έντονα.
Ορισμένα κύτταρα που βρίσκονται στο εσωτερικό του τοιχώματος των
σωληναρίων χρησιμοποιούν χημικές αντιδράσεις προκειμένου να μειώσουν τη
συγκέντρωση του νατρίου στο εσωτερικό των κυττάρων με αποτέλεσμα αυτό να
διαχέεται και να εισέρχεται σε αυτά. Μετά την είσοδό του απομακρύνεται με
κατανάλωση χημικής ενέργειας (ενεργός μεταφορά) προκειμένου να μεταφερθούν
τα ιόντα νατρίου προς την περιοχή της μεγαλύτερης συγκέντρωσης. Η ενεργός
μεταφορά είναι σημαντική για τη γλυκόζη , το ασβέστιο, το κάλιο και τα αμινοξέα.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 35


Κατά την διαδικασία της έκκρισης μερικές ουσίες, όπως π.χ. το υδρογόνο και τα
ιόντα καλίου, μεταφέρονται ενεργά μέσα στα σωληνάρια.
Η κάθαρση πλάσματος (ή απλά κάθαρση) εκφράζει την ικανότητα του νεφρού να
απομακρύνει διάφορες ουσίες από το πλάσμα με ρυθμό ( R μόρια ανά
δευτερόλεπτο) και είναι ανάλογος της συγκέντρωσής του στο πλάσμα (C μόρια ανά
m3 ) και όχι από τον συνολικό όγκο του αίματος. Η σταθερά αναλογίας είναι η
κάθαρση, Κ, της οποίας η μονάδα είναι m3 / s-1 και εξαρτάται από τις διαφορές στην
πίεση, την ωσμωτική πίεση και τις χημικές διαδικασίες της οποιασδήποτε ενεργού
μεταφοράς:
R (μόρια/ s) = K (m3 /s) C ( μόρια/ m3 ).
6.5 Ο τεχνητός νεφρός
Με την μέθοδο της αιμοκάθαρσης απομακρύνονται μικρά μόρια διαλυμένων
ουσιών, όπως π.χ. η ουρία από το αίμα ασθενούς που πάσχει από οξεία ή χρόνια
νεφρική ανεπάρκεια. Ένα μέρος του αίματος του ασθενούς κυκλοφορεί μέσα στους
σωλήνες ενός μηχανήματος, τα τοιχώματα των οποίων αποτελούνται από
ημιδιαπερατή μεμβράνη που είναι βυθισμένη στο υγρό της αιμοκάθαρσης. Η
μεμβράνη επιτρέπει στο νερό, τους ηλεκτρολύτες και τα μόρια της ουρίας να
διαχυθούν μέσω των πόρων μέσα στο υγρό της αιμοκάθαρσης, οι ηλεκτρολύτες του
οποίου διατηρούνται στην επιθυμητή συγκέντρωση του αίματος του ασθενούς.
Όταν χρησιμοποιηθεί μεμβράνη με μεγαλύτερη επιφάνεια αυτή διαχωρίζει το
αίμα του κεντρικού συστήματος από το ΕΝΥ και μερικά μεσαίου μεγέθους μόρια
διέρχονται αργά μέσω της μεμβράνης και εάν αυτά απομακρυνθούν γρήγορα από
το αίμα κατά την αιμοκάθαρση, τότε η συγκέντρωσή τους θα είναι κατά πολύ
μεγαλύτερη στο ΕΝΥ από αυτή του αίματος. Η ωσμωτική πίεση που προκαλείται
έχει ως αποτέλεσμα την ροή νερού προς το ΕΝΥ με αποτέλεσμα την αύξηση της
πίεσης του κρανίου και την κεφαλαλγία.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 36


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Φυσική των πνευμόνων και της αναπνοής

Στο σώμα μας πηγή ενέργειας είναι η τροφή την οποία επεξεργάζεται το πεπτικό
σύστημα και στη συνέχεια αναμειγνύεται με το Ο2 στα κύτταρα του σώματος για
την απελευθέρωση ενέργειας. Τα παραπροϊόντα αποβάλλονται από τέσσερις
διόδους: α) τα στερεά συστατικά που δεν πέπτονται , αποβάλλονται με τη μορφή
κοπράνων, β) το νερό και κάποια άλλα παραπροϊόντα αποβάλλονται μέσω των
ούρων, γ) περίπου 0,5 Kg CO2 αποβάλλεται καθημερινά από τους πνεύμονες και δ)
η θερμότητα εκλύεται από την επιφάνεια του σώματος.
Κάθε ένα από τα τρισεκατομμύρια ζωντανά κύτταρα του σώματός μας πρέπει να
εφοδιαστεί με Ο2 και να αποβάλλει με κάποιο τρόπο τα παραπροϊόντα του. Οι
πνεύμονες εφοδιάζουν το σώμα με Ο2 και αποβάλλουν το CO2. Το αίμα μεταφέρει
το Ο2 στους ιστούς και απομακρύνει από αυτούς το CO2 . Εξαιτίας της στενής
συνεργασίας και της αλληλεπίδρασης μεταξύ καρδιαγγειακού και του
αναπνευστικού συστήματος, οι δράσεις του ενός φυσιολογικά επηρεάζουν το άλλο.
Μία πρωταρχική λειτουργία των πνευμόνων είναι η διατήρηση σταθερού του Ph
(οξύτητα) του αίματος ενώ διαδραματίζουν δευτερεύοντα ρόλο στην ανταλλαγή

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 37


θερμότητα του σώματος, θερμαίνοντας και υγροποιώντας τον αέρα που
αναπνέουμε.
Μια σημαντική λειτουργία του μηχανισμού της αναπνοής είναι η παραγωγή
φωνής, όπου ο τρόπος με τον οποίο αναπνέουμε όταν μιλάμε είναι διαφορετικός.
Λόγω του ότι η φωνή παράγεται με ελεγχόμενη εκπνοή αέρα, το άτομο εισπνέει
γρήγορα και πιο βαθιά πριν μιλήσει, έτσι ώστε να έχει στη διάθεσή του
περισσότερο χρόνο για να παράγει φωνητικούς ήχους. Φυσιολογικά ο χρόνος που
διαρκεί η εισπνοή είναι μικρότερος από το 20% του κύκλου της αναπνοής και η
ποσότητα αέρα που εισπνέεται όταν μιλάμε είναι φυσιολογικά μεγαλύτερη από το
διπλάσιο αυτής που εισπνέουμε όταν σιωπούμε. Η ισχύς της φωνής είναι
φυσιολογικά μικρότερη από 1 mWatt.
Εισπνέουμε περίπου 6 λίτρα αέρα το λεπτό και η τιμή αυτή συμπίπτει με τον όγκο
του αίματος που η καρδιά αντλεί το λεπτό. Οι άνδρες αναπνέουν περίπου 12 φορές
το λεπτό σε ηρεμία, οι γυναίκες περίπου 20 και τα παιδιά περίπου 60.
Ο αέρας που εισπνέουμε αποτελείται περίπου από 80% Ν2 και 20% Ο2 , ενώ ο
αέρας που εκπνέουμε αποτελείται από 80% Ν2 , 16% Ο2 και 4% CO2 . Αναπνέουμε
περίπου 10 Kg αέρα καθημερινά , από την ποσότητα αυτή οι πνεύμονες
απορροφούν περίπου 0,5 Kg Ο2 (περίπου 400 λίτρα) και απελευθερώνουν ελάχιστα
μικρότερη ποσότητα CO2 .Επίσης όταν αναπνέουμε ξηρό αέρα ο αέρας που
εκπνέουμε απομακρύνει περίπου 0,5 Kg νερό καθημερινά. Όταν ο καιρός είναι
ψυχρός η υγρασία αυτή συμπυκνώνεται και έτσι μπορούμε να δούμε την αναπνοή
μας. Η γεμάτη πτυχές επιφάνεια των πνευμόνων έχει συνολικό εμβαδόν περίπου 80
m2.Οι πνεύμονες είναι τα μοναδικά όργανα του σώματος που εκτίθενται τόσο πολύ
στο περιβάλλον παρόλα αυτά δεν προσβαλλόμαστε από περισσότερες ασθένειές
τους.
7.1 Οι αναπνευστικές οδοί
Ο αέρας (εικόνα 7.2) φυσιολογικά εισέρχεται στο σώμα από τη μύτη, όπου
θερμαίνεται (αν χρειάζεται), φιλτράρεται και υγραίνεται. Οι υγρές επιφάνειες και οι
τρίχες της μύτης συγκρατούν σωματίδια σκόνης, μικρόβια κ.ά.. Κατά τη διάρκεια
έντονης άσκησης ο αέρας εισέρχεται από το στόμα χωρίς επομένως να φιλτράρεται
και στη συνέχεια διέρχεται από την τραχεία. Η τελευταία χωρίζεται σε δύο
διακλαδώσεις, τους βρόγχους, μέσω των οποίων ο αέρας διοχετεύεται στους

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 38


πνεύμονες. Ο κάθε βρόγχος διακλαδώνεται και κάθε κλάδος του
ξαναδιακλαδώνεται κι αυτό επαναλαμβάνεται περίπου 15 φορές, με αποτέλεσμα οι
διακλαδώσεις να γίνονται ολοένα περισσότερες και λεπτότερες, καταλήγοντας στα
βρογχιόλια, που προμηθεύουν με αέρα εκατομμύρια κυψελίδες (μικροί ασκοί).
Κάθε κυψελίδα, που μοιάζει με σύμπλεγμα αλληλοσυνδεόμενων μικρών
φυσαλίδων (εικόνα 7.3), έχει διάμετρο περίπου 0,2 mm και τα τοιχώματά της έχουν
πάχος 0,4 μm , κατά τη αναπνοή αυτές συστέλλονται και διαστέλλονται και σε αυτές
γίνεται η ανταλλαγή Ο2 και CO2 . Κάθε μία περιβάλλεται από αίμα, έτσι ώστε το Ο2
να διαχέεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια και το CO2 να διαχέεται από το αίμα στον
αέρα που βρίσκεται μέσα στις κυψελίδες. Κατά τη γέννηση, οι πνεύμονες έχουν
περίπου 30 εκατομμύρια κυψελίδες ενώ στην ηλικία των 8 ετών ο αριθμός τους
αυξάνεται σε 300 εκατομμύρια( περίπου 100.000 την ημέρα) και πέρα από αυτήν
την ηλικία ο αριθμός τους παραμένει σχετικά σταθερός.
Οι αναπνευστικές οδοί, εκτός από τη μεταφορά του αέρα στους πνεύμονες,
απομακρύνουν και τα σωματίδια της σκόνης που προσκολλώνται στην υγρή
εσωτερική επιφάνεια των διαφόρων αεραγωγών. Το σώμα διαθέτει δύο
μηχανισμούς για την απομάκρυνση των ξένων σωματιδίων από αυτές: α) τα μεγάλα
σωμάτια απομακρύνονται με το βήχα και β) τα μικρά μεταφέρονται προς το στόμα
από εκατομμύρια μικρές τρίχες που ονομάζονται κροσσοί. Κάθε κροσσός έχει μήκος
περίπου 0,1 mm και «κυματίζει» απομακρύνοντας τη βλέννα που περιέχει σκόνη
και άλλα μικρά σωματίδια προς τα πάνω στις κύριες αναπνευστικές οδούς και
επίσης πάλλεται περίπου 1000 φορές το λεπτό (συχνότητα περίπου 17 Hz ), ενώ η
βλέννα κινείται περίπου 1-2 cm/min. Προκειμένου ένα σωματίδιο σκόνης να
μετακινηθεί από τους βρόγχους και την τραχεία στο λάρυγγα από όπου πτύεται ή
καταπίνεται, απαιτούνται περίπου 30 min.
7.2 Πώς αλληλεπιδρούν το αίμα και οι πνεύμονες
Το αίμα, που προωθείται από την καρδιά στους πνεύμονες, βρίσκεται υπό
σχετικά χαμηλή πίεση με μέση μέγιστη τιμή στην κύρια πνευμονική αρτηρία, που
μεταφέρει το αίμα στους πνεύμονες, περίπου ίση με 2,7 kPa (περίπου 20mmHg) ή
περίπου το 15% της πίεσης της κυκλοφορίας στο σώμα. Κατά μέσο όρο, περίπου το
ένα πέμπτο (περίπου 1 λίτρο) του συνολικού αίματος διοχετεύεται στους
πνεύμονες, αλλά μόνο 70 ml περίπου αυτού κυκλοφορεί στα τριχοειδή των

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 39


πνευμόνων κάθε φορά. Λόγω του ότι το αίμα παραμένει στα πνευμονικά τριχοειδή
λιγότερο από 1 sec, οι πνεύμονες πρέπει να είναι καλά σχεδιασμένοι για την
ανταλλαγή αερίων. Οι κυψελίδες των πνευμόνων έχουν εξαιρετικά λεπτά
τοιχώματα και περιβάλλονται από το αίμα του συστήματος των πνευμονικών
τριχοειδών αγγείων. Έτσι εάν 70 ml αίματος, που βρίσκονται στα πνευμονικά
τριχοειδή, κατανεμηθούν σε επιφάνεια 80 m2, το στρώμα αίματος που προκύπτει
έχει πάχος μόνο 1μm, που είναι μικρότερο από το πάχος ενός ερυθρού
αιμοσφαιρίου.
Δύο βασικές αρχές εμπλέκονται στην ανταλλαγή αερίων στους πνεύμονες: α)
μεταφορά αίματος στα πνευμονικά τριχοειδή (αιμάτωση) και β) μεταφορά του αέρα
στις επιφάνειες των κυψελίδων (αερισμός) ενώ σε περίπτωση που μία από τις δύο
διαδικασίες αποτύχει, δεν θα οξυγονωθεί σωστά όλο το αίμα.
Υπάρχουν τρεις τύποι περιοχών αερισμού –αιμάτωσης: α) περιοχές στις οποίες
γίνεται καλός αερισμός και αιμάτωση, β) περιοχές που γίνεται καλός αερισμός αλλά
ανεπαρκής αιμάτωση και γ) περιοχές που γίνεται ανεπαρκής αερισμός και καλή
αιμάτωση. Σε έναν υγιή πνεύμονα στο 90% του συνολικού όγκου γίνεται καλός
αερισμός και αιμάτωση. Αντίθετα αν η ροή του αίματος σε κάποιο τμήμα του
πνεύμονα διακοπεί λόγω κάποιου θρόμβου (πνευμονική εμβολή), το τμήμα αυτό
θα έχει ανεπαρκή αιμάτωση και εάν δημιουργηθεί απόφραξη σε κάποιον από τους
αεραγωγούς, π.χ. πνευμονία, η περιοχή αυτή θα έχει ανεπαρκή αερισμό.
Για τους πνεύμονες μας ενδιαφέρει τόσο η διάχυση των αερίων όσο και των
υγρών. Για την ανταλλαγή Ο2 και CO2 στους ιστός μας ενδιαφέρει μόνο η διάχυση
των αερίων. Η διάχυση εξαρτάται από την ταχύτητα των μορίων και επιτελείται
ταχύτερα αν τα μόρια είναι ελαφρά, αυξανόμενη με τη θερμοκρασία. Στους
πνεύμονες, η απόσταση που πρέπει να διανύσουν τα μόρια είναι φυσιολογικά
κλάσμα του χιλιοστού και η διάχυση διαρκεί κλάσματα του δευτερολέπτου. Η
διάχυση του Ο2 και του CO2 στους ιστούς είναι κατά 10.000 φορές πιο αργή από
την διάχυσή τους στον αέρα, αλλά το πάχος του ιστού, μέσα από το οποίο
διαχέονται τα μόρια στους πνεύμονες είναι πάρα πολύ μικρό (περίπου 4μm) και
αυτή διαμέσου του κυψελιδικού τοιχώματος γίνεται σε λιγότερο από 1 sec.
Σύμφωνα με το νόμο των μερικών πιέσεων του Dalton, η συνολική πίεση που
ασκεί ένα μείγμα αερίων εξαρτάται από τις μερικές πιέσεις των συστατικών του,

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 40


όπου με τον όρο μερική πίεση εννοούμε την πίεση που θα ασκούσε το αέριο εάν
καταλάμβανε από μόνο του το συνολικό όγκο του μείγματος. Στους πνεύμονες, για
37 0 C και 100% σχετική υγρασία , η μερική πίεση των υδρατμών, η οποία εξαρτάται
από την υγρασία, είναι 6,2 kPa (47 mmHg).
Το μείγμα των αερίων στις κυψελίδες διαφέρει από το αντίστοιχο στον κοινό
αέρα. Οι πνεύμονες δεν αδειάζουν τελείως κατά τη εκπνοή, έτσι στο τέλος αυτής
κατά τη διάρκεια της ήρεμης αναπνοής, οι πνεύμονες συγκρατούν περίπου το 30%
του μέγιστου όγκου τους. Το μέγεθος αυτό καλείται υπολειπόμενη λειτουργική
χωρητικότητα. Σε κάθε αναπνοή περίπου 0,5 lt καθαρού αέρα (pΟ2 =20 kPa )
αναμιγνύονται με περίπου 2 lt αέρα που έχει παραμείνει στους πνεύμονες,
σχηματίζοντας τον κυψελιδικό αέρα με pΟ2 περίπου ίση με 13 kPa και pCO2 ίση
περίπου με 5 kPa. Ο εκπνεόμενος αέρας περιέχει 0,15 lt σχετικά καθαρού αέρα,
που προέρχεται από την τραχεία, που δεν ήρθε σε επαφή με την επιφάνεια των
κυψελίδων και επομένως ο επνεόμενος αέρας έχει λίγο μεγαλύτερη pΟ2 και λίγο
μικρότερη pCO2 από τον κυψελιδικό αέρα. Αναπνευστικό πηλίκο R καλείται ο λόγος
της ποσότητας του CO2 που εκπνέουμε προς την ποσότητα του O2 που εισπνέουμε,
το οποίο είναι μικρότερο από τη μονάδα και εξαρτάται από το είδος της τροφής που
καταναλώσαμε πρόσφατα.
Έστω ένα κλειστό που περιέχει αίμα και O2 , που κάποια από τα μόριά του
έρχονται σε επαφή με το αίμα και διαχέονται. Μετά από λίγο ο αριθμός εκείνων
που απομακρύνονται από το αίμα κάθε δευτερόλεπτο είναι ίδιος με αυτόν που
εισέρχονται σε αυτό. Το αίμα στην κατάσταση αυτή έχει pΟ2 ίση με αυτή του Ο2
που είναι σε επαφή με αυτό. Σύμφωνα με νόμο του Henry για την διαλυτότητα των
αερίων αν η μερική πίεση του Ο2 στην αέρια φάση pΟ2 διπλασιαστεί, τότε το ποσό
του που διαλύεται στο αίμα θα είναι γίνει διπλάσιο.
Το οξυγόνο δεν είναι ιδιαίτερα διαλυτό στο αίμα ή στο νερό, με αποτέλεσμα στη
θερμοκρασία σώματος, 1 λίτρο πλάσματος με pΟ2 = 13 kPa (περίπου 100mmHg)
συγκρατεί μόνο 2,5 cm3 Ο2 σε κανονικές συνθήκες (ΚΣ) ενώ εάν η μερική πίεση του
CO2 (pCO2 ) είναι μόνο 5 kPa (περίπου 40 mmHg), τότε κατακρατούνται περίπου 25
cm3 CO2 ανά λίτρο αίματος. Αν το σώμα χρησιμοποιούσε για τον εφοδιασμό των
κυττάρων με Ο2 , μόνο το Ο2 που διαχέεται στο πλάσμα, η καρδιά θα έπρεπε να

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 41


αντλεί περίπου 140 lt αίματος το λεπτό, σε κατάσταση ηρεμίας, αντί των 6 lt/min
που συμβαίνει πραγματικά.
Η διαφορετική διαλυτότητα του O2 και του CO2 στους ιστούς, επηρεάζει την
διάχυση των αερίων αυτών διαμέσου των κυψελιδικών τοιχωμάτων. Ένα μόριο Ο 2
διαχέεται ταχύτερα από ένα μόριο CO2 λόγω της μικρότερης μάζας του, παρόλα
αυτά όμως λόγω του μεγαλύτερου αριθμού μορίων CO2 στο διάλυμα η μεταφορά
τους είναι αποδοτικότερη από αυτή του O2 . Και εάν λόγω κάποιας ασθένειας, το
πάχος του κυψελιδικού τοιχώματος αυξηθεί, τότε η μεταφορά του O2
παρεμποδίζεται περισσότερο από ότι η μεταφορά του CO2 .
Το άζωτο που περιέχεται στον αέρα, δεν έχει αποδειχθεί ότι παίζει κάποιο ρόλο
στη λειτουργία του σώματος εάν το καθαρό οξυγόνο είναι τοξικό τότε το Ν 2
παρέχει προστασία στον οργανισμό. Το Ν2 διαλύεται στο αίμα υπό την μερική του
πίεση και η υψηλότερη τιμή της προκαλεί μεγαλύτερη διάλυση του Ν2 στο αίμα και
τους ιστούς.
Κατά τη διάρκεια της φυσιολογικής αναπνοής, ο καθαρός νέος αέρας που
εισπνέεται δεν φτάνει στις κυψελίδες γιατί σε αυτές έχει παραμείνει αέρας από τις
προηγούμενες αναπνοές, Λόγω της μεγαλύτερης συγκέντρωσης του O2 στον
καθαρό αέρα, αυτό διαχέεται γρηγορότερα μέσα στον παραμένοντα στους
πνεύμονες αέρα και φτάνει στο κυψελιδικό τοίχωμα και εν συνεχεία διαλύεται στο
υγρό κυψελιδικό τοίχωμα και διαχέεται στο τριχοειδικό αίμα, μέχρι η μερική πίεση
του σε αυτό να γίνει ίση με την μερική πίεση του στις κυψελίδες. Η αποκατάσταση
της ισορροπίας αυτής απαιτεί λιγότερο από 0,5 sec. Εν τω μεταξύ, το CO2 , που
βρίσκεται στο αίμα, διαχέεται ακόμη πιο γρήγορα μέσα στο αέριο που περιέχεται
στις κυψελίδες μέχρι να εξισωθούν οι μερικές πιέσεις του.
Το μεγαλύτερο μέρος του O2 που απαιτείται για τη λειτουργία των κυττάρων,
μεταφέρεται σε αυτά, συνάπτοντας χημικό δεσμό με την αιμοσφαιρίνη (Hb) των
ερυθρών αιμοσφαιρίων. Κάθε ένα από αυτά μπορεί να μεταφέρει εκατομμύρια
μόρια O2 , έτσι ένα λίτρο αίματος μπορεί να μεταφέρει με αυτόν τον τρόπο 200 cm3
O2 σε ΚΣ και μόνο 2,5 cm3 διαλυμένου σε αυτό O2 . Εφόσον η μεγαλύτερη
ποσότητα O2 δεν είναι διαλυμένη , ο νόμος της διάχυσης τροποποιείται. Το O2
συνδέεται ή αποσυνδέεται από την αιμοσφαιρίνη με τρόπο που καθαρίζεται από
την καμπύλη διαχωρισμού οξυγόνου- αιμοσφαιρίνης (εικόνα 7.6). Η αιμοσφαιρίνη

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 42


που φεύγει από τους πνεύμονες είναι κορεσμένη σε ποσοστό 97% με O2 , μερικής
πίεσης 13 kPa (100mmHg) περίπου, η οποία πρέπει να μειωθεί περίπου στο 50 %
για να ελαττωθεί σημαντικά η ποσότητα του O2 που είναι προσδεδεμένη στο αίμα.
Όταν το O2 φτάσει στα κύτταρα που βρίσκονται σε περιβάλλον σχετικά χαμηλής
pO2 , το οξυγόνο αποσυνδέεται από την αιμοσφαιρίνη και διαχέεται σε αυτά. Η
ποσότητα οξυγόνου που αποσυνδέεται εξαρτάται από την μερική πίεση του στους
ιστούς, δηλαδή δεν αποσυνδέεται όλο το οξυγόνο. Σε κατάσταση ηρεμίας , το
φλεβικό αίμα επιστρέφει στην καρδιά, μεταφέροντας το 75% του προσδεδεμένου
στην αιμοσφαιρίνη O2 και το οποίο παραμένει στο αίμα γιατί οι ιστοί δεν το
χρειάζονται. Όμως κατά τη διάρκεια άσκησης η μερική πίεση του οξυγόνου στους
μυς που δραστηριοποιούνται, ελαττώνεται απότομα προκαλώντας την αύξηση της
ποσότητάς του, που αποσυνδέεται από την αιμοσφαιρίνη και τελικά διαχέεται
στους μυς. Επίσης το σώμα μπορεί μέχρι και να τριπλασιάσει τη ροή του αίματος
σε αυτούς. Οι μύες που βρίσκονται σε δραστηριότητα μπορούν να καταναλώσουν
δέκα φορές περισσότερο οξυγόνο από αυτό που καταναλώνουν όταν βρίσκονται σε
κατάσταση ηρεμίας. Αυτό που τελικά εμποδίζει ένα φυσιολογικό άνθρωπο να
συνεχίζει μία άσκηση, δεν είναι η ποσότητα αίματος που προωθείται από την
καρδιά το λεπτό, ούτε η ποσότητα οξυγόνου που προσφέρεται από το αίμα των
πνευμόνων, αλλά η ταχύτητα με την οποία το οξυγόνο μεταφέρεται στους μυς που
δραστηριοποιούνται. Εξαιτίας της έντονης λειτουργίας της καρδιάς, ακόμα και σε
κατάσταση ισορροπίας, το αίμα που βρίσκεται στις στεφανιαίες αρτηρίες
αποδεσμεύει τη μεγαλύτερη δυνατή ποσότητα οξυγόνου.
Επίσης η αποσύνδεση του οξυγόνου από την αιμοσφαιρίνη εξαρτάται από την
μερική πίεση του διοξειδίου του άνθρακα, το Ph και τη θερμοκρασία , που κατά την
άσκηση των μυών που βρίσκονται σε δραστηριότητα, τα τρία αυτά μεγέθη
αυξάνουν με αποτέλεσμα τη μετατόπιση της καμπύλης προς τα δεξιά (εικόνα 7.6),
πράγμα που σημαίνει ότι αποσυνδέεται από την αιμοσφαιρίνη μεγαλύτερη
ποσότητα O2 . Επομένως , όλοι οι παραπάνω παράγοντες προκαλούν αύξηση του
O2 στους δραστηριοποιούμενους μυς και λόγω της ταχύτερης αναπνοής, η pCO2
μειώνεται επιτρέποντας στην αιμοσφαιρίνη να δεσμεύει περισσότερο οξυγόνο.
Το CO2 δεν μεταφέρεται στους ιστούς με απλή διάχυση και όπως το O2 , αυτό
παραμένει στο αίμα μετά την απομάκρυνσή του από τους πνεύμονες (pCO2 περίπου

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 43


40 mmHg ). Ο ρυθμός της αναπνοής διατηρεί σχετικά χαμηλό το επίπεδο του CO2
στο αίμα και εξαιρετικά γρήγορη αναπνοή (υπεραερισμός) είναι δυνατόν να
οδηγήσει σε μείωση της pCO2 στο αίμα (υποκαπνία) και να προκαλέσει νοητικές
διαταραχές και λιποθυμία.
Σε περίπτωση δηλητηρίασης με CO, τα μόρια του προσδένονται πολύ καλά στην
αιμοσφαιρίνη, καταλαμβάνοντας τις θέσεις που φυσιολογικά προσδένεται το O2 και
τα μόρια του πρώτου προσδένονται περίπου 250 φορές πιο δυνατά από τα μόρια
του δεύτερου και φυσιολογικά δεν αποδεσμεύονται στους ιστούς. Εκτός αυτού, τα
μόρια του CO εμποδίζουν την αποδέσμευση των μορίων του O2 στους ιστούς. Οι
καπνιστές προσλαμβάνουν περίπου 0,25 lt CO από κάθε πακέτο τσιγάρα και άτομα
που είναι σε αυξημένη κίνηση εισπνέουν επίσης CO. Το CO είναι δυνατόν να
προκαλέσει θάνατο λόγω της έλλειψης προμήθειας οξυγόνου στους ιστούς.
Φυσιολογικά το οξυγόνο που βρίσκεται διαλυμένο στο αίμα δεν έχει καμία
σπουδαιότητα , αλλά εάν ένα άτομα που έχει δηλητηριαστεί με CO τοποθετηθεί σε
δωμάτιο υπερβαρικού O2 απόλυτης πίεσης 3 atm καθαρού O2 , η μερική του πίεση
αυξάνει κατά παράγοντα 15. Η χρονική διάρκεια της θεραπείας είναι μικρή γιατί
μπορεί να προκληθεί δηλητηρίαση από οξυγόνο. Έτσι συνεχής χρήση καθαρού
οξυγόνου πίεσης 1 atm μπορεί να προκαλέσει οίδημα στους ιστούς των πνευμόνων,
με συνεπακόλουθη μείωση του O2 στο αίμα και τελικά θάνατο λόγω έλλειψης του
(ανοξία). Τέλος ασφαλή επίπεδα της μερικής πίεσης O2 στον αέρα είναι αυτά που
είναι χαμηλότερα από 0,5 atm (50 kPa).
7.3 Μέτρηση του όγκου των πνευμόνων
Το σπειρόμετρο είναι ένα όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την μέτρηση της
ροής του αέρα που εισέρχεται και εξέρχεται από τους πνεύμονες, καθώς και για την
καταγραφή της με την μορφή γραφήματος όγκου συναρτήσει του χρόνου (εικόνα
7.8). Αναπνεόμενος όγκος σε κατάσταση ηρεμίας είναι η ποσότητα του αέρα που
εισπνέουμε (περίπου 0,5 lt ή 500 cm3 ) ανά αναπνοή. Και στην αρχή και στο τέλος
της φυσιολογικής αναπνοής, υπάρχει αξιοσημείωτο απόθεμα αέρα. Εισπνευστικός
εφεδρικός όγκος καλείται ο επιπρόσθετος αέρας ο οποίος στο τέλος της ήρεμης
εισπνοής, καταβάλλοντας περισσότερη προσπάθεια γεμίζει τους πνεύμονες.
Εκπνευστικός εφεδρικός όγκος καλείται καλείται ο αέρας που εκπνέεται από τους
πνεύμονες μετά το τέλος μιας φυσιολογικής ήρεμης αναπνοής, με περαιτέρω

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 44


προσπάθεια. Ο αέρας που παραμένει στους πνεύμονες μετά από μία ήρεμη
φυσιολογική εκπνοή καλείται Υπολειπόμενη Λειτουργική Χωρητικότητα και είναι ο
«παλιός» αέρας που αναμιγνύεται με το «φρέσκο» αέρα της επόμενης αναπνοής.
Κατά τη διάρκεια έντονης άσκησης, ο αναπνεόμενος όγκος είναι σημαντικά
μεγαλύτερος. Ζωτική χωρητικότητα καλείται ο όγκος του αέρα που εκπνέεται αν
ένα άτομο αναπνεύσει όσο βαθύτερα γίνεται (α στην εικόνα 7.8) και μετά
εκπνεύσει όσο περισσότερο γίνεται. Παρόλα αυτά , οι πνεύμονες ακόμη και τότε,
θα περιέχουν κάποια ποσότητα αέρα που ονομάζεται υπολειπόμενος όγκος, ο
οποίος είναι περίπου 1 lt για έναν ενήλικο και μπορεί να υπολογισθεί με ακρίβεια ,
υποχρεώνοντας τον εξεταζόμενο να αναπνεύσει ένα ευγενές αέριο γνωστού όγκου
και μετρώντας στη συνέχεια το ποσοστό του αερίου που περιέχεται στον αέρα που
εκπνέεται.
Μέγεθος αναπνοής ή κατά λεπτό όγκος αναπνεόμενου αέρα καλείται η ποσότητα
του που αναπνέεται σε 1 min. Μέγιστος εκούσιος αερισμός καλείται ο μέγιστος
όγκος αέρα που μπορεί ένα άτομο να εισπνεύσει σε 15 sec. Ο μέγιστος ρυθμός
εκπνοής, μετά από μέγιστη εισπνοή, είναι πολύ χρήσιμο τεστ για τη διάγνωση του
εμφυσήματος και άλλων αποφρακτικών πνευμονοπαθειών. Σε μερικές περιπτώσεις,
ο ρυθμός ροής ελαττώνεται όσο αυξάνεται η προσπάθεια εκπνοής. Έτσι ένας υγιής
άνθρωπος μπορεί να εκπνεύσει όγκο αέρα περίπου ίσο με το 70% της ζωτικής
χωρητικότητας σε 0,5 sec , 85% σε 1 sec, 94% σε 2 sec και 97% σε 3 sec ενώ
φυσιολογικές τιμές του μέγιστου ρυθμού ροής είναι 350 με 500 lt/min. Αν ένα
άτομο βήξει ή φτερνιστεί δυνατά, χωρίς να καλύψει το στόμα του, η ταχύτητα του
αέρα στην τραχεία μπορεί να γίνει ίση με την ταχύτητα του ήχου στον αέρα, η οποία
μπορεί να προκαλέσει μερική σύμπτωση των αεραγωγών λόγω του Φαινομένου
Bernoulli.
Σε περίπτωση που βήξουμε για να εκτοπίσουμε ένα ξένο αντικείμενο, η μερική
σύμπτυξη (στένωση) των αεραγωγών αυξάνει την ταχύτητα του αέρα και τη δύναμη
στο ξένο αντικείμενο . Η αύξηση της πίεσης στην τραχεία αποτελεί τη βάση του
χειρισμού Heimlich που χρησιμοποιείται για την εκτόπιση αντικειμένων από τον
οισοφάγο όταν ένα άτομο πνίγεται. Η ξαφνική ώθηση του διαφράγματος προς τα
πάνω, που εφαρμόζεται εξωτερικά, μειώνει τον υπάρχοντα όγκο των πνευμόνων,

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 45


αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο την πίεση και (εάν υπάρχει άνοιγμα) επομένως την
ταχύτητα του αέρα που φεύγει από τους πνεύμονες.
Ο όγκος του αέρα που εισπνέουμε, δεν προσθέτει οξυγόνο στο αίμα εξ
ολοκλήρου. Ανατομικά νεκρός χώρος καλείται ο όγκος της τραχείας και των
βρόγχων που ο αέρας που βρίσκεται σε αυτόν τον χώρο δεν εκτίθεται στο αίμα των
πνευμονικών τριχοειδών, με φυσιολογική τιμή 0,15 lt (150 cm3 ). Κυψελιδικός
νεκρός χώρος καλείται ο αέρας που σε κάποιες ασθένειες, το αίμα δεν διαχέεται σε
μερικά από τα κυψελοειδή τριχοειδή και το οξυγόνο των κυψελίδων αυτών δεν
απορροφάται . Ο αέρας που βρίσκεται στο νεκρό χώρο δεν εφοδιάζει το σώμα με
οξυγόνο και μετά το τέλος της εκπνοής, μεταφέρεται πάλι στους πνεύμονες κατά
την διάρκεια της επόμενης αναπνοής.
7.4 Πίεση-Ροή αέρα-μεταβολές του όγκου των πνευμόνων
Η πίεση , η ροή του αέρα και οι μεταβολές του όγκου των πνευμόνων κατά την
διάρκεια της αναπνοής, για έναν υγιή και έναν ασθενή με στένωση των αεραγωγών,
δίνονται στην εικόνα 7.9. Η διαφορά πίεσης που απαιτείται για την πρόκληση της
ροής του αέρα μέσα και έξω από τους πνεύμονες , για έναν υγιή άνθρωπο, είναι
αρκετά μικρή (εικόνα 7.9α ) και ίση με 200 Pa. Στην εικόνα 7.9β δίνεται ο ρυθμός
ροής του αέρα προς και από τους πνεύμονες σε lt/min και στην εικόνα 7.9γ ο όγκος
του πνεύμονα κατά τον αναπνευστικό κύκλο.
Επειδή ο οισοφάγος εκτείνεται κατά μήκος του θώρακα και φυσιολογικά είναι
κλειστός και στα δύο άκρα του, εκφράζει την πίεση μεταξύ των πνευμόνων και του
θώρακα , με φυσιολογική αρνητική τιμή (-1,3 kPa ή -10 mmHg) λόγω της
επιθυμητής συρρίκνωσης των πνευμόνων,(εικόνα 7.10). Στην εικόνα 7.11
παρουσιάζονται οι καμπύλες πίεσης-όγκου για τρεις αργό, μέτριο και γρήγορο,
ρυθμό αναπνοής.
Οι πνεύμονες και ο θώρακας βρίσκονται υπό φυσιολογικές συνθήκες σε επαφή, με
τους πρώτους να τείνουν να συμπτυχθούν και τον δεύτερο να τείνει να εκταθεί, κάτι
που οφείλεται στον συνδυασμό των φυσικών τους χαρακτηριστικών. Στην εικόνα
7.12 δίνονται οι καμπύλες του όγκου συναρτήσει της πίεσης για το θωρακικό
τοίχωμα και τους πνεύμονες τόσο χωριστά όσο και για τα δύο μαζί. Ο όγκος δίνεται
σαν ποσοστό της συνολικής ζωτικής χωρητικότητας, έτσι εάν το θωρακικό τοίχωμα
ήταν ελεύθερο από την αλληλεπίδρασή του με τους πνεύμονες, τότε αυτό θα

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 46


καταλάμβανε όγκο ίσο με περίπου με τα 2/3 της συνολικής ζωτικής χωρητικότητας.
Οι πνεύμονες, από μόνοι τους θα συρρικνωθούν και ουσιαστικά δεν θα έχουν
καθόλου όγκο αέρα ενώ σε συνδυασμό με το θωρακικό τοίχωμα, θα αποκτήσουν
όγκο εκτόνωσης (FRC), περίπου ίσο με το 30% της ζωτικής χωρητικότητας.
Η συνδυαστική καμπύλη της εικόνας 7.12 δίνει την σχέση πίεσης-όγκου (P-V) που
προκύπτει από την πλήρωση των πνευμόνων με γνωστά ποσοστά ζωτικής
χωρητικότητας. Η πίεση μετράται μέσα στο στόμα (και τους πνεύμονες) με την μύτη
και το στόμα κλειστά και τους αναπνευστικούς μυς σε ηρεμία, π.χ. περίπου σε 60%
της ζωτικής χωρητικότητας, η πίεση χαλάρωσης είναι 1 kPa (10 cm H2O ). Επειδή το
θωρακικό τοίχωμα στην πίεση αυτή , βρίσκεται σε ισορροπία, αυτή προκαλείται
από τις ελαστικές ιδιότητες των πνευμόνων. Οι αρνητικές τιμές της πίεσης της
εικόνας 7.12, προκύπτουν όταν οι ίδιες μετρήσεις πραγματοποιηθούν μετά από
αναγκαστική εκπνοή.
Στην εικόνα 7.13 δίνεται η καμπύλη εκτόνωσης της πίεσης συναρτήσει της ζωτικής
χωρητικότητας και δύο ακόμη καμπύλες. Εκπνέοντας όσο πιο δυνατά γίνεται,
προκύπτει η καμπύλη μέγιστης προσπάθειας εκπνοής ενώ αναπνέοντας όσο πιο
βαθιά γίνεται , προκύπτει η καμπύλη μέγιστης προσπάθειας εισπνοής. Μια
αναγκαστική εκπνοή μετά από μέγιστη εκπνοή (100% της ζωτικής χωρητικότητας)
συμπιέζει το αέριο σύμφωνα με τον νόμο του Boyle και οι διακεκομμένες γραμμές α
και β αντιστοιχούν στις θεωρητικές καμπύλες πίεσης-όγκου για ιδανικό αέριο
(PV=σταθερό) σε 0% και 100% ζωτική χωρητικότητα.
Ενδοτικότητα είναι ο λόγος της μεταβολής του όγκου που προκαλείται από μία
μικρή μεταβολή της πίεσης , δηλαδή, ΔV/ΔP( εικόνα 7.12) με τυπικές τιμές της για
τους ενήλικες 0,18- 1,27 lt/cm H2O και σε άντρες μεγαλύτερους από 60 χρονών,
είναι μεγαλύτερη κατά 25% περίπου από αυτήν των νέων ανδρών ενώ αντίθετα για
τις γυναίκες, η ενδοτικότητα μεταβάλλεται ελάχιστα με την ηλικία.
Η επίδραση μεγάλων διαφορών πίεσης σε έναν ινώδη (μη ελαστικό) πνεύμονα
προκαλεί πολύ μικρή αλλαγή του όγκου του και επομένως αυτός έχει πολύ μικρή
ενδοτικότητα, π.χ. παιδιά που πάσχουν από σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας ,
έχουν πνεύμονες με μικρή ελαστικότητα ενώ σε ασθένειες ,όπως το εμφύσημα,
αυτή αυξάνεται.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 47


Κατά τη διάρκεια της αναπνοής, η καμπύλη P-V σχηματίζει έναν κλειστό βρόγχο,
όπως π.χ. αυτούς που δίνονται στην εικόνα 7.14. , με την φορά των κύκλων στους
βρόγχους ίδια με την φορά των δεικτών του ρολογιού. Ο μεσαίος βρόγχος
αντιστοιχεί σε τυπική αναπνοή σε φυσιολογική πίεση και ο βρόγχος β αντιστοιχεί σε
θετική πίεση αναπνοής όταν η πίεση εφοδιασμού με αέρα είναι περίπου 25 cm H2O
μεγαλύτερη από την πίεση στο θωρακικό τοίχωμα. Αναπνοή σε θετική πίεση
χρησιμοποιείται φυσιολογικά για την επαναφορά στη ζωή και για την ανακούφιση
ασθενειών που προκαλούν απόφραξη των αεραγωγών, Στην περίπτωση αναπνοής
με θετική πίεση, οι εισπνευστικοί μύες δεν χρησιμοποιούνται αλλά λειτουργούν
μόνο οι εκπνευστικοί. Ο βρόγχος γ αντιστοιχεί σε αναπνοή υπό αρνητική πίεση,
κάτι που μπορεί να συμβεί όταν ένα άτομο βρίσκεται κάτω από το νερό και
αναπνέει μέσω αναπνευστήρα , με τους αναπνευστικούς μύες να μην βρίσκονται
σε απόλυτη ηρεμία.
7.5 Φυσική των κυψελίδων
Οι κυψελίδες μοιάζουν με εκατομμύρια μικρές φυσαλίδες συνδεδεμένες μεταξύ
τους και λόγω της επιφανειακής τάσης του υγρού που τις επενδύει, έχουν την τάση
να συρρικνωθούν. Αυτή η εσωτερική επένδυση του πνεύμονα, μια μορφή
επιφανειοδραστικού παράγοντα, είναι απαραίτητη για τη σωστή λειτουργία του και
η απουσία αυτού του παράγοντα σε νεογνά, κυρίως σε πρόωρα, είναι η αιτία του
ιδιοπαθούς(άγνωστης αιτιολογίας) συνδρόμου αναπνευστικής δυσχέρειας (RDS),
που μερικές φορές καλείται νόσος της υάλινης μεμβράνης.
Η πίεση στο εσωτερικό μιας φυσαλίδας είναι αντιστρόφως ανάλογη της ακτίνας
της και ανάλογη της επιφανειακής τάσης γ,: P=4γ/R. Έστω ότι στα άκρα ενός
σωλήνα υπάρχουν φυσαλίδες από σαπούνι που χωρίζονται μεταξύ τους από μία
βαλβίδα( εικόνα 7.15α ). Αν η βαλβίδα ανοίξει για να συνδεθούν οι δύο φυσαλίδες,
λόγω του ότι η πίεση στο εσωτερικό της μικρής φυσαλίδας είναι μικρότερη ( η
ακτίνα R στη σχέση είναι μικρότερη), η κυψελίδα θα «αδειάσει» τον αέρα της στη
μεγαλύτερη μέχρις ότου οι ακτίνες των δύο φυσαλίδων εξισωθούν(εικόνα 7.15).
Παρόλο που οι κυψελίδες δεν είναι ακριβώς ίδιες με τις φυσαλίδες του σαπουνιού,
υπάρχει η τάση των μικρότερων να συμπτυχθούν, με αποτέλεσμα τη σύμπτωση του
τοιχώματος ενός σημαντικού αριθμού φυσαλίδων, που καλείται ατελεκτασία. Ο

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 48


λόγος που οι περισσότερες κυψελίδες δεν συμπτύσσονται πλήρως, σχετίζεται με
την επιφανειακή τάση και τα χαρακτηριστικά του επιφανειοδραστικού παράγοντα.
Η επιφανειακή τάση στην επιφάνεια πλάσματος-αέρα είναι περίπου 40-50x10-5
N/m.Παρατηρήσεις έχουν δείξει ότι οι συμπιεσμένες φυσαλίδες του πνεύμονα είναι
πολύ σταθερές και διαρκούν για ώρες, επειδή έχουν πολύ μικρή επιφανειακή τάση
και επομένως η πίεση στο εσωτερικό τους είναι πολύ μικρή.
Η επιφανειακή τάση του επιφανειοδραστικού παράγοντα δεν είναι σταθερή. Στην
εικόνα 7.17β παρουσιάζεται η επιφανειακή τάση ενός λεπτού στρώματος υλικού
που έχει εξαχθεί από τον πνεύμονα και περιέχει επιφανειοδραστικό παράγοντα,
όπου παρατηρείται η σημαντική μείωση της γ όσο η επιφάνεια μικραίνει. Για αυτόν
τον λόγο προκαλείται μείωση της επιφανειακής τάσης των κυψελίδων με την
μείωση του μεγέθους τους κατά την διάρκεια της εκπνοής. Για κάθε κυψελίδα ,
υπάρχει ένα συγκεκριμένο μέγεθος όπου η επιφανειακή τάση μειώνεται σημαντικά
γρήγορα, με αποτέλεσμα η πίεση της να μειώνεται αντί να συνεχίζει να αυξάνεται
και με αυτόν τον τρόπο σταθεροποιείται σε μέγεθος ίσο με το ένα τέταρτο του
μέγιστου μεγέθους της. Οι κυψελίδες που δεν καλύπτονται από επιφανειοδραστικό
παράγοντα, όπως στην περίπτωση παιδιών που πάσχουν από (RDS), συμπτύσσονται
και απαιτείται πολύ μεγάλη πίεση για να ξανανοίξουν. Ένα παιδί που πάσχει από
αυτό το σύνδρομο, είναι δυνατό να μην έχει την ενέργεια για να αναπνεύσει λόγω
της μικρής ενδοτικότητας των πνευμόνων του κάτι που θεραπεύεται με την
αναπνοή υπό θετική πίεση για τη διάνοιξη των κυψελίδων.
Στην εικόνα 7.18 δίδονται οι καμπύλες πίεσης – όγκου ενός πνεύμονα που έχει
αφαιρεθεί από έναν άνθρωπο. Εάν ο πνεύμονας βρίσκεται σε πλήρη συρρίκνωση
,τότε απαιτείται σημαντική πίεση για να διαταθεί. Από το σημείο αυτό και μετά, οι
πνεύμονες διατείνονται σχετικά εύκολα μέχρι το μέγεθος τους να γίνει περίπου ίσο
με το μέγιστο δυνατό. Όταν η πίεση γίνει ίση με το μηδέν, οι πνεύμονες περιέχουν
ακόμη κάποια ποσότητα αέρα και απαιτείται πολύ μικρότερη πίεση για την
επανέκπτυξη τους και η καμπύλη που προκύπτει είναι διαφορετική από την
προηγούμενη. Υστέρηση καλείται η κυκλική διαδικασία, κατά την οποία
ακολουθούνται οι δύο διαφορετικές καμπύλες που αντιστοιχούν στα δύο μισά του
κύκλου. Τέλος το εμβαδόν της επιφάνειας στο εσωτερικό του βρόγχου είναι

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 49


ανάλογο της ενέργειας που μετατρέπεται σε θερμότητα κατά τη διάρκεια του
κύκλου.
Κατά τη διάρκεια φυσιολογικής- ήρεμης αναπνοής, ο βρόγχος υστέρησης είναι
πολύ μικρός, όπως ο βρόγχος α της φυσιολογικής καμπύλης πίεσης-όγκου (εικόνα
7.19). Αν η αναπνοή συνεχιστεί χωρία καμία αλλαγή, μερικές κυψελίδες
συμπτύσσονται και κλείνουν, ο βρόγχος υστέρησης γίνεται λίγο μεγαλύτερος και
μετατοπίζεται προς υψηλότερες πιέσεις , όπως η καμπύλη β και μία βαθιά αναπνοή
ανοίγει τις κυψελίδες και η καμπύλη επανέρχεται στην αρχική της θέση (α).
Περιστασιακά παίρνουμε βαθιές αναπνοές χωρία να το αντιλαμβανόμαστε
(αναστεναγμός). Κατά τη διάρκεια μιας εγχείρησης, ο αναισθησιολόγος προωθεί
μεγάλη ποσότητα αερίου στο εσωτερικό των πνευμόνων του ασθενούς για την
επανέκπτυξη των κυψελίδων. Η περίδεση του θώρακα, περίπτωση τραυματισμού
των πλευρών, εμποδίζει τον ασθενή να εισπνέει βαθιά και κάποιο τμήμα του
πνευμονικού χώρου μπορεί να χαθεί λόγω των συρρικνωμένων κυψελίδων, ή της
ατελεκτασίας.
Η καμπύλη P-V για τον πνεύμονα ενός παιδιού που πάσχει από το σύνδρομο (RDS)
παρουσιάζεται στην εικόνα 7.19.Ο βρόγχος υστέρησης μετατοπίζεται προς τα δεξιά
και απαιτείται μεγαλύτερη πίεση για τη διατήρηση του αέρα μέσα στον πνεύμονα(
φουσκωμένος) και επίσης παρατηρείται η μειωμένη του ενδοτικότητα ΔV/ΔP .
Επίσης στην ίδια εικόνα δίνεται η καμπύλη P-V για τον πνεύμονα ασθενούς με
εμφύσημα βαριάς μορφής , όπου παρατηρείται η αυξημένη ελαστικότητα, ο
μεγαλύτερος υπολειπόμενος όγκος και το μεγαλύτερο εμβαδόν της επιφάνειας στο
εσωτερικό του βρόγχου υστέρησης.
7.6 Ο μηχανισμός της αναπνοής
Η αναπνοή φυσιολογικά γίνεται ασυνείδητα και παρόλο που ο ρυθμός της μπορεί
να μεταβληθεί εάν το θελήσουμε, φυσιολογικά δεν την αντιλαμβανόμαστε, εκτός
αν πάσχουμε από άσθμα ή εμφύσημα. Ο έλεγχος της εξαρτάται από πολλούς
παράγοντες, αλλά πρωτεύοντα ρόλο παίζει το pH του αναπνευστικού κέντρου του
εγκεφάλου.
Αν ο πνεύμονας απομακρυνθεί από το θώρακα , όλος ο αέρας θα εξέλθει από
αυτόν και θα συρρικνωθεί (συμπτυχθεί ) στο 1/3 του αρχικού του μεγέθους.
Αναφερόμενοι στην εικόνα 7.20, φυσιολογικά, οι πνεύμονες δεν συρρικνώνονται

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 50


γιατί βρίσκονται σε αεροστεγή συσκευασία, το θώρακα, και όσο το διάφραγμα και
τα τοιχώματα της θωρακικής κοιλότητας κινούνται, οι πνεύμονες βρίσκονται σε
επαφή με αυτά. Οι δυνάμεις που συγκρατούν τους πνεύμονες από το να
συρρικνωθούν είναι δύο: α) η επιφανειακή τάση μεταξύ των πνευμόνων και του
θωρακικού τοιχώματος και β) η πίεση του αέρα στο εσωτερικό των πνευμόνων. Αν
οι πνεύμονες υπερνικήσουν αυτή τη δύναμη και απομακρυνθούν από το εσωτερικό
του θωρακικού τοιχώματος(σταματάνε να είναι σε επαφή), τότε θα δημιουργηθεί
κενό , επειδή ο αέρας δεν μπορεί να φτάσει στο μεσοπλεύριο χώρο. Λόγω του ότι ο
αέρας που υπάρχει μέσα στους πνεύμονες βρίσκεται σε ατμοσφαιρική πίεση (100
kPa ή 14,5 lb/in2 ) , αυτός θα προωθήσει τους πνεύμονες έτσι ώστε να έρθουν πάλι
σε επαφή με το θωρακικό τοίχωμα. Η πίεση στο μεσοπλεύριο χώρο είναι αρνητική
και κυμαίνεται μεταξύ 6 και 12 kPa (5-10 mmHg).
Όταν οι μεσοπλεύριοι μύες του θωρακικού τοιχώματος συσταλούν, προκαλούν
την έκταση του θώρακα και φυσιολογικά, το μεγαλύτερο μέρος της αναπνοής
πραγματοποιείται με την συστολή των μυών του διαφράγματος, οι οποίοι ωθούν το
διάφραγμα προς τα κάτω , με αποτέλεσμα την έκταση των πνευμόνων. Όταν
εισπνέουμε, το διάφραγμα ωθείται προς τα κάτω (εικόνα 7.21β ), κάτι που προκαλεί
μια μικρή αρνητική πίεση στους πνεύμονες και ο αέρας εισρέει. Όταν εκπνέουμε, οι
μύες του διαφράγματος βρίσκονται σε ηρεμία, οι ελαστικές δυνάμεις των
πνευμόνων προκαλούν την επαναφορά του διαφράγματος στην αρχική του θέση
και ο αέρας εξέρχεται από αυτούς χωρίς να απαιτείται δραστηριοποίηση κάποιου
μυ. Εάν για κάποιο λόγο, οι μύες του διαφράγματος παραλύσουν, τότε για την
αναπνοή χρησιμοποιούνται οι μεσοπλεύριοι μύες.
Αν το θωρακικό τοίχωμα τρυπηθεί (εικόνα 7.21),εμφανίζεται ο πνευμοθώρακας
κατά τον οποίο ο πνεύμονας συρρικνώνεται ,το διάφραγμα μετατοπίζεται
χαμηλότερα και το θωρακικό τοίχωμα εκτείνεται . Περιστασιακά , όπως και στην
περίπτωση της θεραπείας της φυματίωσης, είναι ιατρικώς επιθυμητή η συρρίκνωση
του ενός πνεύμονα έτσι ώστε να νεκρωθεί. Λόγω του ότι κάθε πνεύμονας βρίσκεται
σφραγισμένος σε διαφορετικό διαμέρισμα, είναι δυνατό να συρρικνωθεί μόνο ο
ένας από τους δύο(εικόνα 7.22), κάτι που επιτυγχάνεται απλά εισάγοντας μια
βελόνα μεταξύ των πλευρών (μεσοπλεύρια παρακέντηση) και επιτρέποντας στον
αέρα να εισρεύσει μέσα στον ενδοθωρακικό χώρο. Αυτόνομος πνευμοθώρακας

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 51


είναι η κατάσταση κατά την οποία ο πνεύμονας συρρικνώνεται αυτόματα και
παρατηρείται συνήθως σε εφήβους , στους οποίους ο πνεύμονας επανέρχεται
καθώς ο αέρας απορροφάται από τους περιβάλλοντες ιστούς. Οι πόνοι που
προκαλούνται από την συρρίκνωση του πνεύμονα είναι παρόμοιοι με αυτούς του
εμφράγματος του μυοκαρδίου, αλλά η κατάσταση αυτή δεν είναι τόσο σοβαρή.
Επειδή οι πνεύμονες και το θωρακικό τοίχωμα είναι ελαστικοί, μπορούμε να τους
προσομοιάσουμε με ελατήρια(εικόνα 7.23), τα οποία υπό φυσιολογικές συνθήκες,
είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους: το ελατήριο του πνεύμονα βρίσκεται σε έκταση ,
ενώ του θώρακα σε συσπείρωση(εικόνα 7.23α ). Κατά την διάρκεια του
πνευμοθώρακα , οι πνεύμονες και ο θώρακας είναι ανεξάρτητοι και τα ελατήριά
που τους προσομοιάζουν βρίσκονται στη θέση ισορροπίας τους, (εικόνα 7.23β)
και ο πνεύμονας συμπτύσσεται και το θωρακικό τοίχωμα διευρύνεται.
Κατά τη δοκιμασία Valsava ,αν κλείσουμε την τραχεία μας και προσπαθήσουμε να
εκπνεύσουμε, η ενδοθωρακική πίεση μπορεί να γίνει πολύ μεγάλη . Φυσιολογικά ,
αυτό συμβαίνει ακριβώς πριν βήξουμε ή χασμουρηθούμε ή κατά την διάρκεια
πίεσης που ασκείται κατά την αφόδευση ή τον εμετό. Αύξηση της πίεσης του
θώρακα προκαλεί συμπίεση της κοίλης φλέβας που επαναφέρει το αίμα στη δεξιά
καρδιά, με αποτέλεσμα τη μείωση του όγκου του αίματος που ωθείται προς τον
πνεύμονα. Αντίθετα η φυσιολογική αρνητική πίεση στο θώρακα βοηθά στο να μένει
ανοιχτή η κοίλη φλέβα που η πίεση της είναι μόνο 50 Pa (0,5 cm H2O), κοντά στην
καρδιά.
7.7 Η αντίσταση των αεραγωγών
Επειδή κατά τη διάρκεια της εισπνοής οι δυνάμεις που ασκούνται τείνουν να
ανοίξουν περαιτέρω τους αεραγωγούς, ενώ κατά την εκπνοή οι δυνάμεις τείνουν να
τους κλείσουν, δεν είναι δυνατό νε εισπνεύσουμε γρηγορότερα από ότι μπορούμε
να εκπνεύσουμε. Με αυτόν τον τρόπο περιορίζεται η ροή του αέρα. Για
συγκεκριμένο όγκο πνεύμονα, ο ρυθμός του αέρα που εκπνέεται , αυξάνεται μέχρι
μια μέγιστη τιμή και στη συνέχεια παραμένει σταθερός(μπορεί να μειωθεί ελάχιστα
με αύξηση της δύναμης που ασκείται για την εκπνοή). Σε περιπτώσεις ασθενειών
που προκαλούν απόφραξη των αεραγωγών , η αύξηση της προσπάθειας για εκπνοή
προκαλεί σημαντική μείωση του ρυθμού ροής του αέρα. Ασθενείς που πάσχουν
από τέτοιου είδους νόσους, ανακουφίζονται διατηρώντας (ασυνείδητα) μεγάλη

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 52


ποσότητα αέρα μέσα στους πνεύμονες και μπορούν συχνά, να εισπνέουν με
φυσιολογικό περίπου ρυθμό, προσλαμβάνοντας έτσι γρήγορα αέρα και εκπνέοντας
σε μεγαλύτερο χρόνο.
Ο νόμος του Ohm για τη ροή του αέρα, είναι παρόμοιος με τον νόμο του Ohm για
ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Η διαφορά δυναμικού αντικαθίσταται από την διαφορά
πίεσης ΔP και το ρεύμα από το ρυθμό ροής του όγκου ΔV/Δt, ενώ η αντίσταση των
αεραγωγών Rg ισούται με το λόγο της ΔP προς το ΔV/Δt. Οι μονάδες της Rg είναι η
πίεση ανά μονάδα ρυθμού ροής, δηλαδή Pa/lt/sec ή cm H2O/lt/sec και με τυπικές
τιμές σε ενηλίκους Rg = 330 Pa/lt/sec ή 3,3 H2O/lt/sec και αυτή εξαρτάται από τις
διαστάσεις του αγωγού και τη γλοιότητα του αερίου. Η μεγαλύτερη αντίσταση
ασκείται στις ανώτερες αναπνευστικές οδούς, με αποτέλεσμα η αντίσταση των
αεραγωγών που βρίσκονται στην περιοχή της μύτης να είναι περίπου το 50% και
των άνω αναπνευστικών οδών το 20% της συνολικής αντίστασης και σε υγιείς
ανθρώπους λιγότερο από 10% της Rg οφείλεται στους τελικούς αεραγωγούς. Για
τους παραπάνω λόγους, ασθένειες που επηρεάζουν τους τελικούς
αεραγωγούς(βρογχιόλια και κυψελίδες) δεν επηρεάζουν σημαντικά την αντίσταση
τους, εκτός από σοβαρές περιπτώσεις.
Η σταθερά χρόνου των πνευμόνων σχετίζεται με την Rg και την ενδοτικότητα C και
είναι ίση με το γινόμενό τους και η οποία είναι πολύπλοκη , αφού πολλά μέρη του
πνεύμονα συνδέονται μεταξύ τους. Έτσι εάν κάποιο τμήμα του έχει μεγαλύτερη
σταθερά χρόνου από τα υπόλοιπα, δεν θα λάβει το μερίδιο αέρα που του
αντιστοιχεί και το τμήμα αυτό δεν θα αερίζεται κανονικά.
7.8 Το έργο κατά την αναπνοή
Το ποσό του έργου που παράγεται κατά την ήρεμη αναπνοή , αντιστοιχεί σε μικρό
ποσοστό της συνολικής ενέργειας που καταναλώνεται από το σώμα (2% σε
κατάσταση ηρεμίας). Σε πρώτη προσέγγιση , το έργο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι
αντιστοιχεί στο έργο που παράγεται κατά τη συσπείρωση των ελατηρίων που
προσομοιάζουν το σύστημα πνεύμονας- θωρακικό τοίχωμα και τοίχωμα-
διάφραγμα(εικόνα 7.24α ) και είναι ανάλογο του εμβαδού της γραμμοσκιασμένης
περιοχής (εικόνα 7.24β). Ένα καλύτερο μοντέλο (εικόνα 7.25) είναι αυτό στο οποίο
η αντίσταση των ιστών και η αντίσταση στη ροή του αερίου παράγουν θερμότητα,
κάτι που μπορεί να αναπαρασταθεί από ένα αμορτισέρ R, ένα στοιχείο που

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 53


εξομαλύνει την κίνηση. Η ελαστικότητα του συστήματος πνεύμονα- θώρακα
αναπαρίσταται από το ελατήριο C. Επίσης πρέπει να ξεπεραστεί η αδράνεια της
μάζας των πνευμόνων και του θωρακικού τοιχώματος. Έτσι για φυσιολογικούς
ρυθμούς αναπνοής, είναι δυνατό να μη λάβουμε υπόψη την αδράνεια αλλά σε
μέγιστους ρυθμούς αναπνοής (πάνω από 100 αναπνοές το λεπτό), η αδράνεια είναι
σημαντική. Το έργο της αναπνοής αντιστοιχεί στο συνολικό εμβαδόν της
γραμμοσκιασμένης περιοχής της εικόνας 7.25β και η περισσότερο
γραμμοσκιασμένη περιοχή αντιστοιχεί στο έργο που παράγεται από το ελατήριο C ,
ενώ η άλλη, στο έργο που παράγεται λόγω της αντίστασης. Στην ήρεμη αναπνοή ,
κατά την διάρκεια της εκπνοής δεν παράγεται έργο διότι οι μύες βρίσκονται σε
ηρεμία και τα ελατήρια επανέρχονται γρήγορα για να αποβάλλουν τον αέρα,
προσφέροντας ενέργεια στο αμορτισέρ R. Κατά τη διάρκεια έντονης άσκησης, για
την απώθηση του αέρα , χρησιμοποιούνται οι μύες, κατά την οποία το έργο της
αναπνοής μπορεί να αντιστοιχεί στο 25% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας
από το σώμα.
Η γρήγορη-κοντή αναπνοή καθώς και η αργή-βαθιά, είναι λιγότερο αποδοτικές
από τον κανονικό ρυθμό αναπνοής. Για χαμηλούς ρυθμούς αναπνοής, το
μεγαλύτερο μέρος του έργου παράγεται από τις ελαστικές δυνάμεις του πνεύμονα
και του θώρακα(περισσότερο γραμμοσκιασμένη περιοχή στην εικόνα 7.25β ) ενώ
για υψηλούς ρυθμούς αναπνοής, το έργο που οφείλεται στις δυνάμεις αντίστασης
αυξάνει (ανοιχτόχρωμα περιοχή της ίδιας εικόνας).
Ένας διαφορετικός τρόπος για τον καθορισμό του έργου είναι η μέτρηση του
επιπλέον οξυγόνου που καταναλώνεται, όσο ο ρυθμός αναπνοής αυξάνεται, σε
κατάσταση ηρεμίας και επιπλέον η ποσότητα που καταναλώνεται είναι ευθέως
ανάλογη των θερμίδων της τροφής που «καίγεται», ενώ υποθέτουμε ότι το
επιπλέον οξυγόνο χρησιμοποιείται από τους αναπνευστικούς μυς. Στην εικόνα 7.26
δίνεται μία τυπική καμπύλη , για υγιές άτομο και μια για ασθενή με σοβαρό
εμφύσημα. Ο ασθενής που πάσχει από εμφύσημα , μπορεί να χρησιμοποιεί
περισσότερο οξυγόνο για την παραγωγή έργου σε περίπτωση γρήγορου ρυθμού
αναπνοής από αυτό που του παρέχεται από τον αυξημένο αερισμό και έτσι
ελαττώνεται το ποσό του οξυγόνου στη γενική κυκλοφορία.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 54


Αν συγκριθεί η ενέργεια που χρησιμοποιείται κατά την αναπνοή , η οποία
προέρχεται από την κατανάλωση οξυγόνου , με το έργο που υπολογίζεται σύμφωνα
με το μοντέλο της εικόνας 7.25, υπολογίζεται η απόδοση του μηχανισμού της
αναπνοής, εκτιμώμενη μεταξύ 5-10%.
7.9 Φυσική μερικών συνηθισμένων ασθενειών του πνεύμονα
Γενικά σε κατάσταση ηρεμίας, χρησιμοποιείται μόνο ένα μικρό μέρος της
συνολικής χωρητικότητας των πνευμόνων, με αποτέλεσμα μια ασθένεια που την
μειώνει , φυσιολογικά δε παρουσιάζει εμφανή συμπτώματα στα αρχικά στάδια.
Πολλές εξετάσεις της λειτουργίας των πνευμόνων, εξαναγκάζουν το ρυθμό της
αναπνοής να φθάσει στα όριά του, ανιχνεύοντας τις μεταβολές που συνήθως δεν
είναι εμφανείς.
Στην περίπτωση του εμφυσήματος τα διαχωριστικά τοιχώματα μεταξύ των
κυψελίδων καταστρέφονται και σχηματίζεται μεγαλύτερος χώρος στο πνεύμονα με
συνέπεια την μείωση της ελαστικότητας των πνευμόνων. Η εικόνα τους
μεταβάλλεται ευκολότερα- μικρή μεταβολή της πίεσης προκαλεί μεγαλύτερη
μεταβολή του όγκου από ότι σε φυσιολογική κατάσταση και αυτό καθιστά την
αναπνοή πιο δύσκολη διαδικασία.
Έστω ότι η ελαστικότητα των ιστών ενός πνεύμονα μοιάζει με εκατομμύρια μικρά
ελατήρια συνδεδεμένα μεταξύ τους (εικόνα 7.27α ), τα οποία τείνουν να
συμπτύξουν τον πνεύμονα και ασκούν δυνάμεις που έλκουν το θωρακικό τοίχωμα
αλλά και τα τοιχώματα των αεραγωγών, κάτι που τους διατηρεί ανοιχτούς και
συμβάλλει στη μείωση της αντίστασής τους κατά τη διάρκεια της εκπνοής.
Η κατάσταση σε βαριάς μορφής εμφύσημα δίνεται στην εικόνα 7.27β , όπου ο
αριθμός των ελατηρίων έχει μειωθεί σημαντικά και τα υπάρχοντα είναι αδύναμα σε
σχέση με τα φυσιολογικά. Η κατάσταση αυτή προκαλεί δύο σημαντικές μεταβολές:
α) ο πνεύμονας γίνεται πλαδαρός (χαλαρός) και εκτείνεται όσο η μειωμένη τάση
επιτρέπει στο θωρακικό τοίχωμα να εκτείνεται σε όγκο που αντιστοιχεί περίπου
στον όγκο του θωρακικού τοιχώματος (περίπου 60% της ζωτικής χωρητικότητας),
χωρίς τους πνεύμονες σε κατάσταση ηρεμίας και β)οι ιστοί δεν έλκουν σε
ικανοποιητικό βαθμό τα τοιχώματα των αεραγωγών, επιτρέποντας την σύμπτυξή
τους κατά την εκπνοή. Η αυξημένη αντίσταση των αεραγωγών είναι το κύριο

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 55


σύμπτωμα του εμφυσήματος βαριάς μορφής και ακόμη ο θώρακας γεμίζει
υπερβολικά και επηρεάζει τη στάση του σώματος.
Στην περίπτωση του άσθματος το βασικό πρόβλημα είναι επίσης η δυσκολία στην
εκπνοή που οφείλεται στην αυξημένη αντίσταση των αεραγωγών. Αυτή η δυσκολία
οφείλεται κατά ένα μικρό ποσοστό στο οίδημα και τη βλέννα που βρίσκεται στους
μικρότερους αεραγωγούς, αλλά κυρίως στη συστολή των μαλακών μυών που
περιβάλλουν του μεγάλους αεραγωγούς. Η ελαστικότητα των πνευμόνων
παραμένει φυσιολογική , αλλά η υπολειπόμενη λειτουργική χωρητικότητα μπορεί
να είναι μεγαλύτερη , λόγω του ότι ο ασθενής συχνά ξεκινά να εισπνέει πριν
ολοκληρώσει τη φυσιολογική εκπνοή.
Σε περίπτωση εμφάνισης ινώσεων στους πνεύμονες , που μπορεί να προκληθεί
από ακτινοβόληση τους, π.χ. θεραπεία καρκίνου, αυξάνεται το πάχος των
μεμβρανών που βρίσκονται μεταξύ των κυψελίδων. Αυτή η κατάσταση προκαλεί :
α) μείωση της ενδοτικότητας των πνευμόνων και β) μείωση της διάχυσης του Ο 2 στα
πνευμονικά τριχοειδή. Η αντίσταση κατά την εκπνοή είναι φυσιολογική.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Φυσική του καρδιαγγειακού συστήματος

Τα κύτταρα του σώματος ,περίπου ένα τρισεκατομμύριο, προκειμένου να


λειτουργήσουν πρέπει να διαθέτουν: α) καύσιμα από τις τροφές ώστε να τους
παρέχεται ενέργεια, β) Ο2 από τον αέρα που αναπνέουμε προκειμένου να ενωθεί
με τα μόρια που προέρχονται από τις τροφές και να εκλυθεί ενέργεια και γ) έναν
τρόπο να διαθέτει τα υποπροϊόντα της καύσης (κυρίως CO2 και H2O και τη
θερμότητα).
Το αίμα αποτελεί το 7% της σωματικής μάζας ή αλλιώς η μάζα του είναι 4,5 Kg
(περίπου 4,4 lt) σε κάποιον που έχει βάρος 64 Kg.
8.1 Κύρια μέρη του καρδιαγγειακού συστήματος

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 56


Η καρδιά (εικόνα 8.1) είναι μια διπλή αντλία που παρέχει τη δύναμη που
χρειάζεται να ασκηθεί στο αίμα για να κυκλοφορήσει μέσω των δύο κύριων
κυκλοφορικών συστημάτων: α) την μικρή κυκλοφορία στους πνεύμονες και β) τη
μεγάλη (συστηματική ) στο υπόλοιπο σώμα (εικόνα 8.2). Το αίμα σε έναν υγιή
ενήλικο, κυκλοφορεί πρώτα στο ένα σύστημα πριν αντληθεί από το άλλο τμήμα της
καρδιάς στο δεύτερο σύστημα.
Θεωρώντας ότι το αίμα βρίσκεται στο αριστερό τμήμα της καρδιάς και κατά την
κυκλοφορία του κατά μήκος ενός πλήρους κύκλου, αυτό διοχετεύεται λόγω της
συστολής των καρδιακών μυών, από την αριστερή κοιλία όπου η πίεση είναι
περίπου 17 kPa (125 mmHg) σε ένα σύστημα αρτηριών οι οποίες διακλαδώνονται
σε όλο κα μικρότερες αρτηρίες (αρτηρίδια) και τελικά σε ένα πολύ λεπτό δίκτυο
αγγείων, το τριχοειδικό σύστημα. Κατά την διάρκεια των λίγων δευτερολέπτων που
το αίμα βρίσκεται σε αυτό , παρέχει Ο2 στα κύτταρα και απομακρύνει από αυτά το
CO2 και αφού διέλθει από αυτό, το αίμα συλλέγεται από μικρές φλέβες (φλεβίδια)
τα οποία σταδιακά ενώνονται και σχηματίζουν τις μεγαλύτερες φλέβες, πριν
εισέλθει στο δεξί τμήμα της καρδιάς μέσω των δύο κύριων φλεβών- της άνω και της
κάτω κοίλης φλέβας. Το αίμα που επιστρέφει, στιγμιαία αποθηκεύεται στο δεξιό
κόλπο και κατά τη διάρκεια της ασθενούς συστολής , με πίεση περίπου 0,8 kPa (5 ή
6 mmHg), το αίμα ρέει προς την δεξιά κοιλία και στην επόμενη κοιλιακή συστολή,
αυτό διοχετεύεται υπό πίεση περίπου 3,3 kPa (25 mmHg) μέσω των πνευμονικών
αρτηριών στο τριχοειδικό σύστημα των πνευμόνων. Σε αυτούς το αίμα
προσλαμβάνει περισσότερο Ο2 και μέρος του CO2 διαχέεται στον αέρα που
βρίσκεται μέσα στους πνεύμονες και πρόκειται να εκπνευστεί. Το οξυγονωμένο
αίμα άγεται μέσω κύριων φλεβών από τους πνεύμονες στον αριστερό κόλπο. Μετά
με μία ασθενή κολπική συστολή , αυτό διοχετεύεται υπό πίεση 1 kPa (7 ή 8 mmHg)
προς την αριστερή κοιλία και κατά την επόμενη κοιλιακή συστολή διοχετεύεται και
πάλι από την αριστερή πλευρά της καρδιάς στη μεγάλη κυκλοφορία. Αφού η μάζα
του αίματος του μέσου ενηλίκου είναι περίπου 4,5 kg και κάθε τμήμα της καρδιάς
αντλεί περίπου 80 ml σε κάθε συστολή , κάθε ερυθροκύτταρο χρειάζεται κατά μέσο
όρο ένα λεπτό , ώστε να κάνει έναν πλήρη κύκλο στο σώμα.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 57


Η καρδιά έχει ένα σύστημα βαλβίδων , το οποίο εάν λειτουργεί σωστά, επιτρέπει
την ροή του αίματος μόνο προς τη σωστή κατεύθυνση και εάν αυτές δεν
ανοιγοκλείνουν κατάλληλα, η διοχέτευση του αίματος είναι ανεπαρκής.
Κάθε χρονική στιγμή, περίπου το 80% του αίματος κατανέμεται στη μεγάλη
κυκλοφορία και το υπόλοιπο 20% στη μικρή. Το 15% του αίματος της μεγάλης
κυκλοφορίας κατανέμεται στις αρτηρίες , το 10% στα τριχοειδή αγγεία και το 75%
στις φλέβες ενώ το 7% του αίματος της μικρής κυκλοφορίας κατανέμεται στα
τριχοειδή αγγεία των πνευμόνων και το υπόλοιπο 93% είναι σχεδόν
ισοκατανεμημένο μεταξύ των πνευμονικών αρτηριών και των πνευμονικών φλεβών.
Στο φλεβικό αίμα υπάρχει έλλειψη οξυγόνου, στο οποίο οφείλεται το φωτεινό
ερυθρό χρώμα στο αίμα και η γαλάζια όψη των φλεβών στα χέρια οφείλεται στη
μελάγχρωση της επιδερμίδας. Παρόλο που το εκλυόμενο αίμα μετά από
τραυματισμό είναι φλεβικό, δεδομένου ότι οι φλέβες βρίσκονται πλησιέστερα στο
δέρμα, σε κλάσματα του δευτερολέπτου οξυγονώνεται και εμφανίζεται ως φωτεινό
ερυθρό.
Το ερυθρό χρώμα του αίματος οφείλεται στα ερυθρά του κύτταρα(ερυθρά
αιμοσφαίρια) ,τα οποία έχουν το σχήμα επίπεδου δίσκου διαμέτρου περίπου ίσης
με 7μm και αντιπροσωπεύουν το 45% του όγκου του. Υπάρχουν περίπου 5x106
ερυθροκύτταρα/mm3 αίματος με μέση διάρκεια ζωής 3 μήνες. Το πλάσμα είναι ένα
σχεδόν διαυγές υγρό που αποτελεί το υπόλοιπο 55% του αίματος και ο συνδυασμός
του με τα ερυθροκύτταρα έχει ως αποτέλεσμα οι ιδιότητες της ροής του αίματος να
διαφέρουν από τις ιδιότητες ενός υγρού όπως το νερό.
Τα λευκοκύτταρα ή λευκά αιμοσφαίρια , τα οποία δεν είναι στρογγυλά,
παρουσιάζονται σε μικρές ποσότητες στο αίμα και έχουν διάσταση 9 έως 15 μm και
υπάρχουν περίπου 8.000 / mm3 αίματος. Είναι μέρη του ανοσοποιητικού
συστήματος και παίζουν σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση των νόσων , με
αποτέλεσμα όταν παρουσιάζεται κάποια λοίμωξη στο σώμα, ο αριθμός τους
αυξάνεται . Υπάρχουν διαφορετικοί τύποι λευκοκυττάρων και η καταγραφή τους
γίνεται με μία εξέταση , την διαφορική μέτρηση ( λευκοκυτταρικός τύπος).
Στο αίμα περιέχονται και τα αιμοπετάλια, τα οποία σχετίζονται με τη θρομβωτική
λειτουργία του, με διάμετρο 1 με 4 μm και αριθμού περίπου 3x105 / mm3 αίματος
και με διάρκεια ζωής 3 ημέρες.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 58


Το αίμα δρα ως ένας μηχανισμός μεταφοράς μικρών ποσοτήτων ορμονών, οι
οποίες ελέγχουν τις χημικές διαδικασίες του σώματος και η ύπαρξη ορισμένων
ηλεκτρολυτών (μεταλλικών ιόντων) σε αυτό, είναι κρίσιμη για τη σωστή λειτουργία
του σώματος.
Το όργανο που χρησιμοποιείται στα μεγάλα κλινικά εργαστήρια για τη μέτρηση
των ερυθρών αιμοσφαιρίων είναι ο μετρητής Coulter, ο οποίος λειτουργεί με τον
εξής τρόπο (εικόνα 8.3) : το αραιωμένο αίμα διέρχεται μέσω τριχοειδούς οπής και
τα κύτταρα περνούν μέσα από αυτήν ένα-ένα και διέρχονται ανάμεσα από δύο
ηλεκτρόδια τα οποία μετρούν την ηλεκτρική αντίσταση της οπής, κάθε ερυθρό
αιμοσφαίριο , καθώς διέρχεται ,προκαλεί στιγμιαία μεταβολή της αντίστασης, η
οποία εμφανίζεται ως ηλεκτρικός παλμός και μετράται με τη βοήθεια ενός
ηλεκτρονικού κυκλώματος.
8.2 Ανταλλαγή Ο2 και CO2 στο τριχοειδικό σύστημα
Η πυκνότητα των μορίων στους ιστούς είναι 1.000 φορές μεγαλύτερη από την
πυκνότητά τους στον αέρα με αποτέλεσμα η μέση απόσταση λ που διανύει ένα
μόριο μεταξύ δύο κρούσεων με άλλα μόρια , να είναι πολύ μεγαλύτερη στον αέρα
από ότι στους ιστούς. Αυτή η πολύ μικρή απόσταση διάχυσης είναι η αιτία για την
οποία τα τριχοειδή αγγεία πρέπει να βρίσκονται τόσο κοντά το ένα στο άλλο. Στους
ενεργούς μυς το ένα δωδέκατο του όγκου τους κατά προσέγγιση , καταλαμβάνεται
από τριχοειδή αγγεία και στους καρδιακούς σχεδόν κάθε κύτταρο είναι σε επαφή
με ένα τριχοειδές αγγείο.
Σε μία τομή ενός ενεργού μυός τα τριχοειδή είναι περίπου 190/mm2 και έχουν
μέση διάμετρο περίπου 20μm , αν και η διάμετρος μερικών είναι μόνο 5μm και τα
ερυθρά αιμοσφαίρια για να περάσουν μέσα από αυτά πρέπει να παραμορφωθούν.
Θεωρώντας ότι τα τριχοειδή αγγεία είναι ομοιόμορφα κατανεμημένα και ότι η κατά
προσέγγιση επιφανειακή τους πυκνότητα είναι 190/mm2 , το συνολικό μήκος τους
σε κάθε κυβικό χιλιοστό μυός είναι περίπου 190mm και εφόσον 1 kg μυός
καταλαμβάνει όγκο 106 mm3 , το συνολικό μήκος των τριχοειδών στην μάζα αυτή
είναι περίπου 190 km. Επίσης θεωρώντας τη μέση διάμετρό τους ίση με 20μm , το
συνολικό εμβαδόν επιφάνειάς τους σε 1 kg μυός είναι περίπου 12 m2.
Κάθε χρονική στιγμή δεν μεταφέρουν αίμα όλα τα τριχοειδή, έτσι στους μυς που
βρίσκονται σε ηρεμία μόνο το 2 με 5% των τριχοειδών αγγείων είναι λειτουργικά. Οι

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 59


μικρές αρτηρίες (αρτηρίδια) , οι οποίες τροφοδοτούν τα τριχοειδή αγγεία,
περιβάλλονται σε μερικά σημεία από κυκλικούς μυϊκούς δακτυλίους (σφιγκτήρες) οι
οποίοι ελέγχουν τη ροή του αίματος μέσα στο δίκτυο των τριχοειδών αγγείων. Όταν
υπάρχει ανάγκη για παροχή αίματος, οι δακτύλιοι χαλαρώνουν επιτρέποντας
μεγαλύτερη κυκλοφορία στο μυ, συνεπώς και μεγαλύτερη παροχή Ο2.
Τα υγρά ρέουν από τα τριχοειδή προς τα έξω , στα άκρα τους που ενώνονται με τις
αρτηρίες, ενώ στα άκρα των τριχοειδών που ενώνονται με τις φλέβες τα υγρά ρέουν
από έξω προς αυτά. Εάν η πίεση του τριχοειδούς αυξηθεί , π.χ. λόγω τραυματισμού,
περισσότερα υγρά θα ωθηθούν από τα τριχοειδή αγγεία προς του ιστούς,
προκαλώντας οίδημα των ιστών.
8.3 Το έργο της καρδιάς
Κατά την συστολή των καρδιακών μυών, στην οποία οι όγκοι αίματος δεν είναι
ακριβώς ίδια για κάθε συστολή, η καρδιά παράγει έργο. Μετά το πέρας μιας
χρονικής περιόδου αντλείται η ίδια ποσότητα αίματος (ίσοι όγκοι)
Η πίεση στις δύο αντλίες της καρδιάς δεν είναι η ίδια( εικόνα 8.5). Στη μικρή
κυκλοφορία η πίεση είναι σχετικά μικρή λόγω της μικρής αντίστασης των
αιμοφόρων αγγείων στους πνεύμονες , με μέγιστη τιμή (συστολική πίεση), τυπικά
περίπου 3 kPa (25 mmHg), περίπου ίση με το 1/5 της πίεσης της μεγάλης
κυκλοφορίας. Προκειμένου να κυκλοφορήσει το αίμα μέσω του κατά πολύ
μεγαλύτερου δικτύου της μεγάλης κυκλοφορίας, το αριστερό τμήμα της καρδιάς
πρέπει να ασκήσει πίεση, η οποία είναι περίπου ίση με 16 kPa (120 mmHg) στην
κορυφή (συστολή ) κάθε καρδιακού κύκλου. Κατά την διάρκεια της φάσης
ηρεμίας(διαστολή) κάθε καρδιακού κύκλου η τιμή της πίεσης είναι 10,5 kPa (80
mmHg). Το μυοκάρδιο της δεξιάς κοιλίας (εικόνα 8.1α) είναι περίπου 3 φορές πιο
λεπτό από το αντίστοιχο της αριστερής κοιλίας.
Επισημαίνεται ότι παρουσιάζεται μια μικρή απώλεια πίεσης μέχρις ότου το αίμα
να φτάσει στα αρτηρίδια και τα τριχοειδή αγγεία και σχεδόν όλη η πτώση της
πίεσης συμβαίνει κατά μήκος αυτών.(εικόνα 8.5)
Η ισχύς ή αλλιώς ο ρυθμός κατανάλωσης ενέργειας, ΔΕ/Δt, από μία αντλία η οποία
λειτουργεί υπό σταθερή πίεση P, είναι ίσος με το γινόμενο της πίεσης και του
αντλούμενου όγκου ανά μονάδα χρόνου, ΔV/Δt:
Ισχύς= ΔΕ/Δt= P ΔV/Δt.(μονάδα μέτρησης Watt ή W)

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 60


Μπορούμε να εκτιμήσουμε το φυσικό έργο που παράγεται από την καρδιά
πολλαπλασιάζοντας τη μέση πίεση της με τον όγκο του αίματος που διοχετεύεται
Στην πράξη , η διαδικασία άντλησης πραγματοποιείται σε λιγότερο από το 1/3 του
καρδιακού κύκλου και οι καρδιακοί μύες βρίσκονται σε ηρεμία για περισσότερο
από τα 2/3 της διάρκειάς του , με αποτέλεσμα η ισχύς που παράγεται κατά τη
διάρκεια της φάσης της διοχέτευσης είναι πάνω από 3 φορές μεγαλύτερη από τη
μέση τιμή που υπολογίζεται από την παραπάνω σχέση.
Η τυπική απόδοση της καρδιάς είναι μικρότερη από 10% και η μέση κατανάλωση
ισχύος εκτιμάται ότι υπερβαίνει τα 10 W. Λόγω της μικρότερης πίεσης του αίματος
στη μικρή κυκλοφορία, η ισχύς που απαιτείται για αυτή, είναι περίπου το 1/5 της
ισχύος που απαιτείται για την μεγάλη κυκλοφορία. Κατά τη διάρκεια σκληρής
εργασίας ή άσκησης, η πίεση του αίματος μπορεί να αυξηθεί κατά 50% και ο όγκος
του αίματος που διοχετεύεται ανά λεπτό μπορεί να αυξηθεί κατά ένα παράγοντα
ίσο με 5, οδηγώντας σε αύξηση της ενέργειας που καταναλώνεται από την καρδιά
σε κάθε λεπτό κατά ένα παράγοντα 7,5.
8.4 Πίεση του αίματος και η μέτρησή της
Κατά τη διάρκεια μιας χειρουργικής επέμβασης καθώς και στη μονάδα εντατικής
θεραπείας , συχνά απαιτείται μια άμεση μέθοδος μέτρησης της πίεσης του αίματος.
Κατά την διάρκεια του καθετηριασμού της καρδιάς (εικόνα 8.6), ο καθετήρας
προωθείται στις καρδιακές κοιλότητες. Κάθε λίγα λεπτά , η στρόφιγγα
περιστρέφεται, ώστε λίγα ml του διαλύματος που βρίσκεται στο πάνω μέρος της να
διέρχονται στον καθετήρα και να αποφεύγεται με αυτόν τον τρόπο ο σχηματισμός
θρόμβου στο σημείο της ένωσης του καθετήρα με το αγγείο. Το αίμα εισέρχεται στο
μετατροπέα της πίεσης από την κορυφή της συσκευής, όπου και ωθείται προς τα
κάτω στο μεταλλικό διάφραγμα και το αποτέλεσμα της πίεσης που αυτό ασκεί είναι
η κάμψη του διαφράγματος, εξαιτίας της οποίας κινείται ένας οπλισμός, γύρω από
τον οποίο περιελίσσονται λεπτά σύρματα τοποθετημένα σε κλιμακωτή διάταξη.
Αυτά τα σύρματα βρίσκονται όλα υπό τη ίδια τάση, αλλά η προς τα κάτω κίνηση του
οπλισμού αυξάνει την τάση σε δύο από αυτά, με αποτέλεσμα τον ελκυσμό των δύο
συρμάτων , τα οποία γίνονται πιο στενά και η αντίστασή τους αυξάνεται. Τα άλλα
δύο σύρματα συμπιέζονται ελαφρά και η μειωμένη τάση σε αυτά προκαλεί την
διαπλάτυνσή τους και την μείωση της αντίστασής του. Εάν ενωθούν τα τεντωμένα

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 61


και τα συμπιεσμένα σύρματα με τους αντίθετους βραχίονες μιας γέφυρας,
προκαλείται μία διαφορά δυναμικού η οποία θέτει σε λειτουργία ένα μετρητή ή
εμφανίζει κυματομορφές σε έναν παλμογράφο.
Μία έμμεση μέθοδος μέτρησης της πίεσης του αίματος (καθημερινή),
πραγματοποιείται με το σφυγμομανόμετρο. Αυτό αποτελείται από ένα
περιβραχιόνιο το οποίο αναπτύσσει πίεση στο βραχίονα , μια μετρητική κλίμακα και
ένα στηθοσκόπιο το οποίο τοποθετείται πάνω από τη βραχιόνιο αρτηρία στο ύψος
του αγκώνα. Το περιβραχιόνιο γεμίζει με αέρα , οπότε και διογκώνεται γρήγορα και
η πίεση που ασκείται είναι ικανή να διακόψει την κυκλοφορία και στη συνέχεια , ο
αέρας αποβάλλεται από το περιβραχιόνιο σταδιακά. Καθώς η τιμή της πίεσης σε
αυτό πέφτει κάτω από την τιμή της συστολικής πίεσης, η τυρβώδης ροή του αίματος
στην αρτηρία προκαλεί δονήσεις που παράγουν ήχους, που ονομάζονται Korotkoff
ή Κ ήχοι. Η πίεση στην οποία ακούγονται αρχικά οι Κ ήχοι είναι η συστολική και
καθώς η πίεση συνεχίζει να μειώνεται , οι ήχοι ακούγονται πιο δυνατά και στη
συνέχεια αρχίζουν να εξασθενούν και τελικά σταματούν να ακούγονται, όταν η τιμή
της πίεσης φτάσει την τιμή της πίεσης διαστολής. Η ακρίβεια της μέτρησης
εξαρτάται από το πάχος του βραχίονα του ασθενούς και από άλλους παράγοντες.
Στις κύριες αρτηρίες η πίεση διαφέρει από το ένα σημείο στο άλλο λόγω της
δύναμης της βαρύτητας. Στην εικόνα 8.8α φαίνεται σχηματικά η άμεση μέτρηση της
πίεσης σε άτομο σε ορθοστασία. Οι αρτηρίες του κάτω άκρου, του βραχίονα και της
κεφαλής, συνδέονται με μανόμετρα με υάλινος σωλήνες με την πάνω επιφάνεια
τους ελεύθερη. Σε αυτήν την περίπτωση το αίμα ανεβαίνει στο ίδιο περίπου ύψος
και στα τρία μανόμετρα. Η μεγαλύτερη πίεση P στα κάτω άκρα οφείλεται στην
δύναμη της βαρύτητας (ρgh) η οποία δημιουργείται από τη στήλη του αίματος
(ύψους h) μεταξύ της καρδιάς και του σημείου μέτρησης που προστίθεται στην
πίεσή της (ρ είναι η πυκνότητά του αίματος : ραιμ = 1,04 x 103 kg/m3). Ομοίως η
μικρότερη πίεση στην κεφαλή , οφείλεται στο γεγονός ότι βρίσκεται σε μεγαλύτερο
ύψος ως προς την καρδιά.
Μία απλή μέθοδος για την εκτίμηση της φλεβικής πίεσης στην καρδιά είναι η
παρατήρηση των φλεβών στη ραχιαία επιφάνεια του χεριού. Η φλεβική πίεση
κυμαίνεται φυσιολογικά, μεταξύ 8 και 16 cm Η2Ο (ή αίματος) και όταν υπερβεί
αυτήν την τιμή αποτελεί ένδειξη συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 62


8.5 Η πίεση στο τοίχωμα των αγγείων (Διατοιχωματική πίεση)
Όπως φαίνεται στην εικόνα 8.5, η μέγιστη πτώση της πίεσης στο καρδιαγγειακό
σύστημα συμβαίνει στην περιοχή των αρτηριδίων και των τριχοειδών αγγείων. Τα
τελευταία έχουν πολύ λεπτά τοιχώματα (περίπου 1 μm) τα οποία διευκολύνουν τη
διάχυση του οξυγόνου και του διοξειδίου του άνθρακα και ο λόγος για τον οποίο
δεν διαρρηγνύονται , περιγράφεται από το νόμο του Laplace, ο οποίος εκφράζει τη
σχέση της τάσης στα τοιχώματα ενός σωλήνα με την ακτίνα του και την πίεση στο
εσωτερικό του.
Η πίεση που ασκείται (εικόνα 8.9α ) στο τοίχωμα ενός σωλήνα μεγάλου μήκους ,
ακτίνας R, ο οποίος διαρρέεται από αίμα που βρίσκεται υπό πίεση P, είναι
ομοιόμορφη. Θεωρητικά μπορούμε να διαιρέσουμε στη μέση το σωλήνα (εικόνα
8.9β) και η δύναμη ανά μονάδα μήκους που ωθεί είναι ίση με 2RP. Σε κάθε άκρο
ασκείται μια τάση (συνεκτική δύναμη) Τ ανά μονάδα μήκους η οποία συγκρατεί
ενωμένα τα δύο ημίσεα του σωλήνα (το πάνω με το κάτω μισό τμήμα) και εφόσον
το τοίχωμα ισορροπεί , η δύναμη που τείνει να διαχωρίσει τα δύο μισά είναι ίση με
τις δυνάμεις τάσης οι οποίες τα συγκρατούν μαζί, οπότε:
2T=2RP
,όπου για πολύ μικρή ακτίνα η τάση είναι πολύ μικρή.
Στον πίνακα 8.1 φαίνονται μερικές τυπικές τιμές πίεσης και τάσης στα αγγεία.
8.6 Εφαρμογή της αρχής του Bernoulli στο καρδιαγγειακό σύστημα
Η αρχή του Bernoulli βασίζεται στο νόμο διατήρησης της ενέργειας. Η πίεση σε ένα
ρευστό είναι μία μορφή δυναμικής ενέργειας, PE, εφόσον έχει την δυνατότητα
παραγωγής χρήσιμου έργου και επίσης αυτό έχει κινητική ενέργεια, ΚΕ, ως
αποτέλεσμα της κίνησης του, η οποία μπορεί να εκφραστεί σε μονάδες ενέργειας
ανά μονάδα όγκου, π.χ. σε joule ανά κυβικό μέτρο. Εάν το ρευστό ρέει κατά μήκος
του σωλήνα (εικόνα 8.10) χωρίς τριβές, η ταχύτητά του αυξάνεται στο στενό τμήμα
και η αυξημένη κινητική του ενέργεια επιτυγχάνεται με τη μείωση της δυναμικής
ενέργειας της πίεσης στον σωλήνα. Καθώς η ταχύτητα μειώνεται μετά την στένωση
στη συνέχεια του σωλήνα, η κινητική ενέργεια μετατρέπεται και πάλι σε δυναμική
και η πίεση αυξάνεται, όπως δείχνει το μανόμετρο. Η κινητική ενέργεια δίνεται από
την σχέση: ΚΕ=(1/2) mv2 ,όπου m η μάζα του αίματος και v και η μέση ταχύτητά του.
Κατά τη διάρκεια σκληρής άσκησης, η ταχύτητα του αίματος που διοχετεύεται από

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 63


την καρδιά μπορεί να είναι ίση με το πενταπλάσιο της μέσης τιμής της κατά τη
διάρκεια ηρεμίας και κατά τη διάρκεια της κορυφής του καρδιακού παλμού
(τελοσυστολή) , το ισοδύναμο της κινητικής ενέργειας μπορεί να αντιστοιχεί σε
πίεση 10 kPa (75mmHg), τιμή η οποία αντιπροσωπεύει το 30% του συνολικού έργου
της καρδιάς.
8.7 Πόσο γρήγορα ρέει το αίμα ;
Ο αριθμός των τριχοειδών που διαρρέονται από αίμα είναι μεγάλος με
αποτέλεσμα το εμβαδόν της ολικής τους εγκάρσιας διατομής ισοδυναμεί με
σωλήνα διαμέτρου περίπου 0,3 m (εικόνα 8.11).
Καθώς το αίμα ρέει από την αορτή στις μικρότερες αρτηρίες και αρτηρίδια των
οποίων το ολικό εμβαδόν εγκάρσιας διατομής είναι μεγαλύτερο, η ταχύτητα του
αίματος μειώνεται σημαντικά. Η ταχύτητα της ροής του αίματος (εικόνα 8.11)
μεταβάλλεται αντίστροφα από τη μεταβολή του εμβαδού της ολικής εγκάρσιας
διατομής των αιμοφόρων αγγείων. Η μέση ταχύτητα στην αορτή είναι 0,3 m/s, ενώ
σε ένα τριχοειδές αγγείο είναι περίπου ίση με 10-3 m/s ,όπου λόγω της χαμηλής
ταχύτητας σε αυτό , υπάρχει ο απαιτούμενος χρόνος για την ανταλλαγή των αερίων
(O2 και CO2).
Η γλοιότητα εκφράζεται με την ευκολία με την οποία ρέει ένα υγρό με μονάδα
μέτρησης στο SI το pascal-second (Pa s) , με χαρακτηριστική τιμή στο αίμα από 3
έως 4x10-3 Pa s, η οποία εξαρτάται από το εκατοστιαίο ποσοστό των
ερυθροκυττάρων σε αυτό (αιματοκρίτης) και ο οποίος είναι ανάλογος του
συντελεστή γλοιότητας. Τα άτομα που πάσχουν από πολυκυτταραιμία , κατά την
οποία συμβαίνει υπερπαραγωγή ερυθροκυττάρων, έχουν υψηλό αιματοκρίτη και
συχνά έχουν προβλήματα στην κυκλοφορία του αίματος. Επίσης όσο το αίμα
ψύχεται , ο συντελεστής γλοιότητας αυξάνεται, με αποτέλεσμα τη μείωση της
παροχής αίματος στα άκρα, εάν αυτά είναι ψυχρά, έτσι μία μεταβολή της
θερμοκρασίας από 370 C σε 00 C προκαλεί αύξηση του συντελεστή γλοιότητας κατά
ένα παράγοντα 2,5. Οι καπνιστές γενικά έχουν υψηλότερο αιματοκρίτη από τους μη
καπνιστές. Αυτό οφείλεται στο ότι οι πρώτοι εισπνέουν 250 ml CO ανά πακέτο
τσιγάρων και αυτό μειώνει την ικανότητα των ερυθροκυττάρων να μεταφέρουν O2
και το σώμα ανταποκρίνεται παράγοντας περισσότερα ερυθροκύτταρα. Όσο
υψηλότερος είναι ο αιματοκρίτης, τόσο αυξάνει ο συντελεστής γλοιότητας του

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 64


αίματος, κάτι που μπορεί να προκαλέσει εγκεφαλικό επεισόδιο και καρδιακή
καρδιακή προσβολή.
Σύμφωνα με τον Poiseuille (τα αποτελέσματα των πειραμάτων του συνοψίζονται
στην εικόνα 8.13) η ροή σε δεδομένο σωλήνα εξαρτάται από τη διαφορά πίεσης
που παρουσιάζεται μεταξύ των άκρων του (PA – PB) , το μήκος του L, την ακτίνα του
R και το συντελεστή γλοιότητας του ρευστού η. Εάν η πίεση διπλασιαστεί , ο ρυθμός
ροής διπλασιάζεται και εάν το μήκος ή ο συντελεστής γλοιότητας διπλασιαστούν , ο
ρυθμός ροής μειώνεται στο μισό και επίσης με μικρές αυξήσεις της ακτίνας ο
ρυθμός ροής αυξάνεται πολύ γρήγορα (γεωμετρικά). Η εξίσωση του Poiseuille είναι:
Ρυθμός ροής = (PA – PB)(π/8)(1/η)(R4/L)
Όπου σε μονάδες SI ισχύει: ρυθμός ροής σε m3/s αν η διαφορά PA – PB είναι σε
Ν/m2, το η σε Pa s και τα R, L είναι σε m.Ο παραπάνω νόμος ισχύει για άκαμπτους
σωλήνες σταθερής ακτίνας , επειδή όμως οι περισσότερες αρτηρίες έχουν ελαστικά
τοιχώματα και διαστέλλονται ελαφρά σε κάθε καρδιακό παλμό, το αίμα που ρέει
στο κυκλοφορικό σύστημα δεν υπακούει πλήρως σε αυτόν. Επιπλέον, ο
συντελεστής γλοιότητας του αίματος μεταβάλλεται ελαφρώς με το ρυθμό ροής ,
επίδραση όμως που είναι αμελητέα.
Παρόλο που το εμβαδόν της ολικής εγκάρσιας διατομής των αρτηριδίων είναι
πολύ μεγαλύτερο από το εμβαδόν της διατομής της αορτής, η μεγαλύτερη πτώση
της πίεσης συμβαίνει κατά μήκος των αρτηριδίων λόγω της μεγάλης αντίστασης στη
ροή που παράγεται από τον παράγοντα R4 και η αμέσως μεγαλύτερη πτώση
παρατηρείται κατά μήκος των τριχοειδών.
8.8 Ροή του αίματος – Στρωτή (γραμμική) και τυρβώδης (στροβιλώδης) ροή
Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της στρωτής ροής είναι ότι είναι αθόρυβη σε
αντίθεση με την τυρβώδη ροή που είναι θορυβώδης και στην οποία οφείλεται η
λήψη πληροφοριών από την καρδιά με το στηθοσκόπιο.
Κατά τη στρωτή ροή, το αίμα που βρίσκεται σε επαφή με τα τοιχώματα των
αγγείων είναι σχεδόν στάσιμο , το στρώμα του αίματος που βρίσκεται ακριβώς
δίπλα στο εξωτερικό στρώμα ρέει αργά και τα κεντρικά στρώματα ρέουν πιο
γρήγορα, φαινόμενο που επηρεάζει την κατανομή των ερυθροκυττάρων στο
κυκλοφορικό σύστημα.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 65


Τα περισσότερα ερυθροκύτταρα βρίσκονται στο κέντρο και λιγότερα στα άκρα
μιας αρτηρίας. Αυτό προκαλεί την εμφάνιση δύο φαινομένων : α) εξαιτίας του
φαινομένου της «απέκδυσης» όταν το αίμα εισέρχεται από κάποιο κύριο αγγείο σε
ένα μικρό, το επί της εκατό ποσοστό των ερυθροκυττάρων στο αίμα, θα είναι
ελαφρώς μικρότερο από ότι ήταν στο κύριο αγγείο και β) επειδή το πλάσμα κατά
μήκος των τοιχωμάτων των αγγείων κινείται πιο αργά από τα ερυθροκύτταρα, το
ποσοστό τους που περιέχεται στο αίμα στα άκρα, είναι μεγαλύτερο από αυτό που
περιείχε το αίμα όταν άρχισε να απομακρύνεται από την καρδιά. Αυτό το
φαινόμενο προκαλεί αύξηση του αιματοκρίτη στα άνω και τα κάτω άκρα περίπου
κατά 10% πάνω από την τιμή που έχει σε όλο το σώμα.
Αν μειώνοντας την ακτίνα ενός σωλήνα στον οποίο ρέει κάποιο ρευστό ,
προκληθεί βαθμιαία αύξηση της ταχύτητάς του , η τιμή της θα φτάσει μια κρίσιμη
ταχύτητα vc τη στιγμή που η στρωτή ροή μετατρέπεται σε τυρβώδη και η οποία θα
είναι μικρότερη εάν υπάρχουν στενώσεις και εμπόδια στο σωλήνα. Σύμφωνα με τον
Reynolds η κρίσιμη ταχύτητα είναι ανάλογη του συντελεστή γλοιότητας η του
ρευστού και αντιστρόφως ανάλογη της πυκνότητας ρ και της ακτίνας R του σωλήνα,
δηλαδή vc = Κη/ρR, όπου Κ είναι ο αριθμός Reynolds που για το αίμα ισούται με
1.000, ο οποίος μειώνεται σημαντικά εάν παρουσιάζονται κυρτώσεις και εμπόδια.
Στην αορτή, της οποίας η ακτίνα στους ενηλίκους είναι περίπου ίση με 1 cm , η
κρίσιμη ταχύτητα είναι vc = 0,4 m/s και επειδή η ταχύτητα σε αυτήν κυμαίνεται από
0 σε 0,5 m/s, η ροή είναι τυρβώδης κατά τη διάρκεια μέρους της συστολής. Κατά τη
διάρκεια σκληρής άσκησης, το ποσό του αίματος που διοχετεύεται από την καρδιά
είναι δυνατόν να αυξηθεί κατά 4 ή 5 φορές και η ταχύτητα να υπερβεί την κρίσιμη
τιμή της για μεγαλύτερη χρονική περίοδο.
Η στρωτή ροή είναι περισσότερο αποδοτική από τη τυρβώδη (εικόνα 8.16α ). Η
κλίση της καμπύλης στην περιοχή της στρωτής ροής είναι μεγαλύτερη από την κλίση
στην περιοχή της τυρβώδους, κάτι που σημαίνει ότι μια δεδομένη αύξηση της
πίεσης προκαλεί μεγαλύτερη αύξηση στο ρυθμό της στρωτής ροής από τη αύξηση
που προκαλεί στο ρυθμό της τυρβώδους ροής. Για ρυθμό ροής V΄A, σε μία
φυσιολογική αρτηρία απαιτείται πίεση P1 , ενώ σε μία αρτηρία στην οποία υπάρχει
κάποιο εμπόδιο-εν μέρει αποφραγμένη(εικόνα 8.16β) απαιτείται λίγο
μεγαλύτερη πίεση P2. Αν στις δύο αρτηρίες πρόκειται να ρεύσει αίμα με ρυθμό V΄B

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 66


, για τη φυσιολογική αρτηρία απαιτείται αύξηση της πίεσης κατά ΔP1 και στην
αρτηρία με τη στένωση , λόγω της τυρβώδους ροής , απαιτείται αρκετά μεγαλύτερη
αύξηση της πίεσης κατά ΔP2 και κατά αναλογία μεγαλύτερο ποσό έργου.
8.9 Ήχοι της καρδιάς
Οι καρδιακοί ήχοι που ακούγονται με ένα στηθοσκόπιο οφείλονται στις δονήσεις
που προέρχονται από την καρδιά και τα κυριότερα αγγεία. Το άνοιγμα και το
κλείσιμο των βαλβίδων της καρδιάς συνεισφέρουν σημαντικά στους καρδιακούς
ήχους , καθώς τότε παρουσιάζεται τυρβώδης ροή, κατά την οποία μερικές από τις
δονήσεις που παράγονται , ανήκουν στο ακουστικό φάσμα (εικόνα 8.17). Εάν σε μία
μη φυσιολογική καρδιά υπάρχει στένωση , είναι δυνατόν να παραχθούν ψίθυροι
λόγω της τυρβώδους ροής που πραγματοποιείται κατά την διάρκεια μέρους του
καρδιακού κύκλου. Έτσι π.χ. αν η βαλβίδα της αορτής είναι στενή (στένωση της
αορτικής βαλβίδας), το αίμα που διέρχεται μέσω αυτής κατά τη διάρκεια της
συστολής προκαλεί ψίθυρο.
Η ποσότητα και η ποιότητα των καρδιακών ήχων εξαρτώνται από τον σχεδιασμό
του στηθοσκοπίου καθώς και από την πίεση του στο θώρακα, τη θέση του , τον
προσανατολισμό του σώματος και τη φάση του αναπνευστικού κύκλου. Η ακρόαση
των ήχων της καρδιάς δεν είναι ικανοποιητική αν ο ήχος πρόκειται να διέλθει μέσω
του πνεύμονα, διότι ο ήχος γενικά δεν μεταδίδεται αποδοτικά από υγρό σε αέριο.
Οι συχνότητες των ήχων που προέρχονται από φυσιολογική καρδιά, βρίσκονται
στο εύρος μεταξύ 20 και 200 Hz, το οποίο δεν αποτελεί την πιο ευαίσθητη περιοχή
συχνοτήτων για το ανθρώπινο αυτί (χαμηλές συχνότητες). Για το λόγο αυτό οι
καρδιακοί ήχοι ενισχύονται ηλεκτρονικά , ώστε να είναι δυνατή η άμεση ακρόασή ή
η καταγραφή τους. Η φωνοκαρδιογραφία είναι η γραφική καταγραφή των
καρδιακών ήχων, με την απόκριση των ηλεκτρονικών ενισχυτών που
χρησιμοποιούνται σε αυτή , να είναι διαφορετική από την απόκριση του
ανθρώπινου ωτός και έτσι οι καταγεγραμμένοι ήχοι δεν ανταποκρίνονται
ικανοποιητικά σε αυτό που ακούει ο ιατρός. Παρομοίως , ένα ηλεκτρονικά
ενισχυμένο στηθοσκόπιο παραμορφώνει τους ήχους που ο ιατρός έχει συνηθίσει να
ακούει.
8.10 Η φυσική μερικών καρδιαγγειακών παθήσεων

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 67


Αδρά, το έργο που παράγεται από την καρδιά ισούται με το γινόμενο της τάσης
συστολής των καρδιακών μυών επί τον χρόνο που αυτή διαρκεί, έτσι οτιδήποτε
αυξάνει την μυϊκή τάση ή τη διάρκειά της , προκαλεί αύξηση του φόρτου εργασίας
της καρδιάς. Για παράδειγμα , υψηλή πίεση του αίματος (υπέρταση) προκαλεί την
αύξηση της μυϊκής τάσης με τρόπο ανάλογο προς την πίεση και επίσης ένας
γρήγορος καρδιακός ρυθμός (ταχυκαρδία) αυξάνει το φόρτο εργασίας, καθώς η
καρδιά διοχετεύει μεγαλύτερη ποσότητα αίματος ανά λεπτό.
Η καρδιακή προσβολή προκαλείται λόγω του εμφράγματος μίας ή περισσότερων
στεφανιαίων αρτηριών κατά το οποίο το τμήμα του μυοκαρδίου στο οποίο
διακόπτεται η παροχή αίματος, νεκρώνεται (έμφραγμα). Τόσο κατά τη διάρκεια,
όσο και μετά από καρδιακή προσβολή, η ικανότητα του μυοκαρδίου να διοχετεύει
αίμα στο σώμα, εξασθενεί σημαντικά. Προκειμένου να μειωθεί το καρδιακό έργο
απαιτείται ξεκούραση και θεραπεία με παροχή Ο2 , κατά την οποία επιτυγχάνεται
μεγαλύτερη συγκέντρωση Ο2 στο αίμα, με αποτέλεσμα να απαιτείται διοχέτευση
μικρότερης ποσότητας αίματος στους ιστούς. Συχνά υπάρχουν εναλλακτικές
αρτηρίες (παράλληλη κυκλοφορία- αναστομώσεις) μέσω των οποίων το αίμα
μπορεί να φθάσει στο μυοκάρδιο, κατά τις οποίες προωθείται μικρή ποσότητα Ο 2
στην αποφραγμένη περιοχή.
Η συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια χαρακτηρίζεται από υπερτροφία της
καρδιάς και μείωση της ικανότητάς της να κυκλοφορεί ικανοποιητικά το αίμα.
Σύμφωνα με το νόμο του Laplace , εάν η ακτίνα της καρδιάς διπλασιαστεί , εφόσον
πρόκειται να διοχετευθεί η ίδια ποσότητα αίματος, η τάση του μυοκαρδίου πρέπει
επίσης να διπλασιαστεί , όμως επειδή το μυοκάρδιο είναι διατεταμένο, ενδέχεται
να μην είναι ικανό να παράγει ικανοποιητική δύναμη ώστε να διατηρεί
φυσιολογική κυκλοφορία. Επίσης η απόδοση του διατεταμένου μυοκαρδίου είναι
μικρότερη από την απόδοση του φυσιολογικού , κάτι που σημαίνει ότι καταναλώνει
πολύ μεγαλύτερη ποσότητα Ο2 για να παράγει το ίδιο έργο.
Υπάρχουν δύο είδη δυσλειτουργίας των βαλβίδων της καρδιάς : α) η στένωση,
όταν το άνοιγμα της βαλβίδας δεν είναι επαρκές, κατά την οποία αυξάνεται το
καρδιακό έργο προκειμένου να υπερνικηθεί το εμπόδιο της στένωσης και
συνεπακόλουθα να μειωθεί η παροχή αίματος στη γενική κυκλοφορία και β) η
ανεπάρκεια , όταν η βαλβίδα δεν κλείνει καλά, κατά την οποία μέρος του

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 68


διοχετευμένου αίματος ρέει πίσω προς τη καρδιά με αποτέλεσμα ο όγκος του
αίματος στη κυκλοφορία να μειώνεται. Και στις δύο περιπτώσεις οι βαλβίδες
μπορούν να αντικατασταθούν με τεχνητές (εικόνα 8.18), όμως υπάρχει πρόβλημα
συμβατότητας μεταξύ των τεχνητών βαλβίδων και του αίματος με ενδεχόμενο
αυτές να προκαλέσουν θρόμβωση.
Ανεύρυσμα είναι η αδυναμία του τοιχώματος μιας αρτηρίας (εικόνα 8.19), η οποία
οδηγεί στην αύξηση της διαμέτρου της, η οποία με την σειρά της προκαλεί ανάλογη
αύξηση της τάσης στα τοιχώματα. Αν δεν υπήρχε η υποστήριξη των περιβαλλόντων
ιστών , το τοίχωμα θα έσπαγε.
Κατά τη αθηρωματική πλάκα στα τοιχώματα των αρτηριών , οι πλάκες μπορεί να
προκαλέσουν τυρβώδη ροή και να παράγουν ακουστό ψίθυρο. Η στένωση της
αρτηρίας έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της ταχύτητας του αίματος σε αυτήν την
περιοχή με ταυτόχρονη μείωση της πίεσης στο τοίχωμα λόγω του φαινομένου
Bernoulli . Η πλάκα μπορεί να αποκολληθεί και να μεταφερθεί μέσω του αίματος,
μέχρι να αποφράξει κάποια μικρότερη αρτηρία. Αυτή η απόφραξη προκαλεί
διακοπή της παροχής του αίματος στο προσβεβλημένο τμήμα και εάν συμβεί στον
εγκέφαλο, θα προκληθεί εγκεφαλικό έμφρακτο (αποπληξία).
Οι κιρσοί είναι διευρυμένες φλέβες στα κάτω άκρα και η διεύρυνση οφείλεται
στην ανεπάρκεια των μονοκατευθυντήριων βαλβίδων των φλεβών. Σε ορθοστασία
η πίεση σε μία φλέβα κάτω άκρου είναι κατά προσέγγιση ίση με 12 kPa (90 mmHg ή
115 cm αίματος), ως αποτέλεσμα της στήλης αίματος που βρίσκεται από πάνω.
Κατά τη διάρκεια της βάδισης ή άλλων ασκήσεων των κάτω άκρων , η συστολή των
μυών ωθεί το αίμα των φλεβών προς την καρδιά (φλεβική ή μυϊκή άντληση). Σε
διάφορα σημεία των φλεβών υπάρχουν βαλβίδες που εμποδίζουν την κίνηση του
αίματος κατά την αντίθετη φορά που κατά τη διάρκεια της άσκησης, η δράση και
των δύο ( μυϊκή άντληση – βαλβίδες) έχει ως αποτέλεσμα πίεση περίπου ίση με 3
kPa (20 mmHg). Αν οι βαλβίδες δυσλειτουργούν και επιτρέπουν την ροή του
αίματος προς τα κάτω , το αίμα συσσωρεύεται στη φλέβα και αυτή γίνεται
κιρσώδης. Είναι πιθανό, οι κιρσοί να επιδεινωθούν εάν υπάρχουν συνθήκες, οι
οποίες περιορίζουν την επιστροφή του αίματος στην καρδιά, έτσι το πρόσθετο
υπογάστριο βάρος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης , είναι δυνατόν να
δυσκολέψει την επιστροφή του αίματος από τις φλέβες.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 69


8.11 Μερικές άλλες λειτουργίες του αίματος
Μια σημαντική λειτουργία του αίματος είναι να μεταφέρει στους νεφρούς τα υγρά
απόβλητα του σώματος. Οι νεφροί μέσω της διήθησης του αίματος διατηρούν
σταθερή την σύσταση του , ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις της διατροφής μας
και επίσης έχουν μεγάλη αγγειοβρίθεια ώστε να επιτυγχάνεται η διήθηση
.Φυσιολογικά 1 με 1,5 lt αίματος ( το 1/5 με 1/4 της καρδιακής παροχής) διέρχεται
μέσω των νεφρών κάθε λεπτό , ποσότητα η οποία είναι πολύ μεγαλύτερη από την
ποσότητα που απαιτείται για να παροχετευτούν στους νεφρούς θρεπτικά συστατικά
και οξυγόνο. Εάν συμβεί μερική απώλεια αίματος, η ροή στους νεφρούς μπορεί να
μειωθεί στο 0,25 lt/min , ώστε να επιτραπεί η χρήση του αίματος κάπου αλλού.
Το φλεβικό αίμα επιστρέφοντας από τα άκρα μπορεί να ρέει κοντά στο δέρμα
ώστε να αυξάνεται η απώλεια θερμότητας σε θερμό περιβάλλον ενώ σε ψυχρό
περιβάλλον μπορεί να ρέει «βαθιά», κοντά σε κάποια αρτηρία η οποία μεταφέρει
αίμα προς τα άκρα. Θερμότητα μεταφέρεται από το θερμό αρτηριακό προς το
ψυχρό φλεβικό αίμα, η οποία τελικά μεταφέρεται πίσω στην καρδιά, μία αρχή που
διατηρεί την απώλεια θερμότητας από τα άκρα και από περιοχές κοντά στο δέρμα
σε χαμηλά επίπεδα όταν το περιβάλλον είναι ψυχρό.
Στην ανδρική στύση, κατά την διέγερση , το αρτηριακό αίμα εισέρχεται στο πέος
αυξάνοντας το μέγεθός του και καθιστώντας το άκαμπτο εξαιτίας της πίεσής του. Η
στύση εμποδίζει την επιστροφή του αίματος στις φλέβες και η πίεση του στο πέος
κατά την διάρκεια της στύσης , είναι ίση με τη συστολική πίεση.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 70


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Ηλεκτρικά σήματα από το σώμα

Ο ηλεκτρισμός που παράγεται στο εσωτερικό του σώματος χρησιμοποιείται για


τον έλεγχο των μυών και τη λειτουργία των νεύρων και των οργάνων. Ουσιαστικά
όλες οι λειτουργίες και δραστηριότητες του σώματος σχετίζονται κατά κάποιο
τρόπο με τον ηλεκτρισμό . Οι δυνάμεις των μυών προκαλούνται από την έλξη
αντίθετα φορτισμένων ηλεκτρικών φορτίων. Όλα τα νευρικά σήματα προς και από
τον εγκέφαλο σχετίζονται με τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος.
Ο εγκέφαλος , ο κεντρικός υπολογιστής , λαμβάνει εσωτερικά και εξωτερικά
σήματα και συνήθως αντιδρά ανάλογα και οι πληροφορίες διαβιβάζονται με τη
μορφή ηλεκτρικών σημάτων διαμέσου των νεύρων. Αυτό το αποδοτικό σύστημα
επικοινωνίας μπορεί να διαχειρισθεί πολλά εκατομμύρια πληροφοριών
ταυτόχρονα.
9.1 Το νευρικό σύστημα και ο νευρώνας
Το νευρικό σύστημα μπορεί να διαχωριστεί σε δύο μέρη: α) το εγκεφαλονωτιαίο
νευρικό σύστημα, το οποίο διαιρείται στο κεντρικό νευρικό σύστημα που
περιλαμβάνει τον εγκέφαλο , το νωτιαίο μυελό, και στο περιφερικό νευρικό
σύστημα που περιλαμβάνει τα νεύρα και τα γάγγλια. Οι νευρικές ίνες που
μεταβιβάζουν τις αισθητικές πληροφορίες στον εγκέφαλο ή το νωτιαίο μυελό
ονομάζονται προσαγωγές ή αισθητικές ενώ αυτές που μεταφέρουν τις
πληροφορίες από τον εγκέφαλο ή το νωτιαίο μυελό στους κατάλληλους μυς και
αδένες ονομάζονται απαγωγές ή κινητικές. β) το αυτόνομο νευρικό σύστημα , το
οποίο ελέγχει διάφορα εσωτερικά όργανα , όπως την καρδιά, το έντερο και τους
αδένες, με ακούσιο έλεγχο.
Ο εγκέφαλος περιβάλλεται από τρεις μεμβράνες μέσα στο κρανίο το οποίο τον
προστατεύει και επειδή πλέει μέσα στο ΕΝΥ, που απορροφά τις δονήσεις και ενώ
ζυγίζει περίπου 1,5 kg, έχει ενεργό βάρος 50 gr. Επίσης συνδέεται με το νωτιαίο

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 71


μυελό , ο οποίος περιβάλλεται από ΕΝΥ και προστατεύεται από τα οστά της
σπονδυλικής στήλης.
Ο νευρώνας (σχήμα 9.1) είναι ένα νευρικό κύτταρο που ειδικεύεται στη λήψη ,
ερμηνεία και μεταβίβαση των ηλεκτρικών μηνυμάτων. Βασικά αυτός αποτελείται
από το κυτταρικό σώμα, που λαμβάνει τα ηλεκτρικά μηνύματα από άλλους
νευρώνες διαμέσου επαφών που γίνονται στους δενδρίτες ή στο κυτταρικό σώμα
και καλούνται συνάψεις. Οι δενδρίτες είναι τα μέρη του νευρώνα που ειδικεύονται
στη λήψη των πληροφοριών από ερεθίσματα ή από άλλα κύτταρα και εάν το
ερέθισμα είναι αρκετά έντονο, ο νευρώνας μεταδίδει ένα ηλεκτρικό σήμα προς τα
έξω κατά μήκος μιας ίνας που καλείται άξονας, ο οποίος μπορεί να έχει μήκος μέχρι
και 1m και μεταφέρει το ηλεκτρικό σήμα από το κυτταρικό σώμα στους μυς, τους
αδένες ή σε άλλους νευρώνες.
9.2 Ηλεκτρικά δυναμικά των νευρώνων
Κατά μήκος της επιφάνειας (μεμβράνης) κάθε νευρώνα υπάρχει διαφορά
ηλεκτρικού δυναμικού λόγω της ύπαρξης περίσσειας αρνητικών φορτίων στην
εσωτερική πλευρά και της περίσσειας θετικών στην εξωτερική πλευρά της
μεμβράνης. Ο νευρώνας είναι πολωμένος, δηλαδή η κατανομή των φορτίων στις
δύο πλευρές της μεμβράνης οφείλεται στην πολύπλοκη αλληλεπίδραση των
αρνητικών και θετικών ιόντων. Δυναμικό ηρεμίας του νευρώνα καλείται η διαφορά
δυναμικού , κατά την οποία είναι κατά 60-90 mV περισσότερο αρνητικό το
εσωτερικό από το εξωτερικό του κυττάρου. Στην εικόνα 9.2 παρουσιάζεται
σχηματικά η τυπική συγκέντρωση των διαφόρων ιόντων μέσα και έξω από τη
μεμβράνη του κυττάρου. Όταν ο νευρώνας διεγερθεί, συμβαίνει μεγάλη στιγμιαία
αλλαγή στο δυναμικό ηρεμίας στο σημείο, μια μεταβολή του δυναμικού που
ονομάζεται δυναμικό δράσης και μεταδίδεται κατά μήκος του άξονα και η διάδοση
αυτή αποτελεί τον κύριο τρόπο για τη μεταβίβαση των σημάτων μέσα στο σώμα. Η
διέγερση μπορεί να προκληθεί από διάφορα φυσικά και χημικά ερεθίσματα, όπως
το κρύο , η ζέστη, ο ήχος, το φως και οι οσμές και εάν το ερέθισμα είναι ηλεκτρικό,
για την εκκίνηση του δυναμικού δράσης απαιτείται αλλαγή στο δυναμικό της
μεμβράνης μόνο κατά 20 mV.
Δίδεται μία απλή εξήγηση για το δυναμικό ηρεμίας χρησιμοποιώντας ένα μοντέλο
στο οποίο μία πολύ λεπτή μεμβράνη διαχωρίζει δύο περιοχές ουδέτερου

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 72


διαλύματος KCl ,η μία υψηλότερης συγκέντρωσης (αριστερά πλευρά της εικόνας
9.3α ) και η άλλη χαμηλότερης συγκέντρωσης (δεξιά πλευρά της εικόνας 9.3α). Το
διάλυμα του KCl αποτελείται από ιόντα Κ+ και ιόντα Cl- τα οποία απεικονίζονται
στην εικόνα 9.3. Υποθέτοντας ότι η μεμβράνη είναι διαπερατή για τα ιόντα χλωρίου
και μη διαπερατή για τα ιόντα καλίου, τα πρώτα θα διαχυθούν διαμέσου της
μεμβράνης προκαλώντας την κίνηση αρνητικού φορτιού από αριστερά προς τα
δεξιά και επειδή τα δεύτερα δεν μπορούν να διαχυθούν διαμέσου της μεμβράνης ,
γρήγορα θα αναπτυχθεί ένα έλλειμμα ιόντων χλωρίου στην αριστερή πλευρά ,
αφήνοντας θετικά φορτισμένη την περιοχή αυτή. Τα ιόντα χλωρίου, που
μετακινήθηκαν διαμέσου της μεμβράνης, παρέχουν ένα αρνητικά φορτισμένο
στρώμα στη δεξιά πλευρά της (εικόνα 9.3β). Τα διαχωρισμένα ηλεκτρικά φορτία
συμπεριφέρονται σαν ένας φορτισμένος πυκνωτής , δημιουργώντας ένα ηλεκτρικό
πεδίο έντασης Ε με φορά από αριστερά προς τα δεξιά και η προοδευτική αύξηση
της έντασής του τελικά θα επιβραδύνει τη διάχυση των ιόντων χλωρίου. Η
παρουσία του ηλεκτρικού πεδίου σημαίνει δημιουργία διαφοράς δυναμικού μεταξύ
των δύο πλευρών της μεμβράνης και εξηγεί το δυναμικό ηρεμίας. Τα φορτία
βρίσκονται πολύ κοντά στη μεμβράνη, σε απόσταση της τάξης των nm και η έκτασή
τους εξαρτάται από τη συγκέντρωση των ιόντων. Ο όγκος του διαλύματος , που
βρίσκεται πέρα από τα ιόντα της μεμβράνης, είναι αγώγιμος και επιτρέπει στα ιόντα
να κινούνται , διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό ότι η ένταση του ηλεκτρικού
πεδίου στις περιοχές αυτές είναι μηδενική, δηλαδή δεν υπάρχει περίσσεια
ηλεκτρικού φορτίου σε οποιαδήποτε περιοχή του όγκου του διαλύματος (εικόνα
9.2).
Στην εικόνα 9.2 παρουσιάζονται οι συγκεντρώσεις των βασικών ιόντων. Τα Α - ιόντα
(πρωτεϊνικά) δεν μπορούν να περάσουν την μεμβράνη και από μετρήσεις έχει
βρεθεί ότι τα ιόντα Cl- συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο όπως στο παράδειγμα
ισορροπίας που περιγράφηκε παραπάνω. Όσον αναφορά στα Na+ και Κ+ , η
συγκέντρωση τους μέσα και έξω από τι κύτταρο ρυθμίζεται όχι μόνο από
μηχανισμούς διάχυσης και δημιουργίας ηλεκτρικού πεδίου, αλλά και από ένα
μηχανισμό, που αντλεί με ενεργητική μεταφορά ιόντα Κ+ προς το εσωτερικό και
ιόντα Na+ προς το εξωτερικό του κυττάρου. Τα ιόντα νατρίου και καλίου παίζουν
σημαντικό ρόλο στη γένεση και μετάδοση του δυναμικού δράσης.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 73


Στην εικόνα 9.4 παρουσιάζεται σχηματικά ο τρόπος με τον οποίο το δυναμικό
δράσης μεταδίδεται κατά μήκος του άξονα και επίσης γραφικές παραστάσεις της
διαφοράς δυναμικού που μετρήθηκε μεταξύ του σημείου P και της περιοχής έξω
από τον άξονα., οποίος έχει δυναμικό ηρεμίας περίπου -80 mV (εικόνα 9.4α). Αν η
αριστερή άκρη του άξονα διεγερθεί , τα τοιχώματα της μεμβράνης γίνονται
διαπερατά για τα ιόντα Na+ , τα οποία διαπερνούν την μεμβράνη, προκαλώντας
την εκπόλωσή της , με αποτέλεσμα στιγμιαία το δυναμικό στο εσωτερικό του
κυττάρου να γίνει θετικό, περίπου 50 mV. Η αναστροφή του δυναμικού στη
διεγερμένη περιοχή προκαλεί κίνηση των ιόντων στην κατεύθυνση που δείχνουν τα
βέλη (εικόνα 9.4β) , τα οποία με τη σειρά τους εκπολώνουν την περιοχή που
βρίσκεται στα δεξιά (εικόνα 9.4γ, δ και ε). Εν τω μεταξύ , το σημείο του αρχικού
ερεθισμού έχει επανέλθει (επαναπολώνεται) λόγω του ότι τα ιόντα Κ + έχουν
μετακινηθεί προς τα έξω για την αποκατάσταση του δυναμικού ηρεμίας (εικόνα
9.4γ , δ και ε). Ο παλμός της τάσης είναι το δυναμικό δράσης που για τους
περισσότερους νευρώνες διαρκεί λίγα msec. Ωστόσο , το δυναμικό δράσης των
καρδιακών μυών μπορεί να διαρκεί από 150 μέχρι 300 msec (εικόνα 9.5). Ο άξονας
μπορεί να μεταβιβάσει το δυναμικό δράσης σε οποιαδήποτε από τις δύο
διευθύνσεις, όμως παρόλα αυτά, η σύναψη που τον συνδέει με έναν άλλο νευρώνα,
επιτρέπει στο δυναμικό δράσης να μεταδοθεί κατά μήκος του άξονα μόνο προς τη
φορά που το απομακρύνει από το κυτταρικό του σώμα.
Οι μεμβράνες μερικών αξόνων καλύπτονται από ένα λιπώδες μονωτικό στρώμα
που καλείται μυελίνη και παρουσιάζει μικρά μη μονωμένα διαστήματα ανά μερικά
mm που καλούνται Ranvier (εικόνα 9.1). Οι νευρικές αυτές ίνες ονομάζονται
εμμύελες ίνες και οι άξονες των υπολοίπων νευρώνων καλούνται αμύελες ίνες , οι
οποίοι δεν περιβάλλονται από στρώμα (περίβλημα) μυελίνης.
Οι δύο βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν την ταχύτητα διάδοσης του
δυναμικού δράσης είναι: α) η ηλεκτρική αντίσταση R , που παρουσιάζει το
εσωτερικό του άξονα και β) η χωρητικότητα C (που σχετίζεται με το αποθηκευμένο
φορτίο) μεταξύ των δύο πλευρών της μεμβράνης. Ο χρόνος t που απαιτείται για τη
φόρτιση ή την εκφόρτιση ενός απλού ηλεκτρικού κυκλώματος που αποτελείται από
αντίσταση και πυκνωτή συνδεδεμένα σε σειρά, έχει εκθετική μορφή exp(-t/RC) και
η σταθερά χρόνου τ είναι η τιμή του t όταν ισούται με RC, όπου μείωση είτε του R

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 74


είτε του C , προκαλεί μείωση της σταθεράς χρόνου και ο πυκνωτής θα φορτιστεί ή
θα εκφορτιστεί ταχύτερα.
Η ταχύτητα διάδοσης ενός δυναμικού δράσης εξαρτάται από το ρυθμό φόρτισης ή
εκφόρτισης ενός κυκλώματος R-C και η εσωτερική αντίσταση ενός άξονα (εικόνα
9.4) μειώνεται όσο η διάμετρος του αυξάνεται. Έτσι για δύο άξονες με παρόμοια
χαρακτηριστικά αλλά διαφορετική διάμετρο, ο άξονας με τη μεγαλύτερη διάμετρο
θα έχει μεγαλύτερη ταχύτητα διάδοσης από τον άλλο.
Όσο μεγαλύτερη είναι η χωρητικότητα ( ή το αποθηκευμένο φορτίο) μιας
μεμβράνης, τόσο περισσότερος χρόνος απαιτείται για την εκπόλωσή της και τόσο
μικρότερη θα είναι η ταχύτητα διάδοσης. Το περίβλημα της μυελίνης (σχήμα 9.1)
είναι καλός μονωτής, και αυτό το κομμάτι του άξονα έχει πολύ μικρή χωρητικότητα,
όπου εξαιτίας της, το αποθηκευμένο φορτίο είναι πολύ μικρό σε σχέση με αυτό που
αποθηκεύεται σε ένα αμύελο τμήμα της νευρικής ίνας ίδιου μήκους και ίδιας
διαμέτρου.
Το δυναμικό δράσης (εικόνα 9.1) μεταδίδεται πολύ γρήγορα στο εμμύελο τμήμα
και πολύ πιο αργά στο αμύελο (περισφίξεις Ranvier) , κάτι που οφείλεται στην πολύ
μικρή χωρητικότητα των εμμύελων αξόνων. Το πλάτος του δυναμικού δράσης
μειώνεται στα εμμύελα τμήματα αλλά αποκαθίσταται πλήρως στα αμύελα τμήματα,
που έχουν αγωγιμότητα ίδια με αυτή της εικόνας 9.4. Υπό αυτές τις δύο συνθήκες ,
το δυναμικό δράσης ταξιδεύει πολύ γρήγορα στα εμμύελα τμήματα και πολύ πιο
αργά στις περισφίξεις , με αποτέλεσμα την εμφάνιση του φαινομένου «αγωγή κατά
άλματα» , κατά το οποίο φαίνεται σαν να μεταπηδάει το δυναμικό δράσης από τη
μία περίσφιξη του Ranvier στην επόμενη.
Το πλεονέκτημα των εμμύελων νευρικών ινών στον άνθρωπο είναι οι μεγάλες
ταχύτητες διάδοσης στους άξονες μικρής διαμέτρου, έτσι ένας μεγάλος αριθμός
νευρικών ινών μπορεί να σχηματίσει μια μικρή δέσμη, παρέχοντας με τον τρόπο
αυτό πολλαπλά κανάλια σήματος.
9.3 Ηλεκτρικά σήματα από τους μυς- Το ηλεκτρομυογράφημα (ΗΜΓ)
Ένας μυς αποτελείται από πολλές κινητικές μανάδες και κάθε μία αποτελείται από
ένα νευρώνα που ξεκινάει από τον εγκέφαλο ή το νωτιαίο μυελό και τις 25 έως
2.000 μυϊκές ίνες με τις οποίες συνδέεται μέσω των τελικών κινητικών πλακών
(εικόνα 9.6α). Ο μυς δραστηριοποιείται από δυναμικό δράσης που μεταφέρεται

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 75


κατά μήκος του άξονα και μεταβιβάζεται στις τελικές κινητικές πλάκες των μυϊκών
ινών , προκαλώντας τη συστολή τους. Ο τρόπος καταγραφής του δυναμικού δράσης
σε ένα μυϊκό κύτταρο παρουσιάζεται σχηματικά στην εικόνα 9.6β και επιτυγχάνεται
με την τοποθέτηση ενός πολύ μικρού ηλεκτροδίου (μικροηλεκτροδίου) μέσα στη
μυϊκή μεμβράνη. Τα ηλεκτρόδια κατά τη λήψη του ΗΜΓτος καταγράφουν συνήθως
την ηλεκτρική δραστηριότητα από πολλές μυϊκές ίνες. Για την καταγραφή της
ηλεκτρικής δραστηριότητας χρησιμοποιείται είτε ηλεκτρόδιο επιφανείας είτε
ηλεκτρόδιο με τη μορφή βελόνας. Το πρώτο τοποθετείται στο δέρμα και μετρά τα
ηλεκτρικά σήματα που προέρχονται από πολλές κινητικές μονάδες και το δεύτερο
τοποθετείται ενδομυϊκά και μετρά τη δραστηριότητα μιας μόνο κινητικής μονάδας
μέσω ενός λεπτού μονωμένου σύρματος που καταλήγει σε άκρο με εκτεθειμένη
επιφάνεια. (εικόνα 9.7) . Η τυπική διάταξη για τη καταγραφή του ΗΜΓτος
παρουσιάζεται στην εικόνα 9.8. Τα ηλεκτρικά σήματα που προέρχονται από το μυ
είναι δυνατό να απεικονιστούν απευθείας στο πρώτο κανάλι ενός παλμογράφου,
και η μαθηματικά επεξεργασμένη μορφή τους (ολοκλήρωμα) να απεικονισθεί στο
δεύτερο κανάλι. Ακόμη τα σήματα μπορούν να ενισχυθούν και να γίνουν ακουστά
με τη βοήθεια ενός μεγαφώνου. Το ολοκλήρωμα του καταγραφόμενου σήματος (σε
volt second) είναι το μέτρο της ποσότητας του ηλεκτρισμού που σχετίζεται με τα
δυναμικά δράσης του μυός. Στην εικόνα 9.9 παρουσιάζεται το ΗΜΓμα καθώς και η
ολοκληρωμένη του μορφή για διαφορετικούς βαθμούς εκούσιας μυϊκής σύσπασης,
με τις ισχυρότερες συσπάσεις να οδηγούν στην παραγωγή μεγαλύτερων δυναμικών
δράσης. Η ολοκληρωμένη μορφή του είναι μια ομαλή καμπύλη και επομένως είναι
πιο εύκολο να αξιολογηθεί.
ΗΜΓ μπορεί να ληφθεί από μυς ή κινητικές μονάδες που διεγείρονται ηλεκτρικά ,
μέθοδος στην οποία ο χρόνος ερεθισμού είναι καθορισμένος και οι μυϊκές ίνες
διεγείρονται σχεδόν ταυτόχρονα από ηλεκτρικά σήματα, με έναν τυπικό παλμό να
έχει πλάτος 100 V και διάρκεια 0,1 έως 0,5 ms. Αυτή η μέθοδος προτιμάται συχνά
της μεθόδου της εκούσιας σύσπασης γιατί πρώτον η τελευταία εκτείνεται συνήθως
σε 100ms περίπου , γιατί οι κινητικές μονάδες δεν διεγείρονται ταυτόχρονα και
δεύτερον μια κινητική μονάδα μπορεί να παράγει περισσότερα από ένα δυναμικά
δράσης ανάλογα με τα σήματα που στέλνει το κεντρικό νευρικό σύστημα. Η λήψη
ενός ΗΜΓτος κατά τη διάρκεια ηλεκτρικής διέγερσης μιας κινητικής μονάδας

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 76


παρουσιάζεται στην εικόνα 9.10. Το δυναμικό δράσης παρουσιάζεται στο ΗΜΓ μετά
από μια λανθάνουσα περίοδο ( το χρονικό διάστημα μεταξύ ερεθισμού και της
αρχής της αντίδρασης).
Εκτός από την ηλεκτρική διέγερση των κινητικών μονάδων, είναι δυνατό να
προκαλέσουμε διέγερση των αισθητικών νευρικών ινών που μεταφέρουν
πληροφορίες στο κεντρικό νευρικό σύστημα και μπορούμε επίσης να μελετήσουμε
το σύστημα των αντανακλαστικών παρατηρώντας την αντανακλαστική αντίδραση
των μυών (εικόνα 9.11). Το ηλεκτρικό ερέθισμα προκαλεί διέγερση και στις
κινητικές και αισθητικές ίνες των περιφερικών νεύρων , αλλά για ασθενή
ερεθίσματα, διεγείρονται μερικές από τις ευαίσθητες αισθητικές , όχι όμως και οι
κινητικές ίνες, και επομένως δεν παρατηρείται Μ αντίδραση (εικόνα 9.11β). Τα
δυναμικά δράσης των αισθητικών νευρικών ινών μεταβιβάζονται στο νωτιαίο μυελό
και παράγουν την αντανακλαστική αντίδραση που μεταφέρεται κατά μήκος των
κινητικών νευρικών ινών και παράγουν την καθυστερημένη αντίδραση Η στο μυ. Η
αύξηση της έντασης του ερεθίσματος προκαλεί διέγερση τόσο των αισθητικών όσο
και των κινητικών νευρικών ινών με αποτέλεσμα να καταγράφονται και η Μ και η Η
αντίδραση (εικόνα 9.11γ). ενώ σε πού ισχυρά ερεθίσματα παρατηρείται μόνο η
αντίδραση Μ (εικόνα 9.11δ). Επίσης είναι δυνατό να καθοριστεί η ταχύτητα αγωγής
του δυναμικού δράσης στα κινητικά νεύρα, με το να εφαρμόζονται ερεθίσματα σε
δύο διαφορετικά σημεία και να μετράται η λανθάνουσα περίοδος για κάθε
αντίδραση (εικόνα 9.12). Η διαφορά μεταξύ δύο λανθανουσών περιόδων είναι ο
χρόνος που απαιτείται για τη μεταφορά ενός δυναμικού δράσης από το ένα σημείο
στο άλλο, με την ταχύτητα του τελευταίου να ισούται με το λόγο της απόστασης
προς τη διαφορά των λανθανουσών περιόδων.
Η ταχύτητα των νευρικών σημάτων στις αισθητικές νευρικές ίνες είναι δυνατό να
μετρηθεί εάν διεγείρουμε ένα σημείο και καταγράψουμε τις αντιδράσεις με
ηλεκτρόδια που τοποθετούνται σε πολλά σημεία, που βρίσκονται σε γνωστές
αποστάσεις από το σημείο ερεθισμού (εικόνα 9.13). Πολλές φορές η καταστροφή
των νεύρων έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ταχύτητας αγωγής των νευρικών
σημάτων, με τυπικές τιμές μεταξύ 40 και 60 m/s , ενώ ταχύτητες μικρότερες από 10
m/s υποδηλώνουν κάποιο πρόβλημα. Για τον καθορισμό των χαρακτηριστικών
κόπωσης των μυών χρησιμοποιούνται ΗΜΓτα που γίνονται κατά τη διάρκεια

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 77


πολλαπλών διεγέρσεων. Οι κύριοι μύες στον άνθρωπο μπορούν να
επαναδιεγερθούν σε ρυθμούς μεταξύ 5 και 15 Hz και τα φυσιολογικά νεύρα και οι
μύες δεν παρουσιάζουν σημαντική αλλαγή κατά τη διάρκεια παρατεταμένης
επαναδιέγερσης , εφόσον ο ρυθμός διέγερσης επιτρέπει χρόνο χαλάρωσης της
τάξης των 0,2 s μεταξύ των παλμών.
9.4 Ηλεκτρικά σήματα από την καρδιά- Το ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ)
Η καρδιά αποτελείται από (εικόνα 9.14) δύο άνω κοιλότητες , έναν αριστερό και
ένα δεξιό κόλπο, οι οποίοι συγχρονίζονται έτσι ώστε να συστέλλονται ταυτόχρονα ,
κάτι που συμβαίνει και με τις δύο κάτω κοιλότητες , την αριστερή και τη δεξιά
κοιλία. Ο δεξιός κόλπος δέχεται φλεβικό αίμα από το σώμα και το προωθεί στη
δεξιά κοιλία, η οποία με τη σειρά της το εξωθεί στους πνεύμονες, όπου αυτό
οξυγονούται. Στη συνέχεια το αίμα ρέει στον αριστερό κόλπο, που η συστολή αυτού
το προωθεί στην αριστερή κοιλία, η οποία με τη σειρά της συστέλλεται και εξωθεί
το αίμα στη γενική κυκλοφορία και τέλος αυτό περνά μέσα από τα τριχοειδή στο
φλεβικό σύστημα και επιστρέφει στο δεξιό κόλπο.
Ο φλεβόκομβος ή βηματοδότης σχηματίζεται από ειδικά μυϊκά κύτταρα που
βρίσκονται στο δεξιό κόλπο, τα οποία ελέγχουν τη ρυθμική δραστηριότητα της
καρδιάς, μέσω ενός ηλεκτρικού σήματος που προέρχεται από την αυτόματη
διέγερσή τους. Ο φλεβόκομβος δραστηριοποιείται σε τακτά χρονικά διαστήματα ,
περίπου 72 φορές το λεπτό όμως αυτός ο ρυθμός μπορεί να αυξηθεί ή να ελαττωθεί
με την επίδραση του αυτόνομου νευρικού συστήματος , έτσι ώστε η λειτουργία της
καρδιάς να ανταποκρίνεται στις εκάστοτε ανάγκες του σώματος σε αίμα ή άλλα
ερεθίσματα. Το ηλεκτρικό σήμα που παράγεται από το φλεβόκομβο προκαλεί την
εκπόλωση των μυϊκών κυττάρων των δύο κόλπων , με αποτέλεσμα τη συστολή τους
και την ώθηση του αίματος στις κοιλίες . Στη συνέχεια, ακολουθεί επαναπόλωση
των κόλπων (εικόνα 9.5 για τη μορφή του δυναμικού δράσης) και το ηλεκτρικό
σήμα μεταβιβάζεται στον κολποκοιλιακό κόμβο, ο οποίος προκαλεί την εκπόλωση
της δεξιάς και αριστερής κοιλίας, με αποτέλεσμα τη συστολή του και την εξώθηση
του αίματος στην πνευμονική και στη συστηματική κυκλοφορία. Ακολουθεί
επαναπόλωση των μυών και των κοιλιών και το φαινόμενο ξεκινάει από την αρχή.
Η εκπόλωση και επαναπόλωση του καρδιακού μυός προκαλούν ροή ρεύματος
στους ιστούς του σώματος και επομένως , την επαγωγή ηλεκτρικών δυναμικών στο

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 78


δέρμα και το ΗΚΓ είναι η καταγραφή αυτών των δυναμικών μεταξύ δύο σημείων
που βρίσκονται σε διάφορες θέσεις στην επιφάνεια του σώματος .
Η σχέση μεταξύ της αντλητικής λειτουργίας της καρδιάς και των ηλεκτρικών
δυναμικών στο δέρμα γίνεται κατανοητή αν ληφθεί υπόψη η διάδοση της
εκπόλωσης από τμήμα του καρδιακού μυός (εικόνα 9.15). Στην εικόνα 9.5γ φαίνεται
η μορφή του δυναμικού δράσης των καρδιακών μυϊκών κυττάρων ( τα δυναμικά
αυτά διαρκούν πολύ περισσότερο από το δυναμικό δράσης ενός άξονα), είναι
λοιπόν λογικό στο παρακάτω παράδειγμα , να εξετάσουμε μόνο το μέρος της
καρδιάς που εκπολώνεται. Η ροή του ρεύματος μέσω των ιστών του σώματος,
προκαλεί πτώση του δυναμικού , στην αντίσταση όπως φαίνεται στην εικόνα. Η
κατανομή του δυναμικού σε όλη την καρδιά, όταν οι κοιλίες έχουν εκπολωθεί κατά
το ήμισυ , δίνεται από τις ισοδυναμικές γραμμές (εικόνα 9.16), η μορφή των
οποίων είναι σχεδόν ίδια με αυτή που λαμβάνεται από ένα ηλεκτρικό δίπολο.
Παρατηρούμε ότι τα δυναμικά που μετρώνται στην επιφάνεια του σώματος
εξαρτώνται από τα σημεία τοποθέτησης των ηλεκτροδίων. Στην περίπτωση της
καρδιάς , το δίπολο ρεύματος είναι το ηλεκτρικό δίπολο που δημιουργείται από τα
ρεύματα ιόντων που προέρχονται από την εκπόλωσή της. Οι ισοδυναμικές γραμμές
σε άλλες χρονικές στιγμές του καρδιακού κύκλου μπορούν επίσης να παρασταθούν
από ένα δίπολο ρεύματος, όμως αυτό αλλάζει μέγεθος και προσανατολισμό κατά τη
διάρκεια του κύκλου.
Το ηλεκτρικό (καρδιακό) δυναμικό που μετράμε στην επιφάνεια του σώματος
είναι η στιγμιαία προβολή του διπόλου ρεύματος σε συγκεκριμένη διεύθυνση, έτσι
καθώς το διάνυσμα μεταβάλλεται με το χρόνο, αλλάζει και η προβολή του. Στην
εικόνα 9.17 παρουσιάζεται το δίπολο ρεύματος σε σχέση με τα τρία
ηλεκτροκαρδιογραφικά επίπεδα του σώματος.
Τα ηλεκτρόδια επιφανείας που χρησιμοποιούνται για τη λήψη ενός ΗΚΓτος,
συνήθως τοποθετούνται στο δεξιό βραχίονα (RA) , τον αριστερό (LA) και την
αριστερή κνήμη (LL), ενώ μερικές φορές τοποθετούνται στα χέρια ή σε θέσεις που
βρίσκονται πιο κοντά στην καρδιά. Στην εικόνα 9.18 οι θέσεις αυτές συμβολίζονται
σαν δυναμικά VRA , VLA και VLL και βρίσκονται στις αντίστοιχες θέσεις του σώματος. Η
μέτρηση της διαφοράς δυναμικού μεταξύ των διαφόρων συνδυασμών ηλεκτροδίων
ονομάζονται Απαγωγή Ι , Απαγωγή ΙΙ και Απαγωγή ΙΙΙ και γράφονται ως εξής:

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 79


Απαγωγή Ι = VLA - VRA
Απαγωγή ΙΙ = VLL - VRA
Απαγωγή ΙΙΙ = VLL - VLA
Οι ενισχυμένες απαγωγές των άκρων, aVR, aVL και aVF λαμβάνονται επίσης στο
μετωπιαίο επίπεδο. Για την καταγραφή της aVR , ένα ηλεκτρικό κύκλωμα συνδυάζει
τα δυναμικά VLA και VLL και υπολογίζει τη μέση τιμή τους και η διαφορά μεταξύ του
VRA και αυτής της μέσης τιμής δίνει την aVR . Η διάταξη αυτή επιτρέπει την
καταγραφή μιας διαφορετικής προβολής του σήματος του διπόλου ρεύματος
(εικόνα 9.20), όπου αυτό συμβολίζεται με + - και προβάλλεται στη γραμμή που
συνδέει το VRA με το κέντρο της καρδιάς, με την προβολή να παρουσιάζεται κάτω
από αυτή τη γραμμή ( παρομοίως και οι υπόλοιπες ενισχυμένες απαγωγές). Οι
ενισχυμένες απαγωγές περιγράφονται ως εξής:
aVR = VRA – (VLA + VLL)/2
aVL = VLA – (VRA + VLL)/2
aVF = VLL – (VRA + VLA)/2
Όταν τα τρία αυτά σήματα συνδυαστούν με τις κλασικές απαγωγές των άκρων,
προσδιορίζεται πολύ καλά το δίπολο ρεύματος.
Κάθε ΗΚΓμα αποτελεί μία προβολή του ανύσματος διπόλου ρεύματος, ή της
ηλεκτρικής δραστηριότητας της καρδιάς που αντιστοιχεί σε κάθε μέρος του
καρδιακού κύκλου. Στην εικόνα 9.21 παρουσιάζεται σχηματικά η έξοδος ( το σήμα)
της Απαγωγής ΙΙ με τα καθιερωμένα σύμβολα που αντιστοιχούν σε κάθε μέρος του
διαγράμματος. Τα κύρια ηλεκτρικά χαρακτηριστικά ενός φυσιολογικού κύκλου
είναι: α) η εκπόλωση των κόλπων που παράγει το κύμα P, β) η επαναπόλωση των
κόλπων , που σπάνια παρατηρείται και δεν σημειώνεται, γ) η εκπόλωση των
κοιλιών, που παράγει το σύμπλεγμα QRS και δ) η επαναπόλωση των κοιλιών που
παράγει το κύμα Τ. Στην εικόνα 9.22 παρουσιάζονται οι έξι απαγωγές σε μετωπιαίο
επίπεδο ενός φυσιολογικού ανθρώπου . Παρατηρείται ότι η κυματομορφή είναι
άλλοτε θετική και άλλοτε αρνητική , κάτι που εξαρτάται από τη διεύθυνση του
ανύσματος του διπόλου, την πολικότητα και τη θέση των ηλεκτροδίων στο όργανο
μέτρησης.
Κατά την κλινική εξέταση , συνήθως λαμβάνονται έξι ΗΚΓτα στο εγκάρσιο επίπεδο,
καθώς και έξι στο μετωπιαίο, όπου για τις μετρήσεις στο πρώτο επίπεδο, το

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 80


αρνητικό άκρο του καταγραφέα συνδέεται με ένα αδιάφορο ηλεκτρόδιο, το οποίο
δίνει τη μέση τιμή που λαμβάνεται από το κύκλωμα από το συνδυασμό των VRA ,
VLA και VLL (εικόνα 9.23α). Το θετικό ηλεκτρόδιο μετακινείται κατά μήκος του
θωρακικού τοιχώματος στις θέσεις που συμβολίζονται με V1 μέχρι V6 (εικόνες 9.23α
και 9.23β ). Οι 9 θέσεις ηλεκτροδίων παράγουν 12 δυναμικά: Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, aVR, aVL και aVF
και V1 μέχρι V6.
Το ΗΚΓ δείχνει τις διαταραχές στη φυσιολογική ηλεκτρική δραστηριότητα της
καρδιάς, π.χ. μπορεί να αποκαλύψει την παρουσία μιας παθολογικής κατάστασης
που καλείται κολποκοιλιακός αποκλεισμός, κατά την οποία το σήμα του
φλεβοκόμβου δεν άγεται στις κοιλίες οπότε η συστολή τους ελέγχεται από
ερεθίσματα που παράγονται στον κολποκοιλιακό κόμβο. Στην περίπτωση αυτή η
συχνότητα των καρδιακών παλμών είναι 30 έως 50 παλμοί/ min , δηλαδή πολύ
χαμηλότερη από τη φυσιολογική (70 έως 80 παλμοί/ min).
9.5 Ηλεκτρικά σήματα από τον εγκέφαλο- Το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (ΗΕΓ)
Η καταγραφή των σημάτων από τον εγκέφαλο καλείται ΗΕΓ. Τα ηλεκτρόδια που
χρησιμοποιούνται για την καταγραφή των σημάτων είναι συνήθως μικροί δίσκοι
από χλωριωμένο άργυρο, τα οποία τοποθετούνται στη κεφαλή σε θέσεις που
εξαρτώνται από το μέρος του εγκεφάλου που πρόκειται να μελετηθεί. Στην εικόνα
9.24 δίνεται το διεθνές πρότυπο σύστημα 10 – 20 για την τοποθέτηση των
ηλεκτροδίων και η εικόνα 9.25 δείχνει τυπικά ΗΕΓ για αρκετά ζεύγη ηλεκτροδίων. Το
ηλεκτρόδιο αναφοράς , συνήθως τοποθετείται στο αυτί ( Α1 ή Α2 στην εικόνα 9.24)
και σε εξετάσεις ρουτίνας , καταγράφονται ταυτόχρονα 8 έως 16 δίαυλοι (channel).
Επειδή η ασύμμετρη δραστηριότητα υποδηλώνει συνήθως εγκεφαλική νόσο, τα
σήματα που λαμβάνονται από τη δεξιά πλευρά συγκρίνονται με αυτά που
λαμβάνονται από την αριστερή πλευρά.
Το διεθνές σύστημα 10 – 20 περιλαμβάνει 21 ηλεκτρόδια επιφανείας , ενώ μερικές
φορές χρησιμοποιούνται επιπλέον ενδιάμεσα ηλεκτρόδια που τοποθετούνται
μεταξύ των ηλεκτροδίων του συστήματος 10 – 20 , με τα αποτελέσματα να
παρέχουν περισσότερες πληροφορίες από την αρχική διάταξη.
Το πλάτος των ΗΕΓκών σημάτων είναι μικρό (περίπου 50 μ V ), και οι παρεμβολές
από εξωτερικά ηλεκτρικά σήματα προκαλούν συχνά ψευδή σήματα (artifacts) στο
ΗΕΓ. Ακόμη και στην περίπτωση που ο εξωτερικός θόρυβος εξαλειφθεί , ξένα

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 81


δυναμικά προερχόμενα από τη δραστηριότητα των μυών, όπως η κίνηση των
οφθαλμών, μπορούν να προκαλέσουν ψευδή σήματα στην καταγραφή. Οι
συχνότητες των ΗΕΓκών σημάτων εξαρτάται από τη νοητική δραστηριότητα του
εξεταζόμενου , π.χ. ένα άτομο σε ηρεμία έχει συνήθως ένα ΗΕΓκό σήμα , του οποίου
οι συχνότητες κυμαίνονται κυρίως από 8 μέχρι 13 Hz (κύματα α) , ενώ όταν ένα
άτομο βρίσκεται σε εγρήγορση επικρατούν υψηλότερες συχνότητες (κύματα β).
Στην εικόνα 9.26 φαίνονται διάφορα ΗΕΓτα.
Οι διάφορες περιοχές συχνοτήτων με τις αντίστοιχες ονομασίες τους είναι:
Κύματα Δέλτα (Δ) ή αργός ρυθμός 0,5 – 3,5 Hz
Κύματα Θήτα (θ) ή σχετικά αργός ρυθμός 4 – 7 Hz
Κύματα Άλφα (α) 8 – 13 Hz
Κύματα Βήτα (β) ή γρήγορος ρυθμός > 13 Hz
Το ΗΕΓμα έχει ιδιαίτερη χρησιμότητα στη διάγνωση της επιληψίας και επιτρέπει
την ταξινόμηση των επιληπτικών παροξυσμών. Σε μία σοβαρή επιληπτική κρίση με
απώλεια αισθήσεων , το ΗΕΓ δίνει οξείες κορυφές υψηλής τάσης σε όλες τις
απαγωγές από το κρανίο (εικόνα 9.27α), ενώ σε μία λιγότερο σοβαρή κρίση το ΗΕΓ
δίνει μέχρι 3 με οξείς κορυφές κύματα ανά δευτερόλεπτο που προηγούνται ή
ακολουθούνται από οξείες κορυφές (εικόνα 9.27α).
Επίσης βοηθά στη διάγνωση όγκων του εγκεφάλου λόγω της μείωσης της
ηλεκτρικής δραστηριότητας στην περιοχή του όγκου.
Το ΗΕΓ χρησιμοποιείται ως μέσο παρακολούθησης κατά τη διάρκεια χειρουργικής
επέμβασης όταν δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ΗΚΓ, κατά τη διάρκεια της οποίας
χρησιμοποιείται συνήθως ένα μόνο ζεύγος ηλεκτροδίων για τη λήψη του. Είναι
επίσης χρήσιμο κατά τη διάρκεια της επέμβασης, γιατί υποδεικνύει το επίπεδο
αναισθησίας του ασθενούς.
Όταν ένα άτομο νυστάζει, ειδικά όταν έχει τα μάτια του κλειστά, το ΗΕΓ
αποτελείται κυρίως από κύματα α και καθώς το άτομο μεταβαίνει από τον ελαφρύ
στο βαθύ ύπνο , το πλάτος του σήματος αυξάνεται και η συχνότητά του μειώνεται.
Μερικές φορές , κατά τη διάρκεια του ύπνου, λαμβάνονται ΗΕΓ που δίνουν
γράφημα υψηλών συχνοτήτων που καλείται παράδοξος ύπνος ή ύπνος REM λόγω
της κίνησης των οφθαλμών κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, κατά την οποία
βλέπουμε όνειρα.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 82


Είναι δυνατό να καταγράψουμε ΗΕΓκά σήματα όταν ο εγκέφαλος δέχεται
εξωτερικά ερεθίσματα , όπως φώτα που αναβοσβήνουν ή ηχητικούς παλμούς,
σήματα που ονομάζονται προκλητικές αντιδράσεις. Στην εικόνα 9.29α δίνονται 3
ΗΕΓ που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια των αρχικών σταδίων του ύπνου με μια σειρά
10 ηχητικών παλμών που χρησιμοποιήθηκαν ως εξωτερικό ερέθισμα. Τα ΗΕΓτα
δείχνουν αντιδράσεις στους πρώτους παλμούς και στους δύο τελευταίους, με
εθισμό να καλείται η έλλειψη αντιδράσεων στο εν διάμεσο.
9.6 Ηλεκτρικά σήματα από τους οφθαλμούς- Το
ηλεκτροαμφιβληστροειδογράφημα (ΗΑΓ) και το ηλεκτροοφθαλμογράφημα (ΗΟΓ)
Το ΗΑΓ είναι η καταγραφή των μεταβολών του δυναμικού που παράγεται από τον
οφθαλμό όταν ο αμφιβληστροειδής εκτίθεται σε λάμψη φωτός . Το ένα ηλεκτρόδιο
τοποθετείται σε ένα φακό επαφής ο οποίος εφαρμόζεται στον κερατοειδή και το
άλλο τοποθετείται στο αυτί ή στο μέτωπο για να προσεγγίσει το δυναμικό στο πίσω
μέρος του οφθαλμού (εικόνα 9.30).
Το σήμα του ΗΑΓτος είναι περισσότερο πολύπλοκο από το σήμα του νευρικού
άξονα γιατί είναι το άθροισμα πολλών επιδράσεων που λαμβάνουν χώρα στον
οφθαλμό ( η γενική του μορφή στην εικόνα 9.31). Το κύμα Β προέρχεται από τον
αμφιβληστροειδή και αυτό απουσιάζει από το ΗΑΓ ασθενούς με μελαγχρωστική
αμφιβληστροειδίτιδα , μία πάθηση του αμφιβληστροειδούς που χαρακτηρίζεται
από εναπόθεση μελανίνης υπό μορφή κοκκίων.
Το ΗΟΓ είναι η καταγραφή της μεταβολής του δυναμικού, που οφείλεται στην
κίνηση του βολβού του οφθαλμού. Ένα ζεύγος ηλεκτροδίων τοποθετείται κοντά σε
κάθε μία από τις πλευρές του οφθαλμού (εικόνα 9.32α) Το δυναμικό του ΗΟΓτος
ορίζεται μηδενικό όταν ο οφθαλμός κοιτάει κατευθείαν μπροστά σε ένα σημείο
αναφοράς 0ο.Στην εικόνα 9.32β παρουσιάζεται η ΗΟΓκή μεταβολή του δυναμικού
για οριζόντια μετακίνηση του βολβού και η οποία παρέχει πληροφορίες για τον
προσανατολισμό του οφθαλμού, ενώ είναι δυνατός και ο προσδιορισμός της
γωνιακής ταχύτητας και της γωνιακής επιτάχυνσης. Μια κλινική εφαρμογή του
ΗΟΓτος είναι η μελέτη της κίνησης του βολβού του οφθαλμού κατά το νυσταγμό, ο
οποίος είναι ένα σύμπτωμα παθήσεων του οφθαλμού ή του αιθουσαίου
συστήματος και συνίσταται σε ταυτόχρονες ακούσιες ρυθμικές κινήσεις των δύο
οφθαλμικών βολβών.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 83


9.7 Μαγνητικά σήματα από την καρδιά και τον εγκέφαλο – Το
μαγνητοκαρδιογράφημα (ΜΚΓ) και το μαγνητοεγκεφαλογράφημα (ΜΕΓ)
ΜΚΓ είναι η καταγραφή του μαγνητικού πεδίου της καρδιάς, το οποίο
δημιουργείται από το ρεύμα που παράγεται στην καρδιά κατά τη διάρκεια της
εκπόλωσης και επαναπόλωσής της, αφού ως γνωστόν η ροή ηλεκτρικού φορτίου
δημιουργεί μαγνητικό πεδίο.
Το μαγνητικό πεδίο γύρω από την καρδιά έχει ένταση περίπου 5 x 10-11 Tesla (T) ,
το οποίο είναι ασθενές και για τη μέτρησή του είναι απαραίτητο να
χρησιμοποιηθούν θωρακισμένα δωμάτια και πολύ ευαίσθητοι ανιχνευτές
μαγνητικών πεδίων (μαγνητόμετρα). Ένας τέτοιος ανιχνευτής είναι το SQUID , το
οποίο λειτουργεί σε θερμοκρασία περίπου 5 Κ και μπορεί να ανιχνεύσει συνεχή και
εναλλασσόμενα μαγνητικά πεδία μικρής έντασης μέχρι 10-14 Τ.
Το μαγνητόμετρο SQUID έχει επίσης χρησιμοποιηθεί για το ΜΕΓ , την καταγραφή
δηλαδή του μαγνητικού πεδίου γύρω από τον εγκέφαλο , όπου κατά τη διάρκεια
του ρυθμού α, αυτό έχει τιμή περίπου 10-13 Τ.
Ενώ με το ΗΕΓ είναι πολύ δύσκολο να καθοριστεί το σημείο του εγκεφάλου από το
οποίο προέρχεται ένα συγκεκριμένο σήμα , αυτό μπορεί να επιτευχθεί με το ΜΕΓ .
Κατά τη λήψη του τελευταίου χρησιμοποιούμε προκλητή διέγερση από ήχο, φως,
αφή, οσμή ή εξωτερικά παλμικά μαγνητικά πεδία. Η διέγερση μπορεί να
επαναληφθεί και οι μαγνητικές απαντήσεις αποθηκεύονται σε ηλεκτρονικό
υπολογιστή , ο οποίος προσδιορίζει τη μέση τιμή των ανεπιθύμητων σημάτων από
άλλα μέρη του εγκεφάλου και από το μαγνητικό θόρυβο, τα αφαιρεί από το
συνολικό μαγνητικό σήμα και έτσι αναδεικνύει τα μικρά επιθυμητά σήματα από την
εξεταζόμενη περιοχή. Με τη μέτρηση των μαγνητικών σημάτων σε σημαντική
περιοχή του εγκεφάλου, μπορεί να καθοριστεί η θέση του από την οποία
προέρχονται τα σήματα με τη βοήθεια της θεωρίας του διπόλου, όπου με παρόμοιο
τρόπο με αυτόν της καρδιάς, βρίσκουμε το δίπολο ρεύματος από τη διέγερση του
εγκεφάλου.
Στην εικόνα 9.33, παρουσιάζεται μία διάταξη σύγχρονου ανιχνευτή που
χρησιμοποιείται για τη λήψη ΜΕΓτος. Ο εξεταζόμενος βρίσκεται σε ένα δωμάτιο
θωρακισμένο από τα εξωτερικά μαγνητικά πεδία, σε κρεβάτι με μαξιλάρι που
σταθεροποιεί την κεφαλή και εμποδίζει την μετακίνησή της. Ο ανιχνευτής

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 84


αποτελείται από πολλά μαγνητόμετρα SQUID (που καλούνται μετασχηματιστές
ροής) που βρίσκονται τοποθετημένα στον πυθμένα μιας φιάλης Dewar που
διατηρείται σε ψύξη 5 Κ με υγρό ήλιον και αυτός φέρεται σε τέτοια θέση ώστε τα
μαγνητόμετρα να είναι όσο το δυνατόν πλησιέστερα στην κεφαλή. Συνήθως
μετράται η κάθετη συνιστώσα του μαγνητικού πεδίου.

Η εικόνα 9.34 δείχνει τα μετρηθέντα σήματα του μαγνητικού πεδίου συναρτήσει


του χρόνου μετά από προκλητή ακουστική αντίδραση, με κάθε καταγραφή να δίνει
τη μέση τιμή των μετρήσεων από 66 ερεθίσματα για τον έλεγχο της
επαναληψιμότητας των μετρήσεων. Η αρχή της καταγραφής αντιστοιχεί στη
χρονική στιγμή της πρόκλησης διέγερσης. Μετρήσεις των σημάτων του μαγνητικού
πεδίου έγιναν σε 12 διαφορετικές θέσεις της κεφαλής και για την κάθε θέση έγιναν
δύο καταγραφές, μίας ως προς τον άξονα Χ (άνω καταγραφή στην εικόνα) και μία
ως προς τον άξονα Υ (κάτω καταγραφή). Σε κάθε μέτρηση προσδιορίζεται το
αντίστοιχο δίπολο ρεύματος για τη χρονική στιγμή που αντιστοιχεί στην υψηλότερη
κορυφή της καταγραφής και αυτό παρουσιάζεται στο ένθετο της εικόνας με ένα
βέλος. Γενικά , το δίπολο ρεύματος πρέπει να εκτιμηθεί σε κάθε στιγμή των
μετρήσεων για τον καθορισμό του μεγέθους του , της διεύθυνσης του και της θέσης
του μέσα στον εγκέφαλο.
Το σώμα μπορεί εύκολα να μολυνθεί από μαγνητικά υλικά, π.χ. οι εργαζόμενοι με
αμίαντο εισπνέουν ίνες αμιάντου, οι οποίες περιέχουν σωματίδια οξειδίου του
σιδήρου και το οποίο δημιουργεί μαγνητικό πεδίο στους πνεύμονες των εργατών,
που το μέγεθός του μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση της ποσότητας
εισπνευσθέντος αμιάντου (εικόνα 9.35).
9.8 Τρέχουσα έρευνα για τον ηλεκτρισμό στο ανθρώπινο σώμα
Τα οστά περιέχουν κολλαγόνο (πιεζοηλεκτρικό υλικό) και όταν ασκηθεί σε αυτό
δύναμη δημιουργείται μικρό συνεχές ηλεκτρικό δυναμικό. Το κολλαγόνο διαρρέεται
κυρίως από αρνητικά φορτία και οι ανόργανοι κρύσταλλοι του οστού (απατίτης)
που βρίσκονται κοντά στο κολλαγόνο διαρρέονται από θετικά φορτία, με
αποτέλεσμα στην ένωση αυτών των δύο τύπων ημιαγωγών, το ρεύμα να ρέει
εύκολα προς τη μία διεύθυνση αλλά όχι προς την αντίθετη. Πιστεύεται ότι οι
δυνάμεις που ασκούνται στα οστά παράγουν δυναμικά που οφείλονται στο

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 85


πιεζοηλεκτρικό φαινόμενο και με τον τρόπο αυτό παράγονται ρεύματα στις επαφές
κολλαγόνου-απατίτη , που προκαλούν και ελέγχουν την αύξηση των οστών. Τα
ρεύματα είναι ανάλογα της τάσης (δύναμη ανά μονάδα επιφάνειας) και επομένως
αυξημένη μηχανική τάση οδηγεί σε επιπλέον αύξηση του οστού.
Ρεύμα τραύματος είναι ένα ασθενές συνεχές ρεύμα που παράγεται σε μία
τραυματισμένη περιοχή. Το ηλεκτρικό δυναμικό στην περιοχή του τραύματος είναι
μεγαλύτερο από αυτό των γύρω περιοχών. Έχει βρεθεί ότι ερεθισμός καταγμάτων
σε συνεχή ρεύματα έντασης 1 με 3 nA προάγει την πώρωση τους και επίσης
συμβάλλει στην επούλωση περιοχών που έχουν υποστεί έγκαυμα.
Βιοανάδραση είναι ο επηρεασμός του αυτόνομου νευρικού συστήματος από
εξωτερικά ερεθίσματα, κατά την οποία το άτομο αποτελεί συνειδητά μέρος του
κυκλώματος ανάδρασης. Έτσι παρακολουθείται η θερμοκρασία του δέρματος του
ατόμου , τα εγκεφαλικά σήματα, ή η νευρική δραστηριότητα και παρέχονται
σήματα που ενισχύονται και παρουσιάζονται στον εξεταζόμενο, ο οποίος
προσπαθεί να συγκεντρωθεί για να επιτύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε το φαινόμενο της ανάδρασης για τον έλεγχο
της εξόδου κάποιου μηχανισμού , κάποιου μέρους του σώματος, αρχικά μετράμε το
σήμα στην έξοδο για να προσδιορίσουμε τι ακριβώς συμβαίνει. Στη συνέχεια
επανατροφοδοτούμε (ανάδραση) αυτή την πληροφορία στην είσοδο για να
επηρεάσουμε την έξοδο με τον τρόπο που επιθυμούμε. Η αρνητική ανάδραση
διατηρεί σταθερό το σήμα στην έξοδο και σχετίζεται με τη ρύθμιση λειτουργιών του
σώματος . Το δυνατό φως αυξάνει την ένταση του οπτικού νευρικού σήματος προς
τον εγκέφαλο και αυτός με τη σειρά του μειώνει τη διάμετρο της ίριδας ,
μειώνοντας έτσι το σήμα του οπτικού νεύρου. Άλλα παραδείγματα είναι η αύξηση
του καρδιακού ρυθμού και του ρυθμού αναπνοής κατά τη διάρκεια άσκησης και η
χρησιμότητα του ρίγους και της εφίδρωσης για τη ρύθμιση της θερμοκρασίας του
σώματος .
Μέσω του φαινομένου της ανάδρασης , οι λειτουργίες του σώματος που κανονικά
ελέγχονται από το αυτόνομο νευρικό σύστημα μπορούν να ελεγχθούν συνειδητά.
Για παράδειγμα, μελέτες ΗΕΓ έχουν δείξει ότι ο ρυθμός α υποδηλώνει κατάσταση
χαμηλής εγρήγορσης ή ηρεμίας του σώματος και όταν ένα άτομο παρατηρήσει ότι
στο ΗΕΓ , ο ρυθμός αλλάζει σε β ρυθμό λόγω αναπτύξεως κεφαλαλγίας, το άτομο

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 86


μπορεί, ηρεμώντας πνευματικά, να πείσει τόσο τον εγκέφαλο όσο και το σώμα, να
επιστρέψει στον α ρυθμό, προλαμβάνοντας με τον τρόπο αυτό την κεφαλαλγία.
Επίσης ,είναι δυνατό να επιτευχθεί μυϊκή χαλάρωση με τη μέθοδο της
βιοανάδρασης, οπότε και το σήμα που παρουσιάζεται στον ασθενή είναι το ΗΜΓ
ενός τεταμένου μυός. Τέλος αυτή η μέθοδος έχει χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο
της υπέρτασης, των επιπέδων οξύτητας στο στόμαχο και των καρδιακών
αρρυθμιών.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 87


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Ήχος και ομιλία

Το εύρος των ακουστών ήχων ορίζεται συνήθως μεταξύ των 20 και 20.000 Hz . Οι
υπόηχοι έχουν συχνότητες μικρότερες από 20 Hz και δεν είναι ακουστοί , ενώ οι
υπέρηχοι έχουν συχνότητες μεγαλύτερες από 20.000 Hz και δεν είναι επίσης
ακουστοί.
10.1 Γενικές ιδιότητες των ήχων
10.1.1 Φυσικές ιδιότητες των ήχων
Ένα ηχητικό κύμα είναι μια μηχανική ταλάντωση σε αέριο, υγρό ή στερεό μέσο, η
οποία διαδίδεται από την πηγή με καθορισμένη ταχύτητα. Στην εικόνα 10.1α
παριστάνεται το διάφραγμα ενός μεγαφώνου ,το οποίο ταλαντώνεται στον αέρα με
συχνότητα f. Οι ταλαντώσεις προκαλούν τοπικές αυξήσεις και μειώσεις της πίεσης
ως προς την ατμοσφαιρική πίεση (εικόνα 10.1β), Αυτές οι αυξήσεις , που
ονομάζονται πυκνώματα, και οι μειώσεις, που ονομάζονται αραιώματα,
διαδίδονται προς τα έξω αποτελώντας ένα διάμηκες κύμα, δηλαδή κύμα , στο οποίο
τα μόρια του αέρα κινούνται εμπρός και πίσω , κατά τη διεύθυνση διάδοσης του
κύματος. Επίσης τα πυκνώματα και τα αραιώματα μπορούν να περιγραφούν από τις
μεταβολές της πυκνότητας και από τις μετατοπίσεις των ατόμων και των μορίων
από τη θέση ισορροπίας τους.
Η σχέση μεταξύ της συχνότητας ταλάντωσης f , του μήκους κύματος λ και της
ταχύτητας v του ηχητικού κύματος είναι:
v=λf
Το κύμα μεταφέρει ενέργεια , τόσο με τη μορφή δυναμικής ενέργειας, όσο και με
τη μορφή κινητικής. Ως ένταση Ι του ήχου ορίζεται η ενέργεια ανά δευτερόλεπτο (1
J/s = 1 watt), η οποία μεταφέρεται από το ηχητικό κύμα μέσω μιας εγκάρσιας
διατομής, εμβαδού m2 ( μονάδα έντασης watts/ m2). Για επίπεδο κύμα, η ένταση Ι
δίνεται από τη σχέση:
Ι = 1/2 ρvA2(2πf)2 = 1/2 Z(Aω)2
όπου ρ είναι η πυκνότητα του μέσου διάδοσης, v είναι η ταχύτητα του ήχου, f είναι
η συχνότητα, ω=2πf είναι η κυκλική συχνότητα σε rad/s, Α είναι το πλάτος μέγιστης

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 88


απομάκρυνσης των ατόμων ή των μορίων από τη θέση ισορροπίας τους και Ζ=ρv
είναι η ακουστική εμπέδηση ή σύνθετη ακουστική αντίσταση. Η ακουστική
εμπέδηση παίζει σημαντικό ρόλο στους υπολογισμούς της ανάκλασης ή διάδοσης
του ήχου κατά την πρόσπτωση του σε κάποιο εμπόδιο ή μέσο, στο οποίο η
ταχύτητα του ήχου μεταβάλλεται. Η ένταση δίνεται επίσης από τη σχέση:
Ι = P2/2Z
όπου P είναι η μέγιστη μεταβολή ως προς την ατμοσφαιρική πίεση.
10.1.2 Επίπεδο ένταση των ήχων – Το Decibel (dB)
Για τη μέτρηση της έντασης των ήχων χρησιμοποιείται το bel , μια ειδική μονάδα η
οποία συγκρίνει τις εντάσεις δύο ήχων και ορίζεται από τη σχέση log10(I2/I1), όπου
I2/I1 είναι ο λόγος των δύο ηχητικών εντάσεων. Επειδή το bel είναι σχετικά μεγάλη
μονάδα, συνήθως χρησιμοποιείται το δέκατο του bel ή decibel (dB), δηλαδή 1 bel=
10 dB.
Το επίπεδο έντασης του ήχου, LΙ, όπως μετρείται συνήθως, ορίζεται από την
εξίσωση :
LΙ(dB) = 10 log10(I2/I1)
όπου η μονάδα μέτρησης είναι το decibel.
Ομοίως , το επίπεδο πίεσης του ήχου, Lp, ορίζεται από την εξίσωση:
Lp (dB) = 20 log10 (P2/P1)
η οποία προκύπτει από την ιδιότητα των λογαρίθμων, ότι , για κάθε x , log10(x2) = 2
log10(x), καθώς και από το γεγονός ότι η ένταση , Ι, είναι ανάλογη του τετραγώνου
της πίεσης , P2.
Για τις ακουστικές δοκιμασίες , εξυπηρετεί να χρησιμοποιείται μια ηχητική ένταση
αναφοράς ( ή ηχητική πίεση) με την οποία να μπορούν να συγκρίνονται άλλες
ηχητικές εντάσεις. Η ηχητική ένταση αναφοράς είναι ίση με Ι 0 = 10-12 W/m2 και
αντιστοιχεί σε ηχητική πίεση αναφοράς ίση με P0 = 2 x 10-5 Pa.
Αν η ένταση του ήχου δίνεται σε dB , χωρίς αναφορά σε κάποια άλλη ένταση,
μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ένταση αναφοράς είναι η Ι0. Ο πιο έντονος ήχος ,
τον οποίο μπορεί να αντέξει το ανθρώπινο ους χωρίς πόνο είναι περίπου LΙ = 120
dB, στον οποίο αντιστοιχεί Ι/ Ι0 = 1012 και P/ P0 = 106.
10.1.3 Ανάκλαση και διάδοση των ήχων σε διαχωριστικές επιφάνειες
Ανάκλαση

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 89


Όταν ένα ηχητικό κύμα προσκρούει στο σώμα, ή σε υλικό μέσο όπου η ταχύτητα
του ήχου μεταβάλλεται, μέρος του κύματος ανακλάται και μέρος του διαδίδεται,
δηλαδή συνεχίζει την πορεία του (εικόνα 10.2), Ο λόγος του πλάτους της
ανακλώμενης πίεσης, R, προς το πλάτος της προσπίπτουσας πίεσης, Α0, εξαρτάται
από την ακουστική εμπέδηση των δύο μέσων διάδοσης, Ζ1 και Ζ2 σύμφωνα με τη
σχέση:
R/ Α0 = (Ζ2- Ζ1)/( Ζ1+ Ζ2)
Για ένα ηχητικό κύμα, το οποίο από τον αέρα προσπίπτει πάνω στο σώμα, Ζ1 είναι
η ακουστική εμπέδηση του αέρα και Ζ2 είναι η ακουστική εμπέδηση του ιστού. Για
ένα ηχητικό κύμα που μεταδίδεται από ένα μέσο προς κάποιο άλλο, μέσα στο
σώμα, Ζ1 είναι η ακουστική εμπέδηση της πρώτης περιοχής και Ζ2 είναι η εμπέδηση
της δεύτερης. Επισημαίνεται ότι εάν Ζ1 = Ζ2, δεν υπάρχει ανακλώμενο κύμα και η
διάδοση στο δεύτερο μέσο είναι πλήρης και εάν Ζ2 < Ζ1, η αλλαγή του προσήμου
υποδηλώνει διαφορά φάσης ίση με 180ο στο ανακλώμενο κύμα.
Διαδιδόμενος ήχος
Ο λόγος του πλάτους της διαδιδόμενης πίεσης Τ προς το πλάτος του
προσπίπτοντος κύματος Α0 είναι:
Τ/ Α0 = 2 Ζ2/( Ζ1+ Ζ2)
Παρόλο που οι παραπάνω εξισώσεις δίνουν το λόγο του πλάτους των πιέσεων, τα
μεγέθη που μετρώνται είναι η ανακλώμενη και η διαδιδόμενη ένταση.
Στις περιπτώσεις που η ακουστική εμπέδηση μεταξύ των δύο μέσων διαφέρει
σημαντικά, παρατηρείται σχεδόν ολική ανάκλαση της έντασης του ήχου. Αυτός είναι
ο λόγος για τον οποίο οι ήχοι της καρδιάς διαδίδονται ασθενώς στον αέρα από το
τοίχωμα του θώρακα και για να γίνουν ακουστοί είναι απαραίτητη η χρήση ενός
στηθοσκοπίου, που παίζει το ρόλο του μέσου προσαρμογής των δύο εμπεδήσεων.
10.2 Το σώμα ως τύμπανο ( Η επίκρουση στην ιατρική)
Η χρήση της επίκρουσης στο σώμα για διαγνωστικούς λόγους, στηρίζεται στους
διαφορετικούς ήχους που ακούγονται με το χτύπημα του θώρακα του ασθενούς σε
διάφορα σημεία.
Σύμφωνα με τον Auenbrugger , οποίος περιέγραψε τους ήχους οι οποίοι
ακούγονται από υγιή άτομα και αυτούς που ακούγονται από ασθενείς, με την
επίκρουση μπορεί να γίνει διάγνωση του καρκίνου, της παρουσίας μη

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 90


φυσιολογικών κοιλοτήτων σε κάποιο όργανο και των παθήσεων, οι οποίες
σχετίζονται με συλλογή υγρού στην περιοχή του θώρακα.
10.3 Το στηθοσκόπιο
Το στηθοσκόπιο (απλό «ακουστικό») επιτρέπει στο γιατρό να ακούει τους ήχους
που παράγονται μέσα στο σώμα, κυρίως στην καρδιά και τους πνεύμονες, αλλά και
στις αρθρώσεις και στις εστενωμένες αρτηρίες. Η ακρόαση τέτοιων ήχων με τη
βοήθεια στηθοσκοπίου ονομάζεται έμμεση ακρόαση, ή απλά ακρόαση.
Το στηθοσκόπιο που χρησιμοποιείται σήμερα αποτελείται από τον κώδωνα , ο
οποίος μπορεί να είναι ανοιχτός ή να καλύπτεται με λεπτό διάφραγμα, από τη
σωλήνωση και τα ωτικά άκρα (εικόνα 10.4).
Ο ανοιχτός κώδωνας χρησιμεύει στην προσαρμογή της εμπέδησης μεταξύ του
δέρματος και του αέρα και συλλέγει ήχους από την επιφάνεια με την οποία
βρίσκεται σε επαφή. Το δέρμα του ασθενούς υπό τον ανοιχτό κώδωνα
συμπεριφέρεται ως διάφραγμα και έχει μια ιδιοσυχνότητα συντονισμού, στην
οποία διαδίδει τους ήχους της καρδιάς πιο αποτελεσματικά, Αυτή η συχνότητα
ελέγχεται από τη διάμετρο του κώδωνα και την πίεση με την οποία ο κώδωνας
κρατείται πάνω στο δέρμα, με αποτέλεσμα όσο πιο πολύ πιέζεται στο δέρμα, τόσο
μεγαλύτερη να είναι η συχνότητα συντονισμού , ενώ όσο μεγαλύτερη είναι η
διάμετρος του κώδωνα, τόσο χαμηλότερη να είναι η συχνότητα συντονισμού του
δέρματος. Με την αλλαγή του μεγέθους του κώδωνα και τη μεταβολή της πίεσης
του ανοιχτού κώδωνα στο δέρμα, συνεπώς και της τάσης του δέρματος, είναι
δυνατή η αύξηση του εύρους των ήχων ενδιαφέροντος.
Ο κλειστός κώδωνας είναι απλά ένας κώδωνας με διάφραγμα γνωστής συχνότητας
συντονισμού, συνήθως υψηλής, ο οποίος αφαιρεί του ήχους χαμηλής συχνότητας .
Η συχνότητα συντονισμού του ελέγχεται από τους ίδιος παράγοντες που ελέγχουν
και την αντίστοιχη συχνότητα του ανοιχτού κώδωνα. Το στηθοσκόπιο του κλειστού
κώδωνα χρησιμοποιείται κυρίως για την ακρόαση των ήχων των πνευμόνων, των
οποίων η συχνότητα είναι υψηλότερη από τη συχνότητα των ήχων της καρδιάς και
στην εικόνα 10.5 δείχνει το τυπικό εύρος συχνοτήτων των δύο οργάνων.
Εφόσον το στηθοσκόπιο είναι ένα σύστημα, το οποίο καταλήγει σε άκρο
καλυπτόμενο από ένα διάφραγμα ευαίσθητο στην πίεση-το τύμπανο του ωτός-
είναι επιθυμητό ο όγκος του κώδωνα να είναι όσο το δυνατό μικρότερος. Έτσι όσο

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 91


μικρότερος είναι ο όγκος του αερίου στον κώδωνα , τόσο μεγαλύτερη είναι η
μεταβολή της πίεσης για δεδομένη κίνηση του διαφράγματος στο άκρο του
κώδωνα.
Επίσης πρέπει ο όγκος των σωλήνων να είναι μικρός, καθώς και η απώλεια του
ήχου λόγω τριβής στα τοιχώματά τους να είναι η μικρότερη δυνατή. Για να
επιτευχθεί μικρός όγκος σωληνώσεων θα πρέπει αυτοί να είναι μικρού μήκους και
διαμέτρου, ενώ για να επιτύχουμε μικρές τριβές, θα πρέπει οι σωλήνες να είναι
μεγάλης διαμέτρου, με συνέπεια αν η τελευταία είναι πολύ μικρή, οι απώλειες
λόγω τριβής να είναι σημαντικές. Αντιθέτως εάν η διάμετρος του είναι πολύ μεγάλη
, ο όγκος του κινούμενου αέρα είναι πολύ μεγάλος. Και στις δύο περιπτώσεις η
απόδοση μειώνεται. Κάτω των 100 περίπου Hz , το μήκος του σωλήνα δεν
επηρεάζει σημαντικά την απόδοση, αλλά για μεγαλύτερες συχνότητες, η απόδοση
μειώνεται καθώς ο σωλήνας επιμηκύνεται. Έτσι στα 200 Hz , έχουμε απώλεια 15 dB
κατά την αλλαγή σωλήνα μήκους 7,5 cm με άλλον μήκους 66 cm, με συμβιβαστική
λύση να είναι ένας σωλήνας μήκους περίπου ίσου με 25 cm και διαμέτρου 0,3 cm.
Τα ωτικά άκρα πρέπει να εφαρμόζουν απόλυτα στα ώτα, διότι η διαρροή του αέρα
μειώνει τους ήχους που ακούγονται και η διαρροή αυτή είναι πιο σημαντική, όσο
χαμηλότερη είναι η συχνότητα τους. Η κακή εφαρμογή επιτρέπει επίσης στο
θόρυβο του υποστρώματος να γίνεται ακουστός, για αυτό τον λόγο, τα ωτικά άκρα
είναι συνήθως κατασκευασμένα έτσι ώστε να ακολουθούν την ελαφρά προς τα
εμπρός κλίση του έξω ακουστικού πόρου.
10.4 Η παραγωγή της ομιλίας (φώνηση)
Οι φυσιολογικοί ήχοι της ομιλίας παράγονται με τη ρύθμιση της ροής του
εκπνεόμενου αέρα και για την παραγωγή των περισσότερων από αυτούς οι
πνεύμονες παρέχουν ρεύμα αέρα, το οποίο περνά μέσω των φωνητικών χορδών
(πτυχών), οι οποίες μερικές φορές αναφέρονται ως γλωττίδα, και προκαλεί την
ταλάντωσή τους , με αποτέλεσμα τη ρύθμιση της ροής του αέρα. Ο τελευταίος στη
συνέχεια διέρχεται μέσω πολλών κοιλοτήτων των φωνητικών οργάνων, πριν εξέλθει
από το σώμα μέσω του στόματος και σε μικρό βαθμό μέσω των ρωθώνων (εικόνα
10.6). Οι ήχοι της ομιλίας που παράγονται με αυτόν τον τρόπο είναι τα φωνήεντα
και μερικά από τα σύμφωνα. Άφωνοι ήχοι ονομάζονται τα σύμφωνα που
παράγονται στη στοματική κοιλότητα χωρίς την χρήση των φωνητικών χορδών, π.χ.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 92


όπως τα π, τ, κ, σ, θ και χ, και αυτοί παράγονται διά της οδού του εκπνεόμενου
αέρα από εστενωμένους χώρους που σχηματίζονται με τη γλώσσα, τα δόντια, τα
χείλη και την υπερώα.
Για την λεπτομερή μελέτη του μηχανισμού της φωνής από ακουστική άποψη,
χρησιμοποιούμε ένα μοντέλο της φωνητικής οδού (εικόνα 10.7). Σε αυτό το μοντέλο
, ο ήχος παράγεται από τις φωνητικές χορδές και τροποποιείται επιλεκτικά ή
φιλτράρεται από τρεις κοιλότητες.
Οι φωνητικές χορδές βρίσκονται στο λάρυγγα, ο οποίος αποτελεί την προς τα
πάνω συνέχεια της τραχείας (εικόνες 10.6 και 10.7). Η εικόνα 10.8 παρουσιάζει τις
φωνητικές χορδές όπως φαίνονται από πάνω και η εικόνα 10.9 παρουσιάζει μια
πρόσθια κατακόρυφη διατομή του λάρυγγα. Κατά τη διάρκεια της φυσιολογικής
αναπνοής οι χορδές διαχωρίζονται πλήρως και σχηματίζουν ένα τριγωνικό άνοιγμα
(εικόνα 10.8α) , ενώ κατά την παραγωγή των φωνητικών ήχων, αυτές πλησιάζουν
μεταξύ τους με τη λειτουργία μυών (εικόνα 10.8β), αέρας εκπνέεται από τους
πνεύμονες , η πίεση κάτω από τις φωνητικές χορδές αυξάνεται και οι κλειστές
χορδές ανοίγουν. Ως αποτέλεσμα ακολουθεί γρήγορη ροή αέρα προς τα πάνω, η
οποία προκαλεί πτώση της πίεσης μεταξύ των χορδών λόγω του φαινομένου
Bernoulli, και η πτώση αυτή , σε συνδυασμό με τις ελαστικές δυνάμεις των ιστών
αναγκάζει τις χορδές να πλησιάσουν , μικραίνοντας το μεταξύ τους άνοιγμα και
μειώνοντας έτσι την ταχύτητα του αέρα. Γλωττιδικό ηχητικό κύμα είναι το
αποτέλεσμα που προκύπτει λόγω της μειωμένης ταχύτητας του αέρα, η οποία
αυξάνει την πίεση κάτω από τις χορδές και επαναλαμβάνεται η ίδια διαδικασία.
Η θεμελιώδης συχνότητα του σύνθετου αυτού κύματος εξαρτάται από την μάζα
και την τάση των φωνητικών χορδών. Έτσι για τους άνδρες , των οποίων οι χορδές
έχουν μεγαλύτερες διαστάσεις και μάζα από αυτές των γυναικών, η τυπική
θεμελιώδης συχνότητα είναι περίπου 125 Hz , ενώ η αντίστοιχη για τις γυναίκες
είναι περίπου μία οκτάβα υψηλότερη, δηλαδή ίση με 250 Hz.
Το γλωττιδικό ηχητικό κύμα περνά μέσα από διάφορες φωνητικές κοιλότητες- τη
φαρυγγική , στομαχική και ρινική , οι οποίες το τροποποιούν (εικόνα 10.7). Το
σχήμα της φαρυγγικής και των ρινικών κοιλοτήτων είναι ιδιαίτερο για κάθε
άνθρωπο και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τον ήχο της φωνής και επίσης δεν μπορεί
να μεταβληθεί σημαντικά εκτός εάν μιλήσετε με κλειστή μύτη. Οίδημα των ιστών

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 93


οφειλόμενο σε κρυολόγημα θα τις επηρεάσει και θα προκαλέσει αλλαγή στη φωνή.
Η στοματική κοιλότητα αλλάζει σχήμα με την κίνηση της γλώσσας, της κάτω γνάθου
, της μαλθακής υπερώας και των παρειών για να παραχθούν διαφορετικοί
φωνητικοί ήχοι. Ειδικά η γλώσσα, η υπερώα και οι παρειές χρησιμεύουν για την
επιλογή των επιθυμητών ήχων από το σύνθετο περιοδικό κύμα.
Οι ήχοι που παράγονται κατά την ομιλία μπορεί να αλλάξουν σημαντικά όταν
υπάρχει λυκόστομα. , το οποίο είναι μία συγγενής (εκ γενετής) ανωμαλία, που
συνίσταται σε σχισμή της υπερώας και μπορεί να αφορά τόσο στη σκληρή όσο και
στη μαλθακή υπερώα (εικόνα 10.6).
Στην εικόνα 10.10α φαίνεται σχηματικά η ταχύτητα του αέρα στην περιοχή της
γλωττίδας, στην εικόνα 10.10β φαίνονται οι τροποποιήσεις από τη φωνητική οδό
και στην εικόνα 10.10γ το εκπεμπόμενο ηχητικό κύμα. Είναι δυνατόν ο σύνθετος
ήχος να αναλυθεί στις συνιστώσες συχνότητες και να καθοριστεί το πλάτος αυτών
με μία μέθοδο, την ανάλυση Fourier (εικόνα 10.10ά ). Στην εικόνα 10.10β΄
φαίνονται τα χαρακτηριστικά διάδοσης του ήχου της φωνητικής οδού και η
επίδραση των χαρακτηριστικών διάδοσης της στις συνιστώσες συχνότητες του ήχου
της γλωττίδας, παράγει το ηχητικό φάσμα που φαίνεται στην εικόνα 10.10γ΄. Η
ανθρώπινη ομιλία αποτελείται από πολλούς γλωττιδικούς ήχους, ειδικά
τροποποιημένους από τη φωνητική οδό και ο συγχρονισμός ελέγχεται από το
νευρικό σύστημα.
10.4.1 Ισχύς των ήχων και των λέξεων
Παρά την μικρή ενέργεια (κινητική και δυναμική) και μέση ισχύ, των λέξεων,
μπορούμε να τις ακούμε λόγω της μεγάλης ευαισθησίας του ωτός. Οι ήχοι των
φωνηέντων περιέχουν μεγαλύτερη ισχύ από τους ήχους των συμφώνων , με
αποτέλεσμα τα πρώτα να ακούγονται και να κατανοούνται ευκολότερα από τα
δεύτερα.
Οι ασθενείς, που έχουν υποβληθεί σε λαρυγγεκτομή , μπορούν να μάθουν να
καταπίνουν αέρα και με τη χρήση ελεγχόμενης ερυγής (ρεψίματος) , στο ρόλο του
τεχνητού λάρυγγα, να παράγουν φωνητικούς ήχους.
10.4.2 Εξέταση των φωνητικών χορδών
Μερικές φορές η απώλεια της φωνής, οι φωνητικές διαταραχές ή το βράγχος της
φωνής οφείλονται σε εμπόδιο ή πολύποδα στις φωνητικές χορδές, όπου σε τέτοιες

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 94


περιπτώσεις επιβάλλεται η εξέταση των φωνητικών χορδών. Μία μέθοδος
εξέτασης, η οποία ονομάζεται έμμεση λαρυγγοσκόπηση, χρησιμοποιεί μια πηγή
φωτός που κατευθύνεται προς το φάρυγγα και ένα υπό γωνία κάτοπτρο που
τοποθετείται σε αυτόν. Το φως προσπίπτει στο κάτοπτρο όπου ανακλάται προς τις
χορδές και η εικόνα τους , επιστρέφουσα , ανακλάται και πάλι στο κάτοπτρο και
κατευθύνεται προς τον οφθαλμό του εξετάζοντος. Μερικές φορές η μέθοδος αυτή
δεν δίνει αρκετές πληροφορίες και χρησιμοποιείται η άμεση λαρυγγοσκόπηση , η
οποία συνίσταται στην εισαγωγή ενός ευλύγιστου ενδοσκοπίου μέσω του στόματος,
στην περιοχή του λάρυγγα για πληρέστερη εξέταση. Άλλες μέθοδοι που
χρησιμοποιούνται για την εξέταση των φωνητικών χορδών είναι η απεικόνιση
μαγνητικού συντονισμού (MRI) , οι υπέρηχοι και ακτινολογικές μέθοδοι (π.χ.
ακτινογραφία, υπολογιστική τομογραφία, κτλ.).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 95


Φυσική του ωτός και της ακοής

Η αίσθηση της ακοής επιτελείται από τη συνεργασία των εξής συνιστωσών: α) του
μηχανικού συστήματος που συλλέγει και μεταδίδει τις ηχητικές πληροφορίες ώστε
να διεγερθούν τα τριχωτά κύτταρα στον κοχλία, β) των αισθητηρίων κυττάρων που
παράγουν τα δυναμικά δράσης, καθώς και των κοχλιακών νεύρων που μεταδίδουν
αυτά τα δυναμικά και γ) του ακουστικού φλοιού , του τμήματος δηλαδή του
εγκεφάλου που αποκωδικοποιεί και μεταφράζει τα σήματα των κοχλιακών νεύρων.
Η κώφωση ή η βαρηκοΐα μπορεί να προέλθει από τη δυσλειτουργία οποιουδήποτε
από αυτά τα μέρη.
11.1 Το ους και η ακοή
Στην εικόνα 11.1 παρουσιάζονται τα περισσότερα από τα μέρη του ωτός που
σχετίζονται με την ακοή. Το ους είναι ένας έξυπνα κατασκευασμένος μετατροπέας
των πολύ ασθενών μηχανικών ηχητικών κυμάτων του αέρα, σε ηλεκτρικές ώσεις στο
κοχλιακό νεύρο, που συνήθως χωρίζεται σε τρία μέρη: το έξω ους , το μέσον ους και
το έσω ους.
11.2 Το έξω ους
Το έξω ους περιλαμβάνει το πτερύγιο, τον έξω ακουστικό πόρο, ο οποίος
καταλήγει στο τύμπανο. Το πτερύγιο είναι το λιγότερο σημαντικό τμήμα του
ακουστικού συστήματος και συνεισφέρει μόνο, ως χοάνη, στην αγωγή των ηχητικών
κυμάτων στον ακουστικό πόρο και μπορεί να αφαιρεθεί τελείως , χωρίς
παρατηρήσιμη απώλεια της ακοής. Ο άνθρωπος έχει 9 ατροφικούς μυς που
εξυπηρετούν την κίνηση των πτερυγίων και οι περισσότεροι δεν διαθέτουν την
απαραίτητη νεύρωση για την ενεργοποίηση αυτών των μυών.
Ο έξω ακουστικός πόρος , που εκτός του ρόλου του ως αποθήκης κυψέλης,
εξυπηρετεί και στην αύξηση της ευαισθησίας του ωτός στην περιοχή των 3.000 έως
4.000 Hz , έχει μήκος 2,5 cm και διάμετρο περίπου ίση με τη διάμετρο ενός
μολυβιού. Η ευαισθησία του ωτός φαίνεται στην εικόνα 11.2.
Το τύμπανο ή τυμπανικός υμένας που έχει πάχος περίπου ίσο με 0,1 mm και
εμβαδόν περίπου ίσο με 65 mm2, μεταφέρει τις ταλαντώσεις του αέρα, στα οστάρια
του μέσου ωτός. Λόγω της έκκεντρης προσάρτησης της σφύρας (εικόνα 11.3α) , ο
τυμπανικός υμένας δεν ταλαντώνεται συμμετρικά όπως η μεμβράνη ενός τυμπάνου

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 96


(μουσικό όργανο) και η μετατόπισή του είναι εξαιρετικά μικρή αφού πρέπει να είναι
μικρότερη από την κίνηση των μορίων του αέρα στο ηχητικό κύμα. Η μετατόπιση
αυτή στο κατώφλι της ακοής στα 3.000 Hz (εικόνα 11.2) είναι περίπου ίση με 10-11
m, ενώ στις χαμηλότερες συχνότητες που μπορούμε να ακούμε (περίπου 20 Hz), η
μετατόπιση του τυμπάνου μπορεί να φτάσει τα 10-7 cm. Σε ηχητικές πιέσεις πάνω
από 160 dB το τύμπανο μπορεί να υποστεί διάτρηση και επειδή αποτελείται από
ζώντα κύτταρα, επουλώνεται, υπό φυσιολογικές συνθήκες, όμοια με τους άλλους
ζώντες ιστούς.
11.3 Το μέσον ους
Τα οστάρια (εικόνες 11.1 και 11.3) που είναι τρία μικρά οστά και είναι πλήρως
ανεπτυγμένα πριν από τη γέννηση, παίζουν σημαντικό ρόλο στην προσαρμογή της
εμπέδησης του τυμπάνου , με την εμπέδησή των, γεμάτων υγρό, κλιμάκων του
κοχλία. Είναι διατεταγμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να μεταδίδουν με καλή απόδοση
τις ταλαντώσεις από το τύμπανο στο έσω ους, η διάδοση των οποίων στα οστά του
κρανίου είναι ασθενής ακόμα και εάν πρόκειται για τις μεγάλες δονήσεις από τις
φωνητικές χορδές.
Στο μέσον ους ενισχύεται η ηχητική πίεση που φθάνει μέσω του τυμπάνου διότι τα
οστάρια δρουν ως μοχλός και επίσης ενίσχυση συμβαίνει λόγω του σχετικά
μεγάλου εμβαδού του τυμπάνου σε σχέση με το εμβαδόν της ωοειδούς θυρίδας. (η
ωοειδής θυρίδα αντιστοιχεί στην αιθουσαία κλίμακα του κοχλία και επί αυτής
εφαρμόζεται η βάση του αναβολέα). Η ενίσχυση του μοχλού παριστάνεται
σχηματικά στην εικόνα 11.4β , η οποία δείχνει ότι η ροπή που παράγεται από το
γινόμενο της δύναμης Fm επί το βραχίονα του μοχλού Lm , ισοδυναμεί με τη ροπή
που παράγεται από το γινόμενο της δύναμης στην ωοειδή θυρίδα F0 επί το
βραχίονα του μοχλού L0:
Fm Lm = F0 L0
Η σχέση αυτή μπορεί να τροποποιηθεί περαιτέρω, αν αντικαταστήσουμε τις δύο
δυνάμεις με το γινόμενο της πίεσης επί το εμβαδόν του τυμπάνου και της ωοειδούς
θυρίδας, αντίστοιχα, δηλαδή, Fm = PmAm και F0 = P0A0 . Έτσι :
PmAm Lm = P0A0 L0
και:
(P0/Pm) = (Am/ A0)( Lm/ L0).

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 97


Η δράση του μοχλού ενισχύει τη δύναμη κατά ένα παράγονται ίσο περίπου με
( Lm/ L0) = 1,3 και ο λόγος του εμβαδού της ενεργού επιφάνειας του τυμπάνου προς
το εμβαδόν της ενεργού επιφάνειας της βάσης του αναβολέα είναι Am/ A0 = 15. Η
τελευταία ενίσχυση μαζί με την 1,3 του μοχλού , έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση
της πίεσης ίση περίπου με 20 και εάν αυτό μετατραπεί σε dB , το μέσον ους παρέχει
ενίσχυση στο λόγο των πιέσεων , περίπου ίση με 26 dB , με αποτέλεσμα να
βελτιώνεται η απόδοση και η ευαισθησία της ακοής. Ένας άλλος τρόπος θεώρησης
της ενίσχυσης είναι, να πούμε ότι αυτή είναι το αποτέλεσμα της καλής
προσαρμογής της εμπέδησης που κάνει το μέσον ους , μεταξύ του ήχου που
διαδίδεται στον αέρα κατά την είσοδό του στο έξω ους και των ηχητικών
ταλαντώσεων που παράγονται στο υγρό του έσω ωτός. Με τον όρο προσαρμογή της
εμπέδησης, εννοούμε ότι το μέσον ους παρέχει ικανοποιητική σύζευξη της
ενέργειας του ήχου στον αέρα στον τυμπανικό υμένα με την ενέργεια του ήχου στο
υγρό του κοχλία.
Στο μέσον ους, οι κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν την εμπέδηση είναι η
ακαμψία του τυμπάνου και η μάζα του . Η προσαρμογή της εμπέδησης στο ους
είναι αρκετά καλή στις συχνότητες μεταξύ 400 και 4.000 Hz και κάτω από 400 Hz
μειώνεται διότι η ακαμψία είναι πολύ μεγάλη, ενώ πάνω από 4.000 Hz επίσης
μειώνεται διότι η μάζα του τυμπάνου είναι μεγάλη για να ανταποκριθεί σωστά.
Οι δυνατοί ήχοι μπορεί να προκαλέσουν βλάβη στην αίσθηση της ακοής και για
αυτό το σώμα διαθέτει έναν μηχανισμό που του παρέχει προστασία από αυτούς. Ο
μυς του αναβολέα, ο οποίος καταφύεται στον αναβολέα, και ο τείνων το τύμπανο
μυς, ο οποίος καταφύεται στη σφύρα, ώστε να τη συγκρατεί, παίζουν σημαντικό
ρόλο στην προστασία του ωτός από τους δυνατούς ήχους. Οι τελευταίοι προκαλούν
σύσπαση των μυών αυτών που έχουν ανταγωνιστική δράση, και αμβλύνουν τη
μεταβίβαση των δονήσεων διά των οσταρίων. Με τον τρόπο αυτό , μειώνεται η
ένταση του ήχου που φθάνει στο έσω ους κατά 15 dB , όμως για να αντιδράσουν
αυτοί οι μύες, χρειάζονται περίπου 15 ms ή και περισσότερο και αυτό το σύντομο
χρονικό διάστημα μπορεί να είναι αρκετό για την πρόκληση βλάβης.
11.4 Οι ευσταχιανές σάλπιγγες
Οι ευσταχιανές σάλπιγγες συνδέουν το μέσον ους με το πίσω μέρος της
στοματικής κοιλότητας. Εξυπηρετούν ως σωλήνες παροχέτευσης για τα υγρά που

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 98


παράγονται στο μέσον ους, αλλά κυρίως δρουν ρυθμιστικά στην εξίσωση της πίεσης
του αέρα του μέσου ωτός με την ατμοσφαιρική καθώς ανοίγουν στιγμιαία. Τον
περισσότερο χρόνο πρέπει να παραμένουν κλειστές , εάν όμως παραμείνουν
συνεχώς κλειστές ή ανοιχτές για πολλές ώρες, μπορούν να προκληθούν
προβλήματα.
Η εξίσωση της πίεσης μπορεί να συμβεί αυτόματα, χωρίς την κίνηση της γνάθου,
εάν η πίεση του περιβάλλοντα αέρα μειωθεί. Η ευσταχιανή σάλπιγγα είναι
μικρότερη σε διάμετρο από ότι φαίνεται στις εικόνες 11.1 και 11.4 και φυσιολογικά
παραμένει περισσότερο κλειστή παρά ανοιχτή. Ο αέρας στο μέσον ους , υπό
φυσιολογικές συνθήκες , απορροφάται αργά στους ιστούς, μειώνοντας την πίεση
στην εσωτερική πλευρά του τυμπάνου και εάν για κάποιο λόγο η ευσταχιανή
σάλπιγγα δεν ανοίξει, δημιουργείται διαφορά πίεσης εκατέρωθεν του τυμπάνου,
που το ωθεί προς τα μέσα και μειώνει την ευαισθησία του ωτός. Συνήθεις αιτίες για
την αποτυχία αυτού του συστήματος εξίσωσης των πιέσεων , είναι η απόφραξη της
σάλπιγγας από υγρά μεγάλης γλοιότητας που προέρχονται από κρυολόγημα ή
οίδημα των ιστών γύρω από την είσοδο της. Για διαφορά πίεσης , περίπου 8 kPa ή
1/12 atm , προκαλείται πόνος.
11.5 Το έσω ους
Το έσω ους , το οποίο είναι κρυμμένο βαθιά μέσα στο σκληρότερο οστό του
σώματος, το λιθοειδές οστό του κρανίου, αποτελεί το καλύτερα προστατευμένο
ανθρώπινο αισθητήριο όργανο (εικόνες 11.1 και 11.4α) και περιλαμβάνει έναν
μικρό, σπειροειδή και γεμάτο υγρό σχηματισμό που ονομάζεται κοχλίας. Όταν το
τύμπανο κινείται, η ταλάντωση μεταδίδεται στα οστάρια του μέσου ωτός, φθάνει
στην ελαστική μεμβράνη που καλύπτει την ωοειδή θυρίδα του κοχλία και από εκεί
στο υγρό που βρίσκεται μέσα στον κοχλία (εικόνα 11.4α). Αυτές οι ταλαντώσεις
προκαλούν την κίνηση του ελαστικού βασικού υμένα, η οποία διεγείρει τα τριχωτά
κύτταρα του οργάνου του Corti , τα οποία παράγουν ηλεκτρικές ώσεις (δυναμικά
δράσης). Τα σήματα αυτά άγονται στον εγκέφαλο διά του κοχλιακού νεύρου- μια
δεσμίδα 28.000 νευρικών ινών, που τον πληροφορούν , ποια μέρη του κοχλία έχουν
διεγερθεί από τον ήχο (εικόνες 11.1 και 11.5). Το κοχλιακό νεύρο πολύ σύντομα
κατά την πορεία του ενώνεται με το αιθουσαίο νεύρο και έτσι σχηματίζεται το

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 99


ακουστικό νεύρο και επίσης παρέχει πληροφορίες τόσο για τη συχνότητα, όσο και
για την ένταση των ήχων που ακούμε.
Ο κοχλίας έχει μέγεθος περίπου ίσο με το άκρο του μικρού δακτύλου και μήκος
περίπου ίσο με 3,4 cm , εάν ευθειάζαμε τις σπείρες του (εικόνα 11.4α), και είναι
χωρισμένος σε τρία μικρά διαμερίσματα, τις κλίμακες, γεμάτες υγρό, που
διατρέχουν όλο το μήκος του, όπως φαίνεται στη διατομή της εικόνας 11.5. Η
ωοειδής θυρίδα βρίσκεται στο άκρο της αιθουσαίας κλίμακας, η μεσαία κλίμακα
είναι ο κοχλιακός πόρος και η τρίτη είναι η τυμπανική κλίμακα. Η αιθουσαία και η
τυμπανική κλίμακα βρίσκονται στην περιφέρεια του σπειροειδούς σχηματισμού και
επικοινωνούν στην κορυφή του και το υγρό που πληροί τις δύο αυτές κλίμακες
είναι η έξω λέμφος και προέρχεται από το ΕΝΥ , ενώ ο κοχλιακός πόρος πληρούται
από την έσω λέμφο. Η πίεση που παράγεται στην ωοειδή θυρίδα της αιθουσαίας
κλίμακας από τον αναβολέα, μεταδίδεται μέσω της κλίμακας αυτής στο άκρο του
σπειροειδούς σχηματισμού και στη συνέχεια επιστρέφει μέσω της τυμπανικής
κλίμακας. Επειδή τα υγρά είναι σχεδόν ασυμπίεστα, ο κοχλίας χρειάζεται μια
«δικλείδα εκτόνωσης» και αυτόν τον σκοπό εξυπηρετεί , η ελαστική στρογγυλή
θυρίδα στο άκρο της τυμπανικής κλίμακας.
Ένα ημιτονοειδές ηχητικό κύμα συγκεκριμένης συχνότητας στην ωοειδή θυρίδα
παράγει μια κυματοειδή διαταραχή στο βασικό υμένα του κοχλιακού πόρου (εικόνα
11.6) . Η κίνηση του βασικού υμένα γίνεται μέγιστη σε ένα συγκεκριμένο σημείο του
, το οποίο προσδιορίζει τη συχνότητα του ήχου. Τα τριχωτά κύτταρα αυτού του
σημείου του υμένα με τη μέγιστη κίνηση στέλνουν σήματα στον εγκέφαλο , τα
οποία αυτός ερμηνεύει ως συχνότητα διέγερσης ή ύψος του ήχου.
Η ακαμψία του βασικού υμένα διαφέρει κατά ένα παράγοντα ίσο με 10.000 από
την ωοειδή θυρίδα προς την κορυφή και ο οποίος είναι περισσότερο άκαμπτος
κοντά στην ωοειδή θυρίδα αλλά παρουσιάζει εκεί τη μεγαλύτερη κίνηση για τις
υψηλές συχνότητες και οι χαμηλές συχνότητες προκαλούν τη μέγιστη κίνηση στην
κορυφή. Τα αισθητήρια τριχωτά κύτταρα ανιχνεύουν την κίνηση του βασικού
υμένα, με αποτέλεσμα κάθε ακουστικό σήμα που αποστέλλεται στον εγκέφαλο από
συγκεκριμένο τριχωτό κύτταρο, αυτομάτως καθορίζει τη συχνότητα ή το ύψος του
ήχου.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 100


Το φάσμα των συχνοτήτων κατανέμεται λογαριθμικά κατά μήκος του βασικού
υμένα, δηλαδή , μια απόσταση 3,5 έως 4 mm αντιστοιχεί σε μια οκτάβα ή αλλιώς σε
διαφορά μεταξύ των ανιχνεύσιμων συχνοτήτων κατά ένα παράγοντα ίσο με 2 και
αυτή η απόσταση είναι ίδια για τις χαμηλές και υψηλές νότες. Συχνότητες που
κυμαίνονται μεταξύ 10.000 και 20.000 Hz χρησιμοποιούν ίδιο μήκος βασικού
υμένα όπως και οι συχνότητες εύρους 40 έως 80 Hz.
Για τη χαρτογράφηση της θέσης των μαγνητικών σημάτων του εγκεφάλου που
προκαλούνται από ήχους διαφορετικών συχνοτήτων, έχουν χρησιμοποιηθεί μελέτες
των μαγνητικών πεδίων του εγκεφάλου (ΜΕΓ) ,από τις οποίες βρέθηκε ότι και τα
σήματα αυτά κατανέμονται με όμοιο λογαριθμικό τρόπο. Η λογαριθμική κατανομή
στο βασικό υμένα παρουσιάζεται στην εικόνα 11.7.
Οι κινήσεις του βασικού υμένα είναι περίπου κατά 10 φορές μικρότερες σε πλάτος
από αυτές του τυμπάνου , οι οποίες είναι ήδη πολύ μικρές. Η διέγερση των
νευρικών ινών στον κοχλιακό πόρο κοντά στην ωοειδή θυρίδα σημαίνει ότι ο ήχος
που προκάλεσε τη διέγερση ήταν υψηλής συχνότητας και οι ήχοι χαμηλών
συχνοτήτων προκαλούν «μεγάλες» κινήσεις και διεγείρουν τις νευρικές ίνες κοντά
στην κορυφή του βασικού υμένα.
Οι μεταλλάκτες που μετατρέπουν τις μηχανικές ταλαντώσεις σε ηλεκτρικά σήματα
για τον εγκέφαλο , βρίσκονται στη βάση των τριχωτών κυττάρων στο όργανο του
Corti, δηλαδή όταν ακούγεται ένας ήχος 10.000 Hz , οι νευρικές ίνες από την
κατάλληλη περιοχή του οργάνου ,στέλνουν μια σειρά ώσεων που προσδιορίζουν
ποια περιοχή του ακουστικού φάσματος γίνεται αντιληπτή.
11.6 Τα τριχωτά κύτταρα παίζουν το σημαντικότερο ρόλο στην ανίχνευση του
ήχου
Τα τριχωτά κύτταρα του οργάνου του Corti είναι οι κύριοι μετατροπείς της
ηχητικής ενέργειας σε ηλεκτρικό νευρικό σήμα και τα οποία διαθέτουν μια μικρή
δέσμη «τριχών», η οποία αποτελείται από περίπου 100 «τρίχες» πολύ κοντά
τοποθετημένες , με μήκος λίγα μικρόμετρα. Οι τρίχες είναι εκτεθειμένες στο υγρό
του οργάνου του Corti έμμεσα, με την παρεμβολή του καλυπτηρίου υμένα, μέσα
στον οποίο είναι εμβυθισμένες. Καθώς ο βασικός υμένας κινείται υπό την επίδραση
της πίεσης του ηχητικού κύματος από την ωοειδή θυρίδα, τα ευρισκόμενα επ’
αυτού τριχωτά κύτταρα κινούνται ως προς το υγρό και η τριβή με αυτό, προκαλεί

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 101


μικροσκοπικές δυνάμεις στις τρίχες, που τείνουν να τις κάμψουν. Αν αυτή η κάμψη
συμβεί κατά την κατάλληλη διεύθυνση, παράγεται ένα ηλεκτρικό δυναμικό , το
οποίο μπορεί να δημιουργήσει ένα δυναμικό δράσης.
Εκτός από τον κοχλία, τριχωτά κύτταρα φέρουν και τα άλλα μέρη του έσω ωτός
που ανήκουν στο αιθουσαίο σύστημα, έτσι το σφαιρικό και το ελλειπτικό κυστίδιο
της αίθουσας έχουν περίπου 15.000 και 30.000 τριχωτά κύτταρα αντίστοιχα, για να
μετρούν τις γραμμικές επιταχύνσεις. Οι τρεις ημικύκλιοι σωλήνες, που μετρούν τη
γωνιακή επιτάχυνση, έχουν 7.000 περίπου τριχωτά κύτταρα ο καθένας. Στην εικόνα
11.8 παρουσιάζεται η διατομή ενός τριχωτού κυττάρου σε μεγέθυνση.
Ο κοχλίας φέρει μία στοιβάδα εσωτερικών τριχωτών κυττάρων και τρεις στιβάδες
εξωτερικών αντίστοιχων κυττάρων και κάθε στοιβάδα αποτελείται περίπου από
4.000 τριχωτά κύτταρα. Η εσωτερική στοιβάδα των τριχωτών κυττάρων , που
κείτεται σε όλο το μήκος (περίπου 3,4 cm) του βασικού υμένα , ανιχνεύει κινήσεις
του βασικού υμένα, οι οποίες προκαλούνται από ηχητικά κύματα πίεσης από την
ωοειδή θυρίδα . Μια εξαιρετικά μικρή κίνηση του βασικού υμένα κατά ένα κλάσμα
του νανομέτρου (10-9 m ) μπορεί να προκαλέσει ηλεκτρικό σήμα. Τα αυτιά μας
καλύπτουν εύρος σημάτων άνω του ενός δισεκατομμυρίου και εκτελούν μετρήσεις
διάρκειας λίγων μs. Τέλος τα εξωτερικά τριχωτά κύτταρα, προφανώς παίζουν
κάποιο ρόλο στη μηχανική ενίσχυση των ασθενών ηχητικών κυμάτων.
11.7 Ευαισθησία των ώτων
Η ευαισθησία των ώτων δεν είναι ομοιόμορφη σε όλο το ακουστικό εύρος, έτσι η
μεγαλύτερη ευαισθησία παρουσιάζεται στην περιοχή των 2 έως 5 kHz. Η
χαμηλότερη καμπύλη της εικόνας 11.2 (κατώφλι) δείχνει τις μέσες τιμές για νεαρό
άτομο με καλή ακοή και ουσιαστικά η γραμμή της μέσης τιμής δείχνει τα επίπεδα,
στα οποία τα μισά εξεταζόμενα άτομα θα αντιληφθούν τον ήχο. Η ευαισθησία
μεταβάλλεται με την ηλικία , έτσι η υψηλότερη ακουστή συχνότητα μειώνεται με
την πάροδο του χρόνου και το επίπεδο των ήχων θα πρέπει να είναι μεγαλύτερο για
μπορούν να είναι ακουστοί. Πρεσβυακοή ονομάζεται η βαρηκοΐα η οποία
προκαλείται από την απώλεια της ακουστικής ευαισθησίας, η οποία σχετίζεται με
την ηλικία. Έτσι ένα άτομο 45 ετών δεν μπορεί να ακούσει συχνότητες άνω των 10
kHz και χρειάζεται ένταση κατά 10 περίπου dB μεγαλύτερη από την ένταση που
χρειαζόταν σε ηλικία 20 ετών για να ακούσει μία νότα συχνότητας 4.000 Hz , ενώ σε

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 102


ηλικία 65 ετών παρατηρείται συνήθως απώλεια της ευαισθησίας κατά 25 dB σε
συχνότητες μεγαλύτερες των 2.000 Hz. Η ακοή επιδεινώνεται ταχύτερα αν τα ώτα
εκτίθενται σε συνεχείς δυνατούς ήχους.
Ακουστότητα ονομάζεται το υποκειμενικό αίσθημα που προκαλεί ένας ήχος σε
σχέση με το φυσικό μέγεθος που λέγεται ένταση. Η ακουστότητα ενός ήχου είναι
σχεδόν ανάλογη του λογαρίθμου της έντασής του και αυτή η ιδιότητα συμπιέζει
δραστικά το τεράστιο εύρος των ηχητικών εντάσεων, τις οποίες αντιλαμβάνεται το
ανθρώπινο ους και επίσης εξαρτάται από την συχνότητα του ήχου. Π.χ. ένας ήχος
των 30 Hz , ο οποίος είναι μόλις ακουστός , έχει την ίδια ακουστότητα με έναν ήχο
4.000 Hz , ο οποίος είναι επίσης μόλις ακουστός, παρ’ ότι τα επίπεδα των ηχητικών
τους εντάσεων διαφέρουν κατά ένα παράγοντα ίσο με 1.000.000 ή 60 dB. Η μονάδα
μέτρησης της ακουστότητας είναι το phon , με το ένα phon να είναι η ακουστότητα
ήχου ενός dB και συχνότητας 1.000 Hz. Η ακουστότητα ήχου άλλης συχνότητας
προσδιορίζεται με τη ρύθμιση της έντασης του μέχρι να ακουστεί τόσο δυνατά όσο
η γνωστή ένταση του ήχου των 1.000 Hz . Στην εικόνα 11.9 παρουσιάζονται
χαρακτηριστικές καμπύλες ίσης ακουστότητας στο κατώφλι της ακοής και στα 40
και στα 60 phons . Οι καμπύλες αυτές διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο , αλλά
για αυτούς που έχουν φυσιολογική ακοή αυτές γίνονται πιο επίπεδες όσο η
ακουστότητα αυξάνεται. Το κατώφλι της αίσθησης της ακοής είναι περίπου 100 dB
για όλες τις συχνότητες.
Οι πιο σημαντικές συχνότητες για τον άνθρωπο είναι αυτές της ανθρώπινης φωνής
, με την γραμμοσκιασμένη περιοχή στην εικόνα 11.9 να περιλαμβάνει το γενικό
εύρος συχνοτήτων και επιπέδων ήχου της συνήθους ομιλίας – συζήτησης. Η
μεγαλύτερη ευαισθησία του ωτός δεν αντιστοιχεί στις συχνότητες της ομιλίας, όμως
παρόλα αυτά , ακόμα και με απώλεια ακοής 40 dB μπορεί κανείς να ακούσει το
μεγαλύτερο μέρος μιας συζήτησης.
Μέσα σε μία ειδική αίθουσα με ηχομόνωση που χρησιμοποιείται για τις εξετάσεις
της ακοής, ο εξεταζόμενος ακούει πολλούς εσωτερικούς ήχους από το σώμα του, οι
περισσότεροι από τους οποίους διαδίδονται με αγωγή διά των οστών στο έσω ους.
Οι ήχοι αυτοί ελάχιστα γίνονται αντιληπτοί , αφού η μεγαλύτερη ευαισθησία του
ωτός αφορά σε ήχους, οι οποίοι προέρχονται από τη δια του αέρος αγωγή μέσω του
τυμπάνου. Έτσι , για να γίνει ακουστός ένας ήχος μέσω αγωγής δια των οστών,

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 103


πρέπει να έχει ένταση περίπου 40 dB μεγαλύτερη από ότι θα χρειαζόταν για να
γίνει ακουστός μέσω αγωγής διά του αέρα.
11.8 Εξέταση της ακοής
11.8.1 Ακοομετρία καθαρών τόνων
Οι δοκιμασίες ακοομετρίας καθαρών τόνων γίνονται σε ειδικά κατασκευασμένο
εξεταστήριο με ηχομόνωση , .με την εξέταση του κάθε ωτός να γίνεται ξεχωριστά,
δηλαδή μέσω ακουστικών εκπέμπονται ήχοι ορισμένης έντασης και συχνότητας
προς το υπό εξέτασιν ους. Κατά την διάρκεια της εξέτασης ζητείται από τον
εξεταζόμενο να κάνει κάποιο σήμα όταν αρχίσει να ακούει το χορηγούμενο ήχο , με
συχνότητες που κυμαίνονται από 250 έως 8.000 Hz και παράλληλα ο χειριστής σε
κάθε συχνότητα αυξομειώνει την ένταση, μέχρι να εντοπιστεί το αντίστοιχο
κατώφλι ακοής.
Τα κατώφλια ακοής παριστάνονται γραφικά και συγκρίνονται με τα φυσιολογικά
κατώφλια ακοής (εικόνα 11.10α) , όπου το φυσιολογικό κατώφλι σε κάθε συχνότητα
λαμβάνεται ίσο με 0 dB. Το διάγραμμα μπορεί να δείξει γενική απώλεια ακοής στο
ένα ή και στα δύο ώτα, όμως συνήθως η απώλεια αυτής δεν είναι ομοιόμορφη σε
όλο το εύρος των συχνοτήτων. Στην εικόνα 11.10β φαίνεται το κατώφλι της ακοής
ατόμου με πρόβλημα ακοής, όπου παρατηρείται απότομη ελάττωση της ακοής και
στα δύο ώτα στη συχνότητα των 4 kHz. Σε αυτήν την περίπτωση , η απώλεια της
ακοής οφειλόταν σε μερική νευρική βλάβη στον κοχλία.
11.8.2 Ακοομετρία ακουστικής αντίστασης (immitance) μέσου ωτός
Αν γνωρίζουμε την ένταση των ήχων που προσπίπτουν στο τύμπανο και εάν
μπορέσουμε να μετρήσουμε το ποσοστό της έντασης που ανακλάται, τότε
μπορούμε να προσδιορίσουμε το ποσοστό της έντασης των διαδιδόμενων ήχων ,
αφού το άθροισμα της ανακλώμενης και της διαδιδόμενης έντασης ισούται με την
προσπίπτουσα. Αν η ανακλώμενη ένταση αυξάνεται , τότε το διαδιδόμενο ποσοστό
μειώνεται κα αντιστρόφως, ενώ αύξηση του ποσοστού , σημαίνει ότι η προσαρμογή
της εμπέδησης γίνεται καλύτερα.
Το αντίστροφο της εμπέδησης είναι η ακουστική αγωγή (admittance). Ο όρος
ακουστική αντίσταση (immitance) περιγράφει τόσο την ακουστική εμπέδηση όσο
και την ακουστική αγωγή . Το αντίστροφο της ακαμψίας είναι η ενδοτικότητα
(compliance) , οποία σχετίζεται με την ακουστική αγωγή.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 104


Οι μετρήσεις της ακουστικής αντίστασης του μέσου ωτός γίνονται με ένα όργανο
(εικόνα 11.11), όπου κατάλληλο έμβολο εφαρμόζεται στον έξω ακουστικό πόρο και
μέσω μεγαφώνου χορηγείται στον εξεταζόμενο ους ηχητική ενέργεια 220 Hz που
παράγεται σε ταλαντωτή. Η ένταση του ήχου που ανακλάται από το τύμπανο
εξαρτάται από την ακαμψία του, η οποία εξαρτάται από την πίεση του αέρα στον
ακουστικό πόρο, πίεση η οποία ρυθμίζεται με αντλία αέρος και μετράται με
μανόμετρο. Η πίεση αυτή μπορεί να γίνει είτα θετική είτα αρνητική και όταν αυτή
είναι ίση εκατέρωθεν του τυμπάνου ενός φυσιολογικού ωτός , η ανακλώμενη
ηχητική ενέργεια είναι ελάχιστη. Για θετική πίεση το τύμπανο ωθείται προς το μέσο
ους ενώ για αρνητική προβάλλει προς τα έξω (εικόνα 11.12α). Και στις δύο
περιπτώσεις , περισσότερη ενέργεια ανακλάται από το τύμπανο σε σχέση με τη
μηδενική πίεση και οι μετρήσεις γίνονται και για τις δύο πιέσεις (άνω κλίμακα της
εικόνας 11.12β). Συνήθως μετράται η ενδοτικότητα σε συνάρτηση με την πίεση στον
ακουστικό πόρο (κάτω κλίμακα της εικόνας 11.12β). Τυμπανόγραμμα είναι η
γραφική παράσταση αυτών των δεδομένων (εικόνα 11.13α). Μέγιστη ακαμψία
παρατηρείται στις ακραίες τιμές της πίεσης και το μεγαλύτερο ποσοστό της
προσπίπτουσας ενέργειας ανακλάται ενώ αντίθετα μέγιστη ενδοτικότητα
παρατηρείται φυσιολογικά σε μηδενική πίεση όπου συμβαίνει η μέγιστη μετάδοση
ενέργειας προς τον κοχλία.
Η στατική ενδοτικότητα αντιπροσωπεύει την ικανότητα του μέσου ωτός να ενδίδει
με την πρόσπτωση του ήχου στον τυμπανικό υμένα ή πιο απλά δίνει ένα μέτρο του
πόσο τεντώνεται το τύμπανο υπό θετική πίεση. Κατά την μέτρησή της , μικρές τιμές
υποδηλώνουν ακαμψία, ενώ υψηλές του φυσιολογικού τιμές υποδηλώνουν
διακοπή της συνέχειας στην αλυσίδα των οσταρίων.
Κατά τη δοκιμασία του ακουστικού αντανακλαστικού χορηγείται έντονο ερέθισμα,
το οποίο φυσιολογικά προκαλεί σύσπαση του μυός του αναβολέα ή του τείνοντος
το τύμπανο μυός, οι οποίοι με ανακλαστική δράση προστατεύουν το ους από
δυνατούς ήχους. Η σύσπαση αυτή μεταβάλλει την ακουστική αντίσταση, η οποία
και καταγράφεται. Τέλος η μέτρηση του ακουστικού αντανακλαστικού χρησιμεύει
για τη διάγνωση διαταραχών αγωγής και κατά συνέπεια, κοχλιακών διαταραχών.
11.9 Κώφωση και ακουστικά βαρηκοΐας
11.9.1 Βαρηκοΐα τύπου αγωγής και νευροαισθητήρια βαρηκοΐα

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 105


Ανάλογα με την εντόπιση της βλάβης που προκαλεί τη μείωση της ακοής
(βαρηκοΐα) διακρίνουμε : τη βαρηκοΐα τύπου αγωγής ή αγωγιμότητας κατά την
οποία οι ταλαντώσεις δεν φθάνουν στο έσω ους και τη νευροαισθητήρια βαρηκοΐα ,
κατά την οποία ο ήχος φτάνει στο έσω ους, αλλά δεν αποστέλλεται νευρικό σήμα
στον εγκέφαλο.
Η βαρηκοΐα τύπου αγωγής μπορεί να είναι παροδική λόγω της παρουσίας
εμποδίου , π.χ. βυσμάτων κυψέλης στον έξω ακουστικό πόρο ή της συλλογής υγρού
στο μέσον ους (μέση ωτίτιδα) και επίσης μπορεί να οφείλεται και στην
ωτοσκλήρωση των οσταρίων του μέσου ωτός. Η τελευταία πάθηση , μερικές φορές
μπορεί να διορθωθεί με χειρουργική επέμβαση , η οποία ονομάζεται
αναβολεοεκτομή , κατά την οποία ο αναβολέας που ασκεί πίεση στην ωοειδή
θυρίδα, αντικαθίσταται με πλαστικό, ενώ αν δεν είναι θεραπεύσιμη , μπορεί να
χρησιμοποιηθεί ακουστικό βαρηκοΐας για να μεταφέρει τον ήχο μέσω των οστών
του κρανίου στο έσω ους.
Η νευροαισθητήρια βαρηκοΐα μπορεί να επηρεάσει είτε μόνο ένα μικρό εύρος
συχνοτήτων είτε όλες τις συχνότητες. Σήμερα υποβοηθάτε από τα κοχλιακά
εμφυτεύματα , τα οποία εφαρμόζονται με χειρουργική επέμβαση στην βαρηκοΐα
που οφείλεται σε καταστροφή των τριχωτών κυττάρων, μετατρέποντας τη μηχανική
ενέργεια του ήχου σε ηλεκτρική. Τα εμφυτεύματα συνδέονται με τις νευρικές ίνες
του κοχλιακού νεύρου, στις οποίες μεταδίδεται το ηλεκτρικό ερέθισμα.
11.9.2 Ακουστικά βαρηκοΐας
Το ακουστικό βαρηκοΐας είναι μία συσκευή ενίσχυσης των ήχων , το οποίο στη
βασική του μορφή , αποτελείται από ένα μικρόφωνο, που μετατρέπει τα ηχητικά
κύματα σε ηλεκτρικά, έναν ενισχυτή, που ενισχύει τα ηλεκτρικά σήματα και ένα
μεγάφωνο που μετατρέπει τα ενισχυμένα ηλεκτρικά σήματα σε ηχητικά κύματα που
τώρα είναι εντονότερα και τα μεταφέρει στο ους (εικόνα 11.14). Τα ακουστικά
βαρηκοΐας αυξάνουν επίσης το θόρυβο του υποστρώματος, κάτι που καθιστά
δύσκολο έργο τη βελτίωση της ακοής με τα ακουστικά.
Σήμερα, χρησιμοποιούνται τα ηλεκτρονικά ακουστικά βαρηκοΐας , με μεγαλύτερη
επιτυχία για βαθμούς βαρηκοΐας 40 έως 85 dB, ενώ για απώλεια ακοής μικρότερη
των 40 dB , αρκεί η περιστασιακή χρήση τους. Τα ακουστικά βοηθούν ελάχιστα στις
περιπτώσεις ακουστικής απώλειας μεγαλύτερης των 85 dB, στις οποίες είναι

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 106


απαραίτητη η εξάσκηση στην ανάγνωση των χειλιών ή ακόμα και η εκμάθηση της
νοηματικής γλώσσας.
Ενώ είναι δυνατή η ενίσχυση του ήχου περισσότερο από 90 dB , το κατώφλι του
πόνου είναι το ίδιο με εκείνο των ατόμων με φυσιολογική ακοή
(περίπου 100 με 120 dB). Έτσι παρουσιάζεται ένα πρακτικό άνω όριο στην έξοδο
του ήχου ενός ηλεκτρονικού ακουστικού και έτσι ερμηνεύεται και η περιορισμένη
χρησιμότητα των ακουστικών στις περιπτώσεις απώλειας ακοής μεγαλύτερης των
80 με 85 dB. Τα ακουστικά δεν μπορούν να επαναφέρουν την ακοή στο φυσιολογικό
, μπορούν όμως να διορθώσουν την βαρηκοΐα. Τα περισσότερα διαθέτουν επιλογείς
που επιτρέπουν στον χρήστη να ρυθμίζει την ενίσχυση και την ανταπόκριση στη
συχνότητα, αλλά το εύρος και των δύο ρυθμίσεων είναι περιορισμένο. Η απώλεια
της ακοής είναι μη γραμμική, συνεπώς και η ενίσχυση των ακουστικών πρέπει να
είναι μη γραμμική ώστε να γίνεται σωστή απόδοση των ήχων όπως αυτοί
ακούγονται επί φυσιολογικής ακοής.
Τα ψηφιακά ακουστικά βαρηκοΐας , λόγω του ελαχιστοποιημένου όγκου του
ηλεκτρονικού κυκλώματός τους, προσαρμόζονται άνετα στο αυτί και μπορούν να
προγραμματιστούν σύμφωνα με τις ανάγκες του χρήστη, επιλέγοντας τους
επιθυμητούς και αποκλείοντας τους ανεπιθύμητους ήχους. Τα ψηφιακά ακουστικά
εν γένει δεν έχουν επιλογέα συχνότητας ρυθμιζόμενο από τον ασθενή, αλλά ο
ακοολόγος που το τοποθετεί , προγραμματίζει το προφίλ της ενίσχυσης, ώστε να
ικανοποιούνται οι ανάγκες του ωτός στο οποίο τοποθετείται.
11.10 Το αιθουσαίο σύστημα – Η κρυμμένη αίσθηση της ισορροπίας
Το αιθουσαίο σύστημα αποτελείται από την αίθουσα, η οποία αποτελείται από το
σφαιρικό και το ελλειπτικό κυστίδιο, και τους τρεις ημικύκλιους σωλήνες . Οι 5
αυτοί σχηματισμοί φέρουν αισθητήρια τριχωτά κύτταρα για την αντίληψη της
κίνησης του σώματος και οι φυσικές αρχές λειτουργίας αυτών των κυττάρων είναι
παρόμοιες με εκείνων των τριχωτών κυττάρων στο όργανο του Corti. Ο αριθμός των
τριχωτών κυττάρων του αιθουσαίου συστήματος είναι 134.000, ενώ τα αντίστοιχα
κύτταρα του συστήματος της ακοής είναι 32.000.
Το ερέθισμα των τριχωτών κυττάρων των ημικύκλιων σωλήνων είναι η γωνιακή
επιτάχυνση. Ο καθένας από τους σωλήνες βρίσκεται σε επίπεδο κάθετο προς τους
άλλους δύο και περιέχουν υγρό, την έσω λέμφο. Τα τριχωτά τους κύτταρα

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 107


βρίσκονται στο διευρυμένο άκρο του κάθε σωλήνα, τη λήκυθο, σε πάχυνση του
τοιχώματος που ονομάζεται ακουστική ακρολοφία. Επίσης αυτά καλύπτονται από
διάφραγμα , το κυπέλλιο, μέσα στο οποίο βυθίζονται οι τρίχες τους. Κατά την
γωνιακή επιτάχυνση (περιστροφή), η κίνηση της έσω λέμφου ωθεί το κυπέλλιο με
αποτέλεσμα την κάμψη των τριχών και παράλληλα οι περιστροφικές κινήσεις της
κεφαλής που διεγείρουν τα κύτταρα των σωλήνων της μιας πλευράς του σώματος,
αναστέλλουν τα αντίστοιχα κύτταρα της αντίθετης πλευράς.
Το ερέθισμα των τριχωτών κυττάρων του σφαιρικού και του ελλειπτικού κυστιδίου
είναι η γραμμική επιτάχυνση. Τα τριχωτά κύτταρα των κυστιδίων βρίσκονται σε
πάχυνση του τοιχώματός τους, τις ακουστικές κηλίδες, οι οποίες είναι σε επίπεδα
κάθετα μεταξύ τους, και καλύπτονται από τον ωτολιθοφόρο υμένα. Έτσι , το
ελλειπτικό κυστίδιο ανιχνεύει την γραμμική επιτάχυνση κατά το οριζόντιο επίπεδο
και το σφαιρικό ανιχνεύει τη γραμμική επιτάχυνση κατά το κάθετο επίπεδο
(εικόνα 11.1). Η μεταφορά των δυναμικών δράσης που παράγονται στα τριχωτά
κύτταρα του αιθουσαίου συστήματος προς τον εγκέφαλο γίνεται με το αιθουσαίο
νεύρο.
Η διάταξη των ημικυκλίων σωλήνων και των κυστιδίων στο χώρο, επιτρέπει στην
κίνηση της έσω λέμφου, που προκαλείται με τις κινήσεις της κεφαλής, να κάμπτει
συντονισμένα τις τρίχες των αισθητηρίων κυττάρων στους ανωτέρω σχηματισμούς.
Το αιθουσαίο σύστημα δεν γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας , δηλαδή δεν
αντιλαμβανόμαστε τα σήματα από τη θέση και τη κίνηση της κεφαλής. Το σύστημα
διαταράσσεται υπό συνθήκες έλλειψης βαρύτητας και σχεδόν όλοι οι αστροναύτες
υποφέρουν από διαταραχές ισορροπίας και κίνησης. Ένας άλλος τρόπος να
προκαλέσουμε διαταραχές στο σύστημα είναι η κατανάλωση οινοπνεύματος , η
οποία μεταβάλλει την πυκνότητα των υγρών στους ημικύκλιους σωλήνες. Τέλος η
νόσος του Meniere του μέσου ωτός , μπορεί να προκαλέσει ίλιγγο- ζάλη και την
αίσθηση της πτώσης και συχνά οδηγεί στην κώφωση του προσβεβλημένου ωτός.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 108


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

Φυσική των οφθαλμών και της όρασης

Η αίσθηση της όρασης πραγματοποιείται με τη λειτουργία 3 κυρίων συνιστωσών: α)


των οφθαλμών, που εστιάζουν μια εικόνα του εξωτερικού κόσμου στο
φωτοευαίσθητο αμφιβληστροειδή (εικόνα 12.1), β) του συστήματος των
εκατομμυρίων νευρικών ινών που μεταφέρει την πληροφορία στο εσωτερικό του
εγκεφάλου και γ) της οπτικής περιοχής του φλοιού του εγκεφάλου όπου
συναρμολογείται η εικόνα-είδωλο. Αν κάποια από τις 3 συνιστώσες της όρασης δεν
λειτουργεί, έχουμε τύφλωση.

Το οπτικό μας σύστημα έχει τα παρακάτω ιδιαίτερα χαρακτηριστικά:

1. Ο οφθαλμός μπορεί να παρατηρεί αντικείμενα μέσα σε μια πολύ μεγάλη


οπτική γωνία, ενώ κοιτάει επισταμένως ένα αντικείμενο που βρίσκεται
απέναντί του (εικόνα 12.3)
2. Το ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων καθαρίζει και λιπαίνει τον «πρόσθιο
φακό» (κερατοειδής) με τη βοήθεια ειδικού ενσωματωμένου συστήματος.
3. Ένα γρήγορο σύστημα αυτόματης εστίασης επιτρέπει τη μία στιγμή να
βλέπουμε αντικείμενα που βρίσκονται πολύ κοντά , μέχρι 20 cm (περίπου 8
in) και την επόμενη , αντικείμενα που βρίσκονται μακριά. Σε κατάσταση
ηρεμίας, η εστίαση ενός φυσιολογικού οφθαλμού είναι ρυθμισμένη για το
«άπειρο» (μακρινή όραση).
4. Ο οφθαλμός μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά σε ένα εύρος έντασης
φωτός 10 δισεκατομμυρίων προς ένα, από το εκθαμβωτικό φως της ημέρας
μέχρι το βαθύ σκοτάδι της νύχτας.
5. Ο οφθαλμός διαθέτει ένα αυτόματο διάφραγμα (την ίριδα).
6. Ο κερατοειδής διαθέτει ένα ενσωματωμένο σύστημα ίασης πιθανών
αμυχών , ενώ παρόλο που δεν έχει παροχή αίματος, αποτελείται από
ζωντανά κύτταρα και μπορεί να επιδιορθώνει τις τοπικές βλάβες.
7. Ο οφθαλμός έχει ένα σύστημα αυτό-ρύθμισης της εσωτερικής πίεσης στα
1,6 kPa (12 mmHg) περίπου, διατηρώντας με τον τρόπο αυτό το σχήμα του
,έτσι ακόμα και εάν πιεστεί , ταχύτητα επιστρέφει στο αρχικό του σχήμα.
8. Οι οφθαλμοί περιβάλλονται από οστέινη θήκη, τον οφθαλμικό κόγχο, που
τους προστατεύει και κάθε οφθαλμός καλύπτεται από λιπώδες στρώμα ,
που εξασθενεί τους οξείς κραδασμούς.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 109


9. Η εικόνα εμφανίζεται ανεστραμμένη στο φωτοευαίσθητο αμφιβληστροειδή
στο πίσω μέρος του οφθαλμικού βολβού (εικόνα 12.2), αλλά ο εγκέφαλος
την επανορθώνει αυτόματα.
10. Ο εγκέφαλος συνδυάζει τις εικόνες από τους δύο οφθαλμούς, παρέχοντας
μας καλή αντίληψη του βάθους και πραγματική τρισδιάστατη απεικόνιση.
Αν χαθεί η όραση από τον ένα οφθαλμό, η όραση από τον άλλο είναι
επαρκής για τις περισσότερες ανάγκες μας.
11. Οι μύες του οφθαλμού (εικόνα 12.4) επιτρέπουν την ευέλικτη κίνηση του
προς τα πάνω, κάτω, πλαγίως και διαγωνίως, ενώ με λίγη εξάσκηση οι
οφθαλμοί μπορούν να εκτελούν ακόμη και κυκλικές κινήσεις.

12.1 Περιοχές του οφθαλμού όπου γίνεται η εστίαση

Τα δύο κύρια μέρη του οφθαλμού, στα οποία γίνεται η εστίαση είναι: α) ο
κερατοειδής , που είναι το διαφανές κύρτωμα στο πρόσθιο μέρος του οφθαλμού και
ευθύνεται για τα δύο τρίτα περίπου της εστίασης και επίσης είναι σταθερός σε σχήμα
και β) ο φακός , που ευθύνεται για την τελική εστίαση και μπορεί να αλλάζει το
σχήμα του, ώστε να μπορεί να εστιάζει αντικείμενα που βρίσκονται σε διάφορες
αποστάσεις.

Ο κερατοειδής και ο φακός εστιάζουν διαθλώντας τις φωτεινές ακτίνες, με τον


βαθμό διάθλασης να εξαρτάται από την καμπυλότητα των επιφανειών τους και την
ταχύτητα του φωτός σε αυτούς, σε σχέση με την ταχύτητα του φωτός στα γύρω υλικά
(σχετικός δείκτης διάθλασης). Ο δείκτης διάθλασης του κερατοειδούς, καθώς και των
άλλων διαφανών τμημάτων του οφθαλμού δίνονται στον πίνακα 12.1. Αυτός είναι
περίπου σταθερός για όλους τους κερατοειδείς , αλλά η καμπυλότητα του
κερατοειδούς ποικίλλει σημαντικά από άτομο σε άτομο και έχει την ευθύνη για τις
περισσότερες περιπτώσεις ελαττωματικής όρασης. Αν ο κερατοειδής παρουσιάζει
μεγαλύτερη καμπυλότητα, ο οφθαλμός είναι μυωπικός, ενώ αντίθετα αν παρουσιάζει
μικρότερη καμπυλότητα , ο οφθαλμός είναι υπερμετρωπικός, ενώ η μη ομοιόμορφη
καμπυλότητα προκαλεί αστιγματισμό. Το μεγαλύτερο μέρος της εστίασης στον
κερατοειδή γίνεται στην πρόσθια επιφάνεια, αφού ο δείκτης διάθλασης του
υδατοειδούς υγρού, που βρίσκεται σε επαφή με την οπίσθια επιφάνεια του
κερατοειδούς , είναι παρόμοιος με το δείκτη διάθλασης του κερατοειδούς.

Τα ζωντανά κύτταρα του κερατοειδούς δεν προμηθεύονται οξυγόνο από το αίμα,


αλλά από τον αέρα. Τα θρεπτικά συστατικά παρέχονται στα κύτταρα του
κερατοειδούς από το υδατοειδές υγρό και το οποίο περιέχει όλα τα συστατικά του
αίματος, εκτός από τα κύτταρά του.

Αν ο κερατοειδής τραυματισθεί ελαφρά , θα επουλωθεί μόνος του , αλλά κάποιες


άλλες βλάβες μπορεί να είναι μόνιμες. Έτσι μερικά είδη ακτινοβολιών (υπεριώδης,
νετρόνια, ακτίνες Χ, κτλ. ) είναι δυνατό να προκαλέσουν θολερότητα του

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 110


κερατοειδούς, με αποτέλεσμα το φως να μην μπορεί να τον διαπεράσει. Κατά την
μεταμόσχευση κερατοειδούς , λόγω του ότι τα κύτταρά του έχουν χαμηλό ρυθμό
μεταβολισμού, συνήθως το μόσχευμα δεν απορρίπτεται από τον οργανισμό.

Η εστίαση στο φακό γίνεται τόσο στη πρόσθια όσο και στην οπίσθια επιφάνειά του
(εικόνα 12.1) και αυτός παρουσιάζει μεγαλύτερη κυρτότητα στην οπίσθια επιφάνεια.
Ο φακός προσαρμόζει την εστιακή του απόσταση μεταβάλλοντας την κυρτότητά του.
Η ικανότητα εστίασης (ισχύς) του φακού είναι σημαντικά μικρότερη από αυτή του
κερατοειδούς εξαιτίας του γεγονότος ότι ο δείκτης διάθλασης των ουσιών που
περιβάλλουν τον φακό είναι παρόμοιος με το δικό του, με την ενεργό τιμή του να μην
είναι μεγαλύτερη από 1,07. Ο φακός αποτελείται από στιβάδες , οι οποίες δεν έχουν
όλες τον ίδιο δείκτη διάθλασης (πίνακας 12.1).

Ο φακός έχει ένα εύκαμπτο κάλυμμα (κάψα) που συμφύεται με τις ίνες του
ακτινωτού συνδέσμου, ο οποίος με τη σειρά του συγκρατεί το φακό αναρτημένο πίσω
από την ίριδα. Όταν οι λείες μυϊκές ίνες του ακτινωτού σώματος συστέλλονται,
διευρύνεται η κόρη του οφθαλμού, ο ακτινωτός σύνδεσμος χαλαρώνει, η τάση στην
κάψα του φακού μειώνεται και η πρόσθια επιφάνεια του φακού αυξάνει την
κυρτότητά της, τρόπος με τον οποίο εστιάζονται κοντινά αντικείμενα. Αντίθετα , όταν
ο ακτινωτός μυς βρίσκεται σε ηρεμία, ο φακός μένει κατά κάποιο τρόπο,
επιπεδωμένος και προσαρμοσμένος στην ελάχιστη εστιακή του ικανότητα , τρόπος
με τον οποίο εστιάζονται μακρινά αντικείμενα. Απώτερο σημείο της όρασης
ονομάζεται το πιο μακρινό σημείο από τον οφθαλμό , από όπου εστιάζονται τα
μακρινά αντικείμενα, όταν ο ακτινωτός μυς βρίσκεται σε ηρεμία και για έναν μύωπα ,
αυτό το σημείο μπορεί να βρίσκεται αρκετά κοντά στον οφθαλμό. Εγγύτερο σημείο
της όρασης ονομάζεται το κοντινότερο σημείο προς τον οφθαλμό , από όπου μπορεί
ένα αντικείμενο να εστιάζεται με σαφήνεια πάνω στον αμφιβληστροειδή και ο φακός
στην περίπτωση αυτή αποκτά τη μεγαλύτερή του ικανότητα εστίασης. Τα μικρά
παιδιά έχουν πολύ εύκαμπτους φακούς και έχουν την ικανότητα να εστιάζουν τα
πολύ κοντινά αντικείμενα.. Προσαρμογή είναι η ικανότητα του οφθαλμού να
μεταβάλλει την εστιακή του ικανότητα , όπου με την πάροδο της ηλικίας , οι φακοί
χάνουν μέρος της ικανότητας προσαρμογής τους και επίσης η πρεσβυωπία είναι
αποτέλεσμα της βαθμιαίας απώλειας της προσαρμογής από αυτούς.

Ο φακός, όπως και ο κερατοειδής, μπορεί να υποστεί βλάβη από την υπεριώδη ή
άλλης μορφής ακτινοβολία, με την πιθανότητα να δημιουργηθεί καταρράκτης, ο
οποίος καταστρέφει τη διαύγειά του

12.2 Άλλα μέρη του οφθαλμού

Η κόρη είναι το άνοιγμα που βρίσκεται στο κέντρο της ίριδας , από όπου το φως
εισέρχεται στο φακό και αυτή φαίνεται μαύρη, επειδή σχεδόν όλο το φως που
εισέρχεται , απορροφάται στο εσωτερικό του οφθαλμού. Υπό συνθήκες μετρίου

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 111


φωτός , το άνοιγμα-κόρη έχει διάμετρο περίπου 4 mm , αλλά αλλάζει διάμετρο από
3 mm περίπου στο έντονο φως μέχρι 8 mm περίπου στο αμυδρό φως. Η μεταβολή
μέχρι και 7 φορές της επιφάνειας του ανοίγματος δεν φαίνεται αρκετή για να καλύψει
το τεράστιο εύρος εντάσεων φωτός, στο οποίο ο οφθαλμός μπορεί να αντεπεξέλθει
(1010/1). Η ίριδα δεν αντιδρά αμέσως στην αλλαγή της έντασης του φωτός , με
αποτέλεσμα να απαιτούνται περίπου 300 s για να ανοίξει πλήρως η κόρη και περίπου
5 s για να κλείσει όσο το δυνατόν περισσότερο (εικόνα 12.5).

Η ίριδα βοηθάει τον οφθαλμό , αυξάνοντας ή μειώνοντας την ένταση του


προσπίπτοντος φωτός στον αμφιβληστροειδή , μέχρι εκείνος να προσαρμοστεί στις
νέες συνθήκες. Επιπλέον , υπό συνθήκες δυνατού φωτός, παίζει σημαντικό ρόλο στη
μείωση των ατελειών του φακού.

Το υδατοειδές υγρό ,που αποτελείται κυρίως από νερό, γεμίζει το χώρο μεταξύ του
φακού και του κερατοειδούς και παράγεται συνεχώς , με την περίσσειά του να
διαφεύγει από ένα σωλήνα παροχέτευσης , το κανάλι του Schlemm. Γλαύκωμα
καλείται η κατάσταση κατά την οποία αποφράσσεται αυτό το κανάλι , με συνέπεια
την αύξηση της πίεσης στον οφθαλμό. Το υδατοειδές υγρό περιέχει πολλά από τα
συστατικά του αίματος και εφοδιάζει με θρεπτικά συστατικά τον κερατοειδή και το
φακό, που δεν φέρουν αγγεία καθώς επίσης διατηρεί την εσωτερική πίεση του
οφθαλμού στο 1,6 kPa περίπου (12 mmHg). Αν πιέσουμε το μάτι μας, θα
διαπιστώσουμε ότι είναι αρκετά άκαμπτο, κάτι που οφείλεται στο γεγονός ότι τα υγρά
του οφθαλμού είναι ασυμπίεστα για την εξωτερική πίεση που χρησιμοποιήσαμε και
στο ότι ο εξωτερικός χιτώνας του δεν παραμορφώνεται εύκολα. Με το τρίψιμο όμως
των ματιών μας , αυξάνεται κατά πολύ η εσωτερική πίεση.

Το υαλοειδές υγρό , είναι μια διαυγής ουσία με μορφή πηκτής, που γεμίζει τον ευρύ
χώρο μεταξύ του φακού και τους αμφιβληστροειδούς και το οποίο βοηθάει στη
διατήρηση του σχήματος του οφθαλμού και ουσιαστικά είναι μόνιμο.

Ο σκληρός χιτώνας είναι το σκληρό, λευκό και αρκετά σφιχτό περίβλημα που
αγκαλιάζει ολόκληρο τον οφθαλμό εκτός από την περιοχή του κερατοειδούς.
Επιπεφυκότας ονομάζεται η λεπτή και διάφανη επίστρωση-μεμβράνη που , η οποία
προστατεύει το εκτεθειμένο μέρος του σκληρού χιτώνα.

12.3 Ο αμφιβληστροειδής- Ο ανιχνευτής φωτός του


οφθαλμού

Ο αμφιβληστροειδής , το φωτοευαίσθητο τμήμα του οφθαλμού, μετατρέπει τις


φωτεινές εικόνες σε ηλεκτρικές νευρικές ώσεις που μεταφέρονται στον εγκέφαλο.

Η απορρόφηση ενός φωτονίου φωτός από τους φωτοϋποδοχείς προκαλεί τη


δημιουργία ενός δυναμικού δράσης προς τον εγκέφαλο, με την ενέργεια του

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 112


φωτονίου να είναι περίπου 3 eV , ενώ η ενέργεια αυτού του δυναμικού είναι
εκατομμύρια φορές μεγαλύτερη. Το φωτόνιο της ορατής ακτινοβολίας φαίνεται πως
προκαλεί φωτοχημική αντίδραση στον φωτοϋποδοχέα και για την πρόκληση αυτής
της αντίδρασης, η ενέργεια του φωτονίου θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από μια
ελάχιστη τιμή. Φωτόνια που βρίσκονται στην υπέρυθρη περιοχή του φάσματος, έχουν
ανεπαρκή ενέργεια και για το λόγο αυτό δεν είναι ορατά , ενώ αυτά που βρίσκονται
στην υπεριώδη περιοχή του φάσματος έχουν αρκετή ενέργεια, αλλά απορροφώνται
πριν φτάσουν στον αμφιβληστροειδή και για το λόγο αυτό επίσης δεν είναι ορατά.

Ο αμφιβληστροειδής καλύπτει το οπίσθιο μέρος του βολβού περίπου κατά το ήμισυ


και παρόλο που αυτή η μεγάλη έκτασή του , επιτρέπει την αίσθηση της όρασης σε
ευρεία γωνία (εικόνα 12.3), το μεγαλύτερο μέρος της κανονικής όρασης περιορίζεται
στην ωχρά κηλίδα , μια μικρή περιοχή του αμφιβληστροειδούς. Κεντρικό βοθρίο
(εικόνα 12.1) είναι μια πολύ μικρή περιοχή μέσα στην ωχρά κηλίδα, στην οποία
λαμβάνει χώρα ο μηχανισμός της ευκρινούς όρασης.

Η εικόνα στον αμφιβληστροειδή είναι πολύ μικρή και η εξίσωση που καθορίζει τις
διαστάσεις του ειδώλου σε αυτόν προκύπτει από τους λόγους των μηκών των
πλευρών των ομοίων τριγώνων που σχηματίζονται. Στην εικόνα 12.6 , Ο είναι το
μέγεθος του αντικειμένου, Ι είναι το μέγεθος του ειδώλου, P είναι η απόσταση στην
οποία βρίσκεται το αντικείμενο και Q η απόσταση στην οποία βρίσκεται το είδωλο
και είναι συνήθως περίπου 0,02 m. Επομένως , ισχύει Ο/P = I/Q ή O/I = P/Q, και
τελικά , I = (Q/P)O.

Υπάρχουν δύο είδη φωτοϋποδοχέων στον αμφιβληστροειδή , τα κωνία και τα


ραβδία , τα οποία , στο μεγαλύτερο μέρος του, δεν βρίσκονται στην επιφάνειά του ,
αλλά πίσω από μερικά στρώματα νευρικού ιστού, τα οποία το φως πρέπει να
διαπεράσει (εικόνα 12.7). Στο κεντρικό βοθρίο όμως ο νευρικός αυτός ιστός
λεπταίνει αισθητά και σχηματίζεται μια μικρή λακκούβα (βοθρίο) και αυτό το
μειωμένο στρώμα του νευρικού ιστού βοηθάει , ώστε η όραση να γίνει περισσότερο
ευκρινής στη συγκεκριμένη περιοχή, η οποία περιέχει μόνο κωνία. Στον υπόλοιπο
αμφιβληστροειδή τα κωνία και τα ραβδία κατανέμονται συμμετρικά προς όλες τις
κατευθύνσεις γύρω από τον οπτικό άξονα, εκτός από μια ακόμη περιοχή- το τυφλό
σημείο ή οπτική θηλή (που δεν περιέχει ούτε κωνία, ούτε ραβδία) (εικόνα 12.8).

Τα κωνία (περίπου 6,5 εκατομμύρια σε κάθε οφθαλμό) λειτουργούν κατά την όραση
υπό το φως της ημέρας ή τη φωτοπική όραση και με αυτά, μπορούμε να δούμε τις
λεπτομέρειες και να αναγνωρίσουμε διάφορα χρώματα. Βρίσκονται κυρίως στην
περιοχή του κεντρικού βοθρίου, αλλά κάποια βρίσκονται διασκορπισμένα και στην
ευρύτερη περιοχή του αμφιβληστροειδούς. Κάθε ένα από τα κωνία που βρίσκονται
στο βοθρίο έχει τη δική του «τηλεφωνική γραμμή» σύνδεσης με τον εγκέφαλο, ενώ
στο υπόλοιπο τμήμα του αμφιβληστροειδούς, πολλοί φωτοϋποδοχείς μοιράζονται μία
νευρική ίνα – τηλεφωνική γραμμή. Τέλος τα κωνία δεν είναι το ίδιο ευαίσθητα σε όλα

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 113


τα χρώματα, αλλά παρουσιάζουν μέγιστη ευαισθησία περίπου στα 550 nm, στην
περιοχή του κίτρινου-πράσινου (εικόνα 12.9).

Τα ραβδία λειτουργούν περισσότερο κατά τη νυχτερινή ή σκοτοπική όραση, όπως


επίσης για την περιφερική όραση. Είναι πολύ περισσότερα από τα κωνία (περίπου
120 εκατομμύρια σε κάθε οφθαλμό) και καλύπτουν το μεγαλύτερο τμήμα του
αμφιβληστροειδούς ,δεν κατανέμονται ομοιόμορφα σε αυτόν και επίσης σε γωνία
περίπου 200 έχουν τη μεγαλύτερη πυκνότητα (εικόνα 12.8).

Ιστολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι εκατοντάδες ραβδία στέλνουν τις πληροφορίες
τους στην ίδια νευρική ίνα, κάτι που σημαίνει ότι στην περιφερική όραση, η
ικανότητα να διακριθούν δύο φωτεινές πηγές που βρίσκονται αρκετά κοντά μεταξύ
τους, είναι μικρή. Από την άλλη μεριά όμως, η υψηλή ευαισθησία των ραβδίων,
καθώς και η μεγάλη επιφάνεια που καλύπτουν στον αμφιβληστροειδή, μας
επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε ένα αντικείμενο που πλησιάζει από τα πλάγια, ενώ
εμείς κοιτάμε ευθεία μπροστά.

Τα ραβδία είναι περισσότερο ευαίσθητα στο μπλε-πράσινο φως (λ=510 nm), μήκος
κύματος μικρότερο από το αντίστοιχο των κωνίων (λ=550 nm). Στην εικόνα 12.9
φαίνεται ότι τα ραβδία και τα κωνία είναι το ίδιο ευαίσθητα στο κόκκινο φως (650-
700 nm).

Οι οφθαλμοί δεν παρουσιάζουν τη μέγιστη ευαισθησία τους σε συνθήκες φωτοπικής


όρασης. Αν η ένταση του φωτός μειωθεί ξαφνικά κατά έναν παράγοντα 1.000,
στιγμιαία βρισκόμαστε στο σκοτάδι, αλλά μετά από μερικά λεπτά είμαστε ικανοί να
δούμε πολλές λεπτομέρειες που αρχικά, όταν σκοτείνιασε, δεν ήταν ορατές. Η
προσαρμογή στο σκοτάδι είναι προφανώς ο χρόνος που απαιτείται , ώστε το σώμα να
αυξήσει την ποσότητα των φωτοευαίσθητων χημικών στα ραβδία και τα κωνία. Ο
ρυθμός προσαρμογής του οφθαλμού στο σκοτάδι παρουσιάζεται στην εικόνα 12.10.
Τα κωνία προσαρμόζονται γρηγορότερα, αφού μετά την πάροδο 5 min το κεντρικό
βοθρίο έχει αποκτήσει τη μέγιστή του ευαισθησία, ενώ τα ραβδία συνεχίζουν την
προσαρμογή στο σκοτάδι για 30-60 min , παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος της
προσαρμογής γίνεται τα πρώτα 15 min. Η προσαρμογή στο σκοτάδι μπορεί να
βοηθηθεί με τη χρήση κόκκινων γυαλιών που περιορίζουν το φως που προσπίπτει ,
στην κόκκινη περιοχή του φάσματος.

Στην εικόνα 12.8 υπάρχει μια περιοχή από περίπου 130 μέχρι 180, που δεν περιέχει
ούτε ραβδία ούτε κωνία-το τυφλό σημείο. Αυτό είναι το σημείο από το οποίο το
οπτικό νεύρο εισέρχεται στον οφθαλμό και βρίσκεται στο τμήμα του οφθαλμού που
είναι προς τη μύτη. Αν ένα είδωλο πέσει στο τυφλό σημείο του ενός οφθαλμού ,
αποφεύγει το αντίστοιχο σημείο του άλλου οφθαλμού. Τέλος συνήθως δεν
αντιλαμβανόμαστε το τυφλό σημείο , το οποίο έχει αρκετά μεγάλη επιφάνεια.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 114


12.4 Το κατώφλι της όρασης

Οι Hecht, Schlaer και Pirenne ύστερα από το πείραμα τους πάνω στην ευαισθησία
των ραβδίων κατέληξαν στα εξής συμπεράσματα: α) τα ραβδία είναι περισσότερο
ευαίσθητα στα 510 nm , β) τα ραβδία είναι περισσότερα (αριθμός ανά επιφάνεια
αμφιβληστροειδούς) σε γωνία 200 περίπου από τον οπτικό άξονα, γ) η ικανότητα
ανίχνευσης της φωτεινής δέσμης είναι ανεξάρτητη της διαμέτρου της για τόξα μέχρι
10΄, ενώ για μεγαλύτερα τόξα απαιτείται περισσότερο φως για την ανίχνευσή της και
δ) για λάμψη φωτός που διαρκεί μέχρι 0,1 s , η χρονική διάρκεια της λάμψης δεν
επηρεάζει την ικανότητα ανίχνευσης, αλλά για λάμψεις μεγαλύτερης χρονικής
διάρκειας απαιτείται περισσότερο φως.

Μόνο ένα φωτόνιο μπορεί να ενεργοποιήσει ένα ραβδίο και 2 μόνο φωτόνια που
απορροφώνται στα ραβδία μπορούν να παράγουν οπτικό σήμα.

Ο κύριος παράγοντας για τον οποίο δεν μπορούμε να δούμε ένα φωτόνιο , είναι ο
ηλεκτρικός θόρυβος , δηλαδή η τυχαία ενεργοποίηση δυναμικών δράσης. Ο
αμφιβληστροειδής παράγει συνεχώς τέτοιο θόρυβο. Κάθε ραβδίο στέλνει ένα τυχαίο
δυναμικό δράσης περίπου κάθε 5 λεπτά και με 120 εκατομμύρια ραβδία σε κάθε
οφθαλμό , δημιουργούνται περίπου 3 δισεκατομμύρια τυχαίοι παλμοί θορύβου την
ώρα. Το φωτεινό σήμα πρέπει να είναι μεγαλύτερο από τους τυχαίους παλμούς για να
γίνει ορατό και προφανώς τα κωνία δημιουργούν περισσότερους τυχαίους παλμούς
και απαιτείται πολύ μεγαλύτερο φωτεινό σήμα για να γίνει αντιληπτό από το
κεντρικό βοθρίο.

Από τα 90 φωτόνια που εισέρχονται στο μάτι, 10 ή λιγότερα απορροφώνται τελικά


από τους φωτοϋποδοχείς. Από τα υπόλοιπα περίπου το 3% ανακλώνται στην
επιφάνεια του κερατοειδούς και περίπου το 50% απορροφώνται από τους ιστούς που
παρεμβάλλονται (κερατοειδής, φακός , υγρά). Από αυτά που φτάνουν στην περιοχή
των ραβδίων, μόνο το 20% περίπου (περίπου το 10% του αρχικού αριθμού)
απορροφώνται από τα ραβδία και τα φωτόνια που δεν απορροφώνται ούτε στα
ραβδία, απορροφώνται στο «πίσω μέρος» του οφθαλμού.

12.5 Φαινόμενα περίθλασης στον οφθαλμό

Η φωτεινή ακτινοβολία , ως ηλεκτρομαγνητικό κύμα, υφίσταται περίθλαση, καθώς


περνά μέσα από ένα μικρό άνοιγμα και με αυτόν τον τρόπο, η ίριδα δημιουργεί ένα
σχέδιο περίθλασης στον αμφιβληστροειδή (εικόνα 12.11). Για φυσιολογικό άνοιγμα
της κόρης (περίπου 4 mm) το φαινόμενο αυτό δεν έχει πρακτικές συνέπειες στην
καθημερινή όραση, όμως εάν η κόρη γίνει πολύ μικρότερη , για παράδειγμα 1 mm ,
το φαινόμενο της περίθλασης επηρεάζει σημαντικά την οξύτητα της όρασης.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 115


Όλοι οι φακοί έχουν σφάλματα –παραμορφώσεις, με την επίδρασή τους να
μειώνεται όταν το άνοιγμα του φακού γίνει μικρότερο. Στον οφθαλμό , η μικρή κόρη
βελτιώνει την οπτική οξύτητα, εντούτοις , εάν η κόρη γίνει πολύ μικρή, η οξύτητα
υποβαθμίζεται λόγω των φαινομένων περίθλασης. Η καλύτερη οξύτητα για έναν
εμμετρωπικό οφθαλμό προκύπτει για διάμετρο κόρης μεταξύ 3 και 4 mm, που είναι
το φυσιολογικό της μέγεθος σε συνθήκες καλού φωτισμού.

Μια σημειακή πηγή φωτός δεν θα εστιάσει σε ένα μόνο κωνίο, λόγω των
φαινομένων περίθλασης (εικόνα 12.11). Η γωνιακή απόκλιση , 2θ, του κεντρικού
φωτεινού δίσκου που θα σχηματιστεί στον αμφιβληστροειδή, για φως μήκος κύματος
λ=555 nm και κόρη διαμέτρου α=3 mm, υπολογίζεται από την εξίσωση:
2θ = 2(1,22)(λ/α) = 4,5 x 10-4 ακτίνια.

Η διάμετρος του κεντρικού φωτεινού δίσκου στον αμφιβληστροειδή δίνεται από το


γινόμενο της απόστασης του ενεργού διαφράγματος του φακού (κόρη) από τον
αμφιβληστροειδή (17 mm) επί τη γωνιακή ταχύτητα 2θ, και έχει τιμή 8 μm. Ο δίσκος
αυτής της διαμέτρου θα καλύπτει πολλά κωνία που το καθένα έχει διάμετρο περίπου
1,1 μm. Αν η πηγή έχει αρκετή ένταση , π.χ. ένα φωτεινό αστέρι, το επόμενο φωτεινό
δακτυλίδι της περίθλασης μπορεί να δραστηριοποιήσει περισσότερα κωνία και με τον
τρόπο αυτό, φωτεινές σημειακές πηγές , μεγάλης έντασης, φαίνονται μεγαλύτερες
από σημειακές πηγές ασθενέστερης έντασης.

12.6 Η οπτική οξύτητα

Οι οπτικοί χάρτες ελέγχουν την ιδιότητα των οφθαλμών που καλείται οπτική
οξύτητα ή διαφορετικά διακριτική ικανότητα αυτών.

Οι οφθαλμίατροι χρησιμοποιούν συνήθως το πίνακα Snellen (εικόνα 12.12) για τον


έλεγχο της οξύτητας της όρασης. Αν από τον έλεγχο προκύψει ότι κάποιος έχει
όραση 20/20, αυτό σημαίνει ότι μπορεί να δει λεπτομέρειες από απόσταση 20 ft , ενώ
όταν προκύψει όραση 20/40, τότε το άτομο μπορεί να διαβάσει από απόσταση 20 ft
τη γραμμή που ένα άλλο άτομο με καλή όραση μπορεί να διαβάσει από 40 ft. Ένας
άνθρωπος που διαβάζει πολύ , αναγνωρίζει τα γράμματα πιο εύκολα από κάποιον που
διαβάζει λίγο και επίσης μερικά γράμματα , όπως το Α ή το V , είναι εύκολο να
αναγνωριστούν από το σχήμα τους και δεν χρειάζεται ο διαχωρισμός των
λεπτομερειών τους.

Η οπτική οξύτητα καθορίζεται κυρίως από τα χαρακτηριστικά των κωνίων στο


βοθρίο. Ένας κοινός τρόπος για τον έλεγχο της διακριτικής ικανότητας είναι η χρήση
ενός σχεδίου με εναλλασσόμενες μαύρες και άσπρες γραμμές που σιγά-σιγά
λεπταίνουν, με τον συνδυασμό μιας άσπρης και μιας μαύρης γραμμής να καλείται
ζεύγος γραμμών (line pair-lp). Υπό βέλτιστες συνθήκες, ο οφθαλμός μπορεί να
διακρίνει δύσκολα ως ξεχωριστές τις γραμμές σε ένα σχήμα με 30 lp/mm, ενώ εάν

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 116


αυτός απομακρυνθεί στη διπλάσια απόσταση , θα μπορεί να διακρίνει 15 lp/mm . Η
διακριτική ικανότητα εκφράζεται συχνά και από τη γωνία που ξεκινά από τον
οφθαλμό , η οποία έχει άνοιγμα όσο το μέγεθος του αντικειμένου, και είναι λίγο-πολύ
ανεξάρτητη της απόστασης από την οποία βλέπουμε. Η ελάχιστη γωνία μεταξύ δύο
μαύρων γραμμών που μπορούν να αναγνωριστούν ως ξεχωριστές, είναι περίπου 0,3
mradians. Για να διαχωρίζονται δύο παράλληλες μαύρες γραμμές , θα πρέπει το
είδωλό τους να πέφτει πάνω σε δύο παράλληλες σειρές κωνίων, αφήνοντας όμως
ενδιάμεσα μια κενή παράλληλη σειρά που θα δεχθεί το είδωλό της άσπρης γραμμής
(εικόνα 12.13). Η μικρότερη μαύρη κουκκίδα που μπορεί κάποιος να δει κάτω από τις
βέλτιστες συνθήκες είναι 2,3 x 10-6 radians, όμως η διακριτική ικανότητα μειώνεται
με γρήγορο ρυθμό όσο το είδωλο απομακρύνεται από το κεντρικό βοθρίο. Έτσι σε
0,175 radians (100) από το βοθρίο , η οξύτητα υποβαθμίζεται κατά ένα παράγοντα 10
και εάν ο φωτισμός δεν είναι ο βέλτιστος, η διακριτική ικανότητα υποβαθμίζεται
περισσότερο (εικόνα 12.14).

Ένα τέστ για την οξύτητα είναι η ευθυγράμμιση των άκρων δύο παράλληλων
γραμμών, έτσι ώστε να εμφανίζονται ως μια συνεχής γραμμή (εικόνα 12.14), με τη
διαπίστωση-μέτρηση του βαθμού της ευθυγράμμισης να γίνεται με τη χρήση ενός
μετρικού οργάνου που καλείται κλίμακα του Βερνιέρου.

Η διακριτική ικανότητα του οφθαλμού στην περίπτωση άσπρων γραμμών σε μαύρο


φόντο είναι περίπου 10-3 radians, ενώ στην περίπτωση μαύρων γραμμάτων σε άσπρο
φόντο είναι 3 x 10-4 radians.

Η ικανότητα του οφθαλμού να διαχωρίζει δύο γραμμές ως χωριστές εξαρτάται


επίσης και από το πόσο μαύρες ή άσπρες είναι. Η διακριτική ικανότητα
υποβαθμίζεται όταν οι δύο γραμμές έχουν διαφορετικές αποχρώσεις του γκρι, από
όσο όταν η μία είναι άσπρη και η άλλη μαύρη. Η αντίθεση C μεταξύ δύο (γειτονικών)
περιοχών ορίζεται ως C = (I1- I2)/ (I1 + I2), όπου I1 και I2 αντιστοιχούν στην ένταση
του φωτός στις δύο περιοχές.

Η οπτική πυκνότητα OD ενός απορροφητή ορίζεται ως OD = log10(I0/I), όπου I0


είναι η ένταση του φωτός χωρίς τον απορροφητή και Ι είναι η ένταση του μετά τον
απορροφητή. Οι OD μπορούν να προστεθούν, έτσι μπορούμε να τοποθετήσουμε μαζί
δύο φίλτρα ουδέτερης πυκνότητας OD = 1 για να επιτύχουμε OD = 2 κ.ο.κ.. Ακόμη
και ένα τελείως διάφανο κομμάτι φιλμ έχει κάποια μικρή οπτική πυκνότητα , λόγω
των ανακλάσεων που συμβαίνουν στις επιφάνειές του, , με περίπου το 3% του
προσπίπτοντος φωτός να ανακλάται σε μία οπτικώς καθαρή-διάφανη επιφάνεια. Το
εύρος οπτικών πυκνοτήτων των φιλμ που χρησιμοποιούνται στην ακτινοδιαγνωστική
είναι 0,3 – 2 , παρόλα αυτά , ακόμη περισσότερο σκοτεινές περιοχές , με οπτική
οξύτητα της τάξης του 3, μπορούν να μελετηθούν χρησιμοποιώντας μια κατάλληλη
πηγή φωτός.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 117


Αν δύο φιλμ τοποθετηθούν το ένα δίπλα στο άλλο , θα πρέπει να υπάρχει διαφορά
στην οπτική τους πυκνότητα για να μπορέσουν οι οφθαλμοί να τα ξεχωρίσουν ως
διαφορετικά, με τη διαφορά αυτή να εξαρτάται από την ένταση του φωτός (εικόνα
12.15). Για φως χαμηλής έντασης, όταν χρησιμοποιούμε τα ραβδία μας, απαιτείται
διαφορά στην ένταση του φωτός της τάξεως του 2 και στη βέλτιστη ένταση φωτός ,
διαφορές της τάξης 1% ή 2% είναι ανιχνεύσιμες. Συνήθως, σε μία ακτινογραφία, δύο
περιοχές δεν διαχωρίζονται από κάποιο σαφές περίγραμμα και η οπτική πυκνότητα
αλλάζει βαθμιαία από τη μια περιοχή στην άλλη. Σε αυτήν την περίπτωση ίσως να
απαιτείται μια διαφορά έως και 20 % στην ένταση του φωτός, ακόμη και κάτω από
βέλτιστες συνθήκες, για να αναγνωρισθούν ως διαφορετικά δύο φιλμ διαφορετικής
οπτικής πυκνότητας.

12.7 Οφθαλμαπάτες και συναφή φαινόμενα

Στην εικόνα 12.16α παρουσιάζονται ομοιόμορφα χρωματισμένες λωρίδες σε


αποχρώσεις του γκρι, η μία δίπλα στην άλλη, παρατηρούμε ότι αντί μια λωρίδα να
φαίνεται ομοιόμορφα χρωματισμένη , αυτή φαίνεται πιο σκούρα από την πλευρά
που συνορεύει με λωρίδα ανοιχτού χρώματος, ενώ φαίνεται πιο ανοιχτή από την
πλευρά που συνορεύει με σκούρου χρώματος λωρίδα. Το φαινόμενο αυτό
προκαλείται λόγω της αλληλεπίδρασης γειτονικών ομάδων φωτοϋποδοχέων του
οφθαλμού (εικόνα 12.16γ) και βοηθάει στην περίπτωση που δεν χρειάζεται βοήθεια,
όταν η αντίθεση είναι ήδη καλή, ενώ εκλείπει όταν η αντίθεση είναι χαμηλή .

Μια άλλη περίπτωση οφθαλμαπάτης (εικόνα 12.17) είναι όταν οι κύκλοι είναι της
ίδιας απόχρωσης του γκρι, αλλά ο κύκλος, που περιβάλλεται από την περιοχή με το
πιο ανοιχτό χρώμα, δείχνει πιο σκούρος. Το φαινόμενο αυτό έχει πρακτική σημασία
στην περίπτωση που εξετάζουμε μια ακτινογραφία στο διαφανοσκόπιο, όπου εάν το
φιλμ δεν καλύπτει όλη τη φωτεινή επιφάνεια, το δυνατό φως που περιβάλλει το φιλμ,
το κάνει να φαίνεται πιο σκοτεινό.

Τα νευρικά κύτταρα στον οφθαλμό παύουν να στέλνουν σήματα όταν υπάρχει ένα
σταθερό ερέθισμα, κάτι που ξεπερνιέται με το να ανοιγοκλείνει συχνά το βλέφαρο
και με το να κινείται συνεχώς.

Το μάτι έχει πολλά αιμοφόρα αγγεία στον αμφιβληστροειδή, τα οποία εμποδίζουν


το φως να φτάσει στα ραβδία και τα κωνία που βρίσκονται πίσω από αυτά. Ο λόγος
για τον οποίο φυσιολογικά δεν βλέπουμε αυτά τα αγγεία, είναι ότι δημιουργούν σκιές
πάνω στα ίδια πάντα ραβδία και κωνία και το σταθερό αυτό σήμα εξαφανίζεται σε
μερικά μόνο δευτερόλεπτα αφού ανοίξουν τα μάτια το πρωί. Ένας τρόπος για να γίνει
ορατή η εικόνα του δικτύου των αιμοφόρων αγγείων είναι να φωτίσουμε το μάτι με
ένα φακό. Έχοντας τα μάτια κλειστά , κρατάμε το φακό μπροστά από το βλέφαρο και
τον μετακινούμε γρήγορα προς τα μπρός και προς τα πίσω. Ένα μέρος του φωτός θα
διαπεράσει το βλέφαρο και το σκληρό χιτώνα του ματιού, προκαλώντας σκιές από τα

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 118


αιμοφόρα αγγεία, που όμως αυτές , με την κίνηση του φακού, διανέμονται συνεχώς
σε διαφορετικά ραβδία και κωνία , με αποτέλεσμα να γίνονται ορατά τα αγγεία.

Φωτοψία καλείται το φως που έχουμε την εντύπωση πως βλέπουμε με κλειστά τα
μάτια και μπορεί να προκληθεί πιέζοντας το μάτι με τα δάκτυλα ή κλείνοντας το
μάτι πολύ σφικτά. Οι φωτοψίες παράγονται από τη διέγερση κάποιων από τους
φυσιολογικούς φωτοϋποδοχείς . Ο εγκέφαλος μεταφράζει ως φως οποιοδήποτε σήμα
λαμβάνει από το οπτικό νεύρο, ενώ δεν μπορεί να διαχωρίσει τις διαφορετικές πηγές
σημάτων που φθάνουν σε αυτόν με το οπτικό νεύρο. Ηλεκτροφωτοψίες μπορούν να
παραχθούν αν μια μικρή τάση ηλεκτρικού ρεύματος (περίπου 4 V) τοποθετηθεί κατά
μήκος του ματιού, όταν τα μάτια είναι κλειστά και έχουν προσαρμοστεί στο σκοτάδι.
Λόγω του ότι το οπτικό νεύρο μεταφέρει σήματα με τάση συνήθως μικρότερη από
0,1 V , δεν είναι περίεργο το ότι οι γρήγορες μεταβολές της τάσης, που προκαλούνται
με αυτόν τον τρόπο, παράγουν κάποιες νευρικές ώσεις. Οι μαγνητοφωτοψίες
προκαλούνται από ένα μεταβαλλόμενο μαγνητικό πεδίο.

Όταν κουνάμε τα μάτια μας ή το κεφάλι μας , η εικόνα-είδωλο στον


αμφιβληστροειδή γλυστράει , πιθανολογώντας ότι στον εγκέφαλο θα δημιουργηθεί η
εντύπωση ότι το δωμάτιο βρίσκεται σε κίνηση. Όμως , την ίδια στιγμή που ο
εγκέφαλος δίνει εντολή στους μυς να κινήσουν τους οφθαλμούς ή το κεφάλι,
ταυτόχρονα πληροφορεί και την οπτική περιοχή του φλοιού, και δεν συγχεόμαστε
από την ψευδαίσθηση ότι το δωμάτιο κινείται. Παρόλα αυτά , αν ο οφθαλμός κινηθεί
από μια εξωτερική δύναμη, μπορεί να δώσει την εντύπωση ότι αυτό κινείται.

Ένα χαρακτηριστικό του συστήματος οφθαλμός –εγκέφαλος, είναι η ικανότητα του


δεύτερου να συνδυάζει τις ελάχιστα διαφορετικές εικόνες από τους δύο οφθαλμούς
και να προσφέρει μία τρισδιάστατη (3-D) εικόνα . Για τις στερεοσκοπικές
ακτινογραφίες λαμβάνονται δύο ακτινογραφίες ενός τμήματος του σώματος , από δύο
ελάχιστα διαφορετικές γωνίες, που αντιστοιχούν στις δύο όψεις που φυσιολογικά
βλέπουν οι δύο οφθαλμοί. Οι δύο ακτινογραφίες τοποθετούνται μετά στο
στερεοσκόπιο, έτσι ώστε ο κάθε οφθαλμός να βλέπει τη δική του εικόνα και αυτές οι
εικόνες συγχωνεύονται από τον εγκέφαλο σε μία 3-D εικόνα (εικόνα 12.20).

Ο εγκέφαλος συγχωνεύει τα σήματα από τους δύο οφθαλμούς, ακόμη και στην
περίπτωση που ο ένας δεν έχει εστιάσει ή που η εικόνα στον ένα οφθαλμό έχει
μεγεθυνθεί κατά ποσοστό μεγαλύτερο από 5% από ότι στον άλλο.

Όταν βλέπουμε μία λάμψη φωτός , μετά το τέλος της λάμψης υπάρχει ένα χρονικό
διάστημα πολλών msec, κατά το οποίο ο εγκέφαλος νομίζει ότι το φως είναι ακόμα
αναμμένο. Κορεσμός είναι η κατάσταση στην οποία, αν αυξηθεί η συχνότητα των
διαδοχικών λάμψεων, θα υπάρξει κάποιος ρυθμός όπου το σύστημα εγκέφαλος-
οφθαλμοί δεν θα είναι πλέον ικανό να αναγνωρίσει το φως σαν ξεχωριστές λάμψεις.
Ο ρυθμός στον οποίο συμβαίνει ο κορεσμός εξαρτάται από την ένταση των λάμψεων,
δηλαδή έντονες λάμψεις δεν συγχωνεύονται σε σταθερό φως μέχρι τα 50 Hz περίπου,
ενώ αμυδρές λάμψεις παρουσιάζονται σαν σταθερό φως στα 12 Hz περίπου. Τα

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 119


ραβδία αντέχουν σε μεγαλύτερο ρυθμό διαδοχικών λάμψεων από όσο τα κωνία, έτσι
ένα φως που τρεμοπαίζει στην περιφερική σου όραση, μπορεί να ερμηνευθεί ως
σταθερό, αν το κοιτάξεις απευθείας.

12.8 Η ελαττωματική όραση και η διόρθωσή της


Υπάρχει μια απλή σχέση που συνδέει την εστιακή απόσταση F, την απόσταση του
αντικειμένου P και την απόσταση του ειδώλου Q για την περίπτωση λεπτού φακού
(εικόνα 12.22)

1/F = 1/P + 1/Q

Αν το F μετράται σε μέτρα , τότε το 1/F είναι η ισχύς (ικανότητα εστίασης) του


φακού σε διοπτρίες (D). Η εστιακή απόσταση για την περίπτωση ενός συγκλίνοντος
φακού ορίζεται θετική ενώ για την περίπτωση αποκλίνοντος φακού ορίζεται
αρνητική.

Η εστιακή απόσταση F που προκύπτει από τον συνδυασμό δύο φακών με εστιακές
αποστάσεις F1 και F2 αντίστοιχα, που θεωρούνται ότι εφάπτονται πλήρως, δίνεται
από τη σχέση (1/F) = (1/ F1) + (1/ F2). Η παραπάνω εξίσωση εκφράζει την ισχύ του
συνδυασμού σε διοπτρίες και ισούται με το άθροισμα των επιμέρους διοπτριών των
διαφόρων φακών του συνδυασμού , δηλαδή D= D1 + D2.

Υποθέτουμε ότι η απόσταση του ειδώλου στον αμφιβληστροειδή από τον


κερατοειδή και το φακό του οφθαλμού είναι Q=0,02 m. Όταν ένας φυσιολογικός
οφθαλμός είναι εστιασμένος σε μεγάλη απόσταση(άπειρο), η εστιακή απόσταση F
του οφθαλμού ισούται με Q , όπως προκύπτει από την εξίσωση:

Dαπ = 1/Fαπ =1/∞ + 1/Q = 0 + 1/0,02 m = 50D

Δηλαδή , όταν ο οφθαλμός κοιτάει ένα αντικείμενο που βρίσκεται σε μεγάλη


απόσταση , έχει ισχύ 50D . Αν στη συνέχεια ο οφθαλμός εστιάσει σε ένα κοντινό
αντικείμενο (πλησίον), π.χ. σε P=0,25 m, τότε:

Dπλ = 1/Fπλ = (1/0,25) + (1/0,02) = 4 + 50 = 54D

Δηλαδή , ο οφθαλμός, για αυτό το κοντινό αντικείμενο , έχει ισχύ 54D. Για να είναι η
όραση καλή τόσο σε μεγάλες, όσο και σε μικρές αποστάσεις, ο οφθαλμός πρέπει να
μπορεί να προσαρμόζεται:

Αναγκαία προσαρμογή = Dπλ - Dαπ = 54D - 50D= 4D.

Υπάρχουν τέσσερις γενικοί τύποι αμετρωπίας: α) η μυωπία (κοντινή όραση), β) η


υπερωπία ή υπερμετρωπία (μακρινή όραση), γ) ο αστιγματισμός (ασύμμετρη
εστίαση) και δ) η πρεσβυωπία (όραση των ηλικιωμένων) ή απώλεια της ικανότητας
προσαρμογής (εικόνα 12.23). Τα διάφορα προβλήματα των οφθαλμών που
οφείλονται σε κακή εστίαση , καθώς και τα χαρακτηριστικά τους, παρουσιάζονται
στον πίνακα 12.2.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 120


Ένα μυωπικό άτομο συνήθως έχει μακρύτερο οφθαλμικό βολβό ή κερατοειδή με
μεγαλύτερη καμπυλότητα. Τα μακρινά αντικείμενα εστιάζονται μπροστά από τον
αμφιβληστροειδή και οι ακτίνες συνεχίζουν αποκλίνοντας και δημιουργώντας θολό
είδωλο σε αυτόν (εικόνα 12.24β), μια κατάσταση που διορθώνεται εύκολα με
αρνητικό φακό.

Ένας υπερμετρωπικός οφθαλμός έχει εγγύτερο σημείο σε απόσταση μεγαλύτερη


από τη φυσιολογική και χρησιμοποιεί μέρος της ικανότητας προσαρμογής, για να
βλέπει μακρινά αντικείμενα ευκρινώς. Η υπερμετρωπία οφείλεται συνήθως σε πολύ
κοντό οφθαλμικό βολβό ή σε κερατοειδή με μικρότερη καμπυλότητα (εικόνα 12.24γ)
και για την διόρθωσή της χρησιμοποιείται ένας θετικός φακός.

Στον αστιγματισμό , η καμπυλότητα του κερατοειδούς είναι ανομοιόμορφη και


αυτός δεν μπορεί να διορθωθεί με ένα απλό θετικό ή αρνητικό φακό. Ένας
αστιγματικός οφθαλμός (εικόνα 12.26) θα δει μια ομάδα γραμμών πιο καθαρά από τις
γραμμές των υπόλοιπων κατευθύνσεων. Ο αστιγματισμός διορθώνεται με ασύμμετρο
φακό , του οποίου η ισχύς είναι μεγαλύτερη στο ένα επίπεδο από την ισχύ στο κάθετο
προς αυτό επίπεδο (εικόνα 12.27)

Συχνά , ένα άτομο μεγαλύτερο των 50 ετών, όταν κρατάει το βιβλίο μακριά ώστε να
μπορεί να εστιάζει καθαρά , το κείμενο είναι πολύ μικρό, με αποτέλεσμα να είναι
αδύνατο να διαχωριστούν τα γράμματα. Παρόλο που η ανάγνωση σε έντονο φως
βοηθάει , γιατί στενεύει την κόρη και παρέχει με τον τρόπο αυτό μεγαλύτερο βάθος
εστίασης, το άτομο αυτό θα χρειαστεί γυαλιά για να διαβάσει. Αν ήδη
χρησιμοποιούνται γυαλιά για να διορθώσουν κάποια άλλη ατέλεια της όρασης , θα
υπάρξει ανάγκη διπλοεστιακών ή τριπλοεστιακών φακών, πρόβλημα που είναι
αποτέλεσμα της απώλειας της ικανότητας προσαρμογής με την ηλικία (εικόνα
12.28).Ο φακός γίνεται λιγότερο εύκαμπτος , και όταν ασκηθεί τάση σε αυτόν, η
μορφή- καμπυλότητά του αλλάζει ελάχιστα και όπως φαίνεται στην εικόνα 12.28,
αυτή η έλλειψη ικανότητας προσαρμογής ξεκινάει από νεαρή ηλικία.

Οι φακοί επαφής κατασκευάζονται είτε από σκληρό (διαπερατό από τον αέρα) είτε
από μαλακό πλαστικό , με τους πρώτους να τοποθετούνται σε ένα στρώμα από
δάκρυα, στο πλέον πρόσθιο μέρος (κορυφή) του κερατοειδούς , ένα από τα πιο
ευαίσθητα σημεία του σώματος.

Από φυσικής άποψης, οι φακοί επαφής εκτελούν την ίδια λειτουργία με τους
κοινούς διορθωτικούς φακούς (γυαλιά) , όμως παρόλα αυτά , η ισχύς από το
συνδυασμό δύο φακών εξαρτάται από την απόσταση που παρεμβάλλεται. Η
απόσταση μεταξύ των κοινών γυαλιών και του κερατοειδούς είναι καλά καθορισμένη
από τη μορφή του σκελετού και μια μικρή δε αλλαγή δεν έχει μεγάλη επίδραση ,
εκτός εάν τα γυαλιά έχουν πολύ ισχυρούς φακούς. Αντίθετα , η απευθείας επαφή του
φακού επαφής με τον κερατοειδή, επηρεάζει σημαντικά τη συνταγή για τα μάτια. Ένα
μυωπικό άτομο, όταν αλλάζει τα συμβατικά γυαλιά με φακούς επαφής, θα χρειαστεί
ασθενέστερους αρνητικούς φακούς , και ένας υπέρμετρωπας θα χρειαστεί

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 121


ισχυρότερους θετικούς φακούς. Το μέγεθος της εικόνας στον αμφιβληστροειδή που
δημιουργείται από τους φακούς επαφής είναι διαφορετικό από αυτό που
δημιουργείται από τα κοινά γυαλιά, δηλαδή είναι μεγαλύτερο στη μυωπία και
μικρότερο στην υπερμετρωπία. Η χρήση φακών επαφής απαιτεί μεγαλύτερη
προσπάθεια προσαρμογής για τη μυωπία και μικρότερη για την υπερμετρωπία.

Λόγω του ότι οι φακοί επαφής δεν έχουν συγκεκριμένο προσανατολισμό, υπάρχει
πρόβλημα στη διόρθωση του αστιγματισμού. Οι σκληροί φακοί επαφής
κατασκευάζονται με τρόπο, ώστε να προσαρμόζονται στο τμήμα του κερατοειδούς με
τη μεγαλύτερη ακτίνα. Ο κενός χώρος πάνω από το υπόλοιπο τμήμα του
κερατοειδούς γεμίζει με δάκρυα, τα οποία διορθώνουν τον αστιγματισμό
σχηματίζοντας ένα συμμετρικό «νέο κερατοειδή».

Οι μαλακοί φακοί είναι διαπερατοί από τον αέρα , έτσι ώστε το οξυγόνο να φθάνει
πιο εύκολα στον κερατοειδή, ενώ με τους σκληρούς φακούς επαφής, το οξυγόνο
διαλύεται στο στρώμα από δάκρυα, και η περιοχή που βρίσκεται κάτω από το φακό
(δηλαδή ο κερατοειδής), εφοδιάζεται με νέο οξυγόνο , κάθε φορά που το μάτι
ανοιγοκλείνει. Τα κυριότερα μειονεκτήματα των μαλακών φακών επαφής είναι : α)
κοστίζουν περισσότερο και β) επειδή εφαρμόζουν απόλυτα στον κερατοειδή , δεν
μπορούν να διορθώσουν τον αστιγματισμό. Γενικότερα το μεγαλύτερο μειονέκτημα
των φακών επαφής, συγκρινόμενοι με τα κοινά γυαλιά, είναι η αυξημένη πιθανότητα
μόλυνσης του οφθαλμού.

Οι φακοί επαφής δεν χρησιμοποιούνται μόνο για λόγους καλαισθησίας , αλλά και
για άλλες περιπτώσεις. Έτσι ένας ασθενής που έχει υποβληθεί σε μεταμόσχευση
κερατοειδούς, συχνά έχει «περίπλοκο» αστιγματισμό, ως αποτέλεσμα των ραμμάτων,
με συνέπεια να απαιτούνται σκληροί φακοί επαφής για την απομάκρυνση της
παραμόρφωσης που προκλήθηκε από τα ράμματα. Επίσης , μαλακός φακός επαφής
χρησιμοποιείται για απευθείας παροχή κάποιου φαρμάκου στον κερατοειδή για
χρονικό διάστημα μερικών ωρών, με τον φακό να βυθίζεται μέσα στο φάρμακο πριν
τοποθετηθεί στον οφθαλμό.

12.9 Έγχρωμη όραση και χρωματική εκτροπή


Ο οφθαλμός έχει την ικανότητα να βλέπει χρώμα και αυτό επιτυγχάνεται μέσω των
σημάτων τα οποία στέλνονται στον εγκέφαλο από τις τρεις κατηγορίες
«χρωματιστών» κωνίων, με διάφορους συνδυασμούς, επιτρέποντας σε αυτόν να
καθορίσει το χρώμα.

Αν η χρωστική μιας κατηγορίας κωνίων είναι ελλιπής, το άτομο θα έχει


αχρωματοψία, δηλαδή θα συγχέει ορισμένα χρώματα, ενώ είναι σπάνιο να έχει
κάποιο άτομο πλήρη αχρωματοψία, δηλαδή να βλέπει μόνο αποχρώσεις του γκρι.

Η χρωματική εκτροπή είναι ένα συνηθισμένο μειονέκτημα-σφάλμα των απλών


φακών που προκαλείται από την εξάρτηση του δείκτη διάθλασης από το μήκος
κύματος και η οποία έχει ως αποτέλεσμα την εστίαση των διαφορετικών χρωμάτων

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 122


ενός-φάσματος αντικειμένου σε διαφορετικές αποστάσεις από το φακό. Στον απλό
φακό , η χρωματική εκτροπή δημιουργεί χρωματιστές γραμμές στο περίγραμμα του
ειδώλου ενός λευκού αντικειμένου.

Οι οφθαλμοί δεν δημιουργούν είδωλα με χρωματιστές γραμμές, ή ακόμα και αν


δημιουργούν , δεν το αντιλαμβανόμαστε, παρόλα αυτά η οξύτητα του οφθαλμού
επηρεάζεται από τις διαφορετικές εστιακές αποστάσεις των διαφορετικών χρωμάτων.
Κοιτάζοντας το κόκκινο νήμα ενός διαφανούς λαμπτήρα (εικόνα 12.30) μέσα από ένα
χοντρό φίλτρο γυαλιού από κοβάλτιο (μπλε), θα παρατηρήσουμε δύο είδωλα του
νήματος: ένα κόκκινο και ένα μπλε, το ένα δίπλα στο άλλο. Αν το μάτι είχε την
ικανότητα να εστιάσει στην ίδια απόσταση το κόκκινο και το μπλε, οι δύο εικόνες θα
αλληλοεπικαλύπτονταν. Ένας από τους λόγους που η χρωματική εκτροπή δεν
δημιουργεί πρόβλημα στη φυσιολογική όραση είναι το γεγονός ότι είναι σπάνιο να
συναντήσεις μία τόσο «χρωματικά» ακραία κατάσταση. Οι οφθαλμοί παρουσιάζουν
τη μέγιστη ευαισθησία σε ένα μικρό εύρος στην περιοχή του κίτρινου, στο κέντρο του
ορατού φάσματος (εικόνα 12.29) , και η ίριδα περιορίζει το φως στο κέντρο του
φακού, όπου η χρωματική εκτροπή είναι ελάχιστη. Οι κιτρινωποί φακοί των ενηλίκων
δρουν σαν φίλτρο που αποκόπτει μέρος του φωτός από αυτό που θα έφθανε στον
αμφιβληστροειδή. Έτσι αποκόπτεται κυρίως από την κόκκινη ή την κυανή περιοχή
του φάσματος, παρόλο που καμία αισθητή βελτίωση δεν παρατηρείται με τη χρήση
γυαλιών κίτρινου χρώματος. Ο μονοχρωματικός φωτισμός πάντως , σε συνδυασμό με
ένα διορθωτικό φακό, προσφέρει υψηλότερη οπτική οξύτητα από όση το λευκό-
σύνθετο φως, με την βέλτιστη οξύτητα να επιτυγχάνεται με κίτρινο φως, παρόλο που
το αποτέλεσμα δεν έχει μεγάλη εξάρτηση από το μήκος κύματος. Ένα ειδικό
χρωματικό φαινόμενο που είναι μερικές φορές αισθητό στο ημίφως καλείται
φαινόμενο Purkinje, ο οποίος παρατήρησε ότι το σούρουπο τα μπλε άνθη στα φυτά
φαίνονταν περισσότερο λαμπερά από τα κόκκινα άνθη. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται
στη μετακίνηση της βέλτιστης ευαισθησίας των οφθαλμών προς την κυανή περιοχή
του φάσματος, καθώς, στα χαμηλά επίπεδα φωτεινότητας, χρησιμοποιούνται τα
ραβδία αντί τα κωνία. Λόγω του ότι οι οφθαλμοί και οι διορθωτικοί φακοί
προσφέρουν βέλτιστη οξύτητα στο κίτρινο φως, η μετακίνηση προς την κυανή
περιοχή του φάσματος, δημιουργεί σφάλμα εστίασης περίπου 1 D.

12.10 Όργανα που χρησιμοποιούνται στην οφθαλμολογία


Υπάρχουν τρία κύρια όργανα που χρησιμοποιούνται για την εξέταση του
οφθαλμού: α) το οφθαλμοσκόπιο, που επιτρέπει στον ιατρό να εξετάσει το εσωτερικό
του οφθαλμού, β) το σκιασκόπιο , που μετράει την εστιακή ισχύ (ικανότητα
εστίασης) του οφθαλμού και γ) το κερατοειδόμετρο . Επίσης το τονόμετρο –
πιεσόμετρο, μετράει την πίεση στο εσωτερικό του οφθαλμού και το φακόμετρο, το
οποίο δεν χρησιμοποιείται για τη μελέτη του οφθαλμού, μετράει τα χαρακτηριστικά
ενός άγνωστου φακού.

Το οφθαλμοσκόπιο (εικόνα 12.31) έχει την εξής αρχή λειτουργίας: δυνατό φως
προβάλλεται στον οφθαλμό του εξεταζόμενου, και το φως που επιστρέφει από τον

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 123


αμφιβληστροειδή οδηγείται με τρόπο ώστε να εστιάσει στον οφθαλμό του εξεταστή.
Το σύστημα του φακού του οφθαλμού του ασθενούς συμπεριφέρεται σαν ένας
εσωτερικός μεγεθυντικός φακός. Ένα εκπαιδευόμενο άτομο μπορεί να ανιχνεύσει με
ένα οφθαλμοσκόπιο, περισσότερα από τα απλά προβλήματα του οφθαλμού , αφού η
αυξημένη πίεση στο εσωτερικό του κρανίου (π.χ. λόγω όγκου στον εγκέφαλο) μπορεί
να προκαλέσει αισθητή μεταβολή στο εσωτερικό του οφθαλμού (οίδημα της οπτικής
θηλής).

Το σκιασκόπιο χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της συνταγογράφησης


διορθωτικών φακών, χωρίς την ενεργό συμμετοχή του ασθενούς, παρόλο που ο
οφθαλμός πρέπει να παραμείνει ανοιχτός και σε κατάλληλη θέση για την εξέταση.
Επίσης μερικές φορές χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της συνταγής που καθορίστηκε
με την κλασσική μέθοδο (πίνακας Snellen). Μια λεπτή δέσμη φωτός από το
σκιασκόπιο προβάλλεται στο μη προσαρμοσμένο και με ανοιχτή κόρη οφθαλμό και
η οποία ανακλάται από τον αμφιβληστροειδή που δρα σαν μια φωτεινή πηγή για το
χειριστή. Η λειτουργία του αμφιβληστροειδούς στη σκιασκοπία είναι η αντίστροφη
της φυσιολογικής του λειτουργίας (εικόνα 12.32α). Εξαιτίας του γεγονότος ότι ένα
αντικείμενο που βρίσκεται στο απώτερο σημείο όρασης θα εστιάσει στον
αμφιβληστροειδή ενός οφθαλμού σε ηρεμία, ένα φως από αυτόν θα δημιουργεί ένα
εστιασμένο είδωλό του στο απώτερο σημείο. Ο χειριστής βλέπει τον οφθαλμό του
ασθενούς μέσα από το σκιασκόπιο και προσθέτει φακούς μπροστά από αυτόν
(θετικούς ή αρνητικούς) μέχρι να εστιάσει το είδωλο του αμφιβληστροειδούς του
ασθενούς στο δικό του οφθαλμό (εικόνα 12.32β). Για τον καθορισμό της συνταγής
που απαιτείται για τη διόρθωση της εστίασης του οφθαλμού του ασθενούς, ο
χειριστής πρέπει να μεταβάλλει συνεχώς την ισχύ των πρόσθετων φακών, μέχρι να
καταλήξει στις διοπτρίες που απαιτούνται για να εστιάζει το είδωλο του
αμφιβληστροειδούς στην «απόσταση του χειριστή».

Το κερατοειδόμετρο είναι ένα όργανο που μετράει την καμπυλότητα του


κερατοειδούς, μια μέτρηση που απαιτείται για την εφαρμογή φακών επαφής. Αν
φωτίσουμε ένα αντικείμενο γνωστών διαστάσεων, που βρίσκεται σε γνωστή
απόσταση από ένα κυρτό κάτοπτρο και μετρήσουμε τις διαστάσεις του ειδώλου που
σχηματίζεται, μπορούμε να υπολογίσουμε την καμπυλότητα του κατόπτρου. Στην
κερατοειδομετρία , ο κερατοειδής δρα σαν ένα κυρτό κάτοπτρο. Το είδωλο από την
ανάκλαση βρίσκεται στο εστιακό επίπεδο, σε απόσταση r/2 πίσω από την επιφάνεια
του κερατοειδούς (εικόνα 12.33). Το κερατοειδόμετρο , δημιουργεί ένα φωτεινό
κύκλο που ανακλάται από τον κερατοειδή, ενώ το κεφάλι του ασθενούς συγκρατείται
σε σταθερή θέση και στη συνέχεια ο χειριστής προσαρμόζει το χειριστήριο εστίασης
στο πρόσωπο του ασθενούς έτσι ώστε να τοποθετήσει το όργανο σε καθορισμένη
απόσταση από τον κερατοειδή (εικόνα 12.34). Ένα μέρος των ακτινών από το είδωλο
της ανάκλασης διαπερνά ένα πρίσμα που δημιουργεί ένα δεύτερο είδωλο, ορατό στο
χειριστή, ο οποίος υπολογίζει τις διαστάσεις του σχηματιζόμενου ειδώλου,
προσαρμόζοντας τη γωνία του περιστρεφόμενου πρίσματος, έτσι ώστε σημάδια από
τα δύο είδωλα να συμπέσουν. Η θέση του πρίσματος μετά από αυτή τη προσαρμογή

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 124


δίνεται σε έναν επιλογέα (καντράν) που είναι βαθμολογημένος σε διοπτρίες εστιακής
ισχύος του κερατοειδούς, με μέση τιμή 44 D , που αντιστοιχεί σε κερατοειδή με
ακτίνα καμπυλότητας 7,7 mm. Λόγω του ότι ο αστιγματισμός είναι μία κοινή
πάθηση, η μέτρηση του μεγέθους του ειδώλου γίνεται στον επιμήκη άξονα του
«κυλινδρικού» φακού του οφθαλμού, όπως επίσης και σε ορθές γωνίες ως προς
αυτόν. Η καμπυλότητα των φακών επαφής κατασκευάζεται ώστε να συμπίπτει με τη
μεγαλύτερη μετρηθείσα ακτίνα.

Αν έχουμε ένα θετικό φακό (π.χ. ένα μεγεθυντικό φακό) μπορούμε να


δημιουργήσουμε μια εστιασμένη εικόνα- είδωλο ενός μακρινού αντικειμένου (π.χ.
του ήλιου). Η εικόνα θα σχηματιστεί στην εστία του φακού και μπορούμε να
μετρήσουμε την απόσταση του φακού από την εικόνα για τον προσδιορισμό της
εστιακής απόστασης. Αυτή η τεχνική αυτή δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση
αρνητικών φακών, λόγω του ότι η εικόνα που σχηματίζεται είναι φανταστική, αλλά
με μια απλή τροποποίηση θα καταφέρουμε να εφαρμόσουμε την ίδια τεχνική.
Μπορούμε να συνδυάσουμε έναν αρνητικό με έναν ισχυρά θετικό φακό γνωστής
ισχύος και να σχηματίσουμε την εικόνα ενός μακρινού αντικειμένου για τον
προσδιορισμό της εστιακής απόστασης του συνδυασμού των φακών. Στη συνέχεια
από αυτήν μπορούμε να προσδιορίσουμε την ισχύ σε διοπτρίες των δύο φακών, με
τον υπολογισμό των διοπτριών του αρνητικού φακού (Dx) να δίνεται από τη σχέση :
Dx + Dγνωστή = Dμετρούμενη .

Ένα κοινό φακόμετρο (εικόνα 12.35) μετακινεί ένα φωτισμένο αντικείμενο μέχρι να
βρεθεί στην εστία ενός συνδυασμού φακών που αποτελείται από ένα γνωστό θετικό
φακό πεδίου και τον άγνωστο φακό. Οι παράλληλες ακτίνες που εξέρχονται από τους
φακούς γίνονται ορατοί με τη βοήθεια τηλεσκοπίου, που είναι ρυθμισμένο στο
άπειρο. Η θέση του γνωστού φακού πεδίου είναι τέτοια , ώστε να απέχει από τον
άγνωστο φακό όσο η εστιακή του απόσταση, έτσι , η θέση του μετακινούμενου
φωτισμένου αντικειμένου είναι γραμμική συνάρτηση της ισχύος του άγνωστου φακού
, δηλαδή η κλίμακα των διοπτριών (εικόνα 12.35) είναι γραμμική-αναλογική. Όταν το
φωτισμένο αντικείμενο βρεθεί στην εστία του φακού πεδίου, η ένδειξη του
φακόμετρου είναι 0 D και όταν το αντικείμενο απομακρύνεται από το φακό πεδίου, η
ένδειξη του σε διοπτρίες είναι αρνητική, ενώ όσο πλησιάζει σε αυτόν , η ένδειξη
είναι θετική. Για κυλινδρικό φακό (που χρησιμοποιείται για τη διόρθωση του
αστιγματισμού) η ισχύς του φακού σε κάθε άξονα μετράται χωριστά και σημειώνεται
μαζί με την αντίστοιχη γωνία.

Η αυξημένη εσωτερική πίεση στον οφθαλμό σχετίζεται με το γλαύκωμα , μια


ασθένεια που περιορίζει το οπτικό πεδίο και προκαλεί συγκεντρική στένωση οπτικού
πεδίου και οδηγεί στην τύφλωση αν δεν θεραπευτεί. Αν η δίοδος παροχέτευσης του
Schlemm είναι πολύ στενή, απαιτείται περισσότερη πίεση για την εκροή του
υδατοειδούς υγρού. Έτσι στην περίπτωση του γλαυκώματος , η πίεση των υγρών του
οφθαλμικού βολβού μπορεί να αυξηθεί μέχρι την τιμή των 11 kPa (85 mmHg), ενώ
συνήθως βρίσκονται υπό πίεση της τάξης των 1,6 με 3 kPa (12-23 mmHg).

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 125


Το τονόμετρο Schiotz τοποθετείται στον αναισθητοποιημένο κερατοειδή με τον
ασθενή ανάσκελα. Ο κεντρικός εφαρμογέας προκαλεί μία μικρή πίεση στον
κερατοειδή (εικόνα 12.36α) και η μετατόπισή του εφαρμογέα κινεί ένα δείκτη που
παρουσιάζει την εσωτερική πίεση του οφθαλμού σε μία κατάλληλα βαθμονομημένη
(σε μονάδες) κλίμακα . Η δύναμη που ασκεί ο εφαρμογέας μπορεί να μεταβληθεί
προσθέτοντας διάφορα βάρη και συνήθως χρησιμοποιούνται βάρη με μάζα 5,5 , 7,5,
10 και 15 g. Ο εφαρμογέας μόνος του έχει μάζα 11 g και με την προσθήκη π.χ. 5,5 g
θα έχουμε συνολικά 16,5 g τοποθετημένα σε μια μικρή επιφάνεια του κερατοειδούς
(εικόνα 12.36β) αυξάνοντας έτσι την εσωτερική πίεση κατά περίπου 2 kPa (15
mmHg) , ανάλογα με την ακαμψία του οφθαλμού. Η πίεση που δείχνει το τονόμετρο
είναι η πίεση του οφθαλμού αυξημένη κατά την πίεση που προκαλεί το όργανο. Για
την εξουδετέρωση της επίδρασης της ακαμψίας του οφθαλμού στη μέτρηση,
λαμβάνεται άλλη μια μέτρηση με μεγαλύτερη μάζα ή με το τονόμετρο Goldmann . Οι
δύο ενδείξεις επιτρέπουν στο χειριστή να καθορίσει, με τη βοήθεια πινάκων, την
πραγματική πίεση και την ακαμψία του οφθαλμού.

Το τονόμετρο Schiotz τροποποιήθηκε ώστε να δίνει τις ενδείξεις με ηλεκτρονική


τεχνολογία. Ένα πηνίο , λειτουργεί σαν αισθητήρας , που μαγνητικά «αισθάνεται» τη
θέση του εφαρμογέα (εικόνα 12.37). Ένα πλεονέκτημα του τύπου αυτού ήταν η
δυνατότητα καταγραφής της μεταβολής της πίεσης σε συνάρτηση με το χρόνο. Στην
εικόνα 12.38 παρουσιάζεται μια τέτοια καταγραφή που καλείται τονόγραμμα. Η
συνεχής δε μείωση της πίεσης υποδηλώνει ότι το υδατοειδές υγρό εγκαταλείπει τον
οφθαλμό με ρυθμό ταχύτερο από το φυσιολογικό λόγω της πίεσης που ασκείται από
το τονόμετρο. Ο χειριστής μπορεί να εκτιμήσει το ρυθμό εκροής από την κλίση του
τονογράμματος , με τιμή συνήθως 2 με 6 ml/min με 15 g μάζα τοποθετημένη στον
εφαρμογέα. Ασθενείς με γλαύκωμα συνήθως παρουσιάζουν ρυθμό εκροής μικρότερο
από 1 ml/min. Το τονόμετρο Schiotz σπάνια χρησιμοποιείται , αλλά η αρχή
λειτουργίας του εφαρμόζεται σε μια μικρή συσκευή , τύπου στυλό, με ψηφιακές
ενδείξεις, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην περίπτωση οφθαλμών που έχουν
χειρουργηθεί στον κερατοειδή.

Το τονόμετρο Goldmann (απλανητικό) , έχει μεγαλύτερη ακρίβεια από το


τονόμετρο Schiotz. Η μέτρηση συνήθως λαμβάνεται με τον ασθενή σε καθιστή θέση
(εικόνα 12.39). Η αρχή λειτουργίας του είναι η εξής: μετράται η δύναμη που
απαιτείται για την επιπέδωση μιας περιοχής , διαμέτρου 3,06 mm , στο πρόσθιο
τμήμα του κερατοειδούς, με τον χειριστή να παρατηρεί διαμέσου του οπτικού
συστήματος και να εφαρμόζει την ασθενή δύναμη που απαιτείται για να προκαλέσει
την επιθυμητή επιπέδωση. Η δύναμη που απαιτείται για ένα φυσιολογικό οφθαλμό
είναι ισοδύναμη του βάρους μάζας 1,7 g, η οποία αυξάνει την εσωτερική πίεση κατά
65 Pa περίπου , ενώ το τονόμετρο Schiotz την αυξάνει κατά 2.000 Pa περίπου. Το
τονόμετρο Goldmann είναι βαθμολογημένο απευθείας σε mmHg για την
ενδοφθάλμια πίεση και η ακαμψία του οφθαλμικού βολβού πολύ λίγο επηρεάζει την
τελική ένδειξη.

Φυσική του Ανθρώπινου Σώματος – Δημήτριος Ξενιώτης Σελίδα 126

Вам также может понравиться