Вы находитесь на странице: 1из 101

«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων»

τοῦ οὐκρανικοῦ
-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

Toῦ Βασίλειου Εὐσταθίου


Δρ. Φυσικοῦ, πτ. Θεολογίας (Τμ.Κοιν.Θ.ΕΚΠΑ)

ΜΕΡΟΣ 1ο: Ἡ Εἰσήγηση τῶν Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν τῆς ΔΙΣ καὶ οἱ


ἀντίστοιχες θέσεις τοῦ κ. Βλασίου Φειδά.
ΜΕΡΟΣ 2ο: Νεώτερης Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας στοιχεῖα καὶ Περιεχόμενο
τοῦ Τόμου Αὐτοκεφαλίας.
ΜΕΡΟΣ 3ο: Πρόταση διευθέτησης τοῦ οὐκρανικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ
Ζητήματος.

ΜΕΡΟΣ 1ο : Ἡ Εἰσήγηση τῶν Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν τῆς ΔΙΣ καὶ οἱ


ἀντίστοιχες θέσεις τοῦ κ. Βλασίου Φειδά.

Περιεχόμενα.
1. Τὸ πρῶτο σημεῖο περὶ τοῦ σὲ ποιοῦ κανονικὴ δικαιοδοσία ἀνήκει ἡ
Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας.
2. Τὸ δεύτερο σημεῖο περὶ τοῦ δικαιώματος τῆς ἐκκλήτου προσφυγῆς.
3. Τὸ τρίτον σημεῖο περὶ τοῦ δικαιώματος χορήγησης αὐτοκεφαλίας.
4. Τὸ τέταρτον σημεῖο περὶ τοῦ ἄν οἱ ἐπιστρέψαντες σχισματικοὶ ἔχουν
ἀποστολικὴ διαδοχή καὶ κανονικὴ ἱεροσύνη.

Πρόσφατα δημοσιεύθηκαν τὰ τέσσερα σημεῖα-κλειδιὰ τῆς εἰσήγησης τῶν


δύο Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, τῆς Ἐπιτροπῆς
Δογματικῶν καὶ Κανονικῶν Ζητημάτων καὶ τῆς Ἐπιτροπῆς Διορθοδόξων
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

καὶ Διαχριστιανικῶν Σχέσεων γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῆς νέας αὐτοκέφαλης


Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, τῶν ὁποίων γίνεται σύγκριση μὲ
ἀντίστοιχα σημεῖα τῆς εἰσήγησης τοῦ καθηγητὴ κ. Βλασίου Φειδά1, 2.

1. Τὸ πρῶτο σημεῖο περὶ τοῦ σὲ ποιοῦ κανονικὴ δικαιοδοσία ἀνήκει ἡ


Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας.

Τὸ πρῶτο σημεῖο εἶναι: «Οἱ ἐπιτροπὲς στὴν εἰσήγησή τους καταλήγουν ὅτι
ἡ Οὐκρανία ποτὲ δὲν ἀποτελοῦσε τὸ κανονικὸ ἔδαφος ὁποιασδήποτε
ἄλλης ἐκκλησίας, ἐκτὸς τοῦ Oἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου».

Ἡ θέση τοῦ κ. Βλ. Φειδὰ γιὰ τὸ ἴδιο θέμα εἶναι: «Tὸ Οἰκουμενικὸ
Πατριαρχεῖο, ὡς Μητέρα Ἐκκλησία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ὄχι
μόνο οὐδέποτε παραιτήθηκε μὲ τὴν Πατριαρχική καὶ Συνοδική Πράξη τοῦ
1686, ὅπως ἀκρίτως ὑποστηρίζεται, ἀλλ’ ἀντιθέτως ἐπέμεινε πάντοτε στὴν
κανονική δικαιοδοσία του γιὰ νὰ ὑπερασπισθεῖ τὰ κανονικὰ δικαιώματα
τῆς Μητροπόλεως Κιέβου καὶ πάσης Οὐκρανίας, σὲ ἀντίξοες μάλιστα
ἱστορικὲς συγκυρίες ἤ ἰδιαίτερα χαλεποὺς καιρούς, ἀφ’ ἑτέρου, δέ, ὅτι τὸ
Πατριαρχεῖο Μόσχας οὐδέποτε ἀπέκτησε κανονικὴ δικαιοδοσία καὶ
οὐδέποτε ἐνήργησε κανονικὲς ἐκκλησιαστικὲς πράξεις στὶς ἐπαρχίες τῆς
δικαιοδοσίας τῆς Μητροπόλεως Κιέβου.
Τὸ συμπέρασμα, λοιπόν, αὐτὸ ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀπαντητικὴ
ἐπιστολή τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας στὴν πρόσκληση τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη γιὰ τὴν ἐκπροσώπησή της στὴ Μεγάλη Σύνοδο
τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιὰ τὸ βουλγαρικὸ ζήτημα (1872), ἀφοῦ σὲ αὐτὴ
«ὑπέδειξεν ὡς οὐδετερώτερον μέρος πρὸς τοῦτο τὸ ἀρχαῖον Κίεβον’’ γιὰ
τὴ συνέλευση τῆς Συνόδου3».

Ἡ θέση ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἔχει κανονικὴ δικαιοδοσία ἐπὶ


τῆς Οὐκρανίας καὶ ὡς ἐκ τούτου δικαίως χορήγησε τὴν αὐτοκεφαλία ἐκεῖ,
χωρὶς νὰ ἀπαιτεῖται σύμφωνη γνώμη κανενὸς ἄλλου, οὔτε κὰν τοῦ
Πατριαρχείου Ρωσίας, βρίσκει στὸν ἀντίποδα τὰ ἐξῆς πραγματικὰ
δεδομένα:

2
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

1) Ἱστορικῶς ἡ Οὐκρανία, μετὰ ἀπὸ κοινὴ πορεῖα μὲ τὴν Ρωσία ἐπὶ πέντε
αἰῶνες, ἀπὸ τὸ 988 ποὺ ἔλαβε χώρα ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῶν Ρώσων, ὡς
ἑνιαία μητρόπολη Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας, διαιρέθηκε καὶ ἀποτέλεσε
ξεχωριστὴ μητρόπολη λόγω ξενικῶν κατακτήσεων καὶ λατινικῶν
οὐνιτικῶν ἐπιρροῶν στὰ μέσα τοῦ 15ου αἰῶνος. Τὸ 1448 ἡ Μητρόπολη τῆς
Μόσχας, μὴ περιλαμβανομένου τοῦ Κιέβου, μετὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ
Μητροπολίτη της χωρὶς καμιὰ ἀνάμιξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου,
ποὺ τότε εἶχε ἐκπέσει στὴν οὐνία, καθὼς εἶχε ἀποδεχθεῖ τὴν ἑνωτικὴ
σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, ἀπεξαρτοποιήθηκε μὲ τὴν
αὐτοανακήρυξή της σὲ αὐτοκέφαλη. Ἡ ἀναγνώρισή της ὡς αὐτοκέφαλης
καὶ ἡ ἀναβάθμισή της στὴν Πατριαρχικὴ Ἀξία ἔγινε ἀργότερα πλέον τοῦ
ἑνὸς αἰῶνος, τὸ 1589. Τελικά, ὅταν μετὰ τὸν Ρωσοπολωνικὸ Πόλεμο τοῦ
1654-1667 καὶ τὴν νίκη τῶν Ρώσων ἐπὶ τῶν Πολωνῶν τερματίστηκε ἡ
πολωνικὴ κατάκτηση τῆς περιοχῆς καὶ ἀπελευθερώθηκε τὸ Κίεβο, δὲν
ἦταν εὔκολο καὶ ἀναμενόμενο νὰ ἐνσωματωθοῦν ἐκκλησιαστικὰ οἱ
ἀπελευθερωθεῖσες περιοχὲς στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας; Αὐτὸ τὸ
χαρακτήρα καὶ τὴν πρόθεση ἐπομένως δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε δύο
δεκαετίες ἀργότερα καὶ τὸ ἔγγραφο τῆς Πατριαρχικῆς καὶ Συνοδικῆς
Πράξης τοῦ 1686, δηλαδὴ τῆς ἐπανένωσης Κιέβου καὶ Μόσχας καὶ ἔτσι τῆς
ἀποκατάστασης τῆς ἑνότητας τῶν πέντε πρώτων αἰώνων; Μέσα σὲ αὐτὸ
τὸ πνεῦμα δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε γραφτεῖ;

2) Ὁπωσδήποτε δὲν σημαίνει ὅτι κάτι τέτοιο ἤταν ἀπὸ ὅλους ἁποδεκτὸ
πλέον, λόγω τῶν λατινικῶν καὶ οὐνιτικῶν ἐπιδράσεων κατὰ τοὺς δύο
αἰῶνες ὑποταγῆς τῆς Οὐκρανίας στοὺς Πολωνούς, καὶ τῶν ρωσοφοβικῶν,
φιλοδυτικῶν καὶ φιλοπαπικῶν δυνάμεων ποὺ κατὰ συνέπεια
διαμορφώθηκαν μεταξὺ τῶν Οὐκρανῶν Ὀρθοδόξων. Ὡστόσο τὸ ὅτι ἕνα
μέρος τοῦ λαοῦ δὲν ἐπιθυμεῖ τὴν ἐξάρτησή του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς
Ρωσίας, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ τὴν μόνιμη ὡς σήμερα αἰτία τῆς
οὐκρανικῆς διαίρεσης καὶ ἀστάθιας, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ συνεχεῖς κρίσεις, ὅπως
εἶναι καὶ ἡ παροῦσα μὲ τὴν χορήγηση τῆς αὐτοκεφαλίας, δὲν ἀνατρέπει
τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια τῆς κοινῆς πορείας τῶν ὁμόαιμων καὶ ὁμόθρησκων
Οὐκρανῶν καὶ λοιπῶν Ρώσων, μὲ τὸ Κίεβο μάλιστα νὰ ἀποτελεῖ τὴν
πνευματικὴ κολυμβήθρα τῶν Ρώσων.

3
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

Μὲ αὐτὴν τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια παρουσιάζεται νὰ εὐθυγραμμίζεται καὶ


νὰ πορεύεται καὶ ἡ μεγάλη πλειοψηφία τοῦ οὐκρανικοῦ λαοῦ,
ἐκφράζοντας αὐτὴν μὲ τὴν ἐπιλογή του κατὰ τὴν χορήγηση τῆς
αὐτοκεφαλίας, τὴν ὁποία δὲν αἰτήθηκε καὶ θέλησε ἀποφασισμένος νὰ
παραμείνει ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας μὲ ἐπικεφαλὴ
καὶ πνευματικὸ πατέρα τὸν Μητροπολίτη Ὀνούφριο. Μήπως ἐμεῖς
γνωρίζουμε καλύτερα τὴν θέληση καὶ τὸ ὄφελος τοῦ οὐκρανικοῦ λαοῦ καὶ
μποροῦμε νὰ ἀποφασίζουμε γι’ αὐτὸν ἐρήμην του; Ἄν δώθηκε ἡ
αὐτοκεφαλία σὲ μιὰ μειοψηφικὴ φιλοδυτική, ρωσοφοβικὴ παράταξη τῆς
Οὐκρανίας μὲ ἀμφισβητούμενης κανονικότητας διαδικασίες μέσα στὸ
πλαίσιο μιὰς προβληματικῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, μιὰ τέτοια
πράξη δὲν μπορεῖ νὰ γενικοποιεῖται ὡς ἀφοροῦσα ὅλον τὸν οὐκρανικὸ
λαό.

3) Κατὰ τὴν χρήση τοῦ ἐγγράφου τῆς Πατριαρχικῆς καὶ Συνοδικῆς Πράξης
τοῦ 1686 ὡς κανονικὴ βάση γιὰ τὴν χορήγηση τοῦ αὐτοκεφάλου στὴν
Οὐκρανία ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἡ κεντρικὴ φράση του στὴν
ἐρμηνεία τῆς ὁποίας στηρίχθηκε τὸ ἐγχείρημα εἶναι ἡ ἐξῆς: «Ἴσον
ἀπαράλλακτον τοῦ πατριαρχικοῦ καὶ συνοδικοῦ γράμματος τοῦ δοθέντος
τῷ μακαριωτάτῳ πατριάρχῃ Μοσχοβίας, ἐκδόσεως φημὶ γράμματος, ἐπὶ
τῷ εἶναι τὴν μητρόπολιν Κιέβου ὑποκειμένην τῷ πατριαρχικῷ αὐτοῦ
θρόνῳ καὶ χειροτονεῖσθαι τὸν ψηφισθησόμενον Κιέβου ὑπ᾽ αὐτοῦ». Σὲ
αὐτὴ τὴν φράση λοιπὸν τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἰσχυρίζεται ὅτι τὸ
νόημα εἶναι ἡ παραχώρηση τῆς ἄδειας μόνο τῆς χειροτονίας τοῦ
Μητροπολίτου Κιέβου («χειροτονεῖσθαι τὸν ψηφισθησόμενον Κιέβου ὑπ᾽
αὐτοῦ»), καὶ ὄχι ἡ ὅλη ὑπαγωγὴ τῆς Μητρόπολης Κιέβου στὸ Πατριαρχεῖο
Μόσχας, δηλαδὴ δὲν γίνεται καμιὰ παραχώρηση κανονικῆς δικαιοδοσίας,
παρόλη τὴν ἀρχικὴ ἀναφορὰ σὲ αὐτὴ «ἐπὶ τῷ εἶναι τὴν μητρόπολιν
Κιέβου ὑποκειμένην τῷ πατριαρχικῷ αὐτοῦ θρόνῳ». Ὡστόσο θα
μποροῦσε, ἐπειδὴ τὸ αἴτημα πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἦταν γιὰ
τὴν χειροτονία τοῦ Κιέβου ἀπὸ τὸν Μόσχας, γι’ αὐτὸ νὰ ἐξηγεῖται στὸ
ἔγγραφο, ὅτι γίνεται ἡ ὑπαγωγὴ τῆς Μητρόπολης Κιέβου στὸ Πατριαρχεῖο
Μόσχας καὶ ὡς συνέπεια θὰ χειροτονεῖται καὶ ὁ Κιέβου ἀπὸ τὸν Μόσχας,
ὅπως ζητήθηκε. Δηλαδὴ εἶναι τουλάχιστον ἐξίσου πιθανὸ νὰ μὴν
σημαίνει ἡ ὑπαγωγὴ μόνον τὴν ἄδεια χειροτονίας. Διαφορετικὰ ἡ σύνοδος

4
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

θὰ μποροῦσε νὰ ἔγραφε μόνο «ἀποφαίνεται χειροτονεῖσθαι


μητροπολίτην Κιέβου παρὰ τοῦ μακαριωτάτου Μοσχοβίας»4.

Ἡ διαφορετικὴ αὐτὴ ἐρμηνεία τοῦ βασικοῦ ἐγγράφου τοῦ 1686 ἐνισχύεται


πιὸ πολὺ στὸ δεύτερο ἔγγραφο, ποὺ ἀποστέλλει ὁ πατριάρχης Διονύσιος
Δ´ τὸ 1686 «Πρὸς τοὺς βασιλεῖς τῆς Ρωσίας», στὸ ὁποῖο ἡ ἐπίμαχη σχετικὴ
φράση ποὺ ἀναφέρεται εἶναι ἡ ἐξῆς: «Ὥστε μικροῦ δεῖν καὶ τὸν σῖτον
ἐναπέπνιξαν ἄν, ἤτοι τὴν εὐσέβειαν, εἰ μὴ τὸ Ὑμέτερον Βασιλικὸν
Ὀρθοδοξότατον Κράτος πρὸς ἄμυναν ἐξεγερθείη ἄν, καὶ ᾐτοῦντο τὴν
παροικίαν ταύτην Κιέβου ὑποταχθῆναι ὑπὸ τὸν ἁγιώτατον Πατριαρχικὸν
τῆς Μοσκοβίας θρόνον, ὥστε ἡνίκα περεμπίπτῃ χρεία χειροτονίας
προσώπου ἀξίου... ἔχῃ ἄδειαν ὁ κατὰ καιροὺς μακαριώτατος πατριάρχης
Μοσχοβίας καὶ πάσης Ρωσίας χειροτονεῖν τοῦτον κατὰ τὴν
ἐκκλησιαστικὴν διατύπωσιν». Ἐδῶ λοιπὸν γράφει ὅτι ζήτησε ἡ Ρωσικὴ
Ἡγεσία τὴν ὑπαγωγὴ τῆς ἐπαρχίας τοῦ Κιέβου ὑπὸ τὸν πατριαρχικὸ
θρόνο τῆς Μόσχας καὶ ὡς συνέπεια αὐτῆς τῆς ὑπαγωγῆς νὰ χειροτονεῖ ὁ
Μόσχας τὸν μητροπολίτη Κιέβου, ποὺ θὰ ἐκλέξουν κλήρος καὶ λαός.
Δηλαδὴ σὲ αὐτὸ τὸ πατριαρχικὸ ἔγγραφο δὲν γράφει ὅπως τὸ
προηγούμενο ὅτι ζητήθηκε ἡ ἄδεια νὰ χειροτονεῖ ὁ Μόσχας τὸν μητρο-
πολίτη Κιέβου, ἀλλὰ ἡ ὑπαγωγή («ὑποταγή») τῆς ἐπαρχίας τοῦ Κιέβου
ὑπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Μόσχας.

Παρακάτω ἀναφέρεται ἡ μόνη ὑποχρέωση τοῦ Μητροπολίτη Κιέβου ποὺ


θὰ ἔχει στὸ ἐξῆς ἀπέναντι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχεῖο: «…ἑνὸς μόνου
φυλαττομένου, δηλαδὴ ἡνίκα ὁ Μητροπολίτης Κιόβου ἱερουργῶν εἴη τὴν
ἀναίμακτον καὶ θείαν μυσταγωγίαν ἐν τῇ παροικίᾳ ταύτῃ, μνημονεύοι ἐν
πρώτοις τοῦ σεβασμίου ὀνόματος τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχου, ὡς ἐξ αὐτοῦ πάντα τὰ ἀγαθὰ εἰς τὰ τῆς οἰκουμένης πέρατα
διαδιδόμενα, καὶ πηγὴ πάντων ὤν, καὶ τρόπῳ συγκαταβατικῷ χρωμένῃ
διὰ τὰς ῥηθείσας αἰτίας, καὶ παρατιθεμένη εἰς τὸν θρόνον τοῦ Πατριάρχου
Μοσχοβίας τὴν ταύτης ὑποταγήν, ἔπειτα τοῦ Πατριάρχου Μοσχοβίας».
Τὸ ἔγγραφο λοιπὸν ἐδῶ γράφει ὅτι στὸ ἐξῆς ὁ μητροπολίτης Κιέβου θὰ
πρέπει νὰ μνημονεύει πρῶτα τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, καὶ ἔπειτα τὸν
Πατριάρχη τῆς Μόσχας, ὅπου πολὺ σημαντικὸ εἶναι ὅτι δίνει καὶ τὴν
ἐξήγηση γι’ αὐτό. Καὶ ὁ λόγος εἶναι πρῶτον γενικὰ γιὰ τὴν μεγάλη

5
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

προσφορὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὴν Ὀρθοδοξία καὶ δεύτερον γιὰ


τὴν ὑποταγὴ τοῦ Μητροπολίτη Κιέβου στὸν Πατριάρχη τῆς Μόσχας. Δὲν
γράφει δηλαδὴ, ὅτι θὰ μνημονεύει πρῶτα τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη,
ἐπειδὴ παραμένει ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία του. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ἡ
ὑποταγὴ τοῦ Μητροπολίτη Κιέβου στὸν Πατριάρχη τῆς Μόσχας πλέον,
ἀντὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, θεωρεῖται τόσο μεγάλο δῶρο καὶ
βοήθεια γιὰ τὸν Μητροπολίτη Κιέβου, σύμφωνο μὲ τὴν ἀνάγκη καὶ τὴν
ἐπιθυμία του, γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ πρέπει διηνεκῶς νὰ εὐχαριστεῖ καὶ νὰ τιμᾶ
τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη ποὺ τοῦ τὸ παρέσχε, μὲ τὴν μεγαλύτερη
τιμή, μνημονεύοντας τον πρῶτον κατὰ τὴν Θεία Λατρεία5.

Βέβαια ἦταν λάθος ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Μητρόπολης Κιέβου καὶ τοῦ
Ρωσικοῦ Πατριαρχείου στὸ ὁποῖο ὑπάγεται μέσω τοῦ παραπάνω πρώτου
βασικοῦ ἐγγράφου, ὅτι δὲν τήρησαν αὐτὸ τὸν σαφὴ μοναδικὸ ὅρο ποὺ
περιέχει τὸ ἔγγραφο αὐτό, ὅπως καὶ τὸ δεύτερο παραπάνω ἔγγραφο, καὶ
δὲν μνημόνευαν τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, γιατὶ ἄλλωστε ἡ Ἐκκλησία
τοῦ Κιέβου προηγεῖται ἱστορικὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μόσχας, ὄχι ὅμως τῆς
Μητέρας Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Προφανῶς ἐνέργησαν μὲ
ἐθνοφυλετικὰ κριτήρια, δίνοντας προτεραιότητα στὸν Μόσχας, καὶ ἔτσι
ὁδηγήθηκαν νὰ μνημονεύουν μόνο αὐτόν, ὅμως καὶ οἱ δύο Ἐκκλησίες τῆς
Μόσχας καὶ τοῦ Κιέβου γεννήθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς
Κωνσταντινουπόλεως. Ὡστόσο, ἔχουν καὶ ἐλαφρυντικά, καθὼς θὰ
θεώρησαν τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη
ὡς μιὰ παράπορτα, διὰ τῆς ὁποίας ὅποτε ἔκρινε ἐκεῖνος θὰ μποροῦσε νὰ
ἐπέμβει στὰ ἐσωτερικά τους, ὅπως γιὰ παράδειγμα ἀκριβῶς συμβαῖνει
στὴν περίπτωση τῶν Νέων Χωρῶν (ἀποκορύφωμα ἡ πρόσκληση
συμμετοχῆς στὴν «Σύναξη τῆς Ἱεραρχιας τοῦ Θρόνου» τὸν Σεπτέμβριο
2018). Ὅμως, μὴν περιμένουμε τὴν ὑπομονὴ καὶ ἀνοχὴ ποὺ δείχνουν οἱ
Ἕλληνες πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, νὰ τὴν δείχνουν καὶ οἱ Σλαύοι
ἀδελφοί. Ἡ μὴ μνημόνευση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, ἄν καὶ στὴν
συγκεκριμένη περίπτωση ἔχει πνευματικὴ σημασία, καθὼς ὄφειλε νὰ
γινόταν ὡς ἀναγνώριση τῶν πατρικῶν εὐεργεσιῶν του, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ
ἐξετάζεται ἱεροκανονικά, καθὼς ὁ ἀληθινὸς γονέας, ἄν τὸ παιδὶ του δὲν
τὸν εὐχαριστήσει κατὰ τὸ ὀφειλόμενο, δὲν τοῦ ζητάει νὰ τοῦ
ξαναεπιστρέψει τὴν ζωὴ πίσω, νὰ τοῦ ἀφαιρέσει εἴτε τὴν ἴδια, εἶτε ὅλα τὰ

6
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

ἀγαθὰ ποὺ τοῦ κληρονόμησε. Ὡστόσο βέβαια, οἱ ἀδελφοὶ ἀπὸ τὸν Βορρά,
ὁφείλουν νὰ ἀναγνωρίζουν τὸν «Πρῶτο μεταξὺ ἴσων», πράγμα πού, ὅπως
ἀποδεικνύεται τουλάχιστον ἀπὸ τὰ δίπτυχα, καὶ ὄχι μόνο αὐτά, τὸ
ἔκαναν, εἴτε ἐκ προθέσεως, εἴτε ἐξ᾿ ὑποχρεώσεως, τόσους αἰῶνες τώρα,
πρὶν τὴν ἐπίσημη ἀνακοίνωση τῆς μονομεροῦς ἀποφάσεως γιὰ χορήγηση
τῆς Οὐκρανικῆς Αὐτοκεφαλίας6.

4) Σὲ κάθε περίπτωση θὰ λέγαμε ὅτι ἀπὸ τὰ παραπάνω ἔγγραφα, καὶ


ἰδίως ἀπὸ τὸ πρῶτο καὶ βασικότερο ἔγγραφο μόνο του, εἶναι πολὺ
δύσκολο νὰ τεκμηριωθεῖ ἐπαρκῶς ἡ μία ἥ ἡ ἄλλη ἐρμηνεία τους. Σίγουρα
πάντως δὲν μποροῦν νὰ θεωροῦνται ὡς μιὰ ἁπλὴ ἄδεια χειροτονίας
Μητροπολίτη, μόνο καὶ μόνο λόγω τῆς χρονικῆς της διάρκειας, ἡ ὁποία ὡς
τὴν ἀνακάλεσή τῆς ἤταν 330 ἔτη. Ἄλλωστε μιὰ τέτοια ἐρμηνεία
καταρρίπτεται ἀπὸ τὰ ἔγγραφα τοῦ ἴδιου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου
τοῦ 1992 καὶ τοῦ 1997, στὰ ὁποία Αὐτὸ ἀναγνωρίζει τὶς κρίσεις τοῦ
Πατριαρχείου Μόσχας ἐπὶ τοῦ ἀντιδρῶντος καὶ μὴ συμμορφούμενου στὶς
ἀποφάσεις αὐτοῦ πρώην Μητροπολίτη Φιλάρετου. Παρακάτω ἀκολουθεῖ
τὸ περιεχόμενο τῶν δύο αὐτῶν ἐγγράφων:

Α. Πατριαρχικὸ Γράμμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου


Βαρθολομαίου πρὸς τὸν Πατριάρχη Μόσχας Ἀλέξιο τῆς 26ης Αὐγούστου
1992 (Ἀρ. πρωτ. 1203): «…ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία
ἀναγνωρίζουσα εἰς τὸ ἀκέραιον τὴν ἐπὶ τοῦ θέματος ἀποκλειστικὴν
ἁρμοδιότητα τῆς ὑφ’ Ὑμᾶς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας
ἀποδέχεται τὰ Συνοδικῶς ἀποφασισθέντα περὶ τοῦ ἐν λόγῳ, μὴ
ἐπιθυμοῦσα τὸ παράπαν ἳνα παρέξῃ οἱανδήποτε δυσχέρειαν εἰς τὴν καθ’
Ὑμᾶς ἀδελφὴν Ἐκκλησίαν».

Β. Πατριαρχικὸ Γράμμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου


Βαρθολομαίου πρὸς τὸν Πατριάρχη Μόσχας Ἀλέξιο τῆς 7ης Ἀπριλίου 1997
(Ἀρ. πρωτ. 282): «Κομισάμενοι προσοχῇ τῇ δεούσῃ ἀνέγνωμεν ἐν συνεδρίᾳ
τῆς περὶ ἡμᾶς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου τὸ ἀπὸ στ΄ Μαρτίου ἐ.ἒ. ἀριθμ.
Πρωτ. 749, γράμμα τῆς Ὑμετέρας λίαν ἡμῖν ἀγαπητῆς καὶ
περισπουδάστου Μακαριότητος, ἀνακοινουμένης τῇ καθ’ ἡμᾶς Ἁγιωτάτῃ
Ἐκκλησίᾳ τὴν κανονικὴν ἀπόφασιν τῆς ὑφ’ Ὑμᾶς Ἱερᾶς Συνόδου περὶ τῆς

7
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

ἐπιβολῆς τῆς ποινῆς τοῦ ἀναθέματος τοῖς Filaret (Mikhail Denisenko) καὶ
Gleb Yakunin, καθὼς καὶ τῆς ἀπὸ ἱερωσύνης καθαιρέσεως καὶ τῆς
ἐπαναγωγῆς εἰς τὴν τάξιν τῶν λαϊκῶν τοῖς Valentin Rusantsov, Adrian
Starina καὶ Iosafat Shibaev. Λαβόντες γνῶσιν τῆς ὡς ἄνω ἀποφάσεως,
ἀνακοινωσάμεθα ταύτην τῇ Ἱεραρχίᾳ τοῦ καθ’ ἡμᾶς Οἰκουμενικοῦ
Θρόνου καὶ προετρεψάμεθα αὐτὴν ὅπως οὐδεμίαν ἐκκλησιαστικὴν
κοινωνίαν ἔχῃ τουντεῦθεν μετὰ τῶν εἰρημένων».

Ἡ ἀναγνώριση τῶν κρίσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἐπὶ τοῦ


σχισματικοῦ Φιλάρετου συνιστὰ ἀναγνώριση πλήρης ὑπαγωγῆς τῆς
Μητρόπολης Κιέβου, ὅπου ἄνηκε ὁ Φιλάρετος, γιατὶ κρίσεις μιὰς τοπικῆς
συνόδου μποροῦν νὰ γίνονται ἀπολύτως μόνο ἐντὸς τῆς κανονικῆς
δικαιοδοσίας της. Τὰ ἔγγραφα λοιπὸν τοῦ 1686 δὲν μποροῦν νὰ
χρησιμοποιηθοῦν ὡς ἀπόδειξη ὑπὲρ τοῦ δικαιώματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου νὰ χορηγήσει στὴν Οὐκρανία τὸ αὐτοκέφαλο καθεστῶς,
χωρὶς τουλάχιστον τὴν σύμφωνη γνώμη τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, στὸ
ὁποῖο ὑπαγόταν ἐπὶ 330 χρόνια, καὶ χωρὶς αἴτηση ἀπὸ τὴν κανονικὴ
ἐκκλησία της, ἡ ὁποία ἀκόμα μνημονεύει τὸν Πατριάρχη Μόσχας, ἀλλὰ
ἀντὶ αὐτοῦ αὐτοβούλως μόνο μὲ αἴτηση σχισματικῶν παρατάξεων, στὴν
καθαίρεση καὶ τὸν ἀφορισμὸ τῶν ὁποίων, τὸ ἴδιο τὸ Οἰκουμενικὸ
Πατριαρχεῖο εἶχε συναινέσει. Ἡ ἰδιάζουσα περίπτωση τῆς Οὐκρανίας δέον
θὰ ἦταν νὰ ἐξεταστεῖ ἐξ’ ἀρχῆς σὲ πανορθόδοξο ἐπίπεδο καὶ νὰ μὴν γίνει
καμιὰ μονομερὴ κίνηση, χωρὶς νὰ ὑπάρχουν κάποιες βασικὲς καὶ
ἀπαραίτητες προϋποθέσεις. Ἡ χορήγηση αὐτῆς τῆς αὐτοκεφαλίας
αὐτοβούλως καὶ μονομερῶς ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὑπὸ
συνθήκες πολὺ πιὸ δύσκολες καὶ κρίσιμες ἀπὸ τὶς ἄλλες προηγούμενες
περιπτώσεις, τὴν στιγμὴ μάλιστα ποὺ ὑπήρχαν τὰ ἔγγραφα τοῦ 1992 καὶ
τοῦ 1997, εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα νὰ τεθεῖ ὑπὸ ἔντονη ἀμφισβήτηση ἡ
ἀξιοπιστία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ
σοβαρὸ πλήγμα γιὰ τὴν ἑνότητα ὅλου τοῦ Ὀρθόδοξου κόσμου7.

2. Τὸ δεύτερο σημεῖο περὶ τοῦ δικαιώματος τῆς ἐκκλήτου προσφυγῆς.

8
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι: «ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης εἶχε καὶ ἔχει


πάντοτε τὸ ἀποκλειστικὸ κανονικὸ δικαίωμα νὰ δέχεται ἤ νὰ ἀπορρίπτει
τὸ ὑποβαλλόμενο ἔκκλητον ἀρχιερέως ἀπὸ ὁποιοδήποτε πατριαρχικὸ
θρόνο. Τὸ ἔκκλητο, μὲ ἁπλὰ λόγια, εἶναι τὸ δικαίωμα που δίδεται σὲ
μητροπολίτες ἐκκλησιῶν νὰ προσφεύγουν στὸ Φανάρι, ὡς ἕνα εἴδος
Ἀρείου Πάγου τῆς ἐκκλησιαστικῆς Δικαιοσύνης».

Ἡ θέση τοῦ κ. Βλ. Φειδὰ περὶ αὐτοῦ εἶναι: «Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης,


ὡς Προκαθήμενος τόσο τοῦ Πρώτου θρόνου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
ὅσο καὶ τῆς Μητρός Ἐκκλησίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς
Οὐκρανίας, εἶχε καὶ ἔχει πάντοτε τὸ ἀποκλειστικὸ κανονικὸ δικαίωμα νὰ
δέχεται τὸ ἔκκλητον ἀρχιερέων ὄχι μόνο τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας του,
ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τῶν ἄλλων Πατριαρχικῶν
θρόνων ἤ αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπως αὐτὸ συνάγεται
ἀπὸ τὴν ὁμόφωνη κανονική παράδοση καὶ ἀπὸ τὴ διαχρονικὴ
ἐκκλησιαστικὴ πράξη.
Άλλωστε, μὲ αὐτὲς συμφωνεῖ πλήρως καὶ τὸ ἐσφαλμένως
χρησιμοποιούμενο ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας, ὡς δήθεν ἀντίθετο πρὸς
τὸ κανονικὸ αὐτὸ δικαίωμα, μοναδικὸ σχόλιο τοῦ ἐγκρίτου βυζαντινοῦ
κανονολόγου Ἰωάννη Ζωναρὰ (ΙΒ’ αἰῶνα) στοὺς κανόνες 9 καὶ 17 τῆς Δ’
Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451), ἀφοῦ τὸ σχόλιο ἀποκλείει τὴν κρίση ἀπὸ τὸν
Οἰκουμενικὸ πατριάρχη μόνο τῶν μὴ προσφευγόντων («ἀκόντων»)
μητροπολιτῶν καὶ ὄχι βεβαίως τῶν ἀσκησάντων τὸ κανονικὸ δικαίωμά
τους μὲ τὸ ἔκκλητον («ἐκόντων») στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο».
Παρακάτω ὁ καθηγητὴς ἀναφέρει: «…Προφανῶς, ὁ ἀντικανονικῶς καὶ
ἀκρίτως καταδικασθεῖς ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας μητροπολίτης
Φιλάρετος, γιὰ τοὺς γνωστοὺς πλέον λόγους, εἶχε τὸ αὐτονόητο κανονικὸ
δικαίωμα, οὔτως ἤ ἄλλως, νὰ ἀσκήσει τὸ ἔκκλητον στὸ Οἰκουμενικὸ
Πατριαρχεῖο γιὰ τὶς ἐναντίον του καταδικαστικὲς ἀποφάσεις, ὅταν αὐτὸ
κατέστη δυνατόν γιὰ τοὺς γνωστούς καὶ εὐνόητους λόγους. Συνεπῶς, ὁ
Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης εἶχε καὶ ἔχει πάντοτε ὄχι μόνο τὸ ἀποκλειστικὸ
κανονικὸ δικαίωμα, ἀλλὰ καὶ τὴν αὐτονόητη δεσμία ὑποχρέωση νὰ
ἐξετάσει σὲ βάθος ὄλα τὰ στοιχεία τοῦ ὑποβληθέντος φακέλου καὶ νὰ
ἀποφανθεῖ ἐπὶ τῆς οὐσίας σχετικώς, γι’ αὐτὸ ἀποδέχθηκε, κατὰ τὴν

9
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

ἔμφρονα κρίση του καὶ τὴν κρίση τῆς Πατριαρχικῆς Συνόδου, τὴν ἄμεση
ἀποκατάστασή του στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία…».

Ἡ θέση ὅτι ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης εἶχε καὶ ἔχει πάντοτε τὸ


ἀποκλειστικὸ κανονικὸ δικαίωμα νὰ δέχεται ἤ νὰ ἀπορρίπτει τὴν
ἔκκλητον προσφυγὴ ἀρχιερέως (καὶ γενικὰ κληρικοῦ) ἀπὸ ὁποιοδήποτε
πατριαρχικὸ θρόνο χωλαίνει στὴν ἀπόδοση σὲ αὐτὸ τὸ δικαίωμα
ἀποκλειστικὸ καὶ ἀπροϋπόθετο χαρακτήρα. Οἱ σχετικοὶ ἱεροὶ κανόνες 9ος
καὶ 17ος τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου δὲν ἀναφέρονται ἀποκλειστικὰ στὸν
Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, ἀλλὰ στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη ἤ στὸν
ἔξαρχο τῆς διοικήσεως, ὅπου στὴν θέση τοῦ ἔξαρχου τῆς διοικήσεως, ποὺ
ἦταν ὁρισμὸς ἀντλούμενος ἀπὸ τὴν τότε ἐν χρήση ὁρολογία περὶ τὸν
διοικητικὸ διαχωρισμὸ τῆς ἀχανοῦς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας βρίσκεται
σήμερα τουλάχιστον ὁ ὁποιοδήποτε Πατριάρχης, ἤ θὰ λέγαμε καὶ
ὁποιοσδήποτε προκαθήμενος αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας: «Εἰ δὲ πρὸς τὸν
τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας μητροπολίτην, ἐπίσκοπος ἤ κληρικὸς ἀμφισβητοίη,
καταλαμβανέτω τὸν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, ἢ τὸν τῆς βασιλευούσης
Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, καὶ ἐπ' αὐτῷ δικαζέσθω». Γίνεται ἐδῶ
σαφὲς πὼς μετὰ ἀπὸ ἔκκλητο προσφυγὴ στὸν ὁποιουδήποτε Πατριάρχη,
ποὺ ἔχει τὴν τοπικὴ κανονικὴ δικαιοδοσία, ἤ ἰσότιμα (χρήση στὸν ἱερὸ
κανόνα τοῦ διαζευκτικοῦ «ἤ») στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, ἡ ἀπόφαση
εἶναι ὁριστική. Δηλαδὴ ὡς ἰσότιμη εἶτε ληφθεῖ ἀπὸ τὸν ἔχοντα τὴν τοπικὴ
δικαιοδοσία οἰκεῖο Πατριάρχη, εἶτε ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, δὲν
μπορεῖ στὴν συνέχεια νὰ ἀμφισβητηθεῖ καὶ νὰ προσβληθεῖ μὲ ἔκκλητο
ἀπὸ τὸν ἄλλο ἀπὸ τοὺς δύο Πατριάρχες. Διαφορετικὰ θὰ ἔπρεπε ὁ ἱερὸς
κανόνας νὰ ἀναφέρεται ἀρχικὰ μόνο στὴν ἔκκλητο προσφυγὴ στὸν
ἔξαρχο τῆς διοικήσεως, καὶ νὰ προσθέτει στὴν συνέχεια, ὅτι τελικὴ
ἀπόφαση μπορεῖ νὰ ληφθεῖ ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως,
διατύπωση τέτοια ὅμως δὲν ὑπάρχει, ἀκριβῶς γιατί, ὅπως δηλώνεται μὲ τὸ
διαζευκτικὸ «ἤ», ἄν γίνει ἀρχικὰ ἔκκλητο προσφυγὴ στὸν «ἔξαρχον τῆς
διοικήσεως», δηλαδὴ στὸν οἰκεῖο Πατριάρχη, δὲν ὑπάρχει πλέον ἡ
δυνατότητα γιὰ νέα ἀπόφαση ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Σχετικὰ μὲ τὸ ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῶν Πατριαρχικῶν Συνόδων δὲν
προσβάλλονται μὲ ἔκκλητο, ὁ Βαλσαμὼν ἀναφέρει: «Αἱ ψήφοι τῶν
Πατριαρχών ἐκκλήτω οὐχ ὑπόκεινται», Ν ΡΚΓ΄, κβ, Β.Γ.α.λη, «ὁ

10
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

μακαριώτατος πατριάρχης ἐκείνης τῆς διοικήσεως μεταξὺ αὐτῶν


ἀκροάσθω, κακείνα ὁριζέτω ἄτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς κανόσι, καὶ τοῖς
νόμοις συνάδει, οὐδὲνὸς μέρους κατὰ τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν
δυναμένου», καὶ στὴν «Ἐπαναγωγή» ἰΑ΄,6 (J.G.R. τ Β΄, 260) «Τὸ τοῦ
Πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτω οὐχ ὑπόκειται, οὐδὲ ἀναψηλαφάται ὑφ’
ἑτέρου, ὡς ἀρχὴ καὶ αὐτῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων».

Δέον ὅπως διευκρινιστεῖ ἐδῶ ὅτι οἱ ἱεροὶ κανόνες Γ’, Δ’ καὶ Ε’ τῆς Σαρδικῆς,
βάση τῶν ὁποίων πολλοὶ μιλοῦν γιὰ μιὰ εὐρεία δικαστικὴ ἐξουσία τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, γίνονται δεκτοὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς
ἀναφερόμενοι σὲ εἰδικὸ προνόμιο τοῦ Πρώτου ἐπὶ τῶν ὑπ’ αὐτοῦ
ὑπαγόμενων Ἐπισκόπων καὶ μόνον, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Βαλσαμών: «οἱ
κανόνες τῆς ἐν Καρθαγένη Συνόδου ἐπικυρώθησαν ὁρισμένως καὶ
ὀνομαστικῶς ἀπὸ τὸν Β΄ κανόνα τῆς ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου,
ἁπλῶς δὲ ἀπὸ τὸν Α΄ τῆς Δ΄ καὶ τὸν Α΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἐπομένως ἡ ἀδιαίρετος Ἐκκλησία ἐδέχθη ὅτι τὰ ὑπὸ τοῦ Γ΄, Δ΄ καὶ Ε΄
κανόνων τῆς Σαρδικῆς, ὁριζόμενα ἀφοροῦσαν εἰδικὸ προνόμιο ποὺ
ἀπενεμήθη στὸν τότε Ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης διὰ
τοὺς ὑπ’ αὐτὸν ὑπαγομένους Ἐπισκόπους καὶ μόνον καὶ ὄχι περὶ
ἀναθέσεως ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας σὲ αὐτόν». Ἐπίσης
ἀναφέρει: «εἰδικὸν γὰρ ἐστὶ τοῦτο εἰς τᾶς ἐκκλησιαστικᾶς ὑποθέσεις τοῦ
Πάπα καὶ κρατεὶν ὀφείλει ἔνθα ἐξεφωνήθη» (Σ.Γ.239). Δὲν μιλάει γιὰ
εὐρεία δικαστικὴ ἐξουσία τῆς Ρώμης πέρα τῆς δικαιοδοσίας του, πράγμα
ποὺ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ ὁποίου παρέχονται τὰ
ἴσα πρεσβεία τιμῆς μὲ αὐτὰ τοῦ Ρώμης μέσω τοῦ 3ου ἱ.κ. τῆς Β΄ Οἰκ.
Συνόδου. Ἐπίσης ὁ Ζωναράς λέγει γιὰ τοὺς ἴδιους κανόνες: «Οὔτε οὖν τῆς
ἐν Νικαία συνόδου ἐστὶν ὁ κανῶν, οὔτε πάσας τᾶς ἐκκλήτους ἀνατίθησι
αὐτῶ, ἀλλὰ τῶν ὑποκειμένων αὐτῶ» (Σ.Γ.241). Τὸ γεγονὸς ὅτι ἔγινε δεκτὴ
ἡ κανονικὴ διάταξη τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος διὰ τῆς Ἁγίας Στ΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅτι «θὰ ἀφορίζονται οἱ κληρικοὶ ἑτέρου
ἐκκλησιαστικοῦ κλίματος ποὺ θὰ ἐκκαλοῦν ἐνώπιον τοῦ ἐπισκόπου τῆς
πρεσβυτέρας Ρώμης τᾶς ὑποθέσεις των» ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ἀπαίτηση τοῦ
τότε Ὀρθοδόξου ἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης γιὰ προνόμιο
ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας ἀπερρίφθη ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄλλωστε, ὁ Βαλσαμὼν στὴν «μελέτη χάριν τῶν πατριαρχικῶν

11
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

προνομίων» ὑποστηρίζει γενικῶς ὅτι δὲν ὑπάρχουν κανονικὰ προνόμια


μεταξὺ τῶν Πατριαρχείων πέρα τῶν ὁρίων δικαιοδοσίας τους: «ἕκαστος
γὰρ τῶν Πατριαρχῶν, τὴν μὲν ἀπονεμηθεῖσαν αὐτῷ διοίκησιν ἐνεργήσει
μονοειδῶς, ἵνα μὴ συγχέωνται τῶν ἁγίων Ἐκκλησιῶν τὰ προνόμια…
καντεῦθεν οὐδὲ ἔχει τὶς ἕτερος οἰκείῳ δικαίῳ ἐνορίαν, ἢ ἄλλο τὶ δίκαιον
ἱερατικόν, ἀλλ’ ἐκεῖνο καὶ μόνον τὸ μέρος τῆς διοικήσεως ἱερατικῶς
ἐνεργεῖ, τὸ δοθὲν αὐτῷ παρὰ τῆς πατριαρχικῆς θείας μεγαλιότητος… τῶν
πέντε κεφαλῶν ἡ μὲν ἐνέργεια καὶ τὰ προνόμια ταυτίζονται…»8, 9.

Ἐπομένως, φθάνουμε στὸ συμπέρασμα ἀπὸ τὴν παραπάνω ἐξέταση τῶν


ἱερῶν κανόνων ὅτι ἐφόσον τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας ἀποφάσισε στὴν
περίπτωση τοῦ τότε Μητροπολίτη Κιέβου, καὶ μάλιστα τὶς ἀποφάσεις
ἀναγνώρισε μεταξὺ τοῦ συνόλου τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ τὸ
Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ 1992 καὶ 1997, ποὺ
προαναφέραμε, δὲν μποροῦσε νὰ γίνει νέα ἔκκλητο προσφυγὴ σὲ κάποιο
Πατριαρχεῖο, παρὰ μόνο θὰ μποροῦσε πλέον νὰ ξαναεξεταστεῖ τὸ θέμα
ἀπὸ τὸ ἀνώτατο διοικητικὸ ὄργανο μιὰς Πανορθόδοξης Συνόδου. Ὅλα θὰ
μποροῦσαν νὰ ἀλλάξουν βέβαια ἄν ὁ καθαιρεμένος ἱεράρχης ἐπεδείκνυε
συμμόρφωση καὶ ὑπακοὴ πρὸς τοὺς χειρισμοὺς τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας
στὴν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας καὶ ζητοῦσε συγγνώμη γιὰ τὴν ἀνυπακοή
του, πράγμα ποὺ ὡς γνωστὸν ποτὲ δὲν συνέβη κάτι τέτοιο. Ἀντίθετα
ὅμως, μὲ τὴν συμπεριφορὰ ποὺ ἐπέδειξε, στὴν πραγματικότητα ἀκύρωνε
τὴν ὅποια δυνατότητα ἐκκλήτου προσφυγῆς θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει
(σύμφωνα μὲ τὸν 4ο ἱ.κ. τῆς Ἀντιοχείας), καθὼς αὐτὴ παραβίαζε εὐθέως
καὶ σφοδρῶς τὴν εἰς βάρος του συνοδικὴ ἀπόφαση, ἀντὶ νὰ προσπαθήσει
νὰ χρησιμοποιήσει τὴν ἐνδεικνυόμενη καὶ ἐπιβαλλόμενη νόμιμη καὶ
ἠθικὴ ὁδὸ γιὰ νὰ πετύχει τὴν ἀθώωση καὶ δικαίωση του (ἀναθεμάτισε τὸ
Πατριαρχεῖο Μόσχας, δημιούργησε δική του παράλληλη, δηλαδὴ
σχισματική, ἱεραρχία, μὲ πλήθος χειροτονιῶν καὶ ἱδρύσεις νέων ναῶν,
ἀναβίβασε τὴν «ἐκκλησία» του σὲ Πατριαρχεῖο καὶ τὸν ἑαυτό του
αὐτοέχρισε Πατριάρχη – αὐτὴ τὴν συμπεριφορὰ συνέχισε καὶ μετὰ τὴν
χορήγηση τοῦ Τόμου αὐτοκεφαλίας, ἀφοῦ πλέον ὡς γνωστὸν, μὴ
ἱκανοποιημένος, γιατὶ ἔνοιωθε παραγκωνισμένος, καθὼς οἱ δικοί του δὲν
τὸν ἀναγνώριζαν ὡς Πατριάρχη, ὅπως συνέχιζε νὰ ἀπαιτεῖ, καὶ
διαμαρτυρόμενος γιὰ τὴν μὴ τήρηση τῶν συμφωνιῶν ποὺ ἔκαναν πρὶν

12
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

τὴν Ἑνωτικὴ Σύνοδο, ἐπέστρεψε τὸν Ἰούνιο τοῦ 2019 καὶ πάλι στὸ σχίσμα,
ἀνασυσταίνοντας τὸ Πατριαρχεῖο Κιέβου, ποὺ ὑποτίθεται εἶχε
κατηργηθεῖ).

3. Τὸ τρίτον σημεῖο περὶ τοῦ δικαιώματος χορήγησης αὐτοκεφαλίας.

Τὸ τρίτο σημείο εἶναι: «Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἔχει τὸ κανονικὸ


δικαίωμα νὰ χορηγεῖ αὐτοκεφαλία. Στὴν εἰσήγηση τῶν ἐπιτροπῶν τῆς ΔΙΣ
γίνεται μιὰ ἱστορικὴ ἀναδρομὴ ὡς πρὸς τὸ ἀποκλειστικὸ δικαίωμα τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη νὰ δίδει τὴν αὐτοκεφαλία»

Περὶ αὐτοῦ γράφει ὁ κ. Φειδάς: «Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης εἶχε καὶ ἔχει


πάντοτε ἀπαραμείωτο τὸ κανονικὸ δικαίωμα ὄχι μόνο νὰ μεριμνὰ
ὀφειλετικῶς γιὰ τὴν ὑποστήριξη τῶν ἐμπεριστάτων ἤ δοκιμαζομένων
Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ καὶ τὴ δεσμία κανονικὴ ὑποχρέωση νὰ
ἀναλαμβάνει ἐγκαίρως ὅλες τὶς ἀναγκαῖες πρωτοβουλίες γιὰ τὴν
πρόληψη, τὴν ἀποτροπὴ ἤ τὴ θεραπεία τῶν ἐπικινδύνων ἀπειλῶν ἤ
δοκιμασιῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τους σώματος. Ἄλλωστε, ἡ ὅλη ἱστορία
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἤτοι τόσο σὲ εὐτυχεῖς, ὅσο καὶ σὲ
χαλεποὺς καιρούς, ἀποτελεῖ πράγματι μία ὑπέροχη μαρτυρία τῆς πάντοτε
ἀνιδιοτελοὺς ἤ καὶ θυσιαστικῆς προσφοράς του πρὸς ὅλες τὶς
ἐμπερίστατες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Συνεπῶς, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης εἶχε πάντοτε καὶ ἔχει πολὺ
περισσότερο σήμερον τὸ κανονικὸ δικαίωμα ἤ μάλλον τὴν μητρικὴ
εὐθύνη νὰ ἀναλαμβάνει τὶς ἀναγκαίες πρωτοβουλίες, μὲ ἤ καὶ χωρίς τὴν
προηγούμενη συναίνεση ὅλων τῶν ἄλλων αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες μποροῦν νὰ ἐκφράσουν τὴ συναίνεσή τους καὶ μετὰ
τὴν ἀνακήρυξη τῆς δοκιμαζομένης μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας».

Ἡ χορήγηση τῆς αὐτοκεφαλίας εἶναι ὅντως ἀποκλειστικὸ κανονικὸ


δικαίωμα, ἀλλὰ καὶ ὑποχρέωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τὸ ὁποῖο
κατοχυρώνεται, καὶ ὁ τρόπος ποὺ πραγματώνεται καθορίζεται μέχρι
σήμερα ἀπὸ τὸ ἐθιμικὸ δίκαιο, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ δίκαιο ποὺ δημιουργεῖται
ἀπὸ τὸ ἔθιμο τῆς Ἐκκλησίας, τὴν συνεχὴ γιὰ πολὺ χρόνο ὁμοιόμορφη

13
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

πρακτική, σὲ συμφωνία μὲ τοὺς ἱεροὺς κανόνες. Ὁ Μ. Βασίλειος γράφει


περὶ αὐτοῦ στὸν 87ο ἱ.κ.: «Πρῶτον μὲν οὖν, ὃ μέγιστον ἐπὶ τῶν τοιούτων
ἐστί, τὸ παρ᾿ ἡμῖν ἔθος, ὅ ἔχομεν προβάλλειν, νόμου δύναμιν ἔχον, διὰ τὸ
ὑφ᾿ ἁγίων ἀνδρῶν τοὺς θεσμοὺς ἡμῖν παραδοθῆναι· τοῦτο δὲ τοιοῦτον
ἐστιν». Στὴν συγκεκριμένη περίπτωση τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο
χορηγεῖ τὴν κάθε αὐτοκεφαλία, ὅπως τὸ ἔχει κάνει σὲ ὅλες τὶς νεώτερες
Ἐκκλησίες, μέσω τῶν Πατριαρχικῶν καὶ Συνοδικῶν Τόμων, οἱ ὁποίοι
ἐκκρεμοῦν νὰ ἐπικυρωθοῦν σὲ μιὰ μέλλουσα Πανορθόδοξη Σύνοδο,
πάντα βέβαια ὑπὸ κάποιες προϋποθέσεις (ὅπως κυρίως ὅτι πρέπει νὰ
αἰτηθοῦν γι’ αὐτὴ ἐπισήμως οἱ πιστοὶ πολίτες ἑνὸς ἀνεξάρτητου κράτους
στὸ ὁποῖο ἀκόμα δὲν ἔχει ἰσχύσει τὸ αὐτοκέφαλο καθεστῶς). Ἡ
θεμελιώδους ἐκκλησιαστικῆς σημασίας ἀναγκαιότητα τῆς πανορθόδοξης
συναίνεσης, ποὺ ἀποτελεῖ ἀπαράκαμπτη προϋπόθεση, ἔχει
ἀποσαφηνιστεῖ καὶ τονιστεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη
Βαρθολομαῖο, σὲ συνέντευξή του στὴν ἐφημερίδα «Νέα Ἑλλάδα» τὸν
Ἰανουάριο 2001: «Ἡ αὐτοκεφαλία καὶ ἡ αὐτονομία χορηγοῦνται ἀπὸ τῆς
συνόλης Ἐκκλησίας δι᾿ ἀποφάσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐπειδή δε διὰ
διαφόρους λόγους δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου,
τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, ὡς συντονιστὴς πασῶν τῶν Ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν, χορηγεῖ τὸ αὐτοκέφαλον ἡ τὸ αὐτόνομον ὑπὸ προϋπόθεσιν
τῆς ἐγκρίσεως ὑπ’ αὐτῶν».

Ὡστόσο ἔχει συμφωνηθεῖ ἐπὶ τῆς οὐσίας καὶ συγκεκριμένος τρόπος γιὰ
τὴν χορήγηση τοῦ αὐτοκεφάλου στὶς πολύχρονες πανορθόδοξες
προσυνοδικὲς συζητήσεις γιὰ τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης, ὅπου εἶχαν ἐπ᾿
ἀκριβῶς προσδιοριστεῖ οἱ συγκεκριμένες ἀπὸ κοινοῦ ἀποδεκτὲς βασικὲς
προϋποθέσεις χορήγησης, καὶ ἀπὸ τότε εἶχε ἑτοιμαστεῖ τὸ σχετικὸ κείμενο
γιὰ τὴν συνοδικὴ ἐπικύρωσή του σὲ αὐτή, ὅμως αὐτὸ δὲν κατέληξε σὲ
αὐτήν, λόγω ἀσυμφωνίας στὸ δευτερεύον ζήτημα τοῦ τρόπου ὑπογραφῆς.
Ἐνῶ συνέκλιναν στὸ ὅτι πρέπει νὰ ὑπάρχει καὶ ἡ συγκατάθεση τῆς
Μητέρας Ἐκκλησίας, καθὼς προσπαθοῦσε ἡ Ρωσικὴ πλευρὰ νὰ πείσει τὸ
Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο νὰ ὑπογράφεται ὁ Τόμος, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ
Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τουλάχιστον καὶ ἀπὸ αὐτήν, σὲ αὐτὴ τὴν
πρόταση κάποιες τοπικὲς Ἐκκλησίες δὲν συμφωνοῦσαν, ἐπιμένοντας νὰ
ὑπογράφουν καὶ ὅλες οἱ ὑπόλοιπες τοπικὲς Ἐκκλησίες (βλ. περισσότερα

14
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

παρακάτω Μέρος 2. 1. 7). Ἔτσι, μέχρι νὰ συνεχιστεῖ ἡ σχετικὴ συζήτηση


γιὰ νὰ συμφωνηθεῖ ὁ τρόπος ὑπογραφῆς καὶ μέχρι νὰ ἐπικυρωθεῖ ἀπὸ
Πανορθόδοξη Σύνοδο, παραμένει καὶ ἐφαρμόζεται τὸ ἐθιμικὸ δίκαιο ἀπὸ
τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὅπως συνέβαινε ὡς τώρα.

Βέβαια στὴν περίπτωση τῆς χορήγησης αὐτοκεφαλίας στὴν Οὐκρανία


ὑπήρχαν ἰδιαίτερες διαφοροποιήσεις καὶ πιὸ δυσεπίλυτα ζητήματα ἀπὸ
τὶς προηγούμενες περιπτώσεις, ὅπου δὲν ἐξασφαλίζονταν βασικὲς καὶ
ἀπαραίτητες προϋποθέσεις. Ἔτσι λοιπὸν πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μιλάμε γιὰ
ἐφαρμογῆ τοῦ ἐθιμικοῦ δικαίου περὶ τοῦ δικαιώματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου νὰ παραχωρεῖ αὐτοκέφαλο καθεστῶς, σὲ μιὰ
ἀνεπανάληπτη, ἄνευ προηγουμένου περίπτωση, ὅπως τῆς Οὐκρανίας,
ὅπου τὴν αὐτοκεφαλία αἰτοῦνται σχισματικὲς ὁμάδες, στὴν ἴδια περιοχὴ
ὅπου ὑπάρχει κανονικὰ ἀναγνωρισμένη ἀπὸ τὸ πανορθόδοξο πλήρωμα
τοπικὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ κατὰ μεγάλη διαφορὰ πολυπληθέστερη,
καὶ ἡ ὁποία δὲν αἰτεῖται καὶ δὲν ἀποδέχεται τὴν αὐτοκεφαλία; Παρόμοια
περίπτωση δὲν ἔχει συμβεῖ οὔτε μιὰ στὸ παρελθόν, πόσο μάλλον αὐτὴ ἡ
περίπτωση δὲν ἀποτελεῖ ἐπαναλαμβανόμενη ὁμοιόμορφα πρακτική. Μιὰ
τέτοια περίπτωση θὰ ἔπρεπε ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ τύχει εἰδικῆς
ἀντιμετώπισης πέρα ἀπὸ τὸ ἐθιμικὸ δίκαιο, μέσω μιὰ πανορθόδοξης
διευθετήσεως, ἤ διαφορετικὰ θὰ ἔπρεπε τουλάχιστον πρώτα νὰ
ἐξασφαλιστοῦν πάση θυσία κάποιες προϋποθέσεις πρὶν τὴν χορήγηση
τοῦ Τόμου τῆς αὐτοκεφαλίας. Σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση γιὰ παράδειγμα
θὰ ἔπρεπε: ἀ) νὰ ὑπάρξει κάποιος προσεκτικότερος χειρισμός τῶν
χειροτονιῶν τῶν σχισματικῶν, β) νὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ κάποιο τρόπο ἡ
διατήρηση τῆς ἐπικοινωνίας καὶ τοῦ διαλόγου μὲ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία
ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτη Ὀνουφρίου, ἡ ὁποία δὲν αἰτεῖται τὸ αὐτοκέφαλο,
καὶ νὰ ληφθοῦν μέτρα ἀποτροπῆς διωγμῶν εἰς βάρος τῆς, γ) νὰ ὑπάρξουν
κάποιες εὔλογες ἐξηγήσεις περὶ τοῦ πῶς μετὰ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ 1992 καὶ
1997 ἔγινε δυνατὴ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ ἐκκλήτου καὶ ἡ ὅλη σχετικὴ
πρωτοβουλία καὶ δράση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιὰ τὴν
χορήγηση τοῦ Τόμου αὐτοκεφαλίας, δ) νὰ ξαναρχίσει ὁ διάλογος γιὰ τὴν
ὁλοκλήρωση τοῦ κειμένου γιὰ τὸ αὐτοκέφαλο καὶ τὸν τρόπο χορήγησης
του, ὥστε νὰ μὴν ξαναπροκύψει παρόμοιο ἀδιέξοδο γιὰ τὴν Ἐκκλησία,
ὅπως αὐτὸ στὴν Οὐκρανία, ε) νὰ καλλιεργηθεῖ μιὰ ἀτμόσφαιρα

15
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

ἀλληλοκατανόησης καὶ καλὴς πρόθεσης μεταξὺ ἀδελφῶν πρὸς ἐπίλυση


τοῦ ζητήματος γιὰ κοινὸ ὄφελος («ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ
μαθηταὶ ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις.», Ἱω. 13,35).

4. Τὸ τέταρτον σημεῖο περὶ τοῦ ἄν οἱ ἐπιστρέψαντες σχισματικοὶ ἔχουν


ἀποστολικὴ διαδοχή καὶ κανονικὴ ἱεροσύνη.

Τὸ τέταρτο σημεῖο εἶναι: «Στὴν εἰσήγηση τῶν ἐπιτροπῶν τῆς ΔΙΣ


σημειώνεται ὅτι ἐφόσον δόθηκε ἡ αὐτοκεφαλία, αὐτὸς που τὴ χορηγεῖ
ἐξετάζει κατὰ πόσο οἱ ἀρχιερεῖς ἔχουν ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ κανονικὴ
ἱεροσύνη».

Ὁ κ. Φειδὰς περὶ αὐτοῦ ἀναφέρει: «Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης εἶχε καὶ


ἔχει πάντοτε τὸ κανονικὸ δικαίωμα νὰ δεχθεῖ σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία
ὅλους τοὺς σχισματικοὺς ἀρχιερεῖς ὄχι μόνο ἀπὸ τὴ δική τοῦ
ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ δικαιοδοσία τῶν ἄλλων
πατριαρχικῶν θρόνων, ἄν ὁ ἡγέτης τῶν σχισματικῶν αὐτῶν ἀρχιερέων
ἀποκαταστάθηκε κανονικῶς στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία. Πράγματι,
συμφώνως πρὸς τὴν ὁμόφωνη κανονικὴ παράδοση καὶ τὴ συνεπὴ πρὸς
αὐτὴ ἐκκλησιαστικὴ πράξη, ἡ ἀποκατάσταση στὴν ἐκκλησιαστικὴ
κοινωνία τοῦ πρώην μητροπολίτη Κιέβου Φιλαρέτου, ἡγέτη τῶν
ἀποσχισθέντων ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας κληρικῶν, μοναχῶν καὶ
λαϊκῶν, συνεπαγόταν αὐτομάτως καὶ τὴν κανονικὴ ἀποκατάσταση στὴν
ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τῶν 60 περίπου ἀρχιερέων, τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ
κληρικῶν καὶ μοναχῶν καὶ πολλῶν ἑκατομμυρίων εὐλαβῶν Ὀρθοδόξων
πιστῶν. Συνεπῶς, ἡ ὀφειλετικὴ ἄμεση ἀποδοχὴ στὴν ἐκκλησιαστικὴ
κοινωνία ἑκατομμυρίων Οὐκρανῶν πιστῶν ἀποτελεῖ ὄχι μόνο τὴ δικαίωση
τῆς ἀποφάσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιὰ τὴν ἀνακήρυξη τῆς
αὐτοκεφαλίας τῆς δεινῶς δοκιμαζομένης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς
Οὐκρανίας, ἀλλὰ καὶ τὴν πλήρη ἀπαξίωση τῶν ἀκρίτων ἰδεοληπτικῶν ἤ
ὑποβολιμαίων μεμψιμοιριῶν τῶν ἑλαχίστων ἀντιφρονούντων».

Ὅσον ἀφορὰ τὴν ἐπαναφορὰ στὴν κανονικότητα τῶν σχισματικῶν ὑπὸ


τοῦ Φιλάρετου, κατὰ ἀκρίβεια τῶν κανόνων, ὅλοι ὅσοι ἔλαβαν χειροτονίες

16
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

μετὰ τὸ σχίσμα, αὐτὲς εἶναι ἄκυρες, γιατὶ δὲν ὑπάρχουν μυστήρια ἐκτὸς
Ἐκκλησίας, καὶ ἄρα ὁφείλουν νὰ ἀναχειροτονηθοῦν ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ
διατηρήσουν τὸ βαθμὸ ἱεροσύνης ποὺ ἔχουν μετὰ τὴν εἰσδοχή τους στὴν
Ἐκκλησία. Βέβαια ὑπάρχουν περιπτώσεις στὸ παρελθόν, ποὺ καὶ σὲ αὐτὸ
τὸ θέμα τῆς ἱερωσύνης, ἔχει γίνει οἰκονομία, πάντα ὅμως ὑπὸ
προϋποθέσεις. Ἡ πρωταρχικὴ προϋπόθεση βέβαια εἶναι νὰ συμφωνήσει
μὲ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ ἐκκλήτου τὸ πανορθόδοξο πλήρωμα, καθὼς ὅλοι
ἔχουν δεχθεῖ τὶς ἀρχικὲς ποινὲς καὶ αὐτὴ ἡ κατάσταση πανορθοδόξως,
πλὴν ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ἑλαχίστων
μεμονωμένων ἱεραρχῶν, παραμένει ἀπαράλλακτη ὡς σήμερα λόγω τῶν
δικαιολογημένων ἀμφιβολιῶν γιὰ τὴν κανονικότητα τῆς διαδικασίας (βλ.
σημεῖο 2 παραπάνω καὶ σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τῆς ἀκρίβειας ἤ οἰκονομίας
στὴν ἱερωσύνη τῶν Οὐκρανῶν σχισματικῶν ὑπὸ τοῦ Φιλαρέτου βλ. τὶς
θέσεις τοῦ Ἀρχιεπ. Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου10, 11).

Ἀκόμη πιὸ δύσκολη εἶναι ἡ περίπτωση τῆς δεύτερης μερίδας σχισματικῶν


ὑπὸ τοῦ Μακάριου Μάλετιτς, ὅπου ὑπάρχει μεγάλο πρόβλημα μὲ τὴν
προέλευση τῶν χειροτονιῶν τους, ποὺ δὲν πιστοποιεῖται οὔτε κὰν ἡ
ἀρχικὴ κανονικὴ χειροτονία στοὺς πρώτους ἱεράρχες αὐτῆς τῆς μερίδας,
πρὶν ἀποκοποῦν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅπου οὐκρανικὲς πηγὲς τοὺς
παρουσιάζουν χειροτονημένους ἀπὸ μόνο ἕνα, στὴν καλύτερη περίπτωση
δύο, χειροτονημένους μέσα στὴν κανονικὴ Ἐκκλησία ἱεράρχες, ἐνῶ οἱ
ὑπόλοιποι ἀπὸ τοὺς τρεῖς ποὺ τοὺς χειροτονοῦν παρουσιάζονται νὰ εἶναι
αὐτοχειροτόνητοι, δηλαδὴ αὐτενέργητα καὶ πλασματικὰ χειροτονημένοι,
καὶ τελικὰ στὴν πραγματικότητα παντελῶς ἀχειροτόνητοι12, 13
.
Καταλαβαίνουμε ὅτι ὑπὸ τέτοιες συνθήκες ἀβεβαιότητας καὶ ἀνησυχίας
περὶ τῆς προέλευσης τῶν χειροτονιῶν αὐτῶν τῶν σχισματικῶν, δὲν
μποροῦμε νὰ μιλάμε γιὰ καμιὰ οἰκονομία καὶ εἶναι ἀναγκαίο νὰ
ἀναχειροτονηθοῦν σύσσωμα14, 15.

Κάνει ἐντύπωση πὼς ὅλοι οἱ ὑπέρμαχοι τῆς αὐτοκεφαλίας, χωρὶς καθόλου


ἐνστάσεις γιὰ τὸν ἀντικανονικὸ τρόπο ποὺ χορηγήθηκε, ἐνῶ ἀναφέρονται
στὴν περίπτωση τῶν χειροτονιῶν τῆς μερίδας τοῦ Φιλάρετου, δὲν λένε
ἀπολύτως τίποτα γιὰ τὰ ἀκόμα πιὸ δύσκολα καὶ σοβαρά, δηλαδὴ γιὰ τὴν
περίπτωση τῶν χειροτονιῶν τῆς μερίδας τοῦ Μακάριου. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς

17
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

πράττει καὶ ὁ κ. Βλάσιος Φειδάς, ποὺ ξέρει μόνο νὰ μιλάει γιὰ «τη
δικαίωση τῆς ἀποφάσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιὰ τὴν
ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς δεινῶς δοκιμαζομένης Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ἀλλὰ καὶ τὴν πλήρη ἀπαξίωση τῶν ἀκρίτων
ἰδεοληπτικῶν ἤ ὑποβολιμαίων μεμψιμοιριῶν τῶν ἐλαχίστων
ἀντιφρονούντων» καὶ διάφορα ἄλλα τέτοια στὸ πλήρες κείμενό του, στὸ
ὁποῖο βρίσκονται ὅλες οἱ θέσεις του ποὺ ἀναφέρθηκαν παραπάνω («Τὸ
Οὐκρανικὸ Ζήτημα ὅπως τὸ ἀναλύει ὁ ἔγκριτος καθηγητής κ. Βλάσιος
Φειδάς»). Μήπως ἡ ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου δικαιώθηκε
μὲ τὸ ὅτι, ἀπὸ τὴν κανονικὴ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, ποὺ εἶναι ἡ
πολυπληθέστερη, καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετο ποὺ ἀναφέρει σὲ ἄλλο σημεῖο
παραπληροφορῶντας, ἑλάχιστοι πιστοὶ προσχώρησαν στὴν αὐτοκέφαλη
καὶ μόνο δύο Μητροπολίτες χωρὶς ποίμνιο; Ἥ μήπως δικαιώθηκε μὲ τοὺς
διωγμοὺς εἰς βάρος τῆς κανονικῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου
Ὀνούφριου, ποὺ ἔχει νὰ σηκώσει καὶ αὐτὸ τὸ σταυρὸ τώρα, ἀνάμεσα στὰ
τόσα ἄλλα; Ἤ μήπως μὲ τὴν ἀκοινωνησία μεταξὺ Πατριαρχείου Μόσχας
καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τὸν κίνδυνο ὁριστικοῦ σχίσματος;
Τώρα γιὰ τοὺς «ἑλάχιστους ἀντιφρονοῦντες», αὐτοὶ τυγχάνουν ἡ μεγάλη
πλειοψηφία τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας16, , πλὴν
17, 18

βέβαια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ἑλαχίστων μεμονωμένων


ἱεραρχῶν. Καὶ ὅσο γιὰ τῶν «ὑποβολιμαίων μεμψιμοιριῶν», μήπως μετὰ
ἀπὸ ὅλα τὰ παραπάνω, αὐτὸ ταιριάζει περισσότερο νὰ λεχθεῖ γιὰ τὴν
στάση τοῦ κ. καθηγητή, ποὺ ὅσο ἀσυναγώνιστος εἶναι ἀπὸ τὴν μιὰ στὸ
ἔργο του, ὅταν αὐτὸ ἀφορὰ ἀποκλειστικὰ τὴν ἔρευνα καὶ ἐξιστόρηση τῶν
γεγονότων τοῦ παρελθόντος, τόσο ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅταν καταπιάνεται μὲ
τὴν σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα, εἴτε τὰ ἐπιχειρήματά του
εἶναι ἐλλειπὴ ἤ ἄστοχα ὡς πρὸς τὸ ζητούμενο, εἶτε τὰ συμπεράσματα του
εἶναι παράδοξα, χωρὶς λογικὴ σύνδεση καὶ συνέπεια πρὸς τὴν
ἐπιχειρηματολογία του, γιὰ ὅποιον λόγο καὶ νὰ συμβαίνει αὐτό; Μήπως;

ΜΕΡΟΣ 2ο : Νεώτερης Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας στοιχεῖα καὶ


Περιεχόμενο τοῦ Τόμου Αὐτοκεφαλίας.

Περιεχόμενα.

18
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

1. Ἀστοχίες τῶν δύο Πατριαρχείων Κωνσταντινουπόλεως καὶ Μόσχας σὲ


θέματα Πίστεως καὶ Τάξης - κλονισμοὶ στὴν μεταξύ τους σχέση στὴν
νεώτερη ἱστορία.
2. Τὸ χρονικὸ τῆς χορήγησης τοῦ Τόμου τῆς αὐτοκεφαλίας στὴν Οὐκρανία
ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ αἰτήματος ὡς σήμερα.
3. Τὸ περιεχόμενο τοῦ Τόμου αὐτοκεφαλίας τῆς ἐν Οὐκρανία Ἐκκλησίας.

1. Ἀστοχίες τῶν δύο Πατριαρχείων Κωνσταντινουπόλεως καὶ Μόσχας


σὲ θέματα Πίστεως καὶ Τάξης - κλονισμοὶ στὴν μεταξύ τους σχέση
στὴν νεώτερη ἱστορία.

1) Οἱ ἀπαρχὲς τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης. Ὅταν οἱ εὐρωπαϊκὲς δυνάμεις


συνειδητοποίησαν πόσο σημαντικὴ εἶναι ἡ ὕπαρξη μὴ ὀρθόδοξων
κοινοτήτων ἐντὸς τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας καὶ ὁ ρόλος ποὺ αὐτὲς
μπορούσαν νὰ διαδραματίσουν στὸ ἐσωτερικό της σὲ σχέση μὲ τὰ
εὑρύτερα πολιτικὰ καὶ οἰκονομικὰ συμφέροντά τους, κατέληξαν στὸ νὰ
ἐπιδιώκουν σταθερὰ τὴν διεύρυνση αὐτῶν τῶν κοινοτήτων, κυρίως μὲ τὴν
ἀνάπτυξη ξένων ἱεραποστολικῶν ὁμάδων ἐντὸς τῆς αὐτοκρατορίας.
Καθὼς ὅμως ἡ προσέλκυση μουσουλμάνων Ὀθωμανῶν στὸ Χριστιανισμὸ
σήμαινε τὴν ἀναπόφευκτη θανατικὴ καταδίκη αὐτῶν, οἱ ἱεραπόστολοι
ἀναγκάζονταν νὰ στρέφονται κατὰ κύριο λόγο πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς τῆς
αὐτοκρατορίας, Ὀρθοδόξους καὶ μή, προκειμένου νὰ θεμελιώσουν καὶ νὰ
διευρύνουν τὶς κοινότητες τους. Μὲ σκοπὸ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ κατάπαυση
αὐτῶν τῶν προσηλυτιστικῶν ἐνεργειῶν καὶ ἐπιδιώξεων, ἀλλὰ καὶ υπὸ τὴν
ἐπίδραση τοῦ Γ΄ Συνεδρίου Lambeth τὸ 1888 (καθορίστηκε συγκεκριμένα
ὡς βάση γιὰ ὁποιαδήποτε μελλοντικὴ ἕνωση ἡ Ἁγία Γραφή, τὸ
Ἀποστολικὸ καὶ τὸ τῆς Νικαίας Σύμβολο, τὰ Μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος
καὶ τῆς Θείας Εύχαριστίας, τὸ Ἐπισκοπικὸ Ἀξίωμα) καὶ τῆς ἐμφάνισης τῆς
θεωρίας τῶν κλάδων μὲ τὴν ἐπιρροὴ τῆς ἐγελιανῆς φιλοσοφίας, τῆς
οἰκουμενιστικῆς ἐγκυκλίου τοῦ πάπα Λέοντος ΙΓʹ τοῦ 1895, ὅπως καὶ τῶν
διαλέξεων στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ τὸ ἡμερολογιακὸ ζήτημα τοῦ
καρδινάλιου Π. Τοντίνι, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀποφάσισε νὰ
διακηρύξει στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνα τὴν ἀνάληψη πρωτοβουλίας γιὰ τὴν

19
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

βελτίωση τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων, θέτοντας ὡς τελικὸ σκοπὸ τὴν


ἀποκατάσταση τῆς διαχριστιανικῆς ἑνότητας19, 20, 21, 22

Μετὰ τὶς προτάσεις τοῦ Πατριάρχη Ἰωακεῖμ Γ’ περῖ αὐτοῦ καὶ διάφορων
ἄλλων θεμάτων (την ἐξεύρεση τῶν κατάλληλων μέσων καὶ τρόπων γιὰ
τὴν προαγωγὴ καὶ ἐμπέδωση τῆς σύγχρονης διορθόδοξης ἑνότητας, γιὰ
μιὰ ἐνδεχόμενη ἐξομάλυνση τῶν σχέσεων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μὲ
τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Δύσης, γιὰ τὴν ὑποστήριξη καὶ περαιτέρω ἀνάπτυξη
τοῦ μοναχισμοῦ καὶ γιὰ τὴν ρύθμιση τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος καὶ
τῶν κωλυμάτων γάμου) καὶ μετὰ τὴν συνοδικὴ ἐπεξεργασία αὐτῶν,
ἀκολούθησε ἡ πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιὰ τὴ
σύνταξη τῆς περίφημης «Πατριαρχικής καὶ Συνοδικής ἐγκυκλίου τοῦ
1902» καὶ ἡ ἀποστολή τῆς πρὸς τὶς ἄλλες τοπικὲς Ἐκκλησίες, ἡ ὁποία
τελικὰ ἀφοροῦσε τὶς διορθόδοξες καὶ τὶς διαχριστιανικὲς σχέσεις καὶ τὸ
ἡμερολογιακὸ ζήτημα23.

Όσον ἀφορὰ τὶς διαχριστιανικὲς σχέσεις, ὁ Πατριάρχης διευκρίνισε


ἐξαρχῆς ὅτι ἐπιζητοῦσε νὰ πληροφορηθεῖ τὶς ἀπόψεις τῶν ὑπολοίπων
Ὀρθόδοξων Προκαθημένων γιὰ τὶς σύγχρονες καὶ τὶς μελλοντικὲς
σχέσεις τῆς Ὀρθοδοξίας «μετὰ τῶν δύο μεγάλων τοῦ Χριστιανισμοῦ
ἀναδενδράδων, τῆς Δυτικῆς δηλονοῦν καὶ τῆς τῶν Διαμαρτυρομένων
Ἐκκλησίας», ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρεται στὸ κείμενο τῆς
ἐγκυκλίου, ἀπευθυνόμενος στὸ δυτικὸ χριστιανισμὸ ὡς «ἀναδενδράδες»
καὶ «Ἐκκλησίας». Σὲ ἕνα σημεῖο αὐτῆς τονίζεται γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὅτι: «ἡ
Ἐκκλησία μία ἐστὶ πράγματι ἐν ταυτότητι πίστεως καὶ ὁμοιότητι ἠθῶν καὶ
ἐθίμων συνωδὰ ταῖς ἀποφάσεσι τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ μία
ὀφείλει εἶναι, ἀλλ' οὐ πολλαὶ καὶ διαφέουσαι πρὸς ἀλλήλας κατὰ τε τὰ
δόγματα καὶ τοὺς θεμελιώδεις θεσμοὺς τῆς ἐκκλησιαστικῆς
διακυβερνήσεως», ἐνῶ παρέθετε τὴν πρόταση νὰ πραγματοποιηθεῖ μιὰ
προδιάσκεψη γιὰ νὰ προπαρασκευαστεῖ ἕνα ὁμαλὸ πεδίο φιλικῆς
ἀμοιβαίας προσπελάσεως καὶ νὰ καθοριστοῦν μὲ πανορθόδοξη ὁμοφωνία
οἱ βάσεις καὶ τὰ καλύτερα μέτρα καὶ μέσα γιὰ τὴν προσέγγιση μὲ τοὺς
συγκεκριμένους Χριστιανούς.

20
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

Συγκεκριμένα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπάντησε σὲ αὐτὴν στὴν


Ἐγκύκλιο τοῦ 1902 ἀρνητικά: «...αἱ παροῦσαι ...περιστάσεις, ὅλως
ἀκατάλληλοι εἰσὶ πρός ἐξέτασιν καὶ ἐπίλυσιν τοῦ ζητήματος τῆς ἑνώσεως
τῶν ἐκκλησιῶν...(ἐπειδὴ) καὶ ἐν τῷ παρελθόντι... πολλαὶ ἀπόπειραι πρὸς
ἕνωσιν τῶν Ἐκκλησιῶν ἐγένοντο... (αὐτές) οὐ μόνον δὲν συνετέλεσαν εἰς
πραγματοποίησιν τῆς ἐπιδιωκωμένης ἑνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν...ἀλλὰ
τουναντίον συνετέλεσαν εἰς μείζονα διάστασιν αὐτῶν πρός ἀλλήλας. Τὰ
αἴτια ὑφίστανται ἔτι καὶ νῦν, ἀλλὰ καὶ ἐφ’ ὅσον ἐν τῷ μέλλοντι
ἐξακολουθήσωσι ὑφιστάμενα, πᾶσα σκέψις καὶ ἀπόπειρα εἰς
πραγματοποίησιν τῆς ἑνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν ἀποβήσεται ματαία».
Ἐπιπλέον ἡ Ἱ. Σύνοδος ἐξηγεῖ ὅτι ἡ ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν στηρίζεται «ἐπὶ
τῆς εἰλικρινοῦς χριστιανικῆς ἀγάπης τῆς περιλαμβανούσης καὶ τὴν
ἀγάπην πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ πάντων τῶν δογμάτων
αὐτοῦ ὡς καὶ τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως μετὰ τῆς ἀληθοῦς βάσεως τῆς
λατρείας καὶ τῶν θεμελιωδῶν διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας». Δύο χρόνια
ἀργότερα τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀπέστειλε «Ανταπάντηση» στὶς
τοπικὲς Ἐκκλησίες μὲ μιὰ νέα ἐγκύκλιο, γνωστὴ ὡς «Πατριαρχικὴ καὶ
Συνοδικὴ Ἐγκύκλιος τοῦ 1904» γιὰ τὶς διορθόδοξες καὶ διαχριστιανικὲς
σχέσεις καὶ τὸ ἡμερολόγιο. Συγκεκριμένα γιὰ τὶς διαχριστιανικὲς σχέσεις
προέτρεπε στὶς σχέσεις τους μὲ τοὺς Παλαιοκαθολικοὺς καὶ τοὺς
Ἀγγλικανοὺς νὰ διατηροῦν περισσότερες καὶ καλύτερες ἐλπίδες καὶ
σπουδή, καθὼς ἐξέφραζαν αὐτοὶ ἰδιαίτερη τιμὴ καὶ ἀναγνώριση πρὸς τὴν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως καὶ νὰ βοηθήσουν τοὺς Παλαιοκαθολικοὺς νὰ
συνεχίσουν τὸν ἀγώνα τους νὰ προσεγγίσουν τὴν Ὀρθοδοξία,
διατηρῶντας αὐτοὺς προσανατολισμένους πρὸς αὐτήν. Στὴν περίπτωση
τῶν Μη Χαλκηδόνιων, ἔγραφε ὅτι αὐτοὶ εἶναι ἐγγύτερα στοὺς Ὀρθοδόξους
καὶ εἶναι καὶ αὐτοὶ ἄξιοι τῆς ἴδιας θετικής συμπάθειας καὶ διάθεσης. Στὴν
συνέχεια τέθηκε τὸ πρόβλημα που ἀντιμετώπιζαν οἱ Ὀρθόδοξες
Ἐκκλησίες τῆς μεγάλης ποικιλίας θεολογικῶν ἀπόψεων καὶ πρακτικῶν
ἀπέναντι σὲ πολύ κρίσιμα ζητήματα καὶ μάλιστα σὲ αὐτὸ τοῦ
βαπτίσματος καὶ τῆς ἱερωσύνης τῶν «κεχωρισμένων» ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία, ὅπου τόνισε ὅτι ἦταν ἀναγκαῖο νὰ καθοριστεῖ ἕνα κοινὸ
φρόνημα καὶ μιὰ κοινὴ πρακτικὴ γιὰ τὰ θέματα αὐτά, σύμφωνα πάντα μὲ
τὸ πνεῦμα καὶ τὶς διατάξεις τῆς καθ' ὅλου Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Τέλος,
πρότεινε γιὰ τὸ θέμα αὐτό, ὅπως καὶ γιὰ ἄλλα θέματα παρόμοιου εἴδους,

21
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

νὰ συνεχιστεῖ ὁ διάλογος γι᾿ αὐτὰ ἀνάμεσα στὶς ἀδελφὲς Ἐκκλησίες,


διαφυλάσσοντας τὴν κανονικὴ εὐταξία μέσα στὸν Ὀρθόδοξο χῶρο καὶ
μὴν ἐπιτρέποντας νὰ διακυβεύεται ἡ ἑνότητα τῶν αὐτοκέφαλων
Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν.

Πέρα ἀπὸ τὶς ἐγκυκλίους τοῦ 1902 καὶ τοῦ 1904, ὁ Πατριάρχης Ἰωακεῖμ
ἐπιδίωξε καὶ πέτυχε νὰ ἔχει ἐπιπλέον συχνὲς ἐπαφὲς μὲ τοὺς
Ἀγγλικανούς, τοὺς Παλαιοκαθολικοὺς καὶ μὲ ὁρισμένους ἀπὸ τοὺς μὴ
Χαλκηδόνιους, ἀναπτύσσοντας προσωπικὲς σχέσεις μὲ σημαντικὲς
προσωπικότητες ἀπὸ αὐτούς. Ἐπιπλέον ζήτησε και πληροφορήθηκε τὴν
πίστη τους ἐπισήμως. Μάλιστα, ὅσον ἀφορὰ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Δύσης
ἐπιχειρήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἕνας διάλογος γιὰ θεολογικὰ
ζητήματα στὰ ὁποία ὑπήρχαν γνωστὲς διαφορές. Ὡστόσο, πέρα ἀπὸ αὐτὲς
τὶς σχέσεις ἐπιχειρήθηκαν ἀνοίγματα καὶ πρὸς τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς.
Ὅμως, οἱ τακτικὲς προσηλυτισμοῦ τῆς παλαιὰς Ρώμης ὑπομόνευσαν τὴν
ἀνάπτυξη τῆς ἐμπιστοσύνης μαζὶ της. Ἐν κατακλείδι ἐπὶ Πατριάρχη
Ἰωακεῖμ Γ’ μπήκαν οἱ βάσεις καὶ καθορίστηκε ἡ μετέπειτα πορεία τῶν
διαχριστιανικῶν σχέσεων, χωρὶς ὡστόσο αὐτὴ ἡ πορεία νὰ ἔχει ἐξελιχθεῖ
μέσα σὲ προσεγμένες σταθερὲς ὀρθὲς προϋποθέσεις μὲ ἀποτέλεσμα νὰ
καταλήξουμε στὶς σημερινὲς οἰκουμενιστικὲς ἀποκλίσεις (βλ. παρακάτω
τὴν ὅλη πορεία).

Ἐπόμενη μεγάλη ὤθηση στὴν ἐξέλιξη τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων


ἀποτέλεσε ἡ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ τοποτηρητὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου
Μητροπολίτη Προύσης Δωροθέου περίφημη Συνοδικὴ Ἐγκύκλιο -
Διάγγελμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως «Πρὸς τὰς
ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ» τὸ 1920, ἡ ὁποία πρότεινε
συγκεκριμένα βήματα γιὰ τὴν προσέγγιση καὶ κοινωνία τῶν Χριστιανῶν
διαφόρων ὁμολογιῶν, τὶς ὁποῖες ὀνόμαζε «ἐκκλησίες», θεωρῶντας ὅτι οἱ
δογματικὲς διαφορὲς δὲν ἀποτελοῦν ἐμπόδιο γι᾿ αὐτό. Τὰ κυριότερα ἤταν:
ἀ) υἱοθέτηση ἑνιαίου ἡμερολογίου μὲ τὸν ταυτόχρονο ἑορτασμὸ τῶν
μεγάλων χριστιανικῶν ἑορτῶν ἀπὸ ὅλες τὶς ἐκκλησίες, β) ἀνταλλαγὴ
ἀδελφικῶν μηνυμάτων στὶς μεγάλες ἑορτὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς χρονιὰς
καὶ σὲ ἄλλες σημαντικὲς περιστάσεις, γ) στενότερες σχέσεις μὲ
ἐκπροσώπους διαφόρων ἐκκλησιῶν παντοῦ, δ) παραχώρηση σὲ χρήση

22
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

κτιρίων προσευχῆς καὶ νεκροταφείων γιὰ ταφή στὸ ἐξωτερικὸ τῶν


κεκοιμημένων ὁπαδῶν ἄλλων ὁμολογιῶν, ε) διευθέτηση μεταξὺ τῶν
διαφόρων ὁμολογιῶν ζητήματος τῶν μικτῶν γάμων. Ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ
1920 αὐτὴ θεωρεῖται ὡς καταστατικὸς χάρτης τῆς μετέπειτα πορείας
συμμετοχῆς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση. Τότε,
γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία του τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο συμμετείχε
στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση μὲ τὴν ἀποστολὴ ἀντιπροσωπειῶν ποὺ ἔλαβαν
μέρος στὶς ἐργασίες τῶν συνεδρίων τοῦ 1920. Ἐπίσης, γιὰ πρώτη φορὰ
στὴν ἱστορία τῶν σχέσεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μὲ τοὺς
Ἀγγλικανούς, αὐτὸ ἔστειλε τὸ 1920 ἀντιπροσωπεία στὸ Στ΄ Συνέδριο ποὺ
ἔλαβε χώρα στὸ Λάμπεθ, ἡ ὁποία διεξήγαγε θεολογικὲς συζητήσεις μὲ
αὐτούς. Μάλιστα ὁ τοποτηρητὴς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Δωρόθεος
κατὰ τὴ μετάβασή του στὸ Λονδίνο προσέφερε στὸν Ἀγγλικανὸ
ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Καντέρμπουρι Davidson τὸ ἐγκόλπιο τοῦ Ἰωακεῖμ Γ΄24,
20, 21 .

2) Ἡ ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση. Ὁ Μελέτιος Μεταξάκης, ὡς


Μητροπολίτης Ἀθηνῶν ἦταν ἐκεῖνος ποὺ εἰσήγαγε τὴν οἰκουμενιστικὴ
τακτικὴ στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἀρχικὰ προσπάθησε νὰ
στείλει ἀντιπροσώπους στὴν οἰκουμενικὴ διάσκεψη τῆς Οὐψάλας τὸ 1918,
χωρὶς ὅμως νὰ καταφέρει νὰ πείσει τὴν Ἱερὰ Σύνοδο. Αὐτὸ ὅμως μὲ
συνεχεῖς πιέσεις τὸ κατάφερε ἀργότερα, στέλνωντας τὸ 1920
ἀντιπροσωπεία στὴν Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ
Παγχριστιανικοῦ Συνεδρίου Πίστεως καὶ Τάξεως στὴ Γενεύη. Ἐκεῖ
καταρτίστηκε πρόγραμμα ἐργασίας, ὅπου τίθετο ὡς τελικὸς σκοπὸς τῆς
Κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν, ἡ «Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν». Ὅταν ἐξελέγει
Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μητροπολίτη Δωρόθεου,
ἀναγνώρισε τὶς ἀγγλικανικὲς χειροτονίες καὶ ἔδωσε τέλος στὸ ἐρώτημα
ἰουλιανὸ ἤ γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο μὲ τὴν μεταρρύθμιση στὸ
πανορθόδοξο συνέδριο τοῦ 1923, καθὼς πίστευε σὲ συμφωνία μὲ τὶς
ἐγκυκλίους τοῦ 1902 καὶ 1920, ὅτι τὸ κοινὸ ἡμερολόγιο μὲ τὴν Δύση
μποροῦσε νὰ εὐνοήσει τὴν προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν τῶν ἄλλων
ὁμολογιῶν. Ὅμως ἡ εἰσαγωγή τοῦ νέου ἡμερολογίου ἔγινε ἀποδεκτὴ μόνο
ἀπὸ κάποιες τοπικὲς Ἐκκλησίες, καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας καὶ

23
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

ἄλλες σλαυόφωνες, ὅπως καὶ ἑλληνόφωνες Ἐκκλησίες, μὲ τελικὸ ὀλέθριο


ἀποτέλεσμα νὰ ὁδήγησει σὲ ἐπωδυνα σχίσματα μέσα στοὺς κόλπους τῶν
Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν, ποὺ τὶς ταλαιπωροῦν ὡς σήμερα 25, 21.

3) Ἡ "Ζώσα Ἐκκλησία" τῶν Ἀνακαινιστῶν. Ἰδιαίτερα ἄσχημη ἀποδείχθηκε


ἡ ἐμπλοκὴ τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στὶς ἀπόπειρες
ἐκθρονίσεως τοῦ Πατριάρχη Μόσχας καὶ πάσης Ρωσίας Τύχωνα, ἁγίου
καὶ ὁμολογητοῦ, τοῦ κανονικῶς ἐκλεγέντος τὸ 1917. Τὶς προσπάθειες
αὐτὲς οἱ ἄθεες ἀρχὲς κατέβαλαν τὴ δεκαετία τοῦ 1920 μὲ τὴ δημιουργία
κατὰ τρόπον τεχνητὸ σχίσματος, τὸ ὁποῖο ἔπραξαν οἱ μοντερνιστὲς μὲ τὸ
ὄνομα Ἀνακαινιστές, πρὸς ὑπονόμευση τοῦ κύρους τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας στοὺς πιστούς, «σοβιετικοποίηση» τῆς Ἐκκλησίας καὶ
σταδιακή ἐξαφάνισή τῆς. Τὴ δεκαετία τοῦ 1920 οἱ Ἀνακαινιστὲς
συνέβαλαν δραστήρια στὶς συλλήψεις τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων καὶ
κληρικῶν μὲ κρυφὲς ἀναφορὲς καὶ ἀρπαγὲς τῶν Ναῶν τους. Ὁ
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Ζ’ στήριξε ἀνοικτὰ τοὺς
Ἀνακαινιστές. Ὁ ἀντιπρόσωπός του στὴ Μόσχα ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος
Δημόπουλος παρέστει στὶς ψευδοσυνόδους τῶν Ἀνακαινιστῶν, ἐνῶ τὸ
1924 ὁ ἴδιος Πατριάρχης Γρηγόριος προέτρεψε τὸν ἅγιο Τύχωνα νὰ
παραιτηθεῖ.

Τὸ ἴδιο ἔτος 1924, οἱ Ἀνακαινιστὲς ἔδωσαν στὴ δημοσιότητα ἀποσπάσματα


τῶν Πρακτικῶν τῶν συνεδριῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως, τὰ ὁποία εἶχαν λάβει ἀπὸ τὸν ἀρχιμανδρίτη
Βασίλειο Δημόπουλο. Σύμφωνα μὲ ἀπόσπασμα τῆς 6ης Μαΐου 1924, ὁ
Πατριάρχης Γρηγόριος Ζ’ «κατόπιν προσκλήσεως ἀπὸ μέρους τῶν
ἐκκλησιαστικῶν κύκλων τοῦ Ρωσσικοῦ πληθυσμοῦ» ἀνέλαβε τὴν
προταθείσα σὲ αὐτὸν «ὑπόθεσιν καταλλαγῆς τῶν ἐπισυμβασῶν ἐσχάτως
ἐν ἐκείνῃ ἀδελφῇ Ἐκκλησίᾳ ταραχῶν καὶ διαφωνιῶν, ὁρίσας εἰδικὴν ἐπὶ
τούτῳ πατριαρχικὴν ἐπιτροπήν». Οἱ «ἐκκλησιαστικοὶ κύκλοι τοῦ Ρωσικοῦ
πληθυσμοῦ» στοὺς ὁποίους κάνουν μνεία τὰ Πρακτικά, οὐδόλως
ἐκπροσωποῦσαν τὴν μαρτυρικὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία τότε ὑπέστη
ἀπηνεῖς διώξεις ἀπὸ τὶς ἄθεες ἀρχές, ἀλλὰ τὶς σχισματικὲς παραφυάδες,

24
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

οἱ ὁποῖες συνεργάσθηκαν μὲ αὐτὲς τὶς ἀρχὲς καὶ στήριξαν δυναμικὰ τὴν


ὀργανωμένη ἀπὸ τὶς τελευταίες καταδίωξη τοῦ ἁγίου Πατριάρχη Τύχωνα.

Μόλις πληροφορήθηκε τὴν ἀπόφαση Κωνσταντινουπόλεως περὶ


ἀποστολῆς «πατριαρχικῆς ἐπιτροπῆς» στὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία, ὁ μόνος
νόμιμος ἐπικεφαλής της ὁ Πατριάρχης πᾶσης Ρωσίας Τύχων
διαμαρτυρήθηκε ἔντονα γιὰ τὶς ἀντικανονικὲς ἐνέργειες τοῦ ἀδελφοῦ του:
«Οὐκ ὁλίγον μᾶς συνέχεε καὶ ἐξέπληξε τὸ γεγονός ὅτι ὁ ἀντιπρόσωπος
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐπὶ κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας
Κωνσταντινουπόλεως, ἄνευ οὐδεμίας μεθ’ Ἡμῶν, ὡς νομίμου
ἀντιπροσώπου καὶ ἐπὶ κεφαλῆς πάσης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς
Ρωσσίας, προκαταρκτικῆς ἐπικοινωνίας, παρεμβαίνει εἰς τὴν ἐσωτερικὴν
ζωὴν καὶ τὰς ὑποθέσεις τῆς αὐτοκεφάλου Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας…Ἑκάστη
ἀποστολὴ ὀἱασδήποτε Ἐπιτροπῆς ἄνευ μεθ’ Ἡμῶν, ὡς μόνου νομίμου καὶ
Ὀρθοδόξου Πρωθιεράρχου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας,
ἐπικοινωνίας, ἐν ἀγνοίᾳ μου, εἶναι παράνομος καὶ δὲν θὰ γίνῃ ἀποδεκτῇ
ὑπὸ τοῦ Ὀρθοδόξου Ρωσσικοῦ λαοῦ, ἐπιφέρουσα ὄχι ἡσυχίαν, ἀλλὰ ἀκόμη
μεγαλυτέραν ταραχὴν καὶ διαίρεσιν εἰς τὴν ζωὴν τῆς πολυβασανισμένης
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας». Οἱ συγκυρίες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς
παρεμπόδισαν τότε τὴν ἀποστολὴ τῆς ἐπιτροπῆς στὴ Μόσχα, ἡ ἔλευση
τῆς ὁποίας θα ἐσήμαινε ὄχι ἁπλὰ μιὰ παρέμβαση, ἀλλὰ μιὰ ἀπευθείας
εἰσπήδηση στὰ εσωτερικὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Ἡ
Ρωσικὴ Ἐκκλησία σκέπασε τὴ θλιβερὴ ἐκείνη σελίδα καὶ συνέχισε τὶς
σχέσεις της μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀγωνιζόμενη νὰ
ἀντέξει στὴν ἄθεη σοβιετικὴ λαίλαπα, προσφέροντας γι᾿ αὐτὸ χιλιάδες
νεομάρτυρες χάρη στὸ αἷμα τῶν ὁποίων τὸ κατάφερε26.

4) Ἡ "Οὐκρανική Αὐτόνομη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία". Ἡ ἐπανάσταση τοῦ


Φεβρουαρίου 1917 στὴν Ρωσία, ἦταν τὸ κίνητρο γιὰ τὶς αὐτονομιστικὲς
ἐκκλησιαστικὲς διαδικασίες στὴν Οὐκρανία. Την ἄνοιξη τοῦ 1917, ὁ
Οὐκρανὸς ἱερέας Vasily Lipkovsky ἵδρυσε τὴ λεγόμενη «Ἀδελφότητα τῆς
Ἀνάστασης», ἡ ὁποία προωθοῦσε τὴν ἰδέα τοῦ χωρισμοῦ ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ
Ἐκκλησία καὶ τὴν οὐκρανοποιήση τῶν θείων λειτουργιῶν. Σὲ ὁρισμένες
μητροπόλεις, κατὰ κανόνα, χωρίς τὴ γνώση τῶν κυβερνώντων

25
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

ἐπισκόπων, πραγματοποιήθηκαν συνέδρια, ὅπου οἱ παρόντες ἐξέφρασαν


τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀποκτήσουν ἀνεξαρτησία ἀπὸ τὴ Ρωσική ἐκκλησία καὶ
νὰ χρησιμοποιοῦν εὐρύτερα τὴν οὐκρανικὴ γλώσσα. Ζητήθηκε ἐπίσης οἱ
οὐκρανικὲς ἐπαρχίες νὰ διευθύνονται ἀπὸ ἐπισκόπους ποὺ ἦταν
Οὐκρανοὶ στὴν ἐθνικότητα. Ἡ ἡγεσία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας
ἰκανοποίησε τὶς ἀπαιτήσεις ποὺ δὲν ἀντίκρουαν στοὺς κανόνες τῆς
Ἐκκλησίας καὶ ἦταν ἀρκετὰ εὔλογες. Παρόλα αὐτά, ἡ «Ἀδελφότητα τῆς
Ἀνάστασης» καὶ ἄλλοι συμπαθητικοὶ τῆς οὐκρανικῆς αὐτοκέφαλης
ἄρχισαν νὰ προτείνουν τὴν ἰδέα σύγκλησης μιὰς «Πανουκρανικῆς
Συνόδου» γιὰ νὰ διακηρυχθεῖ ὁ διαχωρισμὸς ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς
Μόσχας. Μὲ αὐτὲς τὶς ἰδέες οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς αὐτοκέφαλης στράφηκαν
στὸ νεοσύστατο τότε κοινοβούλιο (Κεντρικὴ Ράντα), ἀλλὰ ἦταν
ἀπασχολημένο μὲ ἄλλα θέματα καὶ τὸ θέμα τῆς Ἐκκλησίας δὲν τὸ
ἐνδιέφερε ἰδιαίτερα.

Τελικὰ ἐνδιαφέρθηκε ὁ στρατός καὶ στὶς 9 Νοεμβρίου 1917 στὸ Κίεβο


πραγματοποιήθηκε τὸ 3ο Πανουκρανικὸ Στρατιωτικὸ Συνέδριο, στὸ ὁποῖο
ἐγκρίθηκε τὸ ψήφισμα γιὰ τὴν αὐτοκέφαλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς
Οὐκρανίας. Τότε συγκροτήθηκε μιὰ ἐπιτροπὴ γιὰ τὴ σύγκληση τῆς
Πανουκρανικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Συνόδου καὶ σὲ συνέλευσή της στὶς 23
Νοεμβρίου 1917 ἀνακοίνωσε τὴ δημιουργία τοῦ Πανουκρανικοῦ
Ἐκκλησιαστικοῦ Ράντα (συμβουλίου), ἐπίτιμος πρόεδρος τοῦ ὁποίου ἔγινε
ὁ ἐπίσκοπος Ἀλέξιος (Ντοροντνίτσιν). Στὸ Κίεβο, ὁ ἐπίσκοπος Ἀλέξιος
ἐμφανίστηκε, ἀφοῦ διώχτηκε ἀπὸ τὴ Μητρόπολη τοῦ Βλαντίμιρ λόγω
«δεσποτικῆς» διαχείρισης καὶ κακομεταχείρισης τοῦ κλήρου, καθὼς καὶ
γιὰ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Γκριγκόρι Ρασπούτιν. Αὐτός, μέλος
ρωσοεθνικιστικοῦ πολιτικοῦ ὀργανισμοῦ ἔγινε ἐπικεφαλῆς τοῦ
ἐθνικοουκρανικοῦ κινήματος γιὰ αὐτοκέφαλη ἀναγκαστικά, καθὼς
κανένας ἄλλος ἐπίσκοπος δὲν βρέθηκε. Λόγω τῆς σχισματικῆς του
δραστηριότητας στὸ οὐκρανικὸ αὐτοκέφαλο κίνημα καθαιρέθηκε ἀπὸ τὸ
Πατριαρχεῖο Μόσχας καὶ σύντομα μετὰ ἀποχώρησε ἀπὸ τὸ κίνημα.

Στις 7 Ἰανουαρίου 1918 στὸ Ἱ.Ν. Ἁγίας Σόφιας τοῦ Κιέβου ξεκίνησε ἡ
λεγόμενη Πανοκρανικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Σύνοδο, συζητῶντας τὸ θέμα τῆς
αὐτοκεφαλίας, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ δύο ἑβδομάδες ὁ Κόκκινος Στρατὸς

26
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

πλησίασε στὸ Κίεβο καὶ οἱ συνεδριάσεις τῆς Συνόδου διακόπηκαν. Τὴ


νύχτα τῆς 29ης Ἀπριλίου ἔγινε πραξικόπημα καὶ ὁ Χέτμαν Σκοροπάντσκι
κατέσχεσε ἐξουσία, καὶ ἡ Πανουκρανικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Σύνοδο
ἐπαναξεκίνησε τὴ λειτουργία τῆς, ἐνῶ ὀργανώθηκε μὲ ἐντελῶς
διαφορετικὲς ἀρχές. Μετὰ τὴν ἐκτέλεση τοῦ ἀγίου Μάρτυρος Βλαντίμιρ
(Μπογκογιάβλενσκι), ἡ Σύνοδος Κληρικῶν καὶ Λαϊκῶν τῆς ἐπισκοπῆς τοῦ
Κιέβου ἐξέλεξε στὴν ἔδρα τοῦ Κιέβου τὸν πολύ σοβαρὸ ἀρχιερέα καὶ
διάσημο θεολόγο Μητροπολίτη Ἀντώνιο (Khrapovitsky). Ὁ Μητροπολίτης
Ἀντώνιος ἀποφάσισε νὰ διεξάγει τὴν Πανουκρανικὴ Ἐκκλησιαστικὴ
Σύνοδο σύμφωνα μὲ ὅλους τοὺς κανόνες, παρέχοντας τὴν κανονικὴ
ἐκπροσώπηση τῆς ἐπισκοπῆς, τῶν κληρικῶν καὶ τῶν λαϊκῶν ἀπὸ τὶς
οὐκρανικὲς μητροπόλεις. Τὰ μέλη τῆς αὐτοανακηρυχθείσας
ἐκκλησιαστικῆς Ράντα προσπάθησαν νὰ τὸ ἐμποδίσουν, ἀλλὰ μὲ τὴν
πλειοψηφία τῶν συμμετεχόντων τῆς Συνόδου τοὺς ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὴ
σύνθεσή της. Αὐτὴ ἡ Σύνοδο ἀποφάσισε ὅτι ἡ Ἐκκλησία στὴν Οὐκρανία
ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει στὴν δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας
μὲ τὰ δικαιώματα περιορισμένης αὐτονομίας. Ἡ κυβέρνηση δὲν
συμφώνησε μὲ αὐτὸ καὶ ζήτησε στη Σύνοδο τὴν πλήρη αὐτοκεφαλία τῆς
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας. Ὡστόσο, λίγες μέρες μετὰ ἡ τότε
κυβέρνηση ἔπεσε καὶ στὴν ἐξουσία ἦρθε ἡ Ντιρεκτόρια (Διεύθυνση).

Ο ἴδιος ὁ Σκοροπάντσκι ἔγραψε σχετικὰ στὰ «Ἀπομνημονεύματα» του


ὅτι τὸν διαχωρισμὸ ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία ἤθελαν νὰ
πραγματοποιήσουν μὲ βίαια μέσα καὶ ὅτι ἡ ἰδέα τῆς αὐτοκέφαλης
ἐπιβλήθηκε τεχνητὰ στὸν οὐκρανικὸ λαὸ καὶ ἀναγνώρισε ὅτι μπορεῖ
μόνο νὰ ὁδηγήσει σὲ διαιρέσεις καὶ διαχωρισμοὺς στὴν κοινωνία. Ἐπίσης
ἔγραφε ὅτι ἡ ἀναπόφευκτη συνέπεια αὐτῶν τῶν διαφορῶν, ποὺ
προέκυψαν ἀπὸ τὴν προώθηση αὐτοκεφαλίας, θα εἶναι ἡ ἐνίσχυση τῆς
οὐνίας στὴν Οὐκρανία. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἰδέα τῆς αὐτοκέφαλης δὲν
μπορεῖ νὰ γίνει παράγοντας ποὺ ἐνώνει τὴν οὐκρανικὴ κοινωνία, ἀλλὰ
ὁδηγεῖ σὲ ἀκόμη μεγαλύτερη διαμάχη καὶ ἐχθρότητα, ποὺ μπορεῖ νὰ
ὁδηγήσει σὲ μιὰ αἱματηρὴ σύγκρουση τῆς Οὐκρανίας, ἐνῶ ἡ θρησκευτικὴ
σύγκρουση μεταξύ ὑποστηρικτῶν καὶ ἀντιπάλων τῆς αὐτοκέφαλης
χρησιμοποιεῖται πάντοτε ἀπὸ τοὺς Οὐνίτες γιὰ τὴν προώθηση τῶν
συμφερόντων τους καὶ τὴν πρόσληψη νέων ὑποστηρικτῶν.

27
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

Στὴν ἐποχή τῆς Ντιρεκτόρια, ἡ ἰδέα τῆς αὐτοκεφαλίας ἔλαβε πλήρη


ὑποστήριξη τῶν ἀρχῶν. Τὴν 1η Ἰανουαρίου 1919 υἱοθετήθηκε ὁ «Νόμος
περὶ αὐτοκέφαλης Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας καὶ τῆς ὑπάτης
Κυβέρνησής της». Τότε ἡ κυβέρνηση τῆς UNR ζήτησε ἀπὸ τὸ Φανάρι νὰ
ἀναγνωρίσει τὴν αὐτοκεφαλία τῆς οὐκρανικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
ὡστόσο, λίγο πρίν, ὁ Πατριάρχης τῆς Κωνσταντινούπολης Γερμανὸς
ἀπεβίωσε καὶ ὁ τοποτηρητῆς τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου, Μητροπολίτης
Δωρόθεος, λόγω τῆς ἀπουσίας πατριάρχη καὶ τελικὰ τῆς πτώσης τῆς
Ντιρεκτόρια δὲν ἐκπλήρωσε τὸ αἴτημα. Τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1919 τὸ Κίεβο
καταλήφθηκε καὶ πάλι ἀπὸ τὸν Κόκκινο Στρατό. Ἡ ἰδέα τῆς αὐτοκέφαλης
ἔλαβε πάλι τὴν πλήρη ὑποστήριξη τῶν ἀρχῶν, αὐτὴ τὴ φορὰ τῶν
μπολσεβίκων. Μὲ τὸ νόμο περὶ διαχωρισμού τῆς Ἐκκλησιάς ἀπὸ τὸ
κράτος καὶ τὸ σχολεῖο, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο οἱ ἐκκλησίες καὶ τὰ
ἐκκλησιαστικὰ ἀγαθὰ παραδόθηκαν στὰ χέρια του νέου σοβιετικοῦ
κράτους, ὁ καθεδρικὸς ναὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Πετσέρσκ, ὁ
καθεδρικός ναός τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα
παραδόθηκαν στοὺς αὐτοκέφαλους.

Οἱ μπολσεβίκοι, οἱ ὁποίοι, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς κυβέρνησής τους, ἐπιδίωκαν


τὴν καταστροφὴ της Ἐκκλησιάς, ἀναζητοῦσαν ἐργαλεία γιὰ τὴν ἐπίτευξη
αὐτοῦ τοῦ στόχου. Στὶς ρωσικὲς μητροπόλεις ἡ «Ζώσα Ἐκκλησία» τῶν
Ἀνακαινιστῶν ἔγινε ἕνα τέτοιο ὄργανο, ἐνῶ στὴν Οὐκρανία τὴν παρόμοια
λειτουργία πραγματοποιοῦσε ἡ Οὐκρανικὴ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, ἡ
ὁποία διακηρύχθηκε ἐπισήμως μὲ ἀπόφαση τοῦ Πανουκρανικοῦ
Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου στὶς 5 Μαΐου 1920, ὅταν στρατεύματα τῆς
Πολωνίας καὶ τοῦ Πετλιούρα κατέλαβαν τὸ Κίεβο. Κανεὶς ἀπὸ τοὺς
ἐπισκόπους, εἴτε ἀπὸ συνταξιοδοτημένους, εἴτε ἀπὸ τοὺς
ἀποκηρυγμένους στὴν ἱεροσύνη, δὲν συμφώνησε νὰ ἐνταχθεῖ στὴν
αὐτοκέφαλη αὐτὴ ἐκκλησία. Ἀλλὰ τὸ Κεντρικὸ Συμβούλιο δὲν δίστασε ἀπ’
αὐτὸ καὶ κήρυξε τὴν ἐπισκοπὴ ἀποσχισμένη ἀπὸ τὴν οὐκρανικὴ ἐκκλησία.

Στὶς 14 Ὀκτωβρίου 1921, ὅταν τὸ Κίεβο βρέθηκε καὶ πάλι στὰ χέρια τῶν
μπολσεβίκων, στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Σόφιας πραγματοποιήθηκε
ἡ «Πρώτη Πανουκρανικὴ Ὀρθόδοξη Σύνοδο», ὅπου ἀπὸ τοὺς 472

28
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

ἀντιπροσώπους μόνο 81 ἦταν ἱερεῖς ἤ διάκονοι, πολλοὶ μάλιστα


καθηρημένοι, καὶ δὲν ὑπήρχε οὔτε ἕνας ἀρχιερέας. Ἐλλείψει τῆς εὐκαιρίας
νὰ λάβουν χειροτονία ἀπὸ κανονικὸ ἐπίσκοπο, οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς
αὐτοκέφαλης ἀποφάσισαν νὰ «χειροτονήσουν» οἱ ἴδιοι τοὺς «ἐπισκόπους»
τους. Σὲ ἐπιστολή του ὁ Πατριάρχης Ποιμένας 1972 στὸν Πατριάρχη
Κωνσταντινούπολης στὶς 16ης Μαρτίου ἀναφέρει: «Αὐτὴ ἡ ψευδοσύνοδο
κήρυξε τὸ σχηματισμὸ τῆς "Οὐκρανικῆς Αὐτόνομης Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας". Ὁ ἐπικεφαλῆς τῶν αὐτονομιστῶν, ὁ τότε ἀποκηρυγμένος
ἱερέας, Βασίλειος Λιπκόφσκι, ἐξελέγει ἀπὸ τὰ μέλη τῆς "Συνόδου" ὡς
ἐπίσκοπος τῆς νέας "Εκκλησίας". Ἡ "ἱεραρχική" χειροτονία τοῦ Βασιλείου
Λιπκόφσκι ἔγινε ἀντίθετη πρὸς ὅλους τοὺς ἱεροὺς κανόνες. Ἡ ἴδια ἡ
"χειροτονία" ἐκτελοῦνταν ἀπὸ τοὺς ἀποκηρυγμένους πρεσβυτέρους καὶ
λαϊκούς, μὲ τὴν τοποθέτηση πάνω στὸ Λιπκόφσκι λειψάνων (χεριοῦ) τοῦ
ἱερομάρτυρα Μακαρίου, μητροπολίτη Κιέβου. Αὐτὴ ἡ βλάσφημη πράξη
ἐπαναλήφθηκε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπακόλουθης "χειροτονίας"
"ἐπίσκοπου" καὶ πάλι ἀποκηρυγμένου ἱερέα Νέστορα Σαραγιέφσκι. Ἡ
φύση αὐτῶν τῶν "χειροτονιῶν" ἔδωσε βάσιμους λόγους γιὰ τὴν ἐξάπλωση
ἀνάμεσα στὸν πιστὸ λαὸ ὀνομασίας τῶν νέων σχισματικῶν "samosvyati"
("αὐτοάγιοι")».

Στὰ πρώτα χρόνια τῆς UAOC (Οὐκρανικῆς αὐτοκέφαλης Ὀρθόδοξης


Ἐκκλησίας) οἱ σοβιετικὲς ἀρχὲς τὴν χρησιμοποίησαν γιὰ τὴν
καταπολέμηση τῆς κανονικῆς ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας καὶ προωθοῦσαν τὴν
περαιτέρω ἐπέκτασή τῆς. Μέσα σὲ λίγα χρόνια ἡ «ἐπισκοπή» τῆς UAOC
αὐξήθηκε σὲ 34 ἄτομα, ὁ κλήρος αὐξήθηκε σὲ 1.500, ὁ ἀριθμός τῶν
ἐνοριῶν αὐξήθηκε στοὺς 1.100. Τελικὰ τὸ 1925, ὅταν ἡ σοβιετικὴ
κυβέρνηση εἶχε ἤδη ἐδραιωθεῖ σταθερὰ καὶ δὲν χρειάζονταν πλέον
σύμμαχους ἐναντίων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ μπολσεβίκοι ἀπέρριψαν τὴν
UAOC ὡς ἄχρηστη. Ἄρχισαν καταστροφές, συλλήψεις, ἀπελάσεις καὶ
κλεισίματα ἐνοριῶν. Καὶ στὶς 28-29 Ἰανουαρίου 1930 ἡ Κεντρικὴ Πολιτικὴ
Διεύθυνση (GPU) διέταξε τὴν UAOC νὰ συγκαλέσει ἔκτακτη
ἐκκλησιαστικὴ σύνοδο, στὴν ὁποία οἱ ἐκπρόσωποι κατήγγελλαν οἱ ἴδιοι
τὸν ἑαυτό τους ὡς «μιὰ προφανῆς ἀντισοβιετικὴ ἀντεπαναστατικὴ
ὀργάνωση» καὶ ἀποφάσισαν τὴν αὐτοδιάλυση τῆς UAOC. Ὡστόσο, μερικὰ
ἀπὸ τὰ ἀπομεινάρια αὐτῆς τῆς θρησκευτικῆς δομῆς διατηρήθηκαν στὴ

29
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

μετανάστευση, ἀπὸ ὅπου ἀναζωπυρώθηκαν πάλι κατὰ τὴ διάρκεια τῆς


ναζιστικῆς κατοχῆς τῆς Οὐκρανίας, καὶ μετὰ πάλι στὴ δεκαετία τοῦ '80,
γιὰ νὰ φθάσουμε στὶς ἡμέρες μας στὴν ἔνταξή τους στὴν κανονικὴ
Ἐκκλησία μὲ ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη στὶς 11 Ὀκτωβρίου
τοῦ 2018, δύο περίπου μήνες πρὶν χορηγήσει στὴν τοπικὴ Ἐκκλησία τους
καὶ τὸ αὐτοκέφαλο καθεστῶς. Ὅτι δὲν κατάφεραν γύρω στὸ 1920 μόνοι
τους, λόγω τῶν τότε δυσχερῶν συνθηκῶν ποὺ δὲν τὸ ἐπέτρεψαν, τὸ
πέτυχαν σχεδὸν 100 χρόνια ἀργότερα μαζὶ μὲ τὴν ἄλλη σχισματικὴ
παράταξη τοῦ «Πατριαρχείου Κιέβου»27.

5) Ἡ αὐτοκεφαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Πολωνίας. Μετὰ ἀπὸ


ἐνέργειες τοῦ ἐπίσκοπου καὶ μετέπειτα μητροπολίτη Βαρσοβίας
Διονύσιου, κάτω ἀπὸ τὶς νέες συνθήκες λόγω τῶν γεωπολιτικῶν
ἐξελίξεων τῆς ἐποχῆς, ἡ πολιτικὴ ἡγεσία τῆς Πολωνίας αἰτήθηκε
ἐπισήμως στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τὴν ἀνακήρυξη τῆς
αὐτοκεφαλίας τῶν ὀρθόδοξων κοινοτήτων τῆς Πολωνίας καὶ αὐτὸ
ἀνταποκρίθηκε καὶ τὸ 1924 χορήγησε τὸν Πατριαρχικόν καὶ Συνοδικόν
Τόμον τῆς ἀνακηρύξεως τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς
Πολωνίας. Ὁ Τόμος, γράφοντας γιὰ τὴν κανονικὴ δικαιοδοσία στὴν
Πολωνία, ἀναφερόταν καὶ στὴν Μητρόπολη Κιέβου: «γέγραπται γάρ ὅτι ἡ
ὑπὸ τοῦ καθ’ ἡμᾶς θρόνου ἀρχική ἀπόσπαση τῆς Μητροπόλεως Κιέβου
καὶ τῶν ἐξ αὐτῆς ἐξαρτωμένων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Λιθουανίας καὶ
Πολωνίας καὶ ἡ προσάρτηση αὐτῶν τῇ ἁγίᾳ Ἐκκλησίᾳ Μόσχας οὐδαμῶς
συνετελέσθη συμφώνως ταῖς νενομισμέναις κανονικαῖς διατάξεσιν, οὐδ’
ἐτηρήθησαν τὰ συνομολογηθέντα περὶ πλήρους ἐκκλησιαστικῆς
αὐτοτελείας τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου, φέροντος τόν τίτλον τοῦ Ἐξάρχου
τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου…». Εὐθέως λοιπὸν ἔγραφε ὅτι ἡ Μητρόπολη
Κιέβου κανονικὰ δὲν ἀνήκει στὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Μόσχας, ἡ ὁποία δὲν τήρησε τὰ συμφωνηθέντα καὶ παραβίασε τὶς
κανονικὲς διατάξεις, δηλαδὴ κινοῦνταν ἔξω ἀπὸ τὰ κανονικὰ ὅρια ποὺ
ἔχει θέσει ἡ Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’
(1686). Βέβαια, ἄν αὐτὸ δὲν ἴσχυε, δηλαδὴ ἄν ἡ Πολωνία ἀποτελοῦσε
κανονικὸ ἔδαφος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο
θὰ βρισκόταν σὲ δυσχερὴ θέση γιὰ τὴν ἀνακηρύξη τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς

30
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Πολωνίας, ἐφόσον ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας δὲν


συναινοῦσε. Ὡστόσο, θὰ πρέπει νὰ σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι, ὅπως
ἀναλύσαμε στὴν σχετικὴ παράγραφο παραπάνω, βάση τῆς κατὰ γράμμα
ἐρμηνείας τοῦ κειμένου τῆς Συνοδικὴς Πράξης τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ (1686), ἀσχέτως ὑπὸ ποιὲς πραγματικὲς
προθέσεις τὸ συνέταξε ὁ τότε Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ ἡ συν αὐτῶ
σύνοδος, κάτι τέτοιο ποὺ δηλώνεται στὸν Τόμο αὐτοκεφαλίας τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Πολωνίας δὲν συνάγεται ἀπὸ τὴν Πράξη τοῦ 1686 (βλ.
παραπάνω Μέρος 1.1.3).

Τελικά, αὐτὸ τὸν Τόμο δὲν τὸν ἀναγνώρισε ποτὲ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας,
ἀλλὰ ὡστόσο τὸ 1948 συναίνεσε στὴν ἀνακηρύξη τῆς αὐτοκεφαλίας αὐτῆς
τῆς Ἐκκλησίας, χορηγῶντας ὅμως τὸν Τόμο, μὲ τήν ὑποστήριξη καὶ
παρακίνηση τῆς σοβιετικῆς κυβερνήσεως, ἡ ἴδια! Ὁ Πατριάρχης Μόσχας
Ἀλέξιος ἐπέβαλε βιαίως στὸν μητροπολίτη Βαρσοβίας Διονύσιο νὰ
παραιτηθεῖ καὶ νὰ δηλώσει ἐγγράφως ὡς «προσωρινή» τὴν ἀνακήρυξη τῆς
αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Πολωνίας τὸ 1924, ἐνῶ ἀνέθεσε τὴν
Μητρόπολη Βαρσοβίας στὸν ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Μπελοστόκ Τιμόθεο γιὰ
νὰ ὑποβάλει νέο αἴτημα γιὰ τὴν ἀπόδοση τοῦ «κανονικοῦ αὐτοκεφάλου»,
μὲ τὴν εὐλογία τῆς «Μητρὸς Ἐκκλησίας» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς
Ρωσίας. Καὶ ἔτσι τὸ 1948 «ξανανακηρύχθηκε» ἡ αὐτοκεφαλία τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Πολωνίας2.

6) Τὰ νέα αὐτοκέφαλα καθεστῶτα τοῦ 20ου αἰώνα. Κατὰ τήν κρίσιμη


δεκαετὴ περίοδο μέχρι τόν θάνατο τοῦ Στάλιν (1943-53), προκειμένου
ἐνισχυθεῖ τὸ κῦρος τοῦ Πατριάρχη Μόσχας στίς διορθόδοξες σχέσεις, ὁ
πατριάρχης Μόσχας μὲ τήν ὑποστήριξη τῆς σοβιετικῆς κυβερνήσεως
διέπραξε μονομερῶς καὶ ἄλλες πολλὲς ἀντικανονικὲς πράξεις, ὅπως: ἀ)
τὴν κατάργηση τῆς αὐτονομίας τῶν Ἐκκλησιῶν Ἐσθονίας καὶ Λεττονίας,
β) τὴν προσάρτηση στὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας ὡς αὐτόνομων Ἐκκλησιῶν
τόσο τῆς αὐτοανακηρυχθείσας αὐτοκεφάλου Ἑκκλησίας τῆς Οὐκρανίας
τὸ 1919, ὅσο καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Λευκορωσίας, γ) τὴν ἀκύρωση τῆς
παραχωρηθεῖσας ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο αὐτονομίας τῆς
Ἐκκλησίας στὴν Τσεχοσλοβακία τὸ 1923 καὶ τὴν ἀνακήρυξη τῆς

31
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

αὐτοκεφαλίας αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας τὸ 1951, δ) τὴν ἀπόδοση τῆς


πατριαρχικῆς τιμῆς στὴν αὐτόνομη Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας καὶ τὴν
ἔνταξή της στὴν ἕκτη θέση τῆς τάξεως προκαθεδρίας τῶν πατριαρχικῶν
θρόνων, ε) τὴν ἀναγνώριση τῆς αὐθαίρετης καὶ ἀντικανονικῆς
αὐτοανακηρύξεως τῆς Ἐκκλησίας Βουλγαρίας σὲ Πατριαρχεῖο τὸ 1953 κ.ἄ.
Τελικά, οἱ ἀντικανονικὲς αὐτὲς πράξεις ἀκυρώθηκαν ἀδιαμαρτυρήτως ἐκ
τῶν πραγμάτων (de facto) καὶ ὁμοφώνως στὴν Α’ Πανορθόδοξο Διάσκεψη
τὸ 1961 στὴν Ρόδο2.

Βέβαια στὴν ὅλη αὐτὴ συμπεριφορὰ τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας εἶχε


προηγηθεῖ ἡ νέα τακτικὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μετὰ τὶς
κοσμογονικὲς πολιτικὲς ἐξελίξεις στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου καὶ συγκεκριμένα
μετὰ τὸν Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο καὶ τὴν ἐκρίζωση τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου
ἀπὸ τὶς πατρογονικές τους ἑστίες. Οἱ κινήσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου ὡς πρὸς τὶς ὑπαγόμενες στὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας
αὐτόνομες Ἐκκλησίες ἐντὸς τῶν ὁρίων τῶν νεοσύστατων στὰ σύνορα τῆς
πρώην Ρωσικῆς αὐτοκρατορίας κρατῶν, ποὺ συνέβαιναν ἄνευ γνώσεως
καὶ συγκαταθέσεως αὐτοῦ, δηλαδὴ τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, σὲ μιὰ
περίοδο ποὺ ἡ Ρωσική Ἐκκλησία ὑφίστατο τὶς ἄνευ προηγουμένου
ἀπηνεῖς διώξεις ἀπὸ τοὺς ἀθέους, θεωροῦνταν ἀπὸ αὐτὸ ἀντικανονικὲς
καὶ ἀποτελοῦσαν γιὰ αὐτὸ ἄνευ προηγουμένου πρόκληση καὶ σφοδρὸ
πειρασμό. Ὁ Μητροπολίτης Σαγκάης καὶ Σὰν Φρανσίσκο ἅγιος Ἰωάννης
Μαξίμοβιτς γράφει χαρακτηριστικὰ στὴν Δεύτερη Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς
Ἐκκλησίας ἐκτὸς Ρωσίας (ROCOR) στὴν πρώην Γιουγκοσλαβία τὸ 193828:

«Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἐπιθύμησε νὰ ἀναπληρώσει τὶς ἐπισκοπὲς


ποὺ ἔχασε ἀπὸ τὴ δικαιοδοσία του, καθὼς καὶ τὴν ἀπώλεια τῆς πολιτικῆς
του ἰσχύος ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς Τουρκίας, ὑπάγοντας στὸν ἑαυτό του
ἐδάφη στὰ ὁποία ἔως τότε δὲν ὑπήρχε ὀρθόδοξη ἱεραρχία, καὶ ὀμοίως τὶς
ἐκκλησίες κρατῶν, ποὺ ἡ κυβέρνησή τους δὲν εἶναι ὀρθόδοξη.
Έτσι, στὶς 5 Ἀπριλίου τοῦ 1922, ὁ Πατριάρχης Μελέτιος διόρισε ἕναν
ἔξαρχο Δυτικῆς καὶ Κεντρικῆς Εὐρώπης μὲ τὸν τίτλο τοῦ Μητροπολίτη
Θυάτειρας μὲ ἔδρα στὸ Λονδίνο,

32
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

στὶς 4 Μαρτίου τοῦ 1923, ὁ ἴδιος Πατριάρχης χειροτόνησε τὸν Τσέχο


ἀρχιμανδρίτη Σαμπάτιο, ἀρχιεπίσκοπο Πράγας καὶ Πάσης
Τσεχοσλοβακίας,
στὶς 15 Ἀπριλίου τοῦ 1924, ἱδρύθηκε ἡ Μητροπολιτεία Οὐγγαρίας καὶ
Πάσης Κεντρικής Εὐρώπης μὲ ἐπισκοπική ἔδρα στὴ Βουδαπέστη, παρόλο
ποὺ ἐκεῖ ἤδη ὑπήρχε Σέρβος ἐπίσκοπος.
Στὴν Ἀμερικὴ δημιουργήθηκε μιὰ ἀρχιεπισκοπὴ ὑπαγόμενη στὸν
Οἰκουμενικὸ Θρόνο,
καὶ στη συνέχεια τὸ 1924 ἱδρύθηκε μία ἐπισκοπὴ στὴν Αὐστραλία μὲ
ἐπισκοπικὴ ἔδρα στὸ Σύδνευ.
Τὸ 1938 ἡ Ἰνδία ὑπάχθηκε στὸν ἀρχιεπίσκοπο Αὐστραλίας.
Παράλληλα, προχώρησε ἡ ὑπαγωγὴ ξεχωριστῶν τμημάτων τῆς Ρωσικῆς
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ποὺ εἶχαν ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν Ρωσία.
Έτσι, στὶς 9 Ἰουνίου τοῦ 1923, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης δέχτηκε στὴν
δικαιοδοσία του τὴν ἐπισκοπὴ Φινλανδίας ὡς μιὰ αὐτόνομη Φινλανδικὴ
ἐκκλησία,
στὶς 23 Αὐγούστου τοῦ 1923, ἡ ἐσθονικὴ Ἐκκλησία ὑπάχθηκε μὲ τὸν ἴδιο
τρόπο στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο (σημείωσή μας: τὸ 1978 ὁ Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως Δημήτριος κήρυξε λήξη τῆς ἰσχύος τοῦ Τόμου 1923
σχετικὰ μὲ τὴν ὑπαγωγή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἐσθονίας στὴ
δικαιοδοσία Κωνσταντινουπόλεως, ὡστόσο κάτω ἀπὸ τὶς ριζικὲς
γεωπολιτικὲς μεταβολὲς τὴν δεκαετία τοῦ 1990, τὸ 1996 τὸ Πατριαρχεῖο
Κωνσταντινουπόλεως ἐπέκτεινε τὴν δικαιοδοσία του καὶ πάλι ἐπὶ τῆς
Ἐσθονίας, ὁπότε τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας εἶχε διακόψει καὶ τότε μὲ αὐτό
τὴν εὐχαριστιακὴ κοινωνία του γιὰ ἕνα προσωρινὸ διάστημα),
στὶς 13 Νοεμβρίου τοῦ 1924, ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ζ’ ἀναγνώρισε
τὴν αὐτοκεφαλία τῆς Πολωνικῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (ποὺ μάλλον ἔμοιαζε σὰν αὐτόνομο
καθεστῶς).
Τὸν Μάρτιο τοῦ 1936, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης δέχθηκε τὴν
Λετονία στὴ δικαιοδοσία του.
Ὁ Πατριάρχης Φώτιος, μὴ περιοριζόμενος στὴν ἀπόκτηση Ἐκκλησιῶν σὲ
περιοχὲς ποὺ εἶχαν βγει ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ρωσίας, δέχθηκε στὴν
δικαιοδοσία του τὸν Μητροπολίτη Εὑλόγιο στὴ Δυτικὴ Εὑρώπη μαζὶ μὲ τὶς
ἐνορίες ποὺ ὑπάγονταν σὲ αὐτόν,

33
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

καὶ στὶς 28 Φεβρουαρίου τοῦ 1937, ἕνας Ἀρχιεπίσκοπος τῆς δικαιοδοσίας


τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη στὴν Ἀμερική χειροτόνησε τὸν ἐπίσκοπο
Theodore-Bogdan Shpilko γιὰ μιὰ οὐκρανικὴ Ἐκκλησία στη Βόρεια
Ἀμερική.
Ἔτσι, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἔγινε πραγματικὰ «οἰκουμενικός»
(δηλαδὴ παγκόσμιος) στὸ εὔρος τῆς ἐπικράτειας ποὺ θεωρητικὰ ὑπόκειται
σὲ αὐτόν. Ὁλόκληρη σχεδόν ἡ ὑδρόγειος σφαίρα, ἐκτός ἀπὸ τὶς μικρὲς
περιοχὲς τῶν τριῶν Πατριαρχείων καὶ τοῦ ἐδάφους τῆς Σοβιετικῆς
Ρωσίας, σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψη τῶν ἠγετῶν τοῦ Πατριαρχείου
εἰσέρχεται στὴν συγκρότηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Αυξάνοντας δίχως ὅρια τὶς ἐπιθυμίες τους νὰ ὑποτάξουν τμήματα τῆς
Ρωσίας, οἱ Πατριάρχες τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἄρχισαν νὰ κάνουν καὶ
δηλώσεις γιὰ τὴν μὴ κανονικότητα τῆς προσάρτησης τοῦ Κιέβου στὸ
Πατριαρχεῖο Μόσχας καὶ νὰ δηλώνουν ὅτι ἡ παλαιὰ νότια Ρωσικὴ
Μητρόπολη τοῦ Κιέβου θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπόκειται στὸν Θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως. Μια τέτοια ἄποψη δὲν ἐκφράζεται μόνο μὲ
σαφήνεια στὸν Τόμο τῆς 13ης Νοεμβρίου τοῦ 1924, σὲ σχέση μὲ τὸν
διαχωρισμὸ τῆς Πολωνικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἐπίσης προωθεῖται διεξοδικὰ
καὶ ἀπὸ τοὺς Πατριάρχες. Ἔτσι, ὁ ἐφημέριος τοῦ Μητροπολίτη Εὐλόγιου
στὸ Παρίσι, ὁ ὁποῖος χειροτονήθηκε μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχη, ἀνέλαβε τὸν τίτλο Χερσονήσου (Chersonese), δηλαδὴ σὰν νὰ
θεωροῦσαν ὅτι ἡ Χερσόνησος, ἡ ὁποία βρίσκεται τώρα στὸ ἔδαφος τῆς
Ρωσίας, ὑπόκειται στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη.
Τὸ ἐπόμενο λογικὸ βήμα γιὰ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο θα εἶναι νὰ
διακηρύξει ὅτι ὀλόκληρη ἡ Ρωσία ὑπάγεται στὴν δικαιοδοσία τῆς
Κωνσταντινουπόλεως.
Ωστόσο, ἡ πραγματική πνευματική δύναμη, ἀκόμη καὶ τὰ πραγματικὰ
ὅρια ἐξουσίας δὲν ἀντιστοιχοῦν καθόλου σὲ αὐτὴν τὴν αὐτοεξάπλωση τῆς
Κωνσταντινούπολης. Και δὲν ἀναφέρω τὸ γεγονὸς ὅτι σχεδὸν παντοὺ ἡ
ἐξουσία τοῦ Πατριάρχη εἶναι ἐντελῶς εἰκονικὴ καὶ συνίσταται κυρίως
στὴν τιτλοποίηση ἐπισκόπων ποὺ ἔχουν ἐκλεγεῖ σε διάφορα μέρη, ἤ στὴν
ἀποστολή τέτοιων ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἐνῶ πολλὰ ἐδάφη τὰ
ὁποία ἡ Κωνσταντινούπολη θεωρεὶ ὅτι ὑπάγονται στὴν δικαιοδοσία τῆς
δὲν ἔχουν κὰν ποίμνιο».

34
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ κλίμα ποὺ ὑπήρχε ἐξ’ ὅλων αὐτῶν τῶν ἐξελίξεων μεταξὺ
ἐπεκτεινόμενου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ἀντιδρῶντος
Πατριαρχείου Μόσχας, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης θέλησε νὰ δώσει τὶς
ἀναγκαίες διακριτικὲς ἐξηγήσεις στὴν ἐπιστολή του πρός τόν Πατριάρχη
Μόσχας, ποὺ τοῦ ἔστειλε μετὰ τὶς αὐθαίρετες ἐκκλησιαστικὲς πράξεις τοῦ
δεύτερου, ὅπου ἔγραφε ἀναφερόμενος στὴν στάση τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου γιὰ τὴν «ἐν τῇ ἀπὸ τῶν ἱ. κανόνων καὶ τῆς μακραίωνος
πράξεως τῆς Ἐκκλησίας ἀπορρεούσῃ ἐν τῷ συστήματι τῶν Ὀρθοδόξων
αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν θέσει καὶ εὐθύνῃ ἅμα αὐτοῦ, τοῦ συντρέχειν
καὶ συναντιλαμβάνεσθαι ταῖς ἐμπεριστάτοις περιοχαῖς»2.

7) Ἡ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ Δεκεμβρίου 2009.


Ἔχοντας ὑπόψιν ὅλα τὰ παραπάνω γιὰ τὶς αὐτοκεφαλίες τῶν νεώτερων
χρόνων καὶ τὸ κλίμα ποὺ ἐπικρατοῦσε μεταξὺ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου καὶ Πατριαρχείου Μόσχας μποροῦμε νὰ καταλάβουμε πιὸ
ἀβίαστα καὶ οὐσιαστικά, πῶς ὁδηγήθηκαν τὰ πράγματα στὴν διαφωνία
ποὺ προέκυψε στὴν Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ ποὺ
συνῆλθε στὸ Πατριαρχικὸ Κέντρο στὸ Σαμπεζύ τῆς Γενεύης ἀπὸ 9ης ἕως
17ης Δεκεμβρίου 2009, μὲ σκοπὸ νὰ μελετήσει καὶ συζητήσει τὰ θέματα «Τὸ
αὐτοκέφαλον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως
αὐτοῦ» καὶ «τὰ Δίπτυχα», ποὺ ἐπρόκειτο νὰ συζητηθοῦν στὴν μέλλουσα
νὰ διεξαχθεῖ Πανορθόδοξο Σύνοδο. Ἡ κατάληξη τῆς διαφωνίας ἦταν νὰ
μὴν φθάσουν τὰ θέματα αὐτὰ γιὰ νὰ ἐπικυρωθοῦν στὴν Σύνοδο ποὺ
πραγματώθει τελικὰ στὴν Κρήτη τὸ 2016 καὶ ἔτσι αὐτὰ τὰ σοβαρὰ
ἐκκλησιολογικὰ ζητήματα ποὺ ἀφοροῦν τὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας καὶ εἶναι ἀναγκαία μιὰ κανονικὴ πανορθόδοξη ἀπόφαση περὶ
αὐτῶν, παρέμειναν στὸν «ἀέρα» καὶ σὲ κατ’ οἰκονομία λύσεις «ἄχρι
καιροῦ», εἰς βάρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καὶ ἑνότητας.

Στὴν Ἐπιτροπὴ αὐτὴ συμμετεῖχε ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος


ὡς σύμβουλος ὁ ἀείμνηστος πρωτ. Στέφανος Ἀβραμίδης, Γραμματεῦς τῆς
Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Διορθοδόξων καὶ Διαχριστιανικῶν Σχέσεων τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐνῶ μέλος ἦταν ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης
Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης Μελέτιος. Ἡ παράγραφος 3γ' εἶχε

35
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

παραπεμφθεῖ ἀπὸ τὴν Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Διάσκεψη τοῦ


1993 νὰ συζητηθεῖ σὲ μιὰ ἑπόμενη Προπαρασκευαστικὴ Διάσκεψη. Ὁ
σεβασμιώτατος Πρόεδρος Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης,
ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, «ἀνέπτυξε τὴν θέσιν τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅτι δηλαδή ἐφ’ ὅσον ὁ Οἰκουμενικὸς
Πατριάρχης ἐξασφαλίζει τὴν συναίνεσιν τῶν κατὰ Τόπους αὐτοκεφάλων
Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, διὰ τῆς λήψεως ἐγγράφου συναινέσεώς τους,
δύναται νὰ ὑπογράψῃ μόνος του τόν Πατριαρχικόν Τόμον». Δηλαδή, ὁ
Τόμος τῆς αὐτοκεφαλίας θὰ ὑπογραφόταν ἀπὸ τόν Οἰκουμενικὸ
Πατριάρχη, ἀφοῦ θὰ προηγοῦταν ἡ συναίνεση ὅλων τῶν αὐτοκεφάλων
Ἐκκλησιῶν. Στὴν συνέχεια συζήτηση ἀκολούθησε μεταξὺ τῶν
ἐκπροσώπων ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ ἀμέσως ἐτέθει
δεύτερη πρόταση, ἀντίθετη ἀπὸ τὴν πρόταση τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου, ἀπὸ τὸν σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Βολοκολάμσκ
Ἰλαρίων τῆς Ἐκκλησίας Ρωσίας ὅτι ὅλοι οἱ Προκαθήμενοι πρέπει νὰ
ὑπογράφουν τὸν Τόμον τοῦ αὐτοκεφάλου ἤ τοὐλάχιστον καὶ ἡ Ἐκκλησία-
Μήτηρ. Ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος ἀνεφέρθει
«εἰς τὴν παγερὰν ἀτμόσφαιραν ποὺ ἐπεκράτει εἰς τὴν αἴθουσαν τῶν
συνεδριάσεων» καὶ πρόσθεσε κατὰ τήν φράσιν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου στὸν στ’ ἱερὸ κανόνα «ὅτι τήν ὁμοφωνίαν δὲν μποροῦν νὰ
διασαλεύσουν "ὡρισμένοι φιλονεικοῦντες"», παραθέτοντας
παραδείγματα ὅτι «αἱ οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι ἐκήρυττον ὅτι τὰ πάντα
ἀπεφασίζοντο ὁμοφώνως, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ποτὲ δὲν ὑπῆρξεν
ἀπόλυτος ὁμοφωνία‧ καὶ πάντοτε ἐκράτει ἡ ψήφος τῶν πλειόνων».

Ὁ σεβ. Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ προσπαθῶντας νὰ ἐνισχύσει τὴν


θέση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὅτι τὸ αὐτοκέφαλον πρέπει νὰ χορηγεῑται
ἀπὸ τὸ πανορθόδοξο σώμα ὑπέμνησε ὅτι «τὸν Τόμον τοῦ αὐτοκεφάλου τὸ
Πατριαρχεῖον Μόσχας ἔλαβε κατόπιν ἀποφάσεως τῆς ἐνδημούσης ἐν
Κωνσταντιπόλει Συνόδου!». Τότε ὁ σύμβουλος τῆς Γραμματείας τῆς
Προπαρασκευαστικῆς ἐπιτροπῆς Καθηγητὴς κ. Βλ. Φειδὰς ἐξήγησε ὅτι
πρώτα ἔγινε ὑπὸ τοῦ Πατριάρχη Ἱερεμία Β΄ ἡ πατριαρχική τιμὴ καὶ ἀξία
στὸν Μητροπολίτη Μόσχας Ἱῶβ, κατὰ τὴν θεία Λειτουργία στὸν Ἱερὸ Ναὸ
τῆς Θεοτόκου, ὁ ὁποῖος ὀνομάσθηκε Πατριαρχεῖο, μὲ ἐπίδοση
Πατριαρχικοῦ Χρυσόβουλου ἤ Τόμου στὶς 26 Ἰανουαρίου 1589, δηλαδὴ

36
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

τότε ἀνακηρύχθηκε αὐτοκέφαλος ὁ Μητροπολίτης Μόσχας, καὶ στὴν


συνέχεια ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας μετὰ τήν ἐπιστροφή του στὴν
Κωνσταντινούπολη τὸ 1590 συνεκάλεσε ἐνδημοῦσα Σύνοδο, στὴν ὁποία
συμμετεῖχαν καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἰωακεῖμ Ε΄ καὶ ὁ Ἱεροσολύμων
Σωφρόνιος Δ΄, γιὰ τήν ἔκφραση τῆς συναινέσεώς τους στὴν ἀνακήρυξη
τῆς πατριαρχικῆς τιμῆς καὶ ἀξίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Καὶ ἐπειδή ὁ
θρόνος τῆς Ἀλεξανδρείας τότε τελοῦσε ἐν χηρείᾳ, συνεκλήθηκε μετὰ τρία
χρόνια (1593) μεγάλη ἐνδημοῦσα Σύνοδος γιὰ νὰ ἐκφρασθεῖ καὶ ἡ
συναίνεση καὶ τοῦ ἤδη ἐκλεγέντος καὶ χειροτονηθέντος Πατριάρχου
Ἀλεξανδρείας Μελετίου Α΄ (ὅλα αὐτὰ τὰ γράφει ὁ κ. Βλ. Φειδὰς καὶ στὸ
βιβλίο τοῦ «Ὁ θεσμός τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν», Ἀθήναι 2012,
σελ. 343 καὶ ἑξῆς). Στὴν ἄρνηση τοῦ σεβ. Μητροπολίτη Βολοκολάμσκ νὰ
ἀλλάξει στάση ὁ σεβ. Πρόεδρος ἀπάντησε: «Ἐδῶ, διαπιστώνεται, ὅτι
τίθεται θέμα ἐκκλησιολογικό. Αὐτὰ ποὺ λέγατε ἐνισχύουν τὰς ὑποψίας
μας, ὅτι ὑπάρχει προσπάθεια ὑποβαθμίσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχου. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἔχει συντονιστικὸν ἔργον καὶ
δύναται νὰ ἐκφράζῃ τὴν γνώμην ὅλης τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ τὸ κάνει ἀφοῦ
συνεννοηθῇ μὲ τοὺς ἄλλους Προκαθημένους. Αὐτὸ δὲν ἔχει καμμία σχέση
μὲ παπικὰ πρωτεῖα. Ὁ Πάπας ἐκφράζει τὴν γνώμην του, δὲν ἐρωτάει τοὺς
ἄλλους. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ζητεῖ νὰ ἐξασφαλίσῃ τήν γνώμην
τῶν ἄλλων καὶ αὐτὴν ἐκφράζει».

Τὴν ἐπόμενη ἡμέρα, ὁ σεβ. Πρόεδρος τόνισε ὅτι «τὸ θέμα τῆς ὑπογραφῆς
τοῦ Τόμου τοῦ αὐτοκεφάλου ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου εἶναι
βασικὸν ἐκκλησιολογικὸν θέμα ἐπὶ τοῦ ὁποίου δὲν δύναται νὰ γίνῃ
καμμία ὑποχώρησις ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου».
Ἐπακολούθησαν δύο προτάσεις. Ἡ πρώτη πρόταση ἦταν τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὅτι ὁ Τόμος αὐτοκεφαλίας ὑπογράφεται ἀπὸ
τόν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, ἀφοῦ προηγηθεῖ αἴτηση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία
ποὺ θέλει τὴν αὐτοκεφαλία, συγκατάθεση τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, στὴν
ὁποία ἀνῆκε προηγουμένως καὶ συναίνεση ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ
δεύτερη πρόταση ἦταν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ὅτι μὲ τὰ ὅσα
προηγοῦνται τῆς ἀνακήρυξης αὐτοκεφάλου, ὁ Τόμος ὑπογράφεται ἀπὸ
ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Μὲ τήν πρόταση τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου συμφώνησαν ἄλλες 5 Ἐκκλησίες (τὰ Πατριαρχεῖα

37
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων καὶ οἱ Ἐκκλησίες Ἑλλάδος καὶ


Ἀλβανίας) καὶ μὲ τήν πρόταση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας συμφώνησαν
ἄλλες 7 Ἐκκλησίες (τὰ Πατριαρχεῖα Σερβίας, Ρουμανίας, καθώς καὶ οἱ
Ἐκκλησίαι Βουλγαρίας, Γεωργίας, Τσεχίας καὶ Σλοβακίας, Πολωνίας καὶ
Κύπρου». Τότε ὁ σεβ. Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ πρότεινε μία
συμβιβαστικὴ λύσιν: ὁ τόμος νὰ ὑπογράφεται ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχου μὲ μεγαλύτερα γράμματα καὶ ἡ Ἐκκλησία-Μήτηρ νὰ
ὑπογράφει ὡς συναποφαινομένη ἤ συμμαρτυρούσα, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἡ
πρόταση αὐτὴ δὲν ἔγινε δεκτή, καὶ ἄλλοι ἐπίμεναν ὁ Πατριαρχικός Τόμος
νὰ ὑπογράφεται μόνο ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, καὶ ἄλλοι
ἐπέμεναν ὁ Τόμος νὰ ὑπογράφεται ἀπὸ ὅλους τούς Προκαθημένους τῶν
κατὰ Τόπους Ἐκκλησιῶν καὶ ὄχι μόνον ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου
καὶ τοῦ Προκαθημένου τῆς Ἐκκλησίας-Μητρός.

Ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος ἀναφέρθηκε τότε στὰ


προνόμια τοῦ Πάπα τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, καθὼς καὶ στὰ ἴσα προνόμια καὶ
πρεσβεία τοῦ Πατριάρχου τῆς Νέας Ρώμης καὶ ὑπενθύμισε στόν Τόμο τοῦ
αὐτοκεφάλου τῆς Μόσχας ρητῶς ἀναφέρεται ὅτι ὁ Πατριάρχης Μόσχας
ὀφείλει νὰ ἀναγνωρίζει τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην ὡς Πρῶτον,
ἐπομένως ὁ Μόσχας ἀθετεῖ βασικὸν ὅρο βάση τοῦ ὁποίου τοῦ χορηγήθηκε
τὸ Αὐτοκέφαλο καὶ ἡ Πατριαρχικὴ ἀξία. Καὶ πάλι ὅμως ἡ διαφωνία
συνεχίσθηκε, ὅπου ὁ σεβ. Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ ἐπέμενε ὅτι ὁ
Τόμος ὀφείλει νὰ ὑπογράφεται τουλάχιστον καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία -
Μητέρα. Καὶ ὅλα αὐτά, ἐνῶ προβλεπόταν κατὰ κοινὴ συμφωνία ὅλων νὰ
προηγεῖται ἡ αἴτηση τῆς Ἐκκλησίας ποὺ τὸ ἐπιζητεῖ, ἡ συγκατάθεση τῆς
Μητρός Ἐκκλησίας καὶ ἡ συναίνεση ὅλων τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν.
Ἦταν καθαρὰ μιὰ διαφωνία γιὰ τὰ προνόμια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου
(κυρίως 9ος καὶ 17ος ἱ. κ. Δ' Οἰκ. Συνόδου) καὶ ὄχι γιὰ τὴν ἴδια τὴν χορήγηση
τοῦ αὐτοκεφάλου, τοῦ ὁποίου ἐπὶ τῆς οὐσίας ἡ διαδικασία εἶχε ἤδη
ὁμοφώνως σαφῶς καθοριστεῖ. Τὴν ἑπομένη ἡμέρα κατετέθηκε ἡ πρόταση,
νὰ τροποποιηθεῖ ἡ παράγραφος 3γ΄ ποὺ ἔγραφε: «Εἶναι ἐπιθυμητόν νὰ
προσυπογράφεται (ὁ Τόμος ὑπὸ τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου) καὶ ὑπὸ τῶν
Προκαθημένων τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ὁπωσδήποτε ὅμως ὑπὸ τοῦ
Προκαθημένου τῆς Ἐκκλησίας-Μητρός» καὶ νὰ γράφει «μάλιστα δὲ ὑπὸ
τοῦ Προκαθημένου τῆς Ἐκκλησίας-Μητρός», ὥστε νὰ ἐκφράζεται τὸ

38
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

ἐπιθυμητὸ καὶ ὄχι τὸ ὑποχρεωτικὸ γιὰ νὰ ἐξασφαλίζεται τὸ ὑπάρχον


προνόμιον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη (Παρατήρησή μας: Θεωροῦμε ὅτι
ἀκόμα καὶ ἡ ὑποχρεωτικὴ ὑπογραφὴ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας μετὰ τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, δὲν τοῦ μείωνε ἀπαραίτητα τὸ προνόμιό του,
καθὼς ἡ Μητέρα Ἐκκλησία ποὺ θὰ ὑπέγραφε κάθε φορὰ δὲν θὰ εἶναι
πάντα μιὰ συγκεκριμένη Ἐκκλησία, ἀλλὰ μπορεῖ ἡ Μητέρα Ἐκκλησία νὰ
εἶναι ὁποιαδήποτε, ἀντίθετα μὲ τὸν Πρῶτο ποὺ ὑπογράφει πάντα, δηλαδὴ
τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Καὶ ἐπομένως ἀφοῦ ἡ δεύτερη
Ἐκκλησία ποὺ ὑπογράφει μπορεῖ κάθε φορὰ νὰ διαφέρει, δὲν μπορεῖ νὰ
ὑπάρχει διεκδίση τοῦ προνομίου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ὁ ὁποῖος
πάντα ὑπογράφει τὸν κάθε Τόμο, ἀπὸ κάποια ἄλλη συγκεκριμένη
Ἐκκλησία, καθὼς καμιὰ ἄλλη δὲν ὑπογράφει κάθε φορὰ τὸν κάθε νέο
Τόμο. Ἔτσι, ἀφοῦ καμιὰ ἄλλη δὲν μπορεῖ νὰ διεκδικήσει ἀνταγωνιστικῶς
τὸ προνόμιο καὶ σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση αὐτὸ παραμένει στὸν Πρῶτο,
πράγμα ποὺ δὲν θὰ ἴσχυε βέβαια στὴν τελευταία περίπτωση, ὅπου ὅλες οἱ
Ἐκκλησίες πάντα θὰ ὑπέγραφαν ὑποχρεωτικὰ τὸν κάθε νέο Τόμο, γιατὶ
τότε πράγματι τὸ ἐπίμαχο προνομίο τοῦ Πρώτου θὰ προσβαλλόταν ἀπὸ
τὸ σύνολο τῶν ὑπολοίπων Ἐκκλησιῶν ποὺ κάθε φορὰ θὰ ὑπέγραφαν ὅλες
μαζί του). Ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἐπέμεινε ὅτι
ἦταν ἀπαραίτητο ὁ Τόμος νὰ συνυπογράφεται τουλάχιστον ὑπὸ τῆς
Ἐκκλησίας-Μητρός, ἐνῶ οἱ Ἐκκλησίες Ρουμανίας καὶ Πολωνίας ἔκφρασαν
τὴν θέση ὅτι ἡ πρόταση, ὁ Τόμος νὰ ὑπογράφεται ἀπὸ ὅλους τοὺς
Προκαθημένους εἶναι ἀπόφαση ἀμετάκλητη γι᾿ αὐτές». Ἔτσι, ἀφοῦ
συνέχισαν οἱ διαφωνίες, τὸ θέμα παραπέμφθηκε στὴν ἐπόμενη
Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπή.

Ὡστόσο συζητήθηκε ἡ πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας ὅτι σὲ


περίπτωση ἀδικαιολόγητης ἀρνήσεως ἐκ μέρους μιὰς αὐτοκεφάλου
Ἐκκλησίας-Μητρός, νὰ παράσχει τήν συγκατάθεσή της νὰ ἀποκτήσει
αὐτοκέφαλον κάποιο τμῆμα τοπικῆς Ἐκκλησίας, τὸ θέμα αὐτὸ πρέπει νὰ
παραπέμπεται πρός ἐπίλυσή του εἰς μίαν ἐπὶ τοῦτο Πανορθόδοξον
Σύναξη Προκαθημένων ἤ ἐκπρόσωπών τους, ἐπαναλαμβάνοντας τὴν
θέση της ὅτι ὁ Τόμος θὰ πρέπει νὰ ὑπογράφεται ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸν
Πατριάρχην καὶ ὅλους τοὺς Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων
αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Γιὰ νὰ γίνει ἀποδεκτὴ αὐτὴ ἡ πρόταση θὰ

39
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

ἔπρεπε νὰ ὑπάρξει προσθήκη στὴν παράγραφο 3α΄ τοῦ κειμένου, ποὺ εἶχε
ἤδη ἐγκριθεῖ ἀπὸ τὴν Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ 1993, τὸ ὁποῖο
ὅμως κανονικὰ δὲν προβλεπόταν νὰ γίνη στὴν Προπαρασκευαστικὴ αὐτὴ
Ἐπιτροπή, ἡ ὁποία εἶχε ἁρμοδιότητα νὰ συζητήσει μόνον τὴν παράγραφο
3γ, ὡστόσο θὰ μποροῦσε τελικὰ νὰ συζητηθεῖ ἄν συμφωνοῦσαν οἱ
παρόντες ἐκπρόσωποι τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ ψηφοφορία ποὺ ἐπρόκειτο νὰ
ἀκολουθήσει λόγω τῶν διαφωνιῶν ποὺ ἐκφράζονταν, κυρίως ἀπὸ τὴν
πλευρὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας καὶ τῆς Τσεχίας, τελικὰ δὲν ἔγινε, γιατὶ
ἡ πρώτη προέβαλε βέτο. Γιὰ τὴν στάση τους αὐτὴ ὁ μακαριστὸς
Μητροπολίτης Νικοπόλεως εἶχε δηλώσει: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν
εἶναι δεκατέσσερα σώματα, ἀλλ’ ἕν σῶμα. Ἐδῶ οἱ συνομιλίαι μας
ὁμοιάζουν μὲ ἐκεῖνες τοῦ Χριστόφια μὲ τὸν Ταλάτ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία
καὶ ὑπάρχει διὰ τήν σωτηρίαν τοῦ κόσμου. Ὁ Χριστός μᾶς λέγει, ὅτι ὁ
Καλός Ποιμήν, ὅταν πλανηθῇ καὶ φεύγῃ ἕνα πρόβατον ἀπὸ τὰ ἑκατόν,
ἀφίνει τὰ ἐννενῆντα ἐννέα καὶ βγαίνει στὰ βουνὰ πρός ἀναζήτησιν τοῦ
πλανηθέντος. Εἴμεθα ποιμένες - ἐκτός ἄν εἴμεθα μισθωτοί! Καὶ ἔχομεν
καθῆκον νὰ φροντίζωμεν τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ. Διαμαρτύρομαι γιὰ
αὐτὸ ποὺ ἐλέχθη, δηλαδή "ἄν θέλουν ἄς φύγουν" (ἀπὸ τὸν ἐκπρόσωπο
Τσεχίας)! Τὰ πρόβατα εἶναι τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός σταυρώθηκε γιὰ μᾶς.
Καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ σταυρώσωμεν τίς δικὲς μας ἐπιθυμίες. Ὅταν μιὰ
Ἐκκλησία τελεῖ σαράντα χρόνια σὲ σχίσμα, ἔχομεν χρέος νὰ παρέμβωμεν
καὶ ὄχι νὰ ἀκολουθοῦμεν τὴν "κατὰ φιλονεικίαν" γνώμην τοῦ ἑνός. Ἡ
Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι Ο.Η.Ε. Δὲν ἔχουν οἱ Ἐκκλησίες βέτο. Ἡ Ἐκκλησία
καλεῖ σύνοδον καὶ αὐτὴ ἐπιβάλλει λύσιν διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν λογικῶν
προβάτων. Ἀκόμη καὶ ἐπιτίμια. Τὸ θέμα εἶναι πνευματικόν, ὄχι
νομικίστικον! Εἴμαστε ἀδελφοί! Καὶ δὲν κάνει νὰ συμπεριφερόμεθα σὰν
ἐχθροί».

Στήν Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὸ


Φανάρι τὸ 2014 ἀποφασίστηκε τὰ δύο θέματα «Τὸ αὐτοκέφαλον ἐν τῇ
Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ» καὶ «Τὰ
Δίπτυχα», ποὺ ἔχουν συζητηθεῖ σὲ προπαρασκευαστικὸ στάδιο
προετοιμαζόμενα γιὰ τὴν μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Πανορθόδοξο Σύνοδο
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, νὰ συζητηθοῦν περαιτέρω ὑπὸ τῆς
Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς, καὶ ἐὰν ἐπιτευχθεῖ ὁμοφωνία καὶ ἐπὶ

40
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

τῶν δύο τούτων θεμάτων, αὐτὰ νὰ παραπεμφθοῦν στὴν Ε’ Προσυνοδικὴ


Πανορθόδοξο Διάσκεψη τοῦ 2015 καὶ δι’ αὐτῆς στὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην
Σύνοδον». Ὅμως δὲν ἐπετεύχθει ὁμοφωνία καὶ τὰ θέματα αὐτὰ τελικὰ δὲν
παραπέμφθηκαν στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης. Βέβαια καὶ στὴν Σύνοδο νὰ
ἔφθαναν τὰ δύο κείμενα, ἡ ὁποία ἔγινε μὲ τὴν παρουσία τῶν δέκα μόνο
ἀπὸ τοὺς δεκατέσσερις Προκαθημένων, ἀκόμα καὶ ἄν ἐπικυρώνονταν ἐκεῖ
αὐτούσια, χωρὶς τροποποιήσεις καθόλου, ὅπως ἦταν προσυμφωνημένα
πανορθόδοξα, καὶ πάλι λόγω τῶν ἀστοχιῶν τῆς Συνόδου σὲ ἄλλα θέματα,
καὶ μάλιστα δογματικά, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἀμφισβήτηση τοῦ κύρους τῆς
ὅλης αὐτῆς Συνόδου σύσσωμης, γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο δὲν σημαίνει ὅτι ἡ
τυχὸν ἐπικύρωσή τους θὰ μποροῦσε νὰ λάβει πανορθόδοξη ἰσχύ. Σὲ πόσα
πράγματι βασικὰ ζητήματα θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει προσφέρει στὴν
Ἐκκλησία καὶ νὰ τὴν βοηθοῦσε νὰ παραμείνει ἑνωμένη, αὐτὴ ἡ Σύνοδος
ἄν δογμάτιζε ὀρθά (τὰ παραπάνω ἱστορικὰ στοιχεῖα ἀπὸ σεβ. Μητρ.
Ναυπάκτου Ἱερόθεο29);

8) Τὸ «Συνέδριο τῶν ἀρχηγῶν καὶ ἀντιπροσώπων τῶν Ὀρθοδόξων


Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν» τοῦ 1948. Tὸν Ἰούλιο τοῦ 1948 συγκλήθηκε
στὴν Μόσχα τὸ συνέδριο μὲ τίτλο «Συνέδριο τῶν ἀρχηγῶν καὶ
ἀντιπροσώπων τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν», μὲ τὴν
εὐκαιρία τῶν 500 ἐτῶν ἀπὸ τὴν ἀνεξαρτητοποίηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ρωσίας ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ποὺ ἔγινε τὸ ἔτος 1448. Παρῶν
ἦταν οἱ σλαυόφωνες Ἐκκλησίες καὶ τὰ Πατριαρχεῖα Ἀντιοχείας καὶ
Ἀλεξανδρείας. Αὐτὸ ἔλαβε ἀντιοικουμενιστικὲς καὶ ἰδίως ἀντιπαπικὲς
ἀποφάσεις, ποὺ ἦταν ὅμως σύμφωνες μὲ τὶς πανσλαβιστικὲς ἐπιδιώξεις
τοῦ τότε σοβιετικοῦ καθεστῶτος καὶ λήφθηκαν μὲ τὴν ὑποστήριξή του.
Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο, τὸ συνέδριο ξεκίνησε νὰ πραγματοποιηθεῖ ὡς
«Οἰκουμενικὴ Σύνοδος» μὲ σκοπὸ νὰ προσδώσει στὸν Πατριάρχη τῆς
Μόσχας τὸν τίτλο τοῦ «Οἰκουμενικοῦ», δρῶντας ἀντιοικουμενιστικά,
ἀγνοῶντας τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ αὐτό. Κάτι
τέτοιο βέβαια μόνο ὡς ἕνα βαθμὸ θὰ μποροῦσε νὰ ἐξηγηθεῖ ὡς ὑποταγὴ
στὸν πανσλαβισμὸ τῶν σοβιετικῶν ἀρχῶν, ἐνῶ ἕνα ἀκόμα αἴτιο μιὰς
τέτοιας ἐπιδίωξης θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι καὶ ἡ ἀναβίωση ὑπολειμμάτων
τοῦ ὀράματος τῆς Τρίτης Ρώμης ἀπὸ πλευρᾶς ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν, τὸ

41
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

ὁποῖο καλλιέργησε στὰ τέλη τοῦ 15ου αἰῶνα ὁ μοναχὸς τοῦ Πσκώφ
Φιλόθεος, διδάσκοντάς το στὸν τότε Τσάρο Ἰβὰν τὸν Τρομερὸ καὶ
πείθοντάς τον ὅτι εἶναι ἕνας ἡγέτης ποὺ ἐπιλέχθηκε καὶ ἀπεστάλει ἀπὸ
τὸ Θεὸ (ὅπου βέβαια γιὰ νὰ ὑπάρξει ἡ Τρίτη Ρώμη, θὰ ἔπρεπε νὰ μὴν
ἔχουν πλέον ἰσχὺ καὶ κύρος καὶ νὰ μὴν ὑφίστανται ὡς οἰκουμενικὸ
κέντρο, οὔτε ἡ πρώτη, οὔτε καὶ ἡ δεύτερη, παρόλο ποὺ δὲν ὑπάρχουν οἱ
κατὰ τὸ ὅραμα πρώτη καὶ δεύτερη, ἀλλὰ μόνο οἱ κατὰ τοὺς ἱ.κανόνες
παλαιὰ καὶ νέα). Εἶναι δύσκολο νὰ θεωρηθεῖ στὴν δεδομένη χρονικὴ
στιγμή καὶ ὑπὸ τὶς συγκεκριμένες συνθήκες ὅτι πράγματι ὅτι οἱ
ἀποφασεις τοῦ συνεδρίου λήφθηκαν μὲ μιὰ εἰλικρινὴ πρόθεση συνειδητῆς
διατήρησης τῶν κανονικῶν ὁρίων τῆς πίστεως καὶ διαφύλαξης τῆς
ἀλήθειας τῆς Ὀρθοδοξίας, ἱδίως μετὰ τὶς γνωστὲς ἐπιδράσεις ποὺ εἶχε
ὑποστεῖ ἡ Ρωσικὴ Θεολογία ἀπὸ τὴν δυτικόφιλη, φιλοσοφίζουσα,
μεταπατερικὴ καὶ ἀντινομιστικὴ θεολογία ποὺ ἥταν διαποτισμένη ἀπὸ
τὸν ἐθνοφυλετισμὸ τοῦ διαφωτισμοῦ τῆς παρισινῆς ρωσικῆς διασποράς
(Ἀλεξέι Χομιακώφ, Σέργιος Μπουλγκάκωφ, Νικολάϊ Ἀφανάσιεφ καὶ
λοιποί). Καὶ αὐτὸ ἀποδείχθηκε τὸ 1961, ὅπως ἀναφέρουμε παρακάτω.
Μόνο να σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι ὡς ἀντίδραση σὲ αὐτὸ τὸ συνέδριο καὶ τοὺς
πολιτικοὺς σκοπούς του, μέσα σὲ τέσσερις μῆνες, παραιτήθηκε μετὰ ἀπὸ
πολιτικὲς παρεμβάσεις τῶν ἀντιρωσικῶν δυνάμεων στὸ Οἰκουμενικὸ
Πατριαρχεῖο ὁ Πατριάρχης Μάξιμος, καὶ στὴν θέση του ἐκλέχθηκε ὁ
Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς Ἀθηναγόρας ὡς Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως, πασίγνωστος γιὰ τὴν οἰκουμενιστική πολιτική του.
Ἔτσι, ὁ ἐξ΄ Ἀμερικῆς προερχόμενος ἀποτέλεσε τὸ ἀντίβαρο στὴν στάση
τοῦ ὑπὸ σοβιετικῶν ἐπιρροῶν Πατριαρχείου Μόσχας!

Κάποια χρόνια ἀργότερα, ἄλλαξαν οἱ πολιτικὲς συνθήκες, κυρίως λόγω


τοῦ θανάτου τοῦ Ἰωσήφ Στάλιν, καὶ τὸ 1961, μετὰ ἀπὸ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς
Συνόδου καὶ Τοπικῆς Κληρικολαϊκῆς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας,
αὐτὴ διαφοροποιήθηκε ἀπὸ τίς ἀποφάσεις της στὸ συνέδριο τῆς Μόσχας
τὸ 1948 καὶ ἐντάχθηκε στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν κατὰ τὴν Γ'
Γενική Συνέλευση του στὸ Νέο Δελχὶ. Αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ πλεύσης τῆς
Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἐρμηνεύτηκε ὡς ἀποτέλεσμα τῆς πίεσης ποὺ τῆς εἶχε
ἀσκηθεῖ ἀπὸ τὸ Σοβιετικὸ καθεστῶς στὴν λήψη τῶν ἀποφάσεων στὸ
συνέδριο τοῦ 1948, προκειμένου αὐτὸ νὰ ἐλέγξει ἔτσι μέσω τῆς Ρωσικῆς

42
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

Ἐκκλησίας τὶς διορθόδοξες σχέσεις κατὰ τοὺς σκοπούς του. Μετὰ τὴν
ἔνταξή του στὸ ΠΣΕ, τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας εἶχε ἐνεργὴ συμμετοχὴ
σὲ αὐτὸ καὶ ὑπέγραφε τὰ κοινὰ κείμενα ἐκεῖ, ἀλλὰ ἐπιπλεόν δὲν ἔπαυσε
νὰ ἐπικοινωνεῖ καὶ μὲ τὸ Βατικανό30, 31.

Σὲ αὐτὸ σημεῖο ἐδῶ μποροῦμε νὰ σχολιάσουμε ὅτι εἶναι ἀξιοσημείωτο


ὅσον ἀφορὰ τὴν ἔνταξη τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στὸ ΠΣΕ, ὅτι αὐτὴ ἔγινε
ἀκριβῶς τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ἀναχωροῦσε ἀπὸ αὐτὸ ὁριστικὰ ὁ
μακαριστὸς πρωθιερεὺς καὶ σημαντικὸς Ὀρθόδοξος θεολόγος π. Γεώργιος
Φλωρόφσκυ, ὅταν τελικὰ τὸ 1961 καταργήθηκαν οἱ προϋποθέσεις ποὺ
ἀξίωνε νὰ τηροῦνται, οἱ ὁποῖες μέχρι τότε ποὺ συμμετεῖχε, ἐπὶ 13 ἔτη ἐξ᾿
ἀρχῆς τῆς ἱδρύσεως τοῦ ΠΣΕ, ὅντως τηροῦνταν. Ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία
δηλαδὴ, ἔκανε τότε τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπὸ ὅτι ἔκανε ὁ π. Γεώργιος
Φλωρόφσκυ, ὁ ὁποῖος παρόλη τὴν προσέγγιση σὲ αὐγουστίνεια βάση καὶ
σὲ συμφωνία μὲ τὸν Ἀλεξέι Χομιακώφ τοῦ περὶ κανονικῶν καὶ
χαρισματικῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας ζητήματος, ὡστόσο μὲ τὴν στάση του
τῆς ἀποχωρήσεώς του ἀπὸ τὸ ΠΣΕ, καθὼς θεωρώντας τὴν συμμετοχὴ
τῶν Ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων στὸ ΠΣΕ ὡς ἱεραποστολικὴν προσπάθειαν
καὶ ἐπιδιώκοντας τὴν δογματικὴ προσέγγιση καὶ μεταστροφὴ τῶν
ἑτεροδόξων στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, συνάντησε ἀδιαφορὶα καὶ
ἀποδοκιμασία, ἀπέδειξε ἐμπράκτως τὰ ὄντως ὀρθὰ θεολογικὰ καὶ γνήσια
πνευματικὰ κριτήρια καὶ κίνητρα του, τὰ ὁποία βρίσκονταν μέσα στὸ
εὐαγγελικὸ καὶ ἁγιοπατερικὸ πνεῦμα32, 33, 34, 35.

9. Ἡ Πορεία στοὺς διαχριστιανικοὺς διαλόγους καὶ στὸ ΠΣΕ. Ἡ


Oἰκουμενικὴ Κίνηση ἔχει τὶς ἀπαρχὲς τῆς στὴν ἀνατολὴ τοῦ 20ου αἰῶνα,
ὅπως ἤδη προείπαμε γιὰ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἀλλὰ τὸ ἴδιο ἰσχύει
καὶ παγκοσμίως, ὅπου ἐπισήμως ἡ ἔναρξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ διαλόγου
ἔλαβε χώρα μὲ τὴ σύγκλιση τοῦ παγκοσμίου ἱεραποστολικοῦ συνεδρίου
στὸ Ἐδιμβοῦργο τῆς Σκωτίας κατὰ τὸ 1910. Τὰ ἐπόμενα σημαντικὰ
γεγονότα στὴν πορεία τῆς Oἰκουμενικῆς Κίνησης ἦταν ἡ ἵδρυση τοῦ
κλάδου «Ζωὴ καὶ Ἐργασία» τὸ 1925 στὸ συνέδριο τῆς Στοκχόλμης καὶ τοῦ
κλάδου «Πίστη καὶ Τάξη» τὸ 1927 στὸ συνέδριο τῆς Λωζάνης, οἱ ὁποίοι
ἀποτέλεσαν τὸν πυρήνα καὶ τὴν ὑποδομὴ γιὰ τὴν ἵδρυση τοῦ Παγκοσμίου

43
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν στὴν Α' Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Ἄμστερνταμ στὶς


23 Αὐγούστου 1948, ὅπου τόσο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὅσο καὶ ἡ
Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Κύπρου ἦταν παρῶν καὶ ἀποτέλεσαν
ἱδρυτικὰ μέλη του. Οἰ ὑπόλοιπες τοπικὲς Ἐκκλησίες, ποὺ ὅπως προείπαμε,
εἶχαν πάρει μέρος στὸ «Συνέδριο τῶν ἀρχηγῶν καὶ ἀντιπροσώπων τῶν
Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν» τὸν Ἰούλιο τοῦ 1948 στὴν Μόσχα,
δὲν παρευρέθηκαν δηλώνοντας ὅτι: «ὁ σκοπός τοῦ ΠΣΕ διὰ τὴν
διαμόρφωσιν μιὰς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀνταποκρίνεται εἰς τὰς
ἀρχὰς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Δύο χρόνια ἀργότερα ἀκολούθησε ἡ
διατύπωση καὶ ἐπικύρωση τῆς Δήλωσης τοῦ Τορόντο μὲ τίτλο «Ἡ
Ἐκκλησία, οἱ Ἐκκλησίες καὶ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν». Τὸ
Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀποδέχθηκε τὶς θεμελιώδεις προϋπόθεσεις
συμμετοχῆς καὶ τοὺς ὅρους τοῦ μέλους τῆς δηλώσεως τοῦ Τορόντο, χάριν
τῆς διαχριστιανικῆς προσέγγισης, παρόλο ὅτι δὲν ὑπήρχε συμφωνία μὲ
τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία σὲ θεμελιώδη σημεῖα, ἀφοῦ ἡ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία δὲν θεωροῦταν πιὰ ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ
Ἐκκλησία.

Χαρακτηριστικὲς ἐκφράσεις τῆς δήλωσης τοῦ Τορόντο, ποὺ δὲν εἶναι


συμβατὲς μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, εἶναι οἱ ἐξῆς:
-«Τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν ἀπαρτίζεται ἐξ Ἐκκλησιῶν,
αἵτινες ἀναγνωρίζουν τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ὡς Θεὸν καὶ Σωτήρα.
Εὑρίσκουν τὴν ἑνότητα αὐτῶν ἐν αὐτῷ» (χωρὶς μυστήρια ποιὲς ἐκκλησίες;
χωρὶς κοινὴ πίστη ποιὰ ἑνότητα;).
-«αἱ Ἐκκλησίαι ἀπέφυγον νὰ δώσουν λεπτομερεῖς καὶ ἀκριβεῖς ὁρισμοὺς
περὶ τῆς φύσεως τῆς Ἐκκλησίας» (στὴν Ὀρθοδοξία δὲν ἒχει ὁρισμὸ ἡ
Ἐκκλησία;).
-«αἱ Ἐκκλησίαι-μέλη ἀναγνωρίζουν, ὅτι τὸ ἀποτελεῖν μέλος τῆς
Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι περιεκτικώτερον (more inclusive) ἢ τὸ
ἀποτελεῖν μέλος τῆς ἰδίας αὐτῶν Ἐκκλησίας» (πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι
ἄλλη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἄλλη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ;).
- «Ἐντεῦθεν καὶ ζητοῦν νὰ εἰσέλθουν εἰς ζῶσαν ἐπαφὴν μετὰ ἐκτὸς τῶν
ἰδίων τάξεων, αἵτινες ὁμολογοῦν τὴν Κοινότητα τοῦ Χριστοῦ. Ὅλαι αἱ
Χριστιανικαὶ Ἐκκλησίαι, περιλαμβανομένης καὶ τῆς Ρωμαϊκῆς, δέχονται
ὅτι δὲν ὑπάρχει πλήρης ταυτότης μεταξὺ τοῦ εἶναι μέλος τῆς παγκοσμίου

44
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

(καθολικῆς) Ἐκκλησίας καὶ τοῦ εἶναι μέλος τῆς ἰδίας αὐτοῦ Ἐκκλησίας,
ἀναγνωρίζουσαι ὅτι ὑπάρχουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἐκτὸς τῶν ὁρίων (extra
muros), ὅτι οὔτοι κατὰ διάφορον τρόπον (aliquo modo) ἀνήκουν εἰς τὴν
Ἐκκλησίαν καὶ ἀκόμη ὅτι ὑπάρχει “ἐκκλησία ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας”» (ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν καθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ
εἶναι ἐντός της;).
-«Ἡ αναγνώρισης αὐτὴ ἐκδηλοῦται διὰ τοῦ γεγονότος, ὅτι αἱ Ἐκκλησίαι,
πλὴν ὀλίγων ἐξαιρέσεων, δέχονται ὡς ἔγκυρον τὸ Βάπτισμα, τὸ τελεσθὲν
ὑπὸ ἄλλων Ἐκκλησιῶν» (τὸ μυστήριον τοῦ βαπτίσματος δὲν εἶναι ἔγκυρο
μόνο στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία;).
-«Γινώσκουν ὅτι ὑπάρχουν διαφοραὶ πίστεως καὶ διοικήσεως, ἀλλ᾿
ἀναγνωρίζουν ἀλλήλας ὡς διακονούσας τὸν αὐτὸν Κύριον καὶ ποθοῦν νὰ
ἐξετάζουν τὰς διαφοράς τῶν ἐν ἀμοιβαίῳ σεβασμῷ, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι
δύνανται οὔτω νὰ ὁδηγηθοῦν ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἵνα ἐκδηλώσουν
τὴν ἑνότητα αὐτῶν ἐν Χριστῷ» (ἡ ἀλήθεια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ
οἱ πλάνες τῶν μὴ Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, τὸν ἴδιο Κύριο διακονοῦν; Ἡ
ἑνότητα ὑπάρχει καὶ χρειάζεται νὰ ἐκδηλωθεῖ ἤ δὲν ὑπάρχει καν;).
- «Προσέτι, Χριστιανοὶ ὅλων τῶν ἐκκλησιολογικῶν ἀπόψεων, καθ᾿ ὅλον
τὸν κόσμον, διὰ τοῦ κηρύγματος τοῦ εὐαγγελίου ἤγαγον ἄνδρας καὶ
γυναῖκας εἰς σωτηρίαν ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ, εἰς κοινότητα ζωῆς ἐν αὐτῷ καὶ
εἰς τὴν χριστιανικὴν συναδέλφωσιν πρὸς ἀλλήλους» (μποροῦμε νὰ λέμε
ὅτι ὅπως εἶναι δυνατὸν ἡ σωτηρία νὰ ἐξασφαλίζεται μέσα στὴν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία, τὸ ἴδιο δυνατὸν εἶναι νὰ ἐξασφαλίζεται καὶ στὶς ἄλλες μὴ
ὀρθόδοξες χριστιανικὲς ὁμολογίες;).
- «Εἶναι δυνατὸν νὰ ἐγερθοῦν ζητήματα περὶ τοῦ κύρους καὶ τῆς
καθαρότητος τῆς διδασκαλίας καὶ τῆς μυστηριακῆς ζωῆς, ἀλλ᾿ οὐδὲν
ζήτημα δύναται νὰ ἐγερθῆ ὅτι τοιαῦτα δυναμικὰ στοιχεῖα ἐκκλησιαστικῆς
ζωῆς δικαιολογοῦν τὴν ἐλπίδα ὅτι αἱ Ἐκκλησίαι αἵτινες διακρατοῦν αὐτὰ
θὰ ὁδηγηθοῦν εἰς τὴν πλήρη ἀλήθειαν» (οὔτε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
λοιπὸν ἔχει τὴν πλήρη ἀλήθεια; Καὶ οὔτε κὰν νὰ ἐλπίζει ὅτι θὰ ὁδηγηθεῖ
σὲ αὐτή;).
- «αἱ Ἐκκλησίαι-μέλη εἰσέρχονται εἰς πνευματικὰς σχέσεις, διὰ τῶν
ὁποίων ζητοῦν νὰ μάθουν παρ᾿ ἀλλήλων καὶ νὰ βοηθοῦν ἀλλήλας, ὅπως
οἰκοδομηθῆ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ζωὴ τῶν Ἐκκλησιῶν ἀνακαινισθῆ»
(ἐπιτρέπονται λοιπόν καὶ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὄχι ἁπλὰ

45
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

κοινωνικὲς σχέσεις, ἀλλὰ πνευματικές, ὅπως γιὰ παράδειγμα ἡ κοινὴ


προσευχὴ καὶ οἱ λατρευτικὲς συνάξεις, οἱ ὁποῖες ἀπαγορεύονται ρητὰ ἀπὸ
τοὺς ἱεροὺς κανόνες, ὅπου δὲν χωράει οἰκονομία σὲ αὐτούς, στὴν
περίπτωση ἐδῶ ποὺ ἀφοροῦν τὴν πίστη;).

Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, παραβλέποντας ὅλα τὰ παραπάνω,


ἀρκέστηκε στὴν διαβεβαίωση τῆς δήλωσης ὅτι τὸ συμβούλιο δὲν ἀποτελεῖ
μιὰ ὑπερεκκλησία, παρόλο ποὺ παράλληλα αὐτὴ ἀναφερόταν σὲ μιὰ
παγκόσμιο ἐκκλησία, ἄλλη ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη, ποὺ βρίσκεται ἐκτὸς
ἱστορικοῦ πλαισίου καὶ ἡ ὁποία μακριὰ ἀπὸ τὰ αἴτια διασπάσεως
παραμένει «ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία», στὴν
πραγματικότητα σύμφωνα μὲ τὴν προτεσταντικὴ πίστη περὶ ὁρατῆς καὶ
ἀοράτου ἐκκλησίας. Ἀλληλένδετη σὲ αὐτὴν τὴν πίστη, εἶναι καὶ ἡ θεωρία
τῶν κλάδων, ὁ ὁποία ἀναφέρεται στὴν κατοχὴ μέρους τῆς ἀλήθειας ἀπὸ
κάθε χριστιανικὴ ὁμολογία, χωρὶς καμιὰ νὰ κατέχει τὸ πλήρωμα, μετὰ
τὴν διάσπαση μεταξύ τους μέσα στὴν ἱστορία, τὴν ὁποία θεωρία ἐπίσης
συναντοῦμε διατυπωμένη μέσα στὶς γραμμὲς τῆς δήλωσης τοῦ Τορόντο.
Οἱ «ἐκκλησίες» θεωροῦνται ὡς μέλη τῆς παγκόσμιου Ἐκκλησίας, μὲ τὴν
ἀναγνώριση τῆς ὕπαρξης τῶν στοιχείων ἐκκλησιαστικότητας (vestigia
ecclesiae). Καὶ ἐνῶ ξεκινάει ἡ δήλωση στὸ πρῶτο ἄρθρο τῆς μὲ τὴν
ἀναφορὰ τῆς στὸν Σωτήρα Χριστό, τοποθετῶντας τὸν στὸ κέντρο τῆς
ἑνότητας τῶν ἐκκλησιῶν, ὡστόσο μὴ ἐξετάζοντας τὴν σχέση τοῦ Χριστοῦ
καὶ τῶν πιστῶν, ἀλλὰ μόνο τὴν σχέση μεταξῦ τῶν «ἐκκλησιῶν», καὶ μὴ
δίνοντας κάποιο ὁρισμὸ γιὰ τὴν φύση τῆς ἐκκλησίας, τελικὰ ἀφήνει αὐτὴν
τὴν ἑνότητα ἐκφρασμένη τελείως ἀσαφῶς καὶ ἀκαθορίστως. Στὸ
χριστοκεντρικὸ περιεχόμενο τῆς δηλώσεως αὐτῆς, στὴν ὁποία βασίστηκε
τὸ καταστατικὸ τοῦ ΠΣΕ, ὅπου δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἀναφορὰ στὴν Ἁγία
Τριάδα, ἀντέδρασε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ δὲν ἀπέστειλε ἀρχιερεῖς
νὰ τὴν ἀντιπροσωπεύσουν στὴν Β´ Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ Ἔβανστον
τὸ 1954, στὸ Κοινωνιολογικὸ Συνέδριο τοῦ ΠΣΕ καὶ στὴ Σύνοδο Κεντρικῆς
Ἐπιτροπῆς στὴ Ρόδο τὸ 1959. Ὁ τότε Μητροπολίτης Σάμου Εἰρηναῖος εἶχε
δηλώσει: «Πῶς εἶναι δυνατόν Ὀρθόδοξοι ἀρχιερεῖς νὰ μετέχουν
ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ, ὅπου ἐξοβελίζεται ἡ Ἁγία Τριάς, οἱ δὲ
μετέχοντες πιστεύουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι θρυμματισμένη

46
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

καὶ ὅτι κάθε αἵρεση εἶναι τεμάχιον της καὶ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολικὴ
Ἐκκλησία εἶναι καὶ αὐτὴ ἕν τεμάχιον;».

Ὡστόσο, ἡ συμμετοχὴ στὸ ΠΣΕ τὰ πρώτα χρόνια μετὰ τὴν ἵδρυσή του,
ἀλλὰ καὶ ἡ συμμετοχὴ γενικῶς στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση, ἀπὸ ὅταν αὐτὴ
ξεκίνησε πρὸ ἱδρύσεως τοῦ ΠΣΕ, εἶχε νὰ ἐπιδείξει σημαντικοὺς καρπούς,
ὅσον ἀφορὰ τὸν μόνο γνήσιο σκοπὸ ποὺ δικαιολογοῦσε αὐτὴ τὴν
συμμετοχή, αὐτὸν τῆς Ὀρθόδοξης Ὁμολογίας. Οἱ Ὀρθόδοξοι
ἀντιπρόσωποι ποὺ συμμετεῖχαν σὲ Συνέδρια καὶ Συνελεύσεις τῆς
Οἰκουμενικῆς Κίνησης καὶ τοῦ ΠΣΕ κατέθεσαν ἱστορικὲς κοινὲς δηλώσεις,
ὅπου ἐξέφραζαν σαφέστατα τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μιὰς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας,
ἀπορρίπτοντας τὴν διευρυμένη ἐκκλησιολογία τῶν Προτεσταντῶν, ὅπως
πρὸ τοῦ ΠΣΕ ἔγινε στὴν Λωζάνη τὸ 1927 καὶ στὸ Ἐδιμβοῦργο τὸ 1937, καὶ
ἐντὸς τοῦ ΠΣΕ πλέον, παρόλη τὴν ἀποδοχὴ τῆς δήλωσης τοῦ Τορόντο,
ἔγινε στὴ Λοὺνδ τὸ1952, στὸ Ἔβανστον τὸ 1954, καὶ στὸ Νέο Δελχὶ τὸ 1961.
Ἀπὸ αὐτὲς θὰ ἀναφέρουμε ὡς παράδειγμα μέρος τῆς ὀρθόδοξης δήλωσης
στὸ Νέο Δελχὶ: «Γιὰ αὐτὸ τὸ λόγο τὸ πρόβλημα τῆς χριστιανικῆς ἑνότητας
καὶ τῆς ἐπανένωσης τῶν Χριστιανῶν συνήθως ἀντιμετωπίζεται στὰ
πλαίσια τῆς διομολογιακῆς συμφωνίας ἤ συμφιλίωσης. Αὐτὴ ἡ
προσέγγιση στὸν προτεσταντικὸ κόσμο εἶναι κανονική. Ὅμως δὲν ἀρμόζει
στοὺς Ὀρθοδόξους. Διὰ τοὺς Ὀρθοδόξους τὸ βασικὸν οἰκουμενικὸν
πρόβλημα εἶναι τὸ τοῦ σχίσματος. Οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
δεχθοῦν τὴν ἰδέαν "τῆς ἰσότητος τῶν ὁμολογιῶν" καὶ δὲν δύνανται νὰ
ὁραματισθοῦν Χριστιανικὴν ἐπανένωσιν ὡς ἁπλὴν πανομολογιακὴν
διευθέτησιν. Ἡ ἑνότητα διαταράχθηκε καὶ πρέπει νὰ ἀποκατασταθεῖ... Ἡ
Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν εἶναι μία τῶν ὁμολογιῶν, μία μεταξὺ τῶν
πολλῶν. Διότι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία. Ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ταυτίζει τὴν ἐσωτερική τῆς δομή καὶ τὴ διδασκαλία
τῆς μὲ τὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα καὶ μὲ τὴν παράδοση τῆς ἀρχαίας
ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας. Ἔχει τὴν ἀδιατάραχτη καὶ ἀδιάκοπη συνέχεια τῆς
μυστηριακῆς διακονίας, τῆς μυστηριακῆς ζωῆς καὶ πίστης».

Ὅμως τὰ πράγματα ἄλλαξαν στὴν Γ´ Συνέλευση τοῦ ΠΣΕ στὸ Νέο Δελχὶ
τὸ 1961, καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν Ὀρθοδόξων, γιὰ ἄλλους αὐτὸ

47
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

ἀποτελοῦσε κάτι θετικό, καὶ γιὰ ἄλλους κάτι ἀρνητικό, ἀνάλογα ἀπὸ ποιὸ
πρίσμα θεώρησε καθένας τὶς καταστατικὲς ἀλλαγὲς ποὺ ἔγιναν. Ἔτσι
λοιπόν, ἀπὸ τὴν μιά, παρουσιάστηκε νὰ βάλλεται καίρια ὁ σκοπὸς
συμμετοχῆς τῆς ὀρθόδοξης μαρτυρίας μὲ τὴν κατάργηση τῶν ξεχωριστῶν
κοινῶν δηλώσεων γιὰ τὶς ἀντιπροσωπείες τῶν Ὀρθοδόξων, καὶ αὐτὸ ἦταν
ποὺ ὁδήγησε τὸν ὁ π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἵδρυτικὸ μέλος
τοῦ ΠΣΕ, νὰ ἀποχωρήσει μετὰ ἀπὸ συμμετοχὴ ἐπὶ 13 ἔτη. Ἀρνητικὴ
ἐξέλιξη ἀποτέλεσε καὶ ἡ συγχώνευση τοῦ Διεθνοῦς Ἱεραποστολικοῦ
Συμβουλίου μὲ τὸ Π.Σ.Ε., ἡ ὁποία σήμαινε τὸ πρῶτο βήμα πρὸς τὴν
ἐπιδίωξη μιὰς ἑνιαίας παγκόσμιας Ἱεραποστολῆς, τὸ θεμέλιο γιὰ τὴν
ὁποία μπήκε μὲ τὴν διακήρυξη τῆς Ἐπιτροπῆς Παγκόσμιας Ἱεραποστολῆς
καὶ εὐαγγελισμοῦ γιὰ «ἱεραποστολικὴ μαρτυρία ἐν ἑνότητι» κατὰ τὸ ἔτος
1982, ἡ ὁποία ἀντίκειται στὸ χαρακτήρα τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς
Ἱεραποστολῆς. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος θεωρῶντας
ἱκανοποιητικὴ τὴν εἰσαγωγὴ ἐπίκλησης στὴν Ἁγία Τριάδα ἀπὸ τὴν
Κεντρικὴ Ἐπιτροπὴ στὸ ἄρθρο-βάση τοῦ Καταστατικοῦ τοῦ ΠΣΕ τῆς
δήλωσης τοῦ Τορόντο (ἔτσι στὴν φράση «Τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκ-
κλησιῶν εἶναι μία κοινωνία Ἐκκλησιῶν, ποὺ ἀποδέχονται τόν Κύριον ἡ-
μῶν Ἰησοῦν Χριστόν ὡς Θεόν καὶ Σωτήρα», ἀφοῦ γράφηκε «ὁμολογοῦν»
ἀντὶ «ἀποδέχονται», προστέθηκε στὸ τέλος της καὶ ἡ φράση «σύμφωνα μὲ
τὶς Γραφές, καὶ προσπαθοῦν νὰ ἀνταποκριθοῦν μαζὶ στήν κοινή τους
κλήση πρός δόξαν τοῦ ἑνός Θεοῦ, Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος»),
ἐπανέρχεται στὴν συμμετοχὴ στὸ Συμβούλιο μὲ πλήρη ἀντιπροσωπεία.

Στὴν ἴδια κατεύθυνση, τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας, τὸ ὁποῖο ὅπως ἔχει ἤδη


προαναφερθεῖ κατὰ τὸ συνέδριο τοῦ 1948 στὴν Μόσχα εἶχε στραφεῖ
ἐναντίον τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης, ἀλλάζει στάση καὶ ἀποφασίζει νὰ
ἐνταχθεῖ στὸ ΠΣΕ, θεωρῶντας ὅτι ἀποκτὰ μιὰ σαφὴ ἐκκλησιολογικὴ
προοπτικὴ ποὺ δὲν εἶχε πρίν, μὲ συγκεκριμένες ἐκφάνσεις ἑνότητας καὶ
κοινωνίας τῶν ἐκκλησιῶν. Σχετικὰ μὲ τὶς αἰτίες ποὺ ὁδήγησαν στὴν
ἀλλαγή τῆς θέσης τῆς Ρωσικής Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὴν
Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ τὴν ἔνταξη τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στο Π.Σ.Ε., ὁ
μακαριστὸς Πατριάρχης Μόσχας καὶ Πασῶν τῶν Ρωσιῶν Ἀλέξιος Α΄ εἶχε
δηλώσει τὰ ἐξής: «Με εὑχαρίστηση διαπιστώνουμε ὅτι (ἡ Οἰκουμενικὴ
Κίνηση) ἄρχισε σὲ μεγάλο βαθμὸ νὰ προσανατολίζει τὴ δράση της σὲ μιὰ

48
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

περισσότερο ἐκκλησιαστική, πνευματική τάξη… ἔτσι ἐμεῖς σήμερα


ἀλλάξαμε τὴ θέση μας ἀπέναντι στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν.
Ἄλλωστε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ στὸ παρελθόν δὲν ἀντιμετωπίζαμε τοὺς
Χριστιανοὺς τῆς Δύσης μὲ ψυχρότητα ἤ, ἀκόμα χειρότερα, μὲ
περιφρόνηση. Ἀντίθετα, πάντα ἀνταποκρινόμασταν μὲ προθυμία στὶς
πνευματικὲς τους ἀναζητήσεις καὶ ἀνάγκες, ἐπιθυμώντας νὰ ἑνωθοῦμε
ὅλοι ὑπὸ τὴν Κεφαλὴ τὸν Χριστὸ στοὺς κόλπους τῆς Ἁγίας αὐτοῦ
Ἐκκλησίας. Τώρα, ὅταν ὄσοι ἐξέπεσαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀναζητοῦν οἱ
ἴδιοι τὴν ἑνότητα μέσα της, πρέπει νὰ τοὺς ὑποδεχθοῦμε γιὰ νὰ
διευκολύνουμε τὶς ἀναζητήσεις τους μὲ τὴ μαρτυρία τῆς ἀληθείας τῆς
Ὀρθοδοξίας…» (ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας «Οἱ βασικὲς
ἀρχὲς Ἁντιμετώπισης τῶν ἑτεροδόξων…»36). Τίθεται ἐδῶ ὅμως τὸ ἐρώτημα
ποιὸ τὸ νόημα ἑνὸς ἐκκλησιολογικοῦ χαρακτήρα τοῦ ΠΣΕ, ὅταν αὐτὸς
μπορεῖ νὰ εἶναι μόνο πάνω σὲ προτεσταντικὴ βάση, καὶ ἄρα μὴ ἀποδεκτὸς
ἐξ’ ἐπόψεως ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας; Δὲν θὰ ἦταν προτιμότερη ἡ
ἐκκλησιαστικὴ οὐδετερότητα τοῦ ΠΣΕ, ἄν καὶ στὴν πραγματικότητα οὔτε
ἡ δήλωση τοῦ Τορόντο τὸ 1950 κατοχύρωνε αὐτή, ὥστε μέσα σὲ αὐτὴ μὲ
συνέπεια νὰ δίνεται καθαρὴ ἡ γνήσια ὀρθόδοξη μαρτυρία; Περὶ αὐτῆς τῆς
ἀλλαγῆς παρουσίας τοῦ ΠΣΕ, ὁ Καρμίρης εἶχε ἐπισημάνει: «Ἕτεροι
ὑποστηρίζουσι… ἀπὸ θεολογικῆς ἐπόψεως, ὅτι τὸ Συμβούλιον τοῦτο, ὡς
διεμορφώθη καὶ ἐνεργεῖ ἐκκλησιαστικῶς, χωρὶς νὰ εἶναι ἐκκλησία,
συνιστᾶ μέγα καὶ δύσλυτον ἐκκλησιολογικὸν πρόβλημα». Παραταῦτα,
σύμφωνα μὲ τὴν ἰσχύουσα ὡς σήμερα δήλωση τοῦ Τορόντο, τὸ ΠΣΕ
διαβεβαιώνεται ὅτι δὲν θεωρεῖται, καὶ μὲ κανένα τρόπο δὲν ἐπιδιώκει νὰ
ἀποτελέσει «ὑπερεκκλησία».

Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ εὐθυγράμμιση πρὸς τὴν νέα κατεύθυνση τῆς


Οἰκουμενικῆς Κίνησης, τῆς ἐγκυκλίου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη
Ἀθηναγόρα τὸ 1952, ποὺ στὴν πραγματικότητα ἐρχόταν ὡς συνέχεια τῆς
ἐγκυκλίου τοῦ τοποτηρητὴ Δωροθέου τὸ 1920, ἡ ὁποία ἔγραφε τὰ ἐξῆς:
«διὰ τῆς ἄχρι τοῦδε συμμετοχῆς της εἰς τὴν παγχριστιανικὴν Κίνησιν ἡ
Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐζήτησε κυρίως, ἵνα γνωρίσῃ καὶ μεταδῷ τοῖς
ἑτεροδόξοις τὸν πλοῦτον τῆς πίστεως, τῆς λατρείας καὶ τῆς ὀργανώσεως
αὐτῆς, καὶ τὴν θρησκευτικὴν ἅμα καὶ ἀσκητικὴν αὐτῆς πεῖραν,
πληροφορηθῇ δὲ καὶ αὐτὴ τὰς νέας μεθόδους καὶ ἀντιλήψεις τῆς

49
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ δράσεως αὐτῶν», ὅπου γίνεται ἀναφορά, ὄχι


ἁπλὰ στὴν ὀρθόδοξη μαρτυρία πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους, ἀλλὰ στὴν
κοινωνία μὲ αὐτούς, νοούμενη ὄχι κοινωνιολογικά, ἀλλὰ ἐκκλησιολογικά,
μὲ μετάδοση γνώσεως τῆς δογματικῆς διδασκαλίας καὶ ἐκκλησιαστικῆς
πείρας, παρευρισκόμενοι μαζὶ ἀκόμα καὶ μέσα στὴν Θεία Λατρεία.
Μάλιστα ἐξηγεῖ πολὺ συγκεκριμένα πῶς ἀκριβῶς τὸ ἐννοεῖ, ζητῶντας
ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους κληρικοὺς ἀντιπροσώπους νὰ εἶναι ὅσο τὸ δυνατὸν
ἐφεκτικοὶ «ἐν ταῖς λατρευτικαῖς μετὰ τῶν ἑτεροδόξων συνάξεσιν, ὡς
ἀντικειμέναις πρὸς τοὺς ἱεροὺς κανόνας καὶ ἀμβλυνούσαις τὴν
ὁμολογιακὴν εὐθιξίαν τῶν Ὀρθοδόξων», ὅπου παρόλα αὐτὰ, δὲν λέει νὰ
ἀπέχουν ἀπολύτως, ἀλλὰ ἁπλὰ νὰ εἶναι ὅσο τὸ δυνατὸν ἐφεκτικοί, ἐνῶ
τοὺς παροτρύνει ταυτόχρονα νὰ τελοῦν ὀρθόδοξες ἀκολουθίες πρὸς
ἔμφαση τῆς «αἴγλης καὶ τοῦ μεγαλείου τῆς Ὀρθοδόξου Λατρείας πρὸ τῶν
ὁμμάτων τῶν ἑτεροδόξων». Καὶ ὅλα αὐτὰ χωρὶς καμιὰ ἀναφορὰ ἀποδοχῆς
καὶ ὁμολογίας τῆς Ὀρθόδοξης Πίστεως ὡς μόνης ἀληθινῆς ἀπὸ τοὺς
ἑτερόδοξους, ἄνευ τῆς ὁποίας εἶναι βέβαια τελείως ἀπαράδεκτη σύμφωνα
μὲ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμένικῶν Συνόδων ἡ παρουσία μὴ Ὀρθοδόξων
μέσα σὲ ὀρθόδοξες ἱερὲς ἀκολουθίες καὶ μάλιστα στὴ Θεία Λατρεία.

Πάνω σὲ αὐτὴν γραμμή, ὅπως χαράχθηκε στοὺς παραπάνω πρώτους


στάθμους τῆς πορείας τοῦ ΠΣΕ, συνεχίσθηκε καὶ ἡ μετέπειτα ἐξέλιξη τῆς
συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων σὲ αὐτό. Καὶ ἐνῶ τὸ ΠΣΕ θεωροῦταν ἐξ’
ἀρχῆς ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα βήμα, στὸ ὁποῖο δίνεται ἡ δυνατότητα στοὺς
Ὀρθοδόξους ἐκπροσώπους νὰ παρουσιάσουν τὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου
Πίστεώς μας στοὺς ἑτεροδόξους, ἔστω καὶ ἄν αὐτὴ τὴν κατάθεση τῆς
μαρτυρίας τῶν μειοψηφικῶν Ὀρθοδόξων δυσχέραιναν τὸ πλειοψηφικὸ
πλήθος τῶν προτεσταντικῶν φωνῶν, οἱ ὁποῖες ἦταν αὐτὲς ποὺ ἐπέλεγαν
κατὰ τὴν σχετικὴ ψηφοφορία ὡς ἐπικρατούσα πλειοψηφία τὰ θέματα τῆς
συζήτησης, μὲ τὸν καιρὸ γινόμενα ὅλο καὶ πιὸ ἀπαράδεκτα ἐξ᾿ ὀρθοδόξου
σκοπιάς, τελικά, μετὰ τὴν κατάργηση καὶ τῶν ξεχωριστῶν δηλώσεων τῶν
Ὀρθοδόξων τὸ 1961, παρόλες τὶς ὅποιες περιορισμένες ἐπὶ μέρους
ἐπιτυχίες τους (περὶ ἐνασχόλησης μὲ τὴν φύση καὶ τὰ γνωρίσματα τῆς
Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ μὲ τὰ τρία βασικὰ μυστήρια, περὶ καταδίκης
προσηλυτισμοῦ, περὶ ὁμολογίας ἀποστολικῆς πίστης, περὶ χρήσης
Συμβόλου Πίστεως τῆς Νικαίας χωρὶς προσθήκη Filioque, περὶ ὁμόφωνης

50
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

προσέγγισης Ἀποστολικῆς Παράδοσης), τὸ ΠΣΕ ἀποτέλεσε γιὰ τοὺς


ἐκπροσώπους τῶν Ὀρθοδόξων χῶρο πρωτοφανοὺς δογματικῆς
ἀσυνέπειας καὶ ἀπόρριψης τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καὶ ἐκκλησιολογίας
τους. Ἐρχόμενοι αὐτοὶ μέσα στὸ χῶρο τοῦ Συμβουλίου ἀντιμέτωποι μὲ τὴν
ἀνομοιογένεια τῶν προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν ποὺ συμμετέχουν στὸ
ΠΣΕ, τὴν ρευστὴ τους ἐκκλησιολογία, τὴν ἀσάφεια τῆς θεολογίας τους,
τὴν ἐκ μέρους τοὺς αὐθαίρετη ἑρμηνεία, ἀκόμη καὶ τὴν ἐπανασυγγραφή
τῆς Ἁγίας Γραφῆς σὲ "περιεκτικὴ γλῶσσα", τὴν συνεχῶς αὐξανόμενη
τάση νὰ ἔρχονται μεταξύ τους σὲ μυστηριακὴ κοινωνία παρὰ τὴν ἔλλειψη
ἑνότητος ἐν τῆ πίστει, τὸν ἄκρως φιλελεύθερο τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο
προσεγγίζουν διάφορα ποιμαντικὰ καὶ ἠθικοκοινωνικὰ θέματα,
συναντοῦσαν ἐντάσεις καὶ ἀδιέξοδα. Μὲ αὐτὰ ἀσχολήθηκε ἡ Τρίτη
Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη τὸ 198637, 38 24, 25.

Τὸ κείμενό τῆς Τρίτης Προσυνοδικῆς Πανορθόδοξης Διάσκεψης


«Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις» ἐξέτασε οὐσιαστικὰ τὰ
προβλήματα καὶ ἔθεσε πανορθοδόξως τὸ πλαίσιο συμπεριφορὰς καὶ
δράσης τῶν Ὀρθοδοξῶν στὸ χῶρο τῆς Κινήσεως αὐτῆς καὶ τοῦ κυριώτερου
θεσμικοῦ τῆς ὀργάνου, τοῦ ΠΣΕ. Σὲ αὐτὸ τονίστηκε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία παραμένει πιστὴ στὴν ἐκκλησιολογία τῆς, ὅπως καὶ στὴν
διαδασκαλία τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας καὶ δὲν μπορεῖ νὰ παραδεχθεῖ τὴν
ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας σὰν κάποια διομολογιακὴ προσαρμογή, καθὼς
φρονοῦν ἀπὸ τὴν πλευρὰ τους οἱ Προτεστάντες, οὔτε καὶ ἡ χριστιανικὴ
ἑνότητα ποὺ ἀναζητεῖται στὰ πλαίσια τοῦ ΠΣΕ μπορεῖ νά εἶναι μόνο
προïὸν θεολογικῶν συμφωνιῶν, γιατὶ «ὁ Θεὸς καλεῖ πάντα Χριστιανὸν εἰς
τὴν ἐν τῷ μυστηρίῳ καί τῇ παραδόσει βιουμένην ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ
Ἐκκλησίᾳ ἑνότητα τῆς πίστεως». Αὐτὲς τὶς δηλώσεις ἀκολούθησε ἡ
πρόταση νὰ ἀνευρεθοῦν ἐντὸς τοῦ ΠΣΕ καὶ τῶν λοιπῶν διαχριστιανικῶν
ὀργανισμῶν οἱ ἀναγκαῖες προϋποθέσεις, ποὺ θὰ παρέχουν στὶς
Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τὴν δυνατότητα νὰ ἐνεργοῦν ἰσοτίμως πρὸς τὰ
λοιπὰ μέλη τῶν παραπάνω Ὀργανισμῶν στὴ βάση τῆς ἐκκλησιολογικῆς
τους ταυτότητας καὶ νὰ γίνουν οἱ ἀναγκαῖες ρυθμίσεις, ὥστε ἡ Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία νὰ μπορέσει νὰ δώσει τὴν μαρτυρία καὶ τὴν θεολογικὴ
προσφορά της σὲ αὐτούς.

51
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

Ἀργότερα, τὸ 1997, μέσα στὴν προσπάθεια νὰ διευκρινισθεῖ


ἡ ἀπροσδιόριστη φύση τοῦ ΠΣΕ καί νὰ ἀναπροσδιορισθοῦν δεόντως οἱ
σκοποί του, θέματα τὰ ὁποία θὰ ἀπασχολοῦσαν λίγο ἀργότερα τὴν Η΄
Γενικὴ Συνέλευση τῆς Χαράρε, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἐπιδιώκοντας
νὰ βελτιώσει τὶς προϋποθέσεις συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων στὸ
Συμβούλιο σὲ ὑπόμνημὰ του πρὸς τὸν ΓΓ τοῦ ΠΣΕ παρατηροῦσε ὅτι τό
ἐκκλησιαστικό ἦθος καί ὁ τρόπος τοῦ σκέπτεσθαι, ἐνεργεῖν καί ψηφίζειν
τοῦ ΠΣΕ εἶναι προτεσταντικῆς ὑφῆς καὶ ἐμπνεύσεως καὶ συνιστοῦσε
στοὺς ὑπεύθυνους νά ἀναζητήσουν τρόπους συναινετικῆς λήψεως
ἀποφάσεων, κυρίως ὅσον ἀφορᾷ σὲ θέματα πίστεως, ἐκκλησιαστικῆς
τάξεως καὶ χριστιανικῆς ἠθικῆς, ὥστε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία νὰ μὴν
ἀποτελεῖ τὴν de facto μειοψηφία τοῦ Συμβουλίου, ὑποχρεουμένη νὰ
συμμορώνεται μὲ τὴν βούληση τῆς προτεσταντικῆς πλειοψηφίας.

Πρὸς τὴν ἴδια κατεύθυνση κινήθηκε καί ἡ Διορθόδοξη Σύσκεψη τῆς


Θεσσαλονίκης τὸν Μάιο τοῦ 1998, ποὺ συγκλήθηκε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ
Πατριαρχεῖο, μὲ πρωτοβουλία τῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν Ρωσίας καί
Σερβίας, ἡ ὁποία προηγήθηκε τῆς Η’ Γενικῆς Συνέλευσης τῆς Χαράρε, μὲ
σκοπὸ νὰ ἐξετάσει τὶς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μὲ τὸ ΠΣΕ καὶ
νὰ προτείνει ἱκανοποιητικοὺς ὅρους συμμετοχῆς τους στὸν ὀργανισμὸ
αὐτό. Ἡ Σύσκεψη τῆς Θεσσαλονίκης ἐντόπισε πλήθος θεμάτων τοῦ ΠΣΕ,
ξένων πρὸς τὴν Ὀρθόδοξο παράδοση καὶ προοπτική, τά ὁποῖα εἶχαν
ἐπιβληθεῖ μὲ τὸ χρόνο στὴν ἡμερήσια διάταξη τοῦ ΠΣΕ. Στὸ τελικὸ
ἀνακοινωθέν της ἐπισήμαινε ὅτι: «Εἰς πλεῖστα συνέδρια τοῦ ΠΣΕ οἱ
Ὀρθόδοξοι ἦσαν ἀναγκασμένοι νὰ ἐμπλακοῦν εἰς συζητήσεις θεμάτων
τελείως ὀθνείων πρὸς τὴν παράδοσιν αὐτῶν», ὅπως δηλαδὴ τῆς
μυστηριακῆς διακοινωνίας ὡς μέσου ἐκφράσεως τῆς χριστιανικῆς
ἑνότητος, τῆς χρήσεως τῆς «περιεκτικῆς γλῶσσας» στὴν λατρεία καὶ σὲ
ἐκδόσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς , τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν, τῆς ἰδιότυπης
ἀντιμετωπίσεως τῆς ὁμοφυλοφιλίας ἀπὸ τοὺς Προτεστάντες, τοῦ
θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, γιὰ παράδειγμα στὴν Καμπέρρα τὸ 1991.
Ἐπίσης τόνιζε ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποτελοῦν μέσα στὴν δομὴ τοῦ ΠΣΕ
σήμερα, τὴν αὐτόματη ἀριθμητική τοῦ μειοψηφία, πράγμα ποὺ καθιστᾶ
ἀδύνατον νὰ ἀλλάξουν τὸν προσανατολισμό του ἤ νὰ ἐπηρεάσουν τὸ
ἦθος του, καὶ κατέληγε ὅτι κρίνεται ἀπαραίτητη ἡ ριζικὴ ἀνασυγκρότηση

52
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

τοῦ ΠΣΕ, προκειμένου νὰ εἶναι δυνατὴ ἡ πληρέστερη ὀρθόδοξη


συμμετοχή. Μὲ τὶς ἐπισημάνσεις αὐτές καὶ ζητῶντας ριζικὲς ἀλλαγὲς
στὴν δομὴ τοῦ ΠΣΕ, ἡ Διορθόδοξη Σύσκεψη τῆς Θεσσαλονίκης ἔκανε
σαφὲς ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ πλέον ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς
νὰ ἐπιτρέπει τὸν ὁποιοδήποτε θεολογικό, ἠθικὸ ἤ κοινωνικὸ νεωτερισμὸ
ποὺ ἐπιχειροῦν νὰ ἐπιβάλλουν στὸν ὑπόλοιπο χριστιανικὸ κόσμο
ὁρισμένοι Προτεστάντες. Συγκεκριμένα ζητοῦσε ἀπὸ τὸ ΠΣΕ νὰ συσταθεῖ
μιὰ μικτὴ εἰδικὴ Ἐπιτροπή, μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ συζητήσει ἀποδεκτοὺς ὅρους
ὅσον ἀφορᾶ τὴν συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση
καὶ τήν ριζικήν ἀναδιάρθρωσιν τοῦ ΠΣΕ, αἴτημα τὸ ὁποῖο συζητήθηκε
εὐρύτατα στὴν Συνέλευση τῆς Χαράρε.

Στὴν Χαράρε, ὁ Γενικός Γραμματεύς τοῦ ΠΣΕ παραδέχθηκε ὅτι «τὸ


θεσμικὸ προφίλ, ὅπως καὶ τὸ ἦθος τοῦ ΠΣΕ πλάστηκαν βασικὰ μὲ
πρότυπο τὶς συνελεύσεις καὶ συνόδους τῶν ἱστορικῶν προτεσταντικῶν
ἐκκλησιῶν..., πρότυπο ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν πολιτικὸ χῶρο καὶ δὲν
ἀποτελεῖ ἀπαραίτητα τόν καλύτερο τρόπο ἐκφράσεως μιὰς Κοινωνίας
Ἐκκλησιῶν» καὶ εὐθέως ἔθετε τὸ ἐρώτημα ἄν καὶ κατὰ πόσον στὸ ΠΣΕ, ὁ
ἰσχύων σήμερα κοινοβουλευτικὸς τρόπος διοικήσεώς του ἦταν ὁ ἁρμόζων
καὶ μήπως θὰ ἦταν δέον ἡ μετατροπή του σέ ἕνα χῶρο ποὺ θὰ ἐπέτρεπε
μιὰ αὐθεντικὴ συζήτηση, χωρὶς νὰ χρειάζεται ἀπαραίτητα ἡ ψήφος τῶν
διαλεγομένων γιὰ τὴν λήψη μιὰς ὁρισμένης ἀποφάσεως. Τελικά, ἡ
Συνέλευση τῆς Χαράρε ἀποφάσισε, σχεδὸν ὁμόφωνα, τὴν σύσταση μιὰς
μικτῆς "Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῆς Ὀρθοδόξου συμμετοχῆς στὸ ΠΣΕ", μὲ
τὴν ἐντολὴ νὰ μελετήσει σὲ βάθος τὰ προβλήματα ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν
ὀρθόδοξη παρουσία στὸ ΠΣΕ καὶ νὰ ὑποβάλλει προτάσεις γιὰ ἀλλαγὲς
στὴ δομή, τὸν τρόπο ἐργασίας καὶ τὸ ἦθος τοῦ Συμβουλίου. Ἡ εἰδικὴ
Ἑπιτροπὴ μὲ κοινὴ συναίνεση ἀποφάσισε νά ἑστιάσει τὸ ἔργο τῆς στὰ
ἐξῆς πέντε βασικὰ θέματα, ποὺ ἀπὸ καιρὸ προβλημάτιζαν τοὺς
Ὀρθοδόξους: α) τὴν ἔννοια τοῦ ἀποτελεῖν μέλος τοῦ ΠΣΕ, β) τὴν
ἀναθεώρηση τοῦ τρόπου ἀποφασίζειν στὸ ΠΣΕ, γ) τὴν λατρεία καὶ τὴν
ἀπὸ κοινοῦ προσευχὴ σὲ συνάξεις τοῦ ΠΣΕ, δ) τὴν ἐκκλησιολογία, ἀφοῦ
παρὰ τὶς ἐγγυήσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Τορόντο πολλὲς Ὀρθόδοξες
Ἐκκλησίες φρονοῦν ὅτι τὸ ΠΣΕ ἀποτελεῖ σοβαρὸ ἐκκλησιολογικὸ
πρόβλημα, καὶ ε) τὴν ἐξεύρεση νέων τρόπων ἀντιμετωπίσεως ἀπὸ τὸ

53
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

Συμβούλιο ποικίλων ἠθικοκοινωνικῶν προβλημάτων, τὰ ὁποῖα


ἐμφανίζονται πολλὲς φορὲς ὡς θέματα συζήτησης στὴν ἡμερησία διάταξή
του. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ἡ ὑποβολὴ τὸν Αὔγουστο τοῦ 2002 στὴν
Κεντρικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ ΠΣΕ, μιὰς ἔκθεσης, τὴν ὁποία ἐνέκρινε καὶ
ἐφαρμοσε, περὶ τῆς ἀναθεώρησης τοῦ «λατρευτικοῦ-λειτουργικοῦ ἤθους»
τοῦ ΠΣΕ, καθὼς καὶ τῆς ριζικῆς ἀλλαγῆς στὸν τρόπο λήψεως ἀποφάσεων,
διὰ τῆς ἐγκαταλείψεως τοῦ ἀγγλο-σαξωνικοῦ «κοινοβουλευτικοῦ» τρόπου
τοῦ ἀποφασίζειν, καὶ τῆς υἱοθετήσεως τῆς συναινετικῆς μεθόδου
(concensus)25, 36, 37.

Ἡ μέθοδος αὐτὴ τέθηκε σὲ ἐφαρμογὴ κατὰ τὴν 9η Γενική Συνέλευση τοῦ


ΠΣΕ στὸ Porto Alegre τῆς Βραζιλίας τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2006, καὶ κατὰ τὶς
ἐπακόλουθες συνεδρίες τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς. Ὅμως δὲν ἔπαψε νὰ
τίθεται τὸ ἐρώτημα σὲ τὶ ὀφελεῖ ἡ συμμετοχή μας στὸν πολυμερὴ
διαχριστιανικὸ διάλογο στὸ ΠΣΕ, καθὼς δὲν ἔπαψε αὐτὴ νὰ μὰς ὁδηγεῖ σὲ
ἀδιέξοδα. Ἔτσι λοιπόν, στὸ κείμενο «Κείμενο περὶ ἐκκλησιολογίας:
Κεκλημένοι νὰ γίνουμε ἡ Μία Ἐκκλησία», τὸ ὁποῖο ἔγινε ἐκεῖ κοινῶς
ἀποδεκτὸ, οἱ Ὀρθόδοξοι ἐκπρόσωποι, μπορεῖ πλέον νὰ μὴν ὑπέγραψαν,
ὅμως παρουσιάζονται νὰ συναίνεσαν χωρὶς καμιὰ ἀντίρρηση, μέσω τῶν
«εἰδικῶν καρτῶν», ἔστω ὅπως ὑποτίθεται καὶ μὲ ἐπιφύλαξη (ad
referendum). Καὶ αὐτὸ τὸ κείμενο στὴν παρ. 5 ἀναφέρει: «ἐνδέχεται νὰ
ὑπάρχουν νόμιμα διαφορετικὲς διατυπώσεις τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας»,
ἐνῶ στὴν παρ. 6 γράφει: «Κάθε ἐκκλησία (εἴτε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἴτε
οἱ προτεσταντικὲς ὁμολογίες ποὺ μετέχουν στὸ ΠΣΕ) εἶναι ἡ Ἐκκλησία
καθολικὴ καὶ ὄχι ἁπλὰ ἕνα μέρος τῆς. Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἐκκλησία
καθολική, ἀλλὰ ὄχι στὴν ὁλότητά τῆς. Κάθε ἐκκλησία ἐκπληρώνει τὴν
καθολικότητά τῆς, ὅταν εἶναι σὲ κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες ἐκκλησίες…Ὁ ἕνας
χωρὶς τὸν ἄλλον εἴμαστε πτωχευμένοι. Ποὺ εἶναι λοιπὸν ἡ Ὀρθόδοξη
ὁμολογία, γιὰ τὴν ὁποία ὑποτίθεται γίνονται οἱ ἀγῶνες τῶν Ὀρθοδόξων
στὸ ΠΣΕ καὶ ἡ ὁποία ὑποτίθεται εἶναι ὁ σκοπός συμμετοχῆς τους, ὅταν
παραδεχόμαστε τοὺς Προτεστάντες ὡς καθολικὲς ἐκκλησίες μέσα ἀπὸ
τὴν κοινωνία μεταξύ τους, ἐνῶ προσβάλλουμε τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
ὡς μὴ ὁλοκληρωμένη καὶ πλήρη, ποὺ ἡ καθολικότητά της ἐκπληρώνεται
μέσα ἀπὸ τὴν κοινωνία της μὲ τοὺς μὴ Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ὅπου καὶ
αὐτὴ πρόκειται γιὰ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, ποὺ βέβαια εἶναι

54
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

ἱεροκανονικὰ ἀπολύτως ἀπαγορευμένη. Ποὺ εἶναι λοιπὸν ἡ ὀρθόδοξη


ὁμολογία, ὅταν γίνονται ἀποδεκτὲς ὅτι ὑπάρχουν νόμιμες διαφορετικὲς
διατυπώσεις τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀντὶ τῆς μίας Ὀρθόδοξης
Πίστεως, τῆς διατυπωμένης κατὰ ἀπόλυτη ἀκρίβεια μέσα στοὺς ὅρους
τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»39;

Ἡ ἴδια καταπάτηση καὶ πλήρης ἀναίρεση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιολογίας


συνεχίστηκε καὶ στὴν 10η Γενικὴ Συνέλευση τοῦ ΠΣΕ στὸ Πουσὰν τῆς
Νότιας Κορέας τὸν Νοέμβριο τοῦ 2013 μὲ τὸ κείμενό της «Δήλωση
Ἑνότητος». Δὲν θὰ ἀναφέρουμε τὶς ἑτεροδιδασκαλίες τοῦ κειμένου, ποὺ
εἶναι ξένες στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία ἐδῶ, καθὼς εἶναι πάρα πολλές,
ὅμως περιέχονται στὸ σχετικὸ μὲ αὐτὲς ὑπόμνημα τῶν πέντε σεβ.
Μητροπολιτῶν40 στὶς 30 Ἀπριλίου 2014, μὲ τὴν ἁγιογραφικὴ καὶ
ἁγιοπατερικὴ ἀναίρεσή τους. Τονίζουν χαρακτηριστικὰ οἱ σεβασμιώτατοι
Μητροπολίτες ποὺ τὸ ὑπογράφουν, ὅτι σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐκκλησιολογία
τοῦ κειμένου: ἀ) «ἡ Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ καὶ ἀλάθητος, δὲν
δύναται νὰ σφάλει», β) «ἡ μετάνοια γιὰ τὴν διάσπαση τῶν Χριστιανῶν
ἁρμόζει εἰς μόνους τους αἱρετικούς», γ) ὑπάρχει «ἑνότης τῆς ὀρθόδοξης
ἐκκλησιαστικῆς δογματικῆς ὁμολογίας», δ) «ἡ ἀόρατος ἐκκλησιαστικὴ
ἑνότης εἶναι καθαρῶς προτεσταντικὸν δόγμα», ε) «ὁ ἰσχυρισμὸς τῆς μὴ
ἐπίτευξης τοῦ "ἵνα πάντες ὦσιν ἕν" εἶναι χριστολογικὴ ἀσέβεια», στ) «τὸ
ΠΣΕ παρεκκλίνει σὲ οἰκολογικὸ χιλιασμό». Ἒπαναλάμβάνουμε λοιπὸν τὸ
ἐρώτημα «σὲ τὶ ὀφελεῖ ἡ συμμετοχή μας στὸ ΠΣΕ;», ἡ ὁποία μάλιστα, μαζὶ
μὲ τὰ κείμενα τοῦ ΠΣΕ, ὅπως τῶν δύο τελευταίων Γενικῶν Συνελεύσεών
του παραπάνω, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ ἀποκορύφωμα τῶν προτεστατικῶν
κοινῶν δηλώσεων, ἐπικυρώθηκε ἀπὸ δέκα τοπικὲς Ἐκκλησίες στὴν
Σύνοδο τοῦ Ἱουνίου τοῦ 2016, ποὺ συγκλήθηκε ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου στὴν Κρήτη; Πῶς εἶναι αὐτὸ δυνατὸν καὶ πῶς παραμένουν
οἱ περισσότερες τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μέλη αὐτοῦ τοῦ
συμβουλίου (ἐκτὸς τῆς Γεωργίας καὶ τῆς Βουλγαρίας ποὺ ἀποχώρησαν τὸ
1997 καὶ τὸ 1998 ἀντίστοιχα), μὴ λαμβάνοντας ὑπόψιν τους τοὺς σχετικοὺς
λόγους σύγχρονων ἁγίων πατέρων καὶ γερόντων (ὅπως αὐτοὺς γιὰ
παράδειγμα ποὺ παρατίθονται στὸ Παράρτημα,βλ. στὸ τέλος);

55
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

10. Ἀναγνώριση Μυστηρίων, intercommunion, καὶ συμπροσευχές. Τὸν


πρῶτο καιρὸ τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, αὐτὴν προωθοῦσαν οἱ
Προτεστάντες, μὲ τὴν ἐνεργὴ συμμετοχὴ καὶ τῶν Ὀρθοδόξων, ἐνῶ
ἀντίθετα οἱ τῆς Παλαιάς Ρώμης Χριστιανοὶ κρατοῦσαν μιὰ ἐπιφυλακτικὴ
στάση καὶ ὁ Πάπας εἶχε ἀπαγορεύσει τὴν συμμετοχή τους στὰ μεγάλα
Συνέδρια της, καθὼς τὸ δόγμα τους ὅριζε τότε ὅτι Ἐκκλησία εἶναι μόνο ἡ
δική τους, μὲς στοὺς κόλπους τῆς ὁποίας μπορεῖ ὁ Χριστιανικὸς Κόσμος νὰ
ἐπανεύρει τὴν ἑνότητά του. Στὴν συνέχεια ὅμως ἡ Ρώμη παρουσίασε μιὰ
ἀλλαγὴ στὰση καὶ τακτικὴ ἀπέναντι στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση, πράγμα
ποὺ συνέβη κατὰ τὴν σύγκληση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου 1962-65, ἡ
ὁποία λεγόταν «ὅτι θὰ ἀλλάξῃ τὴν πνευματικὴ ὄψι τοῦ κόσμου» καὶ
θεωροῦταν ὅτι εἶχε σκοπὸ τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν ὑπὸ τὸν Πάπαν, ἤ
τὴν ὑπέρβαση τῆς κρίσεως στοὺς κόλπους τοῦ παπισμοῦ μετὰ τὴν Α΄
Βατικανή. Λίγο πρὶν τὴν ἔναρξη τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, διεξήχθει ὑπὸ
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἡ Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Ρόδου
τὸ 1961, ἡ ὁποία μεταξὺ ἄλλων ἀπευθύνθηκε καὶ στὴ προετοιμαζόμενη
Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ, ὅπου Ὀρθόδοξοι καὶ Παπικοὶ καλοῦνται «σὲ μιὰ
προσπάθεια μελέτης τῶν προοπτικῶν καλλιέργειας ἑνὸς νέου κλίματος
ἀδελφικῶν σχέσεων καὶ προσεγγίσεων "ἐν τῷ πνεύματι τῆς κατὰ Χριστὸν
ἀγάπης"», τίθοντας τὶς βάσεις γιὰ τὴν ἔναρξη τοῦ "διαλόγου ἀγάπης".
Λίγο ἀργότερα, ἀπασχόλησε ἰδιαίτερα τοὺς Ὀρθοδόξους τὸ τολμηρὸ
ἄνοιγμα τῆς Ρώμης νὰ ἀποστείλει προσκλήσεις στὶς Ὀρθόδοξες τοπικὲς
Ἐκκλησίες γιὰ τὴν παρουσία τους στὴν Σύνοδο ὡς Παρατηρητές,
ἐπιδιώκοντας νὰ προσδωθεῖ στὴ Σύνοδο τὸ στοιχεῖο τῆς οἰκουμενικότητος,
ὅπου μιὰ τέτοια παρουσία ἐπρόκειτο μέχρι τότε περὶ θεσμοῦ ἀγνώστου,
τουλάχιστον στὶς ὀρθόδοξες συνόδους.

Κάτω ἀπὸ τὴν ἔντονη ἐπιμονή τοῦ Πάπα γιὰ τὴν ἀποστολὴ τῶν
παρατηρητῶν, παρόλη τὴν ἀρχικὴ πανορθόδοξη ἄρνηση γι’ αὐτό,
δημιουργήθηκαν προβλήματα καὶ ἀντιδράσεις στὸν ὀρθόδοξο χῶρο, ὅπου
τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας συμφώνησε πρῶτο νὰ τοὺς ἀποστείλει, ὥσπου
τελικὰ συμφώνησε καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας. Ἔτσι μὲ τὸ σκοπὸ τῆς
διευθέτησης τοῦ θέματος αὐτοῦ, ὁ Πατριάρχης ἀποφάσισε νὰ συγκαλέσει
τὴν Β΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Ρόδου, στὴν ὁποία ὅμως τὰ τρία
Πατριαρχεῖα καὶ ἡ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία ἀρνήθηκαν νὰ συμμετέχουν, ἀφοῦ

56
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

ἤδη εἶχαν ἀποφασίσει πανορθοδόξως γιὰ τὸ θέμα καὶ μόνο τὸ


Πατριαρχεῖο Μόσχας εἶχε διαφοροποιηθεῖ. Παρόλα αὐτὰ ὁ Πατριάρχης
Ἀθηναγόρας ἐπίμενε νὰ γίνει ἡ Διάσκεψη καὶ τελικὰ μὲ ἀντικανονικοὺς
χειρισμοὺς καὶ ἀντιεκκλησιατικὲς μεθοδεύσεις προχώρησε στὴν
σύγκλησή τῆς. Στὴν πραγματικότητα βέβαια ὁ κεντρικὸς σκοπὸς δὲν ἦταν
ἡ ἀποστολὴ τῶν Παρατηρητῶν, ἀλλὰ νὰ συζητηθεῖ ἡ πατριαρχικὴ
πρόταση ἔναρξης διαλόγου μὲ τὴν Ρώμη. Φρόντισε λοιπόν, μὲ κάθε μέσο,
νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ Β΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Ρόδου πρὶν τὴν
δεύτερη περίοδο τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου, καὶ ἔτσι ὁρίστηκε στὶς 26
Σεπτεμβρίου, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ κατοχυρώσει τὶς ἐπιθυμητὲς
ἀποφάσεις ὑπὲρ τοῦ διαλόγου, τῶν ὁποίων τὴν λήψη ἀργότερα πιθανὸν
νὰ μὴν εὐνοοῦσε ἡ ὁλοκλήρωση τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου, ἐφόσον
διατηροῦσε τὶς θέσεις τῆς περὶ πρωτείου καὶ ἀλάθητου.

Τελικά, ἐνῶ ἀπουσίαζε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου


Χρυσοστόμου Β´ καὶ ὑπήρξαν σοβαρὲς δυσκολίες καὶ ἔντονες διαφωνίες,
χωρὶς νὰ ληφθεῖ ἀπόφαση γιὰ τοὺς παρατηρητές, λήφθηκε ὅμως
ἀπόφαση γιὰ τὸν διάλογο συμβιβαστικῶς. Ὡστόσο βέβαια, κάτω ἀπὸ
αὐτὲς τὶς συνθήκες ποὺ ἔγινε ἡ Διάσκεψη, κανεῖς δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι
σίγουρος ἄν ὑπάρχουν οἱ προϋποθέσεις ποὺ εἶναι ἀναγκαῖες γιὰ τὴν
ἐπιτυχὴ διεξαγωγή τοῦ διαλόγου, ὅπου καὶ ἡ ἀπόφαση γιὰ «ἐπὶ ἴσοις
ὅροις» διάλογο ποὺ συμφωνήθει κεῖται ἐπὶ τῆς οὐσίας ἐκτὸς ὀρθόδοξης
θεολογίας, ὅπως εἶχε ἐξηγήσει καὶ ὁ πατέρας Γεώργιος Καψάνης: «Μόνον
ὁ ὅλος Θεάνθρωπος ἠμπορεῖ νὰ σώσῃ καὶ τὸν ὅλον ἄνθρωπον.Ἐν ὀνόματι
αὐτοῦ τοῦ ὅλου Θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ τοῦ ὅλου Σώματός Του, τῆς
Ὀρθοδοξίας, δὲν δυνάμεθα νὰ διαπραγματευθῶμεν "ἐπὶ ἴσοις ὅροις" μὲ
τοὺς "παραμορφωμένους Χριστούς" τῶν δυτικῶν, Ρωμαιοκαθολικῶν καὶ
Προτεσταντῶν»41. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, τουλάχιστον ὡς σήμερα, οὔτε
ὑπήρξε, οὔτε φαίνεται νὰ ὑπάρχει καμιὰ πρόθεση νὰ εἰσακουστεῖ ἡ
ὁρθόδοξη φωνὴ, ποὺ ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὸ "ἐπὶ ἴσοις ὅροις" τῆς
ἀπόφασης, ἡ ὁποία καλεῖ τὸν Πάπα νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀξίωση τοῦ
πρωτείου.

Λίγους μήνες μετὰ Β΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Ρόδου, στὶς 5


Ἰανουαρίου 1964, μετὰ ἀπὸ μιὰ ἀκόμη πρωτοβουλία τοῦ Πατριάρχη

57
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

Ἀθηναγόρα, χωρὶς τὴν συγκατάθεση τῶν ἄλλων Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν,


συνάντησε αὐτὸς μετὰ ἀπὸ προσωπικὴ συνεννόηση μαζὶ του, τὸν Πάπα
(Παῦλος ΣΤ΄) στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ συνάντηση αὐτὴ μεταξὺ Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχη καὶ Πάπα ἦταν ἡ πρώτη μετὰ τὸ σχίσμα τοῦ 1054. Ὁ Πάπας
τότε ἐκάλεσε δημόσια τοὺς Ὀρθοδόξους, ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Γεννήσεως
τοῦ Χριστοῦ στὴ Βηθλεέμ, νὰ ἐπανέλθουν στὴν Ρωμαιοκαθολικὴ ποίμνη!
Χαρακτηριστικὰ ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Β΄
Παπασταύρου γιὰ τὴν συνάντηση αὐτὴ εἶχε δηλώσει λίγες μέρες
νωρίτερα: «διατρέχει σήμερον κίνδυνον σοβαρόν ἡ ὁμολογία τῆς
ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως». Μετὰ τὴν συνάντηση στὰ Ἱεροσόλυμα,
ξεκίνησε μιὰ νέα ἐποχὴ στὶς σχέσεις Ρώμης καὶ Κωνσταντινούπολης, τὴν
ὁποία ἄλλοι δέχθηκαν καὶ ἄλλοι ἀντέδρασαν δυναμικά, διαμάχη καὶ
διαίρεση ποὺ συνεχίζεται ὡς σήμερα. Τελικά, λίγο καιρὸ ἀργότερα, τὸ
ἐπόμενο ἔτος, ἔγινε τὸ «μεγάλο βήμα». Ἀφοῦ μέσα στὸ τετραήμερο 21-25
Νοεμβρίου τοῦ 1965 διεξήχθει συζήτηση μὲ παπικὴ ἀντιπροσωπεία στὴν
Κωνσταντινούπολη περὶ ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων, ὡς ἀναγκαία γιὰ τὸν
διάλογο, λίγες ἡμέρες μετὰ λήφθηκε ἀπὸ κοινοῦ ἀπόφαση τοῦ Πάπα καὶ
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη γιὰ τὴν ἄρση, τὴν ὁποία ἀνακοίνωσαν στὶς 7
Δεκεμβρίου 1965. Ἡ ἄρση ἔγινε, οἱ κακοδοξίες τοῦ παπισμοῦ ὅμως, μὲ
πρώτη τὸ Filioque, ἔμειναν ἴδιες καὶ ἀπαράλλακτες. Περὶ τῆς ἄρσεως
αὐτῆς ἡ θέση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β΄ ἦταν ἡ ἐξῆς: «Ὁ
ἀφορισμός τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας ὡς αἱρετικῆς τυγχάνει πρᾶξις
πανορθόδοξη, ὡς ἐπικυρωθεῖσα κατὰ τοὺς Κανόνας τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας παρὰ πασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ ἑπομένως μόνον
διὰ Συνόδου Πανορθοδόξου δύναται νὰ ἀρθῇ»24.

Τὸ ἀκόμα πιὸ φοβερὸ στὴν ὅλη ἱστορία, εἶναι ὅτι ἐνῶ τὸ ἑλληνικὸ κείμενο
γιὰ τὴν "ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων" τοῦ 1965 μεταξὺ Βατικανοῦ καὶ Φαναρίου,
μιλοῦσε γιὰ ἄρση ἀναθεμάτων, τὸ ἴδιο κείμενο, ποὺ κυκλοφόρησε ἡ Ρώμη,
καὶ μετέδωσαν οἱ New York Times, μιλοῦσε ὄχι μόνο γιὰ "ἄρσι
ἀναθεμάτων", ἀλλὰ καὶ γιὰ "ἄρσι ἀκοινωνησίας". Λοιπόν, τὶ πράγματι
ἔγινε; Ἄρση ἀναθεμάτων ἤ ἄρση ἀκοινωνησίας, καὶ προσπάθησαν νὰ τὸ
καλύψουν ἀνάμεσα στοὺς Ὀρθοδόξους, γιὰ νὰ μετριάσουν τὶς
ἀντιδράσεις42;

58
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

Ὅσον ἀφορὰ λοιπὸν τὴν Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο (1962 -65), αὐτὴ ἐπικύρωσε
τὴν νέα οἰκουμενιστικὴ «πολιτική», ἐξεδίδοντας καὶ εἰδικὸ «Διάταγμα περὶ
Οἰκουμενισμοῦ». Σὲ αὐτό, τὸ παπικὸ Πρωτεῖο παρέμενε πρώτη καὶ κυρία
ἀρχή, καὶ ὁμολογοῦταν ὅτι ἡ «Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία» ἦταν ἡ μία καὶ
μόνη Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐχωρίσθησαν ὅλες οἱ ἄλλες
Ἐκκλησίες. Σὲ αὐτὸν τὸν Ρωμαιοκεντρικὸ Οἰκουμενισμό, οἱ Παπικοὶ
καλοῦνται νὰ κρατοῦν πάντοτε τὴν πρωτοβουλίαν στὴν μετὰ τῶν
ἑτεροδόξων συνεργασίαν καὶ ὑπὸ αὐτοὺς τοὺς ὅρους ἐπιτρέπεται νὰ
πραγματοποιεῖται διάλογος μετὰ τῶν ἑτεροδόξων καὶ «ὁμόψυχος
προσευχή». Καὶ ἐνῶ ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας τὰ θεωροῦσε λόγο
ἐνθουσιασμοῦ ὅλα αὐτά, ὁ Ἀρχιεπισκοπος Ἑλλάδος Χρυσόστομος Β΄
ἔγραφε ὅτι μετὰ λύπης ἀναγκάζεται νὰ πεῖ ὅτι ἡ Ρώμη προπαγανδίζει
ὑπὲρ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐπὶ τῇ ἐλπίδι, ὡς ρητῶς ἀναφέρεται καὶ δὲν
ἀποκρύπτεται, ὅτι θὰ προσηλυτίσει Ὀρθοδόξους. Καὶ διερωτωτάται ἄν
τέτοια τεχνάσματα εἶναι δεκτὰ παρὰ Κυρίου. Καὶ ἔλεγε ἀκόμα ὅτι ὁ νέος
οἰκουμενισμός συνεχίζει καὶ δυστυχῶς ἔγινε ἀποδεκτὸς ἀπὸ ἐκείνους τοὺς
Ὀρθοδόξους, ποὺ «χωλαίνουσι μὲν αὐτοὶ περὶ τὴν πίστιν, ὠθοῦσιν ὅμως
τοὺς ἄλλους νὰ ὑποσκάζωσιν». Ὁ νέος διάλογος, ὁ διάλογος τῆς ἀγάπης,
ἀντικατέστησε τὸν διάλογο ἐν ἀληθείᾳ, στὸν ὁποῖο βάση εἶναι ἡ
μετάνοια, διαχωρίζοντας ἔτσι τὴν πίστη ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ὅπως καὶ οἱ
καλὲς σχέσεις μὲ τοὺς συναισθηματισμοὺς παραμέρισαν τὴν θεολογία
τῆς ἀλήθειας. Ὅμως μὲ αὐτὸ τὸν διάλογο, στηριζόμενοι καὶ σὲ λόγια τοῦ
ἴδιου τοῦ Πατριάρχη γι᾿ αὐτόν, πολλοὶ θεώρησαν ὅτι θεμελειώθηκε ἀπὸ
τὸν Πατριάρχη καὶ τὸ "κοινὸν Ποτήριον" ἤ μυστηριακὴ διακοινωνία
(intercommunion), μὲ τὴν εἴσοδο τῆς δεκαετίας τοῦ 70. Στὶς σχετικὲς
δηλώσεις κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὸ Βατικανὸ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1967,
ἀφοῦ πρώτα ἀποδέχθηκε ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ὅτι τόσο οἱ
ἐπίσκοποι τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς ὅσο καὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι
φορεῖς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ διατηροῦν τὴν Ἀποστολικὴ Διαδοχή,
κατέληξε ὅτι «Πλησίον τῆς Ὑμετέρας Ἁγιότητος, παρὰ τῇ Ἁγίᾳ Τραπέζῃ,
ἑτοιμαζόμεθα καρδίᾳ καὶ πνεύματι νὰ πορευθῶμεν πρὸς τὴν κοινὴν
εὐχαριστίαν». Ἐπίσης εἶχε δηλώσει ὅτι: «ἐπειδὴ δὲν ἔχω πολλὲς ἐλπίδες
ἀπὸ τὸν θεολογικὸν διάλογον,... δι' αὐτὸ προτιμῶ τὸν διάλογον τῆς
Ἀγάπης. Νὰ ἀγαπηθοῦμε!... Ὁ Πάπας τὸ εἶπε: ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφὸν
καὶ τοῦ λέγω σ' ἀγαπῶ! Τὸ εἶπα καὶ ἐγώ: Ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφὸ καὶ τοῦ

59
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

εἶπα σ' ἀγαπῶ», ὅπως καί: «Ἤδη ἔρχεται (ἡ Ἕνωση). Διότι ἤδη εἰς τὴν
Ἀμερικὴν μεταλαμβάνετε (οἱ κληρικοί) πολλοὺς ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ποτήριον
καὶ καλὰ κάνετε! Ἐγὼ ἐδῶ, ὅταν ἔρχονται Καθολικοὶ ἢ Προτεστάνται καὶ
ζητοῦν...τοὺς προσφέρω τὸ Ἅγ. Ποτήριον!».

Ἀπὸ τότε λοιπὸν ποὺ ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας εἶχε προωθήσει τὴν


διακοινωνία, ἄρχισε νὰ ὑφίσταται τὸ πρόβλημα κρουσμάτων της, ποὺ
πολλὰ ἔχουν συμβεῖ, ὄχι μόνο στὸ ἐξωτερικό, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ στὴν
Ἑλλάδα, μὲ Παπικοὺς καὶ Οὐνίτες νὰ ἔχουν μεταλάβει σὲ ναούς μας,
ὅπως στὴν Ἀθήνα, στὶς Κυκλάδες, στὰ Ἑπτάνησα κ.ἄ. μὲ ἀποτέλεσμα ἡ
Δ.Ι.Σ. νὰ ἀναγκαστεῖ νὰ ἀποστείλει τὴν Ἐγκύκλιο τῆς 8 Ἰουλίου 2002, ποὺ
τόνιζε ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται «οὔτε κατ' οἰκονομίαν καὶ ἐν ὥρᾳ θανάτου
ἀκόμη...ἡ μετάδοση τῶν ἀχράντων μυστηρίων σὲ ἑτερόδοξο...ἀπὸ
ὀρθόδοξο ἱερωμένο», ὅπως ἄλλωστε ἀκόμη καὶ στοὺς Όρθόδοξους δὲν
ἐπιτρέπεται ἡ Θεία Μετάληψη, χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ πνευματικοῦ τους.
Εἶναι δυνατὸν νὰ δεχθεῖ ἡ Ἐκκλησία μας νὰ ἔρθουν νὰ μεταλάβουν μὴ
Ὀρθόδοξοι μὲ εὐλογία μὴ Ὀρθόδοξου ἱερέα24;

Δυστυχῶς τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας ἐξ΄ ἀρχῆς τοῦ προβλήματος ἔσπευσε


νὰ λάβει διαφορετικὴ θέση, τὴν ὁποία περιγράφει καὶ δικαιολογεῖ ὁ νῦν
μακ. Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος τὸ 1991, ὅταν ἦταν ἀκόμα
Μητροπολίτης Σμολένσκ43 (ἀπὸ κείμενο τοῦ Theodor Petrov στὸ amen.gr):
«Τὴν δεκαετία τοῦ 1970 ἡ Σύνοδος ἔλαβε τὴν ἀπόφαση νὰ ἐπιτρέψει τὴν
κοινωνία τῶν Καθολικῶν καὶ τῶν Παλαιόπιστων σὲ περιπτώσεις
ἀπόλυτης ἀνάγκης. Γιατὶ ἔλαβαν αὐτὴ τὴν ἀπόφαση; Γιὰ ποιμαντικοὺς
λόγους. Σὲ ἀρκετὲς περιοχὲς κατοικοῦσε μεγάλος ἀριθμὸς Καθολικῶν, οἱ
ὁποίοι δὲν εἶχαν δικούς τους ναοὺς καὶ ἐπισκέπτονταν τακτικὰ τοὺς
Ὀρθοδόξους, συμμετεῖχαν σὲ ὅλες τὶς ἀκολουθίες, συμπεριφέρονταν ὡς
"καλοὶ Ὀρθόδοξοι", ἐνεργὰ μέλη τῶν Ὀρθοδόξων ἐνοριῶν καὶ δὲν
μποροῦσαν νὰ κοινωνήσουν», ἐνῶ γιὰ τὴν ἀντίστροφη περίπτωση δήλωσε
ὅτι σύμφωνα μὲ τὴν ἐπίσημη θέση τῆς Ἐκκλησίας οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν ἔχουν
δικαίωμα νὰ κοινωνοῦν σὲ «καθολικὴ ἐκκλησία». Μιὰ ἀκόμα ἐνδιαφέρον
μαρτυρία σχετικὰ μὲ τὴν θέση αὐτὴ τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας εἶναι αὐτὴ
τοῦ Λέων Μπράνγκ ἀπὸ τὴν Κολωνία τῆς Γερμανίας γιὰ τὸ τὶ συνέβαινε
στὴν γερμανόφωνη ἐνορία Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, ἡ ὁποία

60
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

ὑπαγόταν στὸ Πατριαρχεῖο τῆς Ρωσίας: «Ἰδιαίτερο ἐνδεικτικὸ τοῦ


οἰκουμενισμοῦ ποὺ ἐφάρμοσε τὸ Πατριαρχεῖο Ρωσίας ἦταν καὶ ἡ παροχὴ
τῆς Θείας Κοινωνίας σὲ Ρωμαιοκαθολικούς, ποὺ γινόταν κατόπιν
συνεννοήσεως στὴν ἐνορία αὐτή. Βασιζόταν στὴν ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς
Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ 1969, ποὺ ἐπέτρεπε λόγῳ τῶν
εἰδικῶν συνθηκῶν στὴν τότε Σοβιετικὴ Ἕνωση νὰ παρέχεται ἡ Θεία
Κοινωνία σὲ Ρωμαιοκαθολικούς. (Ὡστόσο) Στὴν Γερμανία τοῦ 1979
προφανῶς δὲν ὑπῆρχαν παρόμοιες συνθῆκες μὲ αὐτὲς στὴν Σοβιετικὴ
Ἕνωση»44.

Βέβαια ἡ ἀπόφαση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας γιὰ ἀποδοχὴ τῆς


διακοινωνίας σὲ περιπτώσεις ἀπολύτου ἀνάγκης, ἀντλοῦσε βασικὰ
ἐρείσματα ἀπὸ τὴν γενικὴ θέση του γιὰ τὰ μυστήρια τῶν Παπικῶν, ὅπως
αὐτὴ ἀποκαλύπτεται μέσα ἀπὸ τὸ κείμενο του «Οἱ βασικὲς ἀρχὲς
ἀντιμετώπισης τῶν ἑτεροδόξων ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», («Ὁ
διάλογος μὲ τὴ Ρωμαιοκαθολική ἐκκλησία οἰκοδομεῖται καὶ πρέπει νὰ
ὀικοδομεῖται στὸ μέλλον μὲ βάση ἐκεῖνο τὸ θεμελιακὸ παράγοντα ὅτι
δηλαδὴ αὐτὴ ἀποτελεῖ μιὰ ἐκκλησία, στὴν ὁποία διατηρεῖται ἡ
ἀποστολικὴ διαδοχὴ τῶν χειροτονιῶν»)36, ὅπως καὶ ἀπὸ τὶς δηλώσεις τοῦ
σεβ. Πρόεδρου τοῦ Τμήματος Ἐξωτερικῶν Ἐκκλησιαστικῶν Σχέσεων τοῦ
Πατριαρχείου Μόσχας Μητροπολίτη Βολοκολάμσκ Ἰλαρίων: «Υπάρχουν
ὅμως ὁρισμένοι κανόνες καὶ θέσμια, τὰ ὁποία μποροῦν νὰ θεωρούνται ὡς
ἐπίσημη θέση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καὶ ἀναφέρονται στὸ κείμενο
"Οἱ βασικὲς ἀρχὲς ἀντιμετώπισης τῶν ἑτεροδόξων ἀπὸ τὴ Ρωσική
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία". Δὲν γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἀποδοχή ἡ μὴ τῆς
ἐνέργειας τῶν Μυστηρίων, ἀλλὰ ἐπισημαίνεται ὅτι στὸ διάλογο μὲ τοὺς
Παπικοὺς πρέπει νὰ βασιζόμαστε στὸ ὅτι "ἡ ἐκκλησία τους ἔχει
ἀποστολικὴ διαδοχή". Ἐπιπλέον, ἐκ τῶν πραγμάτων τὰ μυστήρια αὐτῆς
τῆς 'ἐκκλησίας' ἀναγνωρίζονται καὶ στὴν περίπτωση ἄν ἕνας Καθολικὸς
ἀσπάζεται π.χ. τὴν Ὀρθοδοξία. Ἐδῶ θέλει διάκριση μεταξύ ἀναγνωρίσεως
τοῦ Μυστηρίου τῆς εὐχαριστίας καὶ ἀναγνωρίσεως ἄλλων
Μυστηρίων. Δεχόμαστε ἀνθρώπους στὴν Ὀρθοδοξία χωρίς ὡστόσο νὰ
τους ἀναβαπτίζουμε, ἔστω καὶ ἄν ἔρχονται ἀπὸ προτεσταντικὲς
ὁμολογίες, ἀλλὰ ταυτόχρονα, ἐὰν ἕνας πάστορας ἀσπάζεται τὴν
Ὀρθοδοξία, τὸν δεχόμαστε ὡς λαϊκό. Ἐὰν ἕνας Παπικὸς ἱερέας ἤ

61
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

ἐπίσκοπος ἐντάσσεται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὸν δεχόμαστε ὡς ἱερέα


καὶ ἐπίσκοπο ἀντίστοιχα, δηλαδὴ ἐδῶ ἐκ τῶν πραγμάτων ἀναγνωρίζεται
τὸ μυστήριο τῆς ἱεροσύνης ποὺ τελέσθηκε ἐν προκειμένω. Ἄλλο πράγμα
εἶναι ἡ ἐρμηνεία αὐτοῦ τοῦ Μυστηρίου. Ἐδῶ ὑπάρχει μεγάλη ἀπόκλιση
ἀπόψεων. Τὸ μόνο ποὺ μπορῶ νὰ πῶ εἶναι ὅτι δὲν ὑπάρχει εὐχαριστιακὴ
κοινωνία μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν, ἡ ἰσχύουσα ἐκκλησιαστικὴ
τάξη δὲν ἐπιτρέπει στοὺς πιστοὺς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας νὰ
κοινωνοῦν στοὺς Ρωμαιοκαθολικούς»45.

Ἅλλες σχετικὲς δηλώσεις τοῦ σεβ. Μητροπολίτη Βολοκολάμσκ Ἰλαρίων


εἶναι: «Οὐσιαστικὰ καὶ σὲ ἐμᾶς (ὅπως καὶ στοὺς Καθολικούς) ὑπάρχει ἡ
ἀμοιβαία ἀναγνώριση τῶν Μυστηρίων. Δὲν ἔχουμε Μυστηριακὴ κοινωνία,
ὅμως ἀναγνωρίζουμε τὰ Μυστήρια... ἄν ἕνας καθολικὸς κληρικὸς
προσέλθει στὴν Ὀρθοδοξία. Ἐμεῖς τὸν δεχόμαστε ὡς κληρικό, δὲν τὸν
χειροτονούμε ἐκ νέου. Καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι de facto ἀναγνωρίζουμε τὰ
Μυστήρια τῆς Καθολικής ἐκκλησίας»46. Ὅσον ἀφορᾶ καὶ τὴν προοπτικὴ
τῆς ἕνωσης: «μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών καὶ Ὀρθοδόξων ὑπάρχει
συναντίληψη-αναγνώριση γιὰ τὸ θέμα τῶν μυστηρίων. Ἀναγνωρίζουμε
στὴ Ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία τὴν ἀποστολικὴ διαδοχή. Οἱ
Ρωμαιοκαθολικοὶ ἀναγνωρίζουν τὴ σωτηρία καὶ μέσα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία, ἀλλὰ θεωροῦν ὅτι ὀλοκληρωμένη ἐκκλησία εἶναι αὐτὴ ποὺ ἔχει
κοινωνία μὲ τὴν ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Ἀναγνωρίζουν τὰ μυστήριά μας,
τὴν ἱεραρχία μας καὶ στὶς κατηχήσεις τους ἀναγνωρίζουν τὴν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία ὡς σωτηριολογική…δὲν εἴμεθα διατεθειμένοι νὰ ὑπογράψουμε
ἔνωση τύπου οὐνίας. Θέλουμε νὰ βοηθήσουμε τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς νὰ
ἀντιληφθοῦν ὅτι τὴν πρώτη χιλιετία ὁ πάπας δὲν εἶχε Οἰκουμενικὴ
δικαιοδοσία», καὶ παρακάτω «Ἐμείς δὲν θα συμβιβαστούμε μὲ τοὺς
Ρωμαιοκαθολικούς. Ὁ διάλογος γίνεται γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσουμε νὰ
ἀντιληφθοῦν τὸ λανθασμένο τῶν θέσεών τους»47.

Πρέπει νὰ σημειωθεῖ ἐδῶ ὅτι αὐτὲς οἱ ἀπόψεις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας


βρίσκουν σημαντικὴ στήριξη στὴν Συμφωνία τοῦ Balamand στὸ Λίβανο,
τὸ 1993, ποὺ ὑπογράφθηκε μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν ποὺ γράφει
ὅτι (παρ. 13-14): «Καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτὸ ποὺ ὁ
Χριστός ἐμπιστεύθηκε στὴν Ἐκκλησία Του… δὲν μπορεῖ νὰ θεωρεῖται σὰν

62
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

ἰδιοκτησία τῆς μιὰς μόνον ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες μας. Στὰ πλαίσια αὐτὰ εἶναι
προφανὲς ὅτι κάθε εἴδους ἀναβαπτισμὸς ἀποκλείεται… ἡ Ὀρθόδοξη καὶ ἡ
Καθολικὴ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζονται ἀμοιβαῖα ὡς 'ἀδελφὲς Ἐκκλησίες',
ὑπεύθυνες ἀπὸ κοινοῦ γιὰ τὴν διατήρηση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ στὴν
πιστότητα πρὸς τὸ Θεῖο Σχέδιο, πολὺ ἰδιαίτερα δὲ σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν
ἑνότητα». Ἅν μιλάμε γιὰ 'ἀδελφὲς Ἐκκλησίες', τότε θὰ ἀναγνωρίζουμε
ἔγκυρα μυστήρια καὶ στὶς δύο, καὶ τότε εἶναι ἐγγὺς καὶ ἡ ἑνότης, 'πρὸ τῶν
θυρῶν'. Ἔτσι, πράγματι βλέπουμε, εἰδικὰ στὶς μέρες μας, τουλάχιστον στὸ
ἐξωτερικό, ἱεράρχες νὰ μεταλαμβάνουν ἐν γνώση τοὺς παπικούς (ὁ
γράφων τὸ ἔχει δεῖ μὲ τὰ μάτια του, ἀλλὰ δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ γράψει
περαιτέρω λεπτομέρειες περὶ αὐτοῦ).

Καὶ μέσα στὸν κυκεώνα τῶν συμπροσευχῶν Ὀρθοδόξων, Παπικῶν,


Προντεσταντῶν καὶ Μὴ Χαλκηδονίων, οἱ ὁποῖες συγκεκριμένα στὸ ΠΣΕ
προβλέπονται ὡς μέρος τοῦ καταστατικοῦ λειτουργίας του, ἔρχεται ὡς
ἀποτέλεσμα ἡ ἀποκορύφωση σὲ μεμονωμένες πρὸς τὸ παρὸν
περιπτώσεις, αὐτὴ τῆς διακοινωνίας. Ὡστόσο κατὰ τοὺς ἱεροῦς κανόνες
ἀκόμα καὶ οἱ συμπροσευχές, ὅλες ἀνεξαιρέτως, εἶναι ρητὰ καὶ
κατηγορηματικὰ ἀπαγορευμένες, χωρὶς κανένα περιθώριο οἰκονομίας,
κατὰ τὴν κοινὴ ἁγιοπατερικὴ μαρτυρία. Ἡ πληθώρα τῶν οἰκουμενικοῦ
κύρους ἱ. κανόνων τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ἀναφέρονται στὴν
ἀπαγόρευση συμπροσευχῆς μὲ αἱρετικούς, εἶναι οἱ ἐξῆς: Ι΄ τῶν Ἁγ.
Ἀποστόλων: «Εἴ τὶς ἀκοινωνήτῳ, κᾂν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος
ἀφοριζέσθω», ΙΑ΄ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων: «Εἴ τὶς καθῃρημένῳ, κληρικὸς ὤν,
κληρικῷ συνεύξηται, Καθαιρείσθω καὶ αὐτός», ΜΕ΄ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων:
«Ἐπίσκοπος, ἤ Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος, μόνον,
ἀφοριζέσθω, εἰ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς Κληρικοῖς, ἐνεργῆσαι τι,
καθαιρείσθω», ΣΤ΄ τῆς ἐν Λαοδικεία: «Περὶ τοῦ μὴ συγχωρεῖν τοῖς
αἱρετικοῖς εἰσιέναι εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ, ἐπιμένοντος τῇ αἱρέσει», ΛΒ΄
τῆς ἐν Λαοδικείᾳ: «Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικῶν εὐλογίας λαμβάνειν, αἵτινες εἰσίν
ἀλογίαι μᾶλλον, ἤ εὐλογίαι», ΛΓ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου: «Ὅτι
οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἤ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι». Ἐπίσης εἶναι καὶ ἄλλοι
ὅπως: ΞΕ΄ καὶ ΟΑ΄ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων, Θ΄ καὶ ΛΔ΄ καὶ ΛΖ΄ τῆς ἐν
Λαοδικείᾳ, Θ΄ τοῦ Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας, Β΄ τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ, Α΄ τῆς Δ΄
Οἰκ. Συνόδου, Β΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκ. Συνόδου, Α΄ τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου»48.

63
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

11. Οἱ συναντήσεις μὲ τὸν Πάπα, ἡ Κοινὴ Δήλωση καὶ ἡ Σύνοδος στὴν


Κρήτη τὸ 2016. Μετὰ τὴν πρώτη συνάντηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη
Ἀθηναγόρα μὲ τὸν Πάπα τὸ 1964, συνεχίστηκαν οἱ συναντήσεις μεταξὺ
Oἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν καὶ Παπῶν, ἐπανειλλημένα σὲ ἰκανὸ βαθμό,
ὥστε σήμερα θὰ μποροῦσαν νὰ θεωρηθοῦν ρουτίνα. Ἴσως ἡ ἐπόμενη πιὸ
σημαντικὴ καὶ πασίγνωστη συνάντηση εἶναι αὐτὴ ποὺ ἔγινε εἰς ἀνάμνηση
τῆς πρώτης συνάντησης, καὶ πάλι στὰ Ἱεροσόλυμα, μετὰ ἀπὸ πενήντα
χρόνια, τὸν Μάιο τοῦ 2014. Μόλις δύο μήνες νωρίτερα εἶχε
πραγματοποιηθεῖ στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἡ Σύναξη
Προκαθημένων ἐν ὄψη τῆς Πανορθόδοξης Συνόδου, ἡ ὁποία Σύνοδος τότε
ἀνακοινώθηκε ὅτι θὰ διεξαχθεῖ δύο ἔτη ἀργότερα, ὅπως καὶ ἔγινε τελικὰ
τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016, στὴν Ὀρθόδοξη Ἀκαδημία Κρήτης, στὸ Κολυμπάρι
Χανίων. Σὲ αὐτὴ τὴν Σύναξη - σταθμὸ στὴν προετοιμασία τῆς Συνόδου -
εἶχε παρευρεθεῖ καὶ ὁ μακ. Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος.

Μετὰ ἀπὀ σχεδὸν δύο ἔτη λοιπὸν, καὶ ἀφοῦ πρώτα πραγματοποιήθηκε ἡ
Ε΄ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη στὸ Σαμπεζύ, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2015, ποὺ ἦταν
καὶ ἡ τελευταία πρὶν τὴν Σύνοδο στὴν Κρήτη, ἀκολούθησε καὶ μιὰ ἀκόμη
τελευταία προσυνοδικὴ Σύναξη Ὀρθόδοξων Προκαθημένων, ἐπίσης στὸ
Σαμπεζύ, στὶς 18-21 Ἰανουαρίου 2016. Ὁ Πατριάρχης Μόσχας ἦταν καὶ
πάλι παρῶν, καὶ στὴν ὁμιλία του ἦταν σαφεῖς οἱ ἐνστάσεις του ὅτι: ἀ) δὲν
ἀρκεῖ ὁ χρόνος μέχρι τὸν Ἰούνιο γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ σωστὰ ἡ
προετοιμασία τῆς Συνόδου, ὅπου ὑπάρχουν ἀκόμα σημαντικὰ θέματα καὶ
διαφωνίες, γιὰ νὰ λυθοῦν, τῶν ὁποίων αἰτία ποὺ ἀκόμα δὲν λύθηκαν,
κατὰ τὸν ἴδιο εἶναι ἡ ἐλλειπὴ μεθοδολογία προπαρασκευῆς τῆς Συνόδου,
β) ἡ προετοιμασία ἔπρεπε νὰ γίνει μὲ μορφὴ ἀνοιχτῆς συζήτησης καὶ νὰ
δημοσιευθοῦν τὰ προσυνοδικὰ κείμενα ποὺ μέχρι τότε ἦταν ἄγνωστα
στοὺς πιστοὺς καὶ δημιουργοῦσαν ὑποψίες, γ) δὲν ἐφαρμόστηκαν οἱ
ἐντολὲς ἀπὸ τὴν Εἰδικὴ Διορθόδοξη Ἐπιτροπή καὶ τὴν Ε’ Προσυνοδικὴ
Πανορθόδοξη Διάσκεψη, δ) τὸ κείμενο «Τὸ αὐτοκέφαλο καὶ ὁ τρόπος
ἀνακηρύξεως αὐτοῦ» ἦταν ἀνάγκη νὰ μὴν μείνει ἐκτὸς ἡμερίσιας
διάταξης τῆς Συνόδου, τονίζοντας ὅτι κάθε νέο αὐτοκέφαλο εἶναι
ἀπαραίτητο νὰ ἀνακηρύσσεται μετὰ ἀπὸ πανορθόδοξη ὁμοφωνία, καὶ ε) ἡ

64
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση στὴν Οὐκρανία εἶναι πολὺ σοβαρή, ὅπου οἱ


Οὐκρανοὶ πιστοὶ ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτη Ὀνουφρίου δέχονται ἀπηνῆς
διωγμοὺς ἀπὸ τοὺς σχισματικοὺς μὲ τὴν στήριξη τῶν τοπικῶν ἀρχῶν49!

Ὡστόσο, ἐκεῖ ποὺ θὰ περίμενε κανεῖς νὰ ἑστιάσουν ἀπὸ ὅλες οἱ πλευρὲς


τοῦ ὀρθόδοξου κόσμου νὰ φέρουν εἰς πέρας ἐπιτυχῶς τὸ ἐγχείρημα τῆς
διεξαξωγῆς τῆς Συνόδου, μὲ πνεῦμα ἑνότητος καὶ ἀλληλεγγύης, ἔχοντας
μπεῖ στὴν τελικὴ εὐθεία πρὸς αὐτὸ τὸν σκοπὸ μετὰ τὴν προσυνοδικὴ
Σύναξη τῶν Προκαθημένων τοῦ Ἰανουαρίου, μὲ μόνο λίγους μήνες νὰ
τοὺς χωρίζουν ἀπὸ τὴν Σύνοδο, τότε συνέβη τὸ ἐντελῶς ἀναπάντεχο.
Λίγες μέρες μετὰ τὴν Σύναξη, στὶς 12 Φεβρουαρίου 2016, ὁ Πατριάρχης
Μόσχας θεώρησε ὅτι ἦταν κατάλληλη ὥρα πρὶν λάβει μέρος γιὰ πρώτη
φορὰ σὲ Πανορθόδοξη Σύνοδο, νὰ προλάβει νὰ συναντήσει γιὰ πρώτη
φορὰ τὸν Πάπα. Φυσικά, πρὶν ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Μόσχας καὶ ἀρκετοὶ
ἄλλοι Ὀρθόδοξοι Προκαθήμενοι τὸν εἶχαν συναντήσει (Ρουμανίας,
Ἑλλάδας, Βουλγαρίας, Κύπρου), μὲ πρῶτο τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη,
ποὺ ἐδῶ καὶ πλέον τῶν πενήντα ἐτῶν, τὸν συναντοῦσε ἐπανειλημμένα.
Εἶχε καθυστερήσει ὁ Πατριάρχης Μόσχας νὰ βάλει ἀρχή σὲ αὐτό, ἀλλὰ
θεώρησε ὅτι ποτὲ δὲν εἶναι ἀργά. Καὶ ἔκρινε ὡς κατάλληλη στιγμή αὐτὴ
λίγο πρὶν τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης. Ἀκόμα ὅμως πιὸ σοβαρὸ ἦταν καὶ πιὸ
μεγάλο βάρος εἶχε ἡ κοινὴ δήλωση ποὺ προέκυψε ἀπὸ αὐτὴν τὴν
συνάντηση ποὺ τὴν προσυπόγραψαν μαζὶ μὲ τὸν Πάπα. Γεμάτη
ἀντιορθόδοξες διατυπώσεις, ἀποτέλεσε κάτι σὰν προοίμιο καὶ προάγγελο
τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἀκολούθησε λίγο μετὰ στὴν Κρήτη καὶ στὴν ὁποία ὁ
μακ. Πατριάρχης Κύριλλος τελικὰ δὲν παρευρέθηκε. Ἀπὸ ὅτι φαίνεται,
ἁπλούστατα, ἀφοῦ δὲν ὑπήρχε ἀλληλοκατανόηση μὲ τοὺς Ὀρθόδοξους
ἀδελφούς του σὲ κάποια βασικὰ θέματα (χρόνος καὶ μέθοδος
προετοιμασίας Συνόδου, ἀλλὰ καὶ κυρίως τὸ πρωταρχικὸ θέμα τῆς
χορήγησης αὐτοκεφάλου, ποὺ ἀφοροῦσε τὸ κρίσιμο οὐκρανικὸ ζήτημα),
μετὰ τὶς ἐπισημάνσεις καὶ προειδοποιήσεις του στὴν τελευταία
προσυνοδικὴ Σύναξη Προκαθημένων, στράφηκε πρὸς συνάντηση τοῦ
ἑτερόδοξου ἀδελφοῦ του, Πάπα, στὴν Ἀβάνα τῆς Κούβας, γιὰ νὰ βρεῖ
κατανόηση σὲ αὐτὸν, ποὺ τὸν περίμενε μὲ ἀνοιχτὲς τὶς παπικὲς του
ἀγκάλες. Ὥσπερ καὶ ἔγινε ἡ ἱστορικὴ συνάντηση, καὶ ὑπογράφηκε καὶ ἡ
κοινὴ δήλωση, μὲ κάποιες βέβαια ἀλλοιώσεις στὰ ὀρθόδοξα νοήματα, ποὺ

65
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

ἄλλωστε τέτοιες στὴν οὐσία τους ἐπρόκειτο νὰ ὑπάρχουν καὶ στὰ κείμενα
τῆς ἐν τῆ Κρήτη Συνόδου.

Στὸ κείμενο ποὺ ὑπέγραψε μόνος του ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν Ὀρθοδόξων,
κινούμενος αὐτόβουλα καὶ ἀνεξάρτητα ὁ Πατριάρχης Μόσχας, ὑπήρχαν
οἱ ἐξῆς θέσεις, ποὺ ἐκ ὀρθόδοξου ἐπόψεως προδήλως ὑστεροῦν καὶ
ποικιλοτρόπως πάσχουν:
1. «συναντηθήκαμε ὡς ἀδελφοὶ στη Χριστιανική πίστη» (παρόλες τὶς
κακοδοξίες τοῦ Πάπα).
2. «γιὰ νὰ συζητήσουμε τὶς ἀμοιβαῖες σχέσεις μεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν» (καὶ
οἱ Παπικοί Ἐκκλησία, ἄρα μὲ ἱεροσύνη, μυστήρια καὶ Θεία Εὐχαριστία).
3. «μοιραζόμαστε τὴν ἴδια πνευματική Παράδοση τῆς πρώτης χιλιετίας
τοῦ Χριστιανισμοῦ» (ὄχι μοιραζόμαστε τώρα, ἀλλὰ μοιραζόμασταν
κάποτε).
4. «τίς (δογματικὲς διαφορές) τὶς κληρονομήσαμε ἐκ τῶν προκατόχων
μας» (οἱ δογματικὲς διαφορὲς προήλθαν ἀπὸ τὴν ἀλλοίωση τοῦ δόγματος
ἀπὸ τοὺς αἱρεσιάρχες, καὶ δὲν βαραίνουν τοὺς ἁγίους Πατέρες, τοὺς
φορείς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀποτελῶντας ἀπόλυτη βλασφημία τὸ νὰ
τοὺς παρουσιάζει ὁποιοσδήποτε ὑπεύθυνους γι’ αὐτό).
5. «νὰ προσευχηθοῦμε στὸν Κύριο μὲ ἀνανεωμένο ζήλο γιὰ τὴν πλήρη
ἑνότητα ὅλων τῶν μαθητῶν Του» (ἡ πλήρη ἑνότητα εἶναι ἀγαθὸ γι’
αὐτοὺς μόνο μέσα στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία,
ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξη).
6. «Λυπούμεθα διὰ τὴν ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας καὶ
ἁμαρτωλότητας ἀπώλεια ἑνότητας, γενομένη ἀσυμφώνως πρὸς τὴν
Ἀρχιερατικὴ Προσευχὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ: "ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθὼς
σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν"» (τὸ "ἵνα
πάντες ἕν ὦσι" ἀναφέρεται σαφῶς κατὰ τὸ ὅλο σχετικὸ ἁγιογραφικὸ
χωρίο, καὶ σὲ συμφωνία μὲ τὴν ἁγιοπατερικὴ ἐρμηνεία, στοὺς Μαθητὲς
τοῦ Κυρίου, στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀπώλεσαν ποτὲ τὴν
ἑνότητα μεταξύ τους, ἀλλὰ τὴν παρέδωσαν στὸ πλήρωμα τῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας, καὶ οἱ μόνοι ποὺ τὴν ἔχασαν εἶναι ὅσοι ἀποκόπηκαν ἀπὸ
Αὐτήν – πρώτα οἱ μὴ Χαλκηδόνιοι, ποὺ διασπάσθηκαν ἐκ νέου στὴν
συνέχεια μεταξύ τους πάλι καὶ πάλι, καὶ μετὰ οἱ Δυτικοί, ὅπου ἀπὸ τὸ

66
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

μανδρὶ τοῦ Πάπα μὲ νέα διάσπαση προήλθαν οἱ Διαμαρτυρόμενοι, οἱ


ὁποίοι κατέληξαν οἱ περισσότερο ὅλων πολυδιασπασμένοι).
7. «Πιστεύουμε ὅτι αὐτοὶ οἱ μάρτυρες τῆς ἐποχῆς μας, οἱ ὁποίοι ἀνήκουν
σὲ διάφορες ἐκκλησίες, ἀλλὰ ὅμως εἶναι ἑνωμένοι διὰ τῶν κοινῶν
παθημάτων τους, ἀποτελοῦν ἐγγύηση τῆς ἑνότητας τῶν Χριστιανῶν» (τὸ
μαρτύριο αὐτῶν τῶν νεομαρτύρων δὲν μπορεῖ νὰ ἐξασφαλίσει ἑνότητα σὲ
ἐπίπεδο ἐκκλησιῶν, γιὰ τὴν ὁποία οὐσιαστικὴ προϋπόθεση ἀποτελεῖ ἡ
ἀποταγὴ ἐκ μέρους τους τῆς πλάνης καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῆς ἀνόθευτης
Ὀρθόδοξης Πίστης. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μαρτυροὺν κάποιοι ἀνάμεσα
στοὺς ἑτερόδοξους καὶ οἱ ὑπόλοιποι νὰ περιμένουν νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὸ
μαρτυρικὸ αἷμα τῶν ἄλλων, ἐπιμένοντας νὰ παραμένουν στὴν μὴ ὀρθὴ
πίστη).
8. «Οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ Καθολικοὶ εἶναι ἑνωμένοι… διὰ τῆς ἀποστολῆς
τους: νὰ κηρύσσουν τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στὸν σημερινὸ κόσμο. Αὐτὴ
ἡ ἀποστολή… ἀποκλείει κάθε μορφὴ προσηλυτισμοῦ. Δὲν εἴμαστε
ἀνταγωνιστές, ἀλλὰ ἀδελφοὶ καὶ ἡ ἀντίληψη αὐτὴ πρέπει νὰ καθοδηγεῖ
τὶς κοινὲς μας ἐνέργειες, καθὼς καὶ ἐκεῖνες ποὺ ἀπευθύνονται πρὸς τὸν
ἔξω κόσμο. Προτρέπουμε τοὺς Καθολικοὺς καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους σὲ ὅλες
τὶς χῶρες νά…. ὁμοφρονοῦν μεταξύ τους («τὸ αὐτὸ φρονεῖν ἐν ἀλλήλοις
κατὰ Χριστὸν Ἰησοῦν», Ρωμ. 15,5)» (μποροῦμε νὰ διδάσκουμε τὸ ἀληθινὸ
Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὸ κάθε ἕτερο εὐαγγέλιο, σὰν νὰ εἶναι ἕνα
καὶ τὸ αὐτό; Ὁ «πρῶτος ἄνευ ἴσων» «ἀλάθητος» Πάπας καὶ εἰσηγητῆς τῆς
ἀντι-Νικαίας προσθήκης τοῦ Filioque, ἕτερο εὐαγγέλιο δὲν διδάσκει;).
9. «Οἱ Καθολικοὶ καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι καλοῦνται νὰ ἐργαστοῦν μαζί,
ἀδελφικά, γιὰ τὴν κήρυξη τοῦ εὐαγγελίου τῆς σωτηρίας, γιὰ τὴ
συμμαρτυρία ὡς πρὸς τὴν ἠθικὴ ἀξιοπρέπεια καὶ τὴν αὐθεντικὴ
ἐλευθερία τοῦ προσώπου, ὥστε ὁ κόσμος νὰ πιστέψει…» (αὐθεντική,
πραγματικὴ ἐλευθερία μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια, «ἡ
ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰω. 8,32), καὶ ἄρα μπορεῖ νὰ κατακτηθεῖ καὶ
νὰ βιωθεῖ μόνο ἐντὸς τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησία, δηλαδὴ τῆς Ὀρθόδοξης).
10. «Εν πολλοίς, τὸ μέλλον τῆς ἀνθρωπότητας θὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ τὴ
δυνατότητά μας νὰ δώσουμε ἀπὸ κοινοῦ μαρτυρία γιὰ τὸ Πνεύμα τῆς
ἀληθείας, στοὺς δύσκολους αὐτοὺς καιρούς» (δὲν εἶναι δυνατὸν οἱ
ἑτερόδοξοι Δυτικοὶ ποὺ ἔχουν χάσει τὴν ἀλήθεια νὰ μιλοῦν γιὰ τὸ Πνεῦμα

67
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

τῆς Ἀληθείας – πρώτα καὶ κύρια θὰ πρέπει νὰ ἀφαιρέσουν τὸ Filioque,


ποὺ δὲν ὑπάρχει στὸ Σύμβολο τῆς Νικαίας καὶ ἀμέσως μετὰ νὰ
μετατρέψουν τὸ ἐκκλησιαστικὸ τους πολίτευμα σὲ συνοδικό κατὰ τὴν
ἀποστολικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας).
11. «Παράλληλα οἱ ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες, οἱ ὁποῖες ἀναδύθηκαν ὡς
ἀποτέλεσμα τῆς ἱστορίας, ἔχουν δικαίωμα νὰ ὑπάρχουν καὶ νὰ πράττουν
τὸ πᾶν ἀπαραίτητο πρὸς κάλυψη τῶν πνευματικῶν ἀναγκῶν τῶν πιστῶν
αὐτῶν, ἐπιδιώκοντας εἰρήνη μὲ τοὺς γείτονες. Οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ
Ἑλληνόρυθμοι Καθολικοὶ (ἐννοεῖ τοὺς Οὐνίτες) ἔχουν ἀνάγκη νὰ
συμφιλιωθοῦν καὶ νὰ ἀναζητήσουν τίς ἀμοιβαίως ἀποδεκτὲς μορφὲς
συνυπάρξεως» (ὅπου οἱ Οὐνίτες ἀντιγράφουν καὶ μιμοῦνται πλήρως τοὺς
Ὀρθόδοξους στὴν ἐξωτερική τους παρουσία, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα
εἶναι Παπικοὶ κάτω ἀπὸ τὴν σκέπη τοῦ Πάπα, τὸ ὁποίο ἀποτελεῖ μιὰ
ἀπόλυτη ἐξαπάτηση μὲ σαφὴ ἐπιδίωξη καὶ σκοπὸ τὸν προσηλυτισμὸ τῶν
Ὀρθοδόξων στὸν παπισμὸ - πῶς ἐνῶ ἐπιμένουν σὲ αὐτὴν τὴν ὑπουλη
μίμηση μποροῦν νὰ περιμένουν τὴν ἀναγνώρισή τους ὡς ἱστορικὲς
ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες, συμφιλιωμένες καὶ σὲ εἰρήνη μὲ τοὺς
Ὀρθοδόξους;)50.

Τὴν συνάντηση αὐτὴ τοῦ μακ. Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλου μὲ τὸν Πάπα,
ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης δὲν τὴν ἄφησε ἀναπάντητη. Στὶς 16 Ἀπριλίου
2016 καὶ ἐνῶ ὁ χρόνος ἔρεε καθ’ ὁδὸν πρὸς τὴν σύγκληση τῆς ἐν Κρήτη
Συνόδου τὸν Ἰούνιο, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ἀφοῦ ἔκανε ὅλες τὶς
σχετικὲς ἀπαραίτητες ἐνέργειες πραγματοποίησε συνάντηση μὲ τὸν
Πάπα στὴν Λέσβο μὲ ἀφορμὴ τὸ μεταναστευτικό. Καθὼς ἡ συνάντηση
ἦταν ἐπὶ ἑλληνικοῦ ἐδάφους τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἑλλάδος, αὐτὸ
συμπαρέσυρε καὶ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἑλλάδας Ἱερώνυμο νὰ παρευρεθεῖ.
Τελικά, νέα κοινὴ δήλωση ὑπογράφτηκε καὶ ὁ Πάπας αὐθημερὸν
ἐπέστρεψε στὸ Βατικανὸ μέ… συμβολικὴ ὁλιγάριθμη συνοδεία
μεταναστῶν, ποὺ εἶχαν τὴν τύχη στὴν Ἰταλία τουλάχιστον νὰ εἰσέλθουν
μὴ λαθραίως διὰ θαλάσσης, ἀλλὰ νομίμως ἐναερίως, μὲ τὸν πατεράκο
τους (ποὺ σημαίνει Πάπας). Αὐτὰ ὅμως πέρασαν, οἱ μέρες κύλησαν καὶ
ἔφθασε ἡ ὥρα τῆς Συνόδου, ὁπότε πράγματι καὶ διεξήχθει. Ἦταν λοιπὸν
δυνατὸν μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ νὰ συμμετέχουν σὲ αὐτὴν καὶ οἱ δύο
Πατριάρχες, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης μὲ τὸν Μόσχας; Ὁ Πάπας, στὸν

68
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

ὁποῖο προσέτρεξαν νὰ προλάβουν νὰ λύσουν τὰ προβλήματά τους,


στάθηκε πρόσκομμα καὶ λόγος διαιρέσεως ποὺ δὲν τοὺς ἐπέτρεψε τελικὰ
νὰ βρεθοῦν μαζί γιὰ νὰ τὰ λύσουν μεταξύ τους.

Καθὼς ὁ Πατριάρχης Μόσχας εἶναι πασιφανὲς ὅτι δὲν ἔλλειψε γιὰ


δογματικοὺς λόγους ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης, ὅπως σαφῶς
ἀποδείχθηκε ἀπὸ τὴν συνάντησή του μὲ τὸν Πάπα στὴν Ἀβάνα, καὶ τὴν
κοινή τους δήλωση ἐκεῖ, ὅπου ἄλλωστε ἄν εἶχε δογματικὲς διαφωνίες θὰ
μποροῦσε νὰ ἔχει διατυπώσει ἀπὸ πρὶν κατὰ τὴν προετοιμασία τῶν
προσυνοδικῶν κειμένων τὶς ἐπιφυλάξεις του, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν διάρκεια
τῆς Συνόδου θὰ μποροῦσε νὰ παραθέσει καὶ νὰ ὑποστηρίξει τὶς προτάσεις
του, τὸ μείζων ἐρώτημα ποὺ τίθεται εἶναι: "ἄν ἐκεῖνος μετεῖχε στὴν
Σύνοδο τῆς Κρήτης τὶ καλύτερο θὰ ἐπιτυγχανόταν ἀπὸ αὐτὸ ποὺ τελικὰ
συνέβη"; Πρὶν ὅμως νὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ τὸ ἀπαντήσουμε, ἄς δοῦμε
πρώτα λίγο τὸ βασικὸ σημεῖο πρόβληματισμοῦ μὲ τὰ κείμενα τῆς ἑν
Κρήτη Συνόδου.

Τὸ κατ’ ἐξοχὴν ἀμφιλεγόμενο κείμενο τῆς Συνόδου αὐτῆς τῶν δέκα


Προκαθημένων, μὲ ἀπουσία ἐκτὸς ἀπὸ τοῦ Πατριάρχη Μόσχας, καὶ τοῦ
Γεωργίας, τοῦ Βουλγαρίας καὶ τοῦ Ἀντιοχείας, ἐνῶ ὁ Σερβίας μετὰ ἀπὸ
μεγάλο δισταγμὸ ἀποφάσισε ὁριστικῶς τὴν τελευταία στιγμή νὰ
παρευρεθεῖ (σημείωση: ὅλοι οἱ πέντε Προκαθήμενοι αὐτοὶ εἶχαν σοβαρὲς
ἐνστάσεις στὴν τελευταία προσυνοδικὴ Σύναξη), ἦταν τὸ «Σχέσεις τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», αὐτὸ
δηλαδὴ ποὺ ἀφοροῦσε συγκεκριμὲνα τὶς σχέσεις μὲ τοὺς ἑτεροδόξους,
δηλαδὴ τοὺς κατὰ τὴν ἁγιογραφικὴ καὶ πατερικὴ ὁρολογία αἱρετικούς, καὶ
τὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση. Αὐτὸ τὸ κείμενο εἶχε κατὰ τὴν πολύχρονη
προετοιμασία πολλῶν δεκαετιῶν ἐτοιμασθεῖ μαζὶ μὲ ἕνα ἄλλο κείμενο τὸ
«Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνηση», τὸ ὁποῖο περιέγραφε τὴν
ἱστορικὴ πορεία τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης, τὰ ἐμπόδια καὶ τὰ σημερινὰ
προβλήματα, στὰ ὁποία κάναμε μικρὴ ἀναφορὰ καὶ περιγραφὴ
παραπάνω, καὶ ὡς ἐκ τούτου μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὶ οὐσιαστικὸ
ρόλο κατεῖχε αὐτὸ γιὰ τὴν Σύνοδο καὶ τὰ ὀρθὰ πορίσματά της. Ὅμως στὴν
Ε’ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη ἔγινε τὸ ἀπίστευτο:
συγχωνεύθηκε αὐτὸ τὸ κείμενο μὲ τὸ πρῶτο, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἀπώλεια

69
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

τοῦ μεγαλύτερου τμήματός του, περιέχων ὑλικὸ καθοριστικῆς σημασίας,


ὥστε τελικὰ ἔφθασε στὴν Σύνοδο ἕνα μόνο κείμενο. Ἡ συγχώνευση αὐτή,
ποὺ προφανῶς ἔγινε ὥστε, οἱ βασικὲς ἀλήθειες τοῦ δεύτερου κειμένου γιὰ
τὴν πορεία τοῦ ΠΣΕ καὶ τὰ ἀπογοητευτικὰ ἀποτελέσματα τῆς συμμετοχῆς
μας, εἰδικὰ κατὰ τὶς τελευταῖες δεκαετίες, νὰ μὴν γίνουν ἀφορμὴ
προβληματισμοῦ καὶ δισταγμοῦ ἐπὶ τῶν πρωτάκουστων καὶ προκλητικῶν
δηλώσεων τοῦ πρώτου κειμένου, ὁμολουμένως ἦταν μιὰ καταστροφική
σύμπτυξη, ὅπου ἔτσι ἀξιολογοῦν αὐτὴν τὴν πράξη καὶ κάποιοι ἀπὸ τοὺς
μετέχοντες στὶς προσυνοδικὲς διαδικασίες.

Ὅσον ἀφορὰ τὸ τελικὸ συνοδικὸ κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου


Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», μέσα στὶς 24
παραγράφους του εἶναι πρόδηλος καὶ σαφὴς ὁ σκοπός του, τῆς
θεσμοποίησης τῆς ὀρθόδοξης συμμετοχῆς στὸ ΠΣΕ καὶ τῆς συγκατάβασης
χωρὶς ἀντιδράσεις στὰ προτεσταντίζοντα κείμενα τῶν κοινῶν δηλώσεών
του. Τὸ κεντρικὸ σημεῖο τοῦ κειμένου εἶναι ἀναμφίβολα ἡ δήλωση του,
παρὰ τὴν ὁμολογία στὴν πρώτη φράση τῆς πρώτης παραγράφου, ὅτι «Ἡ
Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καὶ Ἀποστολική
Ἐκκλησία» καὶ σὲ ἐμφανὴ ἀντίφαση μὲ αὐτή, ποὺ γίνεται στὴν ἕκτη
παράγραφο: «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν
ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων
ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν». Μὲ τὴν εἰσαγωγὴ
στὸ συνοδικὸ κείμενο τῆς ὀνομασίας τῶν ἑτεροδόξων ὡς «Ἐκκλησίες»,
προετοιμάζεται καὶ ἀνοίγεται ἡ ὁδὸς γιὰ τὴν συνεπή, χωρὶς ἐσωτερικὴ
ἀντίφαση καὶ αὐτοαναίρεση, συνοδικὴ ἀποδοχὴ τῆς δηλώσεως τοῦ
Τορόντο στὴν παρ. 19, πάνω στὴν ὁποία βασίζεται ἡ ὅλη συμμετοχὴ στὸ
ΠΣΕ καὶ ἡ ὁποία ρυθμίζει τὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν μελῶν μέσα σὲ αὐτό: «αἱ
ἐκκλησιολογικαὶ προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto (1950),
τιτλοφορουμένης "Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καὶ τὸ Παγκόσμιον
Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν", εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας διὰ τὴν
Ὀρθόδοξον συμμετοχὴν εἰς τὸ Συμβούλιον».

Ἡ ἀναφορὰ στὰ μέλη τοῦ ΠΣΕ ὡς «ἐκκλησίες», συμπεριλαμβανομένων


Ὀρθοδόξων καὶ ἑτεροδοξων, μέσα στὸ κείμενο τῆς δήλωσης,
διαπιστώνεται ἤδη ἀπὸ τὸν τίτλο της, ἐνῶ ἐπαναλαμβάνεται συνεχῶς

70
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

μέσα στὰ ἄρθρα της. Ἐπομένως, ἀποτελεῖ ἡ χρήση αὐτῆς τῆς ὀνομασίας
ἀπὸ καὶ γιὰ τὰ ἑτερόδοξα μέλη τοῦ ΠΣΕ, ἀπαραίτητη ἐκκλησιολογικὴ
προϋπόθεση τῆς δηλώσεως. Καὶ ἐφόσον σκοπὸς τοῦ συνοδικοῦ κειμένου
εἶναι νὰ ἀποδεχθοῦμε τὴν θεμελειώδη δήλωση τοῦ ΠΣΕ, ποὺ εἶναι αὐτὴ
τοῦ Τορόντο, ὥστε νὰ θεσμοποιηθεῖ ἡ συμμετοχή μας σὲ αὐτό, ἄρα εἶναι
ζωτικῆς σημασίας πρὸς τὸ σκοπὸ αὐτὸ νὰ ἀποδεχθοῦμε τὴν ὀνομασία
αὐτή, πάνω στὴν ὁποία ἔχει θεμελειωθεῖ ὅλη ἡ Οἰκουμενικὴ Κίνηση, ἤδη
ἀπὸ τὶς ἐγκυκλίους τοῦ Πατριάρχη Ἱωακεῖμ Γ΄ τὸ 1902 καὶ τοῦ τοποτηρητὴ
Μητροπολίτη Δωροθέου τὸ 1920, πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴν ἵδρυση τοῦ ΠΣΕ.
Δηλαδὴ χρειαζόταν νὰ ἀποδεχθοῦμε νὰ ἀπευθυνόμαστε στὰ ἑτερόδοξα
μέλη τοῦ ΠΣΕ, ὀνομάζοντάς τους Ἐκκλησίες – σκέτο βέβαια, χωρὶς τὴν
χρήση εἰσαγωγικῶν, καὶ μάλιστα τὸ πρῶτο γράμμα κανονικὰ μὲ
κεφαλαῖο! Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, ἐπαναλαμβάνεται στὸ συνοδικὸ κείμενο ἡ
φράση τῆς δηλώσεως: «δὲν συνεπάγεται ὅτι ἑκάστη Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ
θεωρῇ τάς ἄλλας ὡς Ἐκκλησίας ὑπὸ τήν ἀληθῆ καὶ πλήρη ἔννοιαν τοῦ
ὅρου». Αὐτὸ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπόλυτα σύμφωνο μὲ τὴν προτεσταντικὴ
θεωρία τῶν κλάδων, ὡστόσο κατὰ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, οἱ
ἑτερόδοξοι δὲν εἶναι οὔτε κατὰ μιὰ σπιθαμὴ Ἐκκλησίες, ἤ κάτι τέτοιο,
ἀλλὰ εἶναι ἁπλὰ ἀποκομμένοι ἀπὸ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ
Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, εἶτε παραμένουν ἄλλοι πιὸ κοντά, εἶτε ἄλλοι
ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ περισσότερο. Καὶ γι’ αὐτὸ κανεῖς ἀπὸ τοὺς ἅγιους
Πατέρες, ὅπως καὶ οἱ ἁγίοι Εὐαγγελιστές, δὲν χρησιμοποιεῖ ἄλλη κοινὴ
ὀνομασία γι’ αὐτούς, παρὰ μόνο αἱρετικοὶ καὶ πεπλανημένοι. Ἧταν
ἐντελῶς ἄστοχη ἡ ἀναφορὰ τοῦ συγγραφέα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
φυλλαδίου «Πρὸς τὸν Λαό» τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2017, τὸ ὁποῖο ἀφοροῦσε
τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης, ὅπου ἐνῶ ἀγνοοῦσε ὅλα τὰ προαναφερθέντα
παραπάνω, ποὺ συνιστοῦν τὸν σκοπὸ καὶ τὴν οὐσία τοῦ ἐπίμαχου
συνοδικοῦ κειμένου, χαρακτήριζε αὐτὸς τοὺς ἑτερόδοξους ὡς
«αἱρετικούς», παραπλανόντας ἔτσι τὸν κάθε πιστὸ ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς
Κρήτης χρησιμοποίησε αὐτὴν τὴν ἁγιογραφικὴ καὶ ἁγιοπατερικὴ
ὀνομασία, δηλαδὴ «αἱρετικοί», πράγμα τὸ ὁποῖο οὐδέποτε συνέβη σὲ
κανένα ἀπὸ τὰ ὁκτῶ κείμενά της.

Στὴν παρ. 21, τὸ συνοδικὸ κείμενο ἀναφερόμενο στὰ θεολογικὰ κείμενα


τοῦ ΠΣΕ ἐκφράζει τὴν ἐκτίμηση του, ὥστε νὰ προδιαθέσει θετικὰ τοὺς

71
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

Ὀρθοδόξους ὑπὲρ αὐτῶν, καθὼς προφανῶς οἱ συνεχεῖς ἀντιδράσεις καὶ


διαμαρτυρίες γιὰ τὰ προτεσταντίζοντα καὶ ἀπαράδεκτα ἐξ ὀρθοδόξου
σκοπιὰς κείμενα, ποὺ συναποφασίζονται στὸ ΠΣΕ μὲ τὴν συναίνεση καὶ
τῶν Ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων, ἀποτελοῦν δριμῦ ἔλεγχο καὶ θέτουν ὑπὸ
σοβαρὴ ἀμφισβήτηση καὶ κρίση τὴν Ὀρθόδοξη συμμετοχή σὲ αὐτό:
«Ἐκτιμᾷ θετικῶς τὰ ὑπ’ αὐτῆς ἐκδοθέντα θεολογικὰ κείμενα, τῇ σπουδαίᾳ
συνεργίᾳ καὶ Ὀρθοδόξων θεολόγων, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀξιόλογον βῆμα
εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν διὰ τήν προσέγγισιν τῶν Χριστιανῶν». Καὶ
ὁπωσδήποτε ἡ δήθεν προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν μέσω αὐτῶν τῶν
κειμένων εἶναι ἐπίπλαστη καὶ ἐπιφανειακή, γιατὶ μόνο ἡ ἀνόθευτη
ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ ἑνώσει οὐσιαστικῶς, ἡ ὁποία δυστυχῶς
νοθεύεται κραυγαλέως σὲ αὐτὰ τὰ κείμενα. Πάντως, παραδόξως, παρόλη
τὴν παραπάνω δήλωση, τὸ συνοδικὸ κείμενο ἀμέσως παρακάτω θυμάται
καὶ τὴν ἀληθινὴ πίστη τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας: «Ἐν τούτοις ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διὰ
κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καὶ τάξεως, διότι αἱ μὴ Ὀρθόδοξοι
Ἐκκλησίαι καὶ Ὁμολογίαι παρεξέκλιναν ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως τῆς μιάς,
ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας». Ἐνῶ λοιπόν, τὸ συνοδικὸ
κείμενο προσπαθεῖ νὰ ἐπικυρώσει κείμενα σὰν αὐτὰ τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε
καὶ τοῦ Πουσάν, στὰ ὁποία ἀναφερθήκαμε παραπάνω, ποὺ ἀνατρέπουν
ὅλη τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ἀπὸ τὴν ἄλλη μᾶς θυμίζει ὅτι ὑπάρχει
καὶ ἀληθινὴ πίστη καὶ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία,
ἀποφεύγοντας ὅμως νὰ τὴν ξαναταυτίσει ἐδῶ μὲ τὴν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία, ὅπως ἔκανε στὴν ἀρχὴ ἀρχή.

Κατὰ κάποιο τρόπο εἶναι σὰν ὁ χρόνος ποὺ ἀναφέρεται τὸ κείμενο νὰ


διαφοροποιεῖται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος, καὶ ἡ ὁμολογία τῆς ἀρχικῆς
φράσεώς του περὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σὰν νὰ ἀναφέρεται σὲ
κάποιο περασμένο παρελθόν, ὅπου τότε πιστευόταν αὐτή, καθὼς ὅμως
προχωράει ἡ ροὴ τοῦ κειμένου μεταφέρεται σὲ ἕνα μετέπειτα χρόνο ποὺ
ἀφορὰ τὸ σήμερα, ὅπου τώρα τὰ πράγματα δὲν εἶναι ἀκριβῶς ὅπως ἦταν
τότε, κάποτε, «μιὰ φορὰ καὶ ἕνα καιρό», ὅπου πίστευαν ὅτι ἡ Μία, Ἁγία,
Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη. Ἔτσι, ἀντὶ τοῦ
χρόνου αὐτῆς τῆς ὁμολογίας, τὸ κείμενο παρακάτω εἶναι σὰν νὰ
ἀναφέρεται σὲ μιὰ μεταγενέστερη ἐποχή, καὶ ἡ ὁποία εἶναι ἡ σημερινὴ

72
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

ἐποχή, ποὺ προοδεύσαμε καὶ ποὺ ἐκσυχρονιστήκαμε, ὅπου δεχόμαστε


πλέον μιὰ νέα πραγματικότητα, στὴν ὁποία δὲν μᾶς ἀπασχολοῦν οἱ
ἀποκλειστικότητες καὶ παύουμε τώρα νὰ ὑπερασπιζόμαστε τὸ ὅνομα τῆς
Ἐκκλησία μας, ἀλλὰ ἀντίθετα προσπαθοῦμε νὰ δείχνουμε γενναιόδωροι
καὶ τὸ μοιράζουμε χωρὶς διακρίσεις ἐλεύθερα στοὺς ἄλλους, ποὺ ὡς
σήμερα ὁλόκληρους αἰῶνες τὸ σφετερίζονταν, χωρὶς νὰ δείχνουν καμιὰ
διάθεση νὰ μεταστραφοῦν σὲ νομίμους δικαιούχους του, ὅπως ὅλοι στὸν
κόσμο τοῦτο μποροῦν νὰ κάνουν. Ὅμως ἀκριβῶς πρὸς αὐτὸ μᾶς
προτρέπει τὸ κείμενο μὲ τὴν ἀποδοχὴ δηλωσεων ὅπως τοῦ Τορόντο καὶ
λοιπῶν κοινῶν κειμένων τοῦ ΠΣΕ, κατὰ τὶς ἐπιταγὲς τῶν σημερινῶν
καιρῶν τούτων τῶν πρόσκαιρων καὶ ἀπατηλῶν.

Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅσον ἀφορὰ τὴν θεσμοποίηση


τῆς συμμετοχῆς μας στὸ ΠΣΕ μέσω τοῦ κειμένου τῆς ἐν Κρήτη Συνόδου
«Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν
κόσμον», ὅτι αὐτὴ σημαίνει καὶ τὴν νομιμοποίηση τῆς ὀρθόδοξης
παρουσίας στὶς καθιερωμένες συμπροσευχὲς καὶ λατρευτικὲς συνάξεις
τοῦ ΠΣΕ, ποὺ προβλέπονται ἀπὸ τὸ καταστατικό του. Ἡ δήλωση τοῦ
Τορόντο, τὴν ὁποία ἀποδέχεται ὡς «κεφαλαιώδους σημασίας» αὐτὸ τὸ
συνοδικὸ κείμενο, ἀναφέρει σχετικὰ ἐπ΄ ἀκριβῶς τὰ ἐξῆς: «Αἱ Ἐκκλησίαι-
μέλη εἰσέρχονται εἰς πνευματικὰς σχέσεις, διὰ τῶν ὁποίων ζητοῦν νὰ
μάθουν παρ᾿ ἀλλήλων καὶ νὰ βοηθοῦν ἀλλήλας, ὅπως οἰκοδομηθῆ τὸ
Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ζωὴ τῶν Ἐκκλησιῶν ἀνακαινισθῆ», ὅπου οἱ
πνευματικὲς σχέσεις μὲ τοὺς ἑτεροδόξους ποὺ προωθεῖ εἶναι ρητὰ καὶ
κατηγορηματικὰ ἀπαγορευμένες ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες. Ἔτσι, ἄν καὶ τὸ
συνοδικὸ κείμενο στὴν πραγματικότητα δὲν ἀναφέρει τίποτα εὐθέως καὶ
ἀμέσως γι’ αὐτὸ τὸ θέμα, παρὰ μόνο κάνει τὴν γενικόλογη καὶ
ἀπροσδιόριστη ἀναφορὰ γιὰ τὴν ἀποδοχὴ σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ
τρόπο εἰσδοχῆς κατὰ περίπτωση στὴν παρ. 20 (περὶ τῶν προοπτικῶν τῶν
θεολογικῶν διαλόγων μετὰ τῶν ἑτεροδόξων «βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς
ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καὶ τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη
διαμεμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως», ἡ ὁποία δὲν κάνει καμιὰ
σαφὴ συγκεκριμένη ἀναφορὰ στοὺς σχετικοὺς ἱεροὺς κανόνες εἰσδοχῆς,
τοὺς ὁριοθέτες τῆς κατὰ περίπτωση ἀκρίβειας καὶ οἰκονομίας), ὡστόσο μὲ
μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς Δήλωσης τοῦ Τορόντο, ποὺ ὑποδεικνύει καὶ προωθεῖ

73
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

τὶς πνευματικὲς σχέσεις, ἀποδέχεται τὸ συνοδικὸ κείμενο ἐμμέσως, ἀλλὰ


θὰ λέγαμε σαφῶς, καὶ τὴν τακτικὴ τῶν συμπροσευχῶν51, 52, 53.

Ἐπανερχόμαστε λοιπὸν στὸ ἐρώτημα ποὺ τέθηκε στὴν ἀρχή: "ἄν ὁ


Πατριάρχης Μόσχας μετεῖχε στὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης τὶ καλύτερο ἀπὸ ὅτι
συνέβη θὰ ἐπιτυγχανόταν"; Ὁπωσδήποτε, σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση, ἄν
δὲν συνέβαινε κάτι ἀπρόβλεπτο κατὰ τὴν διεξαγωγὴ τῆς Συνόδου (ποὺ
βέβαια δὲν ἦταν ἀπίθανο καὶ αὐτό, μὲ τὰ δεδομένα καὶ τὶς προϋποθέσεις
μὲ τὶς ὁποῖες πορεύονταν πρὸς αὐτήν), τότε λοιπὸν θὰ περιμέναμε κάποια
καλύτερη ἐξέλιξη στὶς μεταξύ τους σχέσεις, ποὺ θὰ αὔξανε τὶς
πιθανότητες γιὰ ἕναν καλύτερο διαχειρισμὸ τοῦ οὐκρανικοῦ
ἐκκλησιαστικοῦ προβλήματος καὶ θὰ ἀπέτρεπε νὰ φθάσουμε ὅπου
φθάσαμε. Ὡστόσο, ὑπάρχει καὶ ἡ ἄλλη ὄψη. Τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας δὲν
ἔχει πλέον γιὰ τὸ ΠΣΕ, τὴν ἴδια στάση ποὺ εἶχε κατὰ τὸ συνέδριο τοῦ 1948,
ὅπως ἐξηγήσαμε παραπάνω, καὶ ὅπως μπορεῖ κάποιος νὰ διαπιστώσει καὶ
στὸ κείμενο στὴν ἰστοσελίδα του «Οἱ βασικὲς ἀρχὲς ἀντιμετώπισης τῶν
ἑτεροδόξων…»36. Ὡστόσο καὶ πάλι ἡ στάση του περὶ τοῦ ΠΣΕ
παρουσιάζεται πιὸ συγκρατημένη ἀπὸ αὐτὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου. Γιὰ παράδειγμα, δὲν ἔχει δεχθεῖ ὡς σήμερα τὴν ὀνομασία
'ἐκκλησίες' γιὰ τοὺς Προτεστάντες, ὅπως βλέπουμε καὶ στὸ ἴδιο κείμενό
του, ἀλλὰ καὶ στὸ ἀνακοινωθὲν τῆς Ρωσικῆς Ἱερᾶς Συνόδου κατὰ τὴν 100η
ἐπέτειο τῆς ἀνασυστάσεως του54, ὅπου ἀναφέρεται στοὺς ἑτεροδόξους ὡς
«χριστιανικὲς ὁμολογίες». Ὅμως ὑπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση
ἀνάμεσα στὴν στάση τοῦ Ρωσικοῦ Πατριαρχείου ἀπέναντι στοὺς
Προτεστάντες καὶ σὲ αὐτὴ ἀπέναντι στοὺς Παπικούς, ὅπου ἀντίθετα μὲ
τοὺς πρώτους, τοὺς δεύτερους ἀναγνωρίζει ὡς ἐκκλησία μὲ μυστήρια,
ἔστω καί ἄν βρίσκεται σὲ ἀκοινωνησία μαζί τους, ὅπως δηλώνει ὁ σεβ.
Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ἰλαρίων, ἀλλὰ καὶ ὁ πρώην Μητροπολίτης
Σμολένσκ καὶ νῦν μακ. Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος (οἱ δηλώσεις
παρατίθονται παραπάνω). Παραταῦτα, ἄν ὁ Πατριάρχης Μόσχας ἦταν
παρὸν στὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης, πιθανὸν νὰ συνέβαινε κάτι παρόμοιο
ὅπως αὐτὸ ποὺ συνέβη μὲ τὴν Σερβικὴ ἀντιπροσωπεία, ὅπου ἡ στάση τῶν
Σέρβων ἀπέναντι στοὺς Προτεστάντες καὶ στοὺς Παπικοὺς μοιάζει πολὺ
μὲ αὐτὴν τῶν Ρώσων.

74
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

Ὡς γνωστόν, οἱ Σέρβοι, ποὺ παραλίγο δὲν θὰ συμμετεῖχαν στὴν Σύνοδο,


πῆγαν τελικὰ καὶ στὸ ἐπίμαχο κείμενο ὁ Πατριάρχης τους συναίνεσε καὶ
τὸ ὑπέγραψε μέν, ἀλλὰ ἡ πλειοψηφία τῆς ἀντιπροσωπείας, δεκαεπτὰ
ἐκπρόσωποι, δὲν τὸ ὑπέγραψαν. Ὁ σεβ. Μητροπολίτης Μπάτσκας
Εἰρηναῖος ἐξήγησε λίγες μέρες ἀργότερα, ὅτι ὁ λόγος ποὺ δὲν τὸ
ὑπέγραψαν, δὲν ἦταν ὅτι τὸ κείμενο ὀνομάζει «ἐκκλησίες» τοὺς
ἑτερόδοξους, ἀλλὰ ὅτι ἔτσι ὀνομάζει ὄχι μόνο τοὺς Παπικούς, ἀλλὰ καὶ
τοὺς Προτεστἀντες: «τὸ ἐνδεδειγμένον ἐν προκειμένῳ ἦτο νὰ μείνη ὁ
ὅρος Ἐκκλησία μόνον διὰ τὸν ρωμαιοκαθολικισμόν», χαρακτηρίζοντας
τοὺς Προτεστάντες «ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες». Ἐπίσης ὅτι ὁ σεβ.
Μητροπολίτης Εἰρηναῖος ἐπισήμανε ὅτι τὸ κείμενο ἀναφέρεται κυρίως
στὸ ΠΣΕ, χωρὶς νὰ ἀσχολεῖται καθόλου μὲ τὴν παπικὴ «ἐκκλησία», ὅπως
θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει κάνει, ἐνῶ οἱ Προτεστάντες ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ
αὐτήν, καὶ ἀκόμα περισσότερο ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Μετὰ ἀπὸ
ὅλα αὐτά, τελικὰ συμπεραίνουμε ὅτι ἄν ὁ μακ. Πατριάρχης Μόσχας
παρευρισκόταν στὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης μπορεῖ καὶ νὰ μὴν τὸ ὑπέγραφε
τὸ κείμενο λόγω διαφωνιῶν καὶ ἀντιρρήσεων παρόμοιων μὲ τῶν Σέρβων
ἀντιπροσώπων ποὺ δὲν ὑπέγραψαν τὸ συνοδικὸ κείμενο, ὡστόσο δὲν
ἀποκλείεται καὶ νὰ τὸ ὑπέγραφε, πιθανὸν μὲ ἐπιφύλαξη, καὶ νὰ
ἀντιδροῦσαν μόνο κάποιοι συνοδοὶ του ἱεράρχες. Πάντως θὰ ἦταν
καλύτερα, ἄν ὄντως δὲν ὑπέγραφε στὴν περίπτωση ποὺ πήγαινε, νὰ εἶχε
συμμετέχει καὶ νὰ ἔδινε τὴν καλή μαρτυρία του ἔτσι, ἀφοῦ δὲν μπόρεσε
ἀπὸ πρὶν νὰ ἐπέμβει κατὰ τὴν προετοιμασία τοῦ προσυνοδικοῦ κειμένου.
Τελικά, ἄν καὶ ἀποφεύχθει ἡ πανορθόδοξη ἀποδοχὴ τοῦ περιέχον
ἑτεροδιδασκαλίες συνοδικοῦ κειμένου, ὡστόσο ὁ τρόπος ποὺ ἀκύρωσε τὴν
συμμετοχή τοῦ ὁ Πατριάρχης Μόσχας στὴν Σύνοδο λίγες ἑβδομάδες πρὶν
τὴν διεξαγωγή τῆς, δὲν ἦταν κατάλληλος καὶ δὲν βοήθησε, τὸ ὁποῖο
λειτούργησε εἰς βάρος τῆς ἤδη πασχούσης ἑνότητας55.

Ἐν κατακλείδι, θὰ ἀναφερθοῦμε στὴν συνειδητὴ καταπάτηση τῶν ἱερῶν


κανόνων μὲ τὶς συμπροσευχὲς ποὺ ἔχουν καταντήσει συνήθη πράξη μέσα
στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση. Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας δήλωνε: «Δὲν
δύναται ἡ Ἐκκλησία νὰ ἔχῃ διατάξεις ἀπαγορευούσας τὴν εἴσοδον εἰς
τοὺς ναοὺς τῶν ἑτεροδόξων καὶ τὴν μετ' αὐτῶν συμπροσευχήν». Ὁ
Ἀρχιεπίσκοπος Θυατείρων εἶχε χαρακτηρίσει τοὺς ἱεροὺς κανόνες ὡς

75
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

«ἀνθρώπινα ἐντάλματα καὶ σχήματα ἀνοησιῶν καὶ μίσους», ἐνῶ ὁ


Μητροπολίτης Σηλυβρίας Αἰμιλιανὸς εἶχε χαρακτηρίσει τοὺς συντάκτας
τῶν Ἱ. Κανόνων ὡς στερουμένους πνεύματος ἀγάπης καὶ ἐπίσης εἶχε
γράψει ὅτι ‘‘Ὅλοι οἱ Ἱ. Κανόνες, οἱ περιορίζοντες τοὺς πιστοὺς εἰς μίαν
ἀπομόνωσιν καὶ ἐπιφυλακτικότητα μετὰ τῶν ἄλλων μὴ Χριστιανῶν καὶ
μὴ Ὀρθοδόξων, χρῄζουν κάποιας μεταρρυθμίσεως… Τελείως
ἀνεφάρμοστος κατὰ ταῦτα διὰ τὴν ἐποχήν μας, ὡς στερούμενος ἀγάπης,
ὁ ΜΕ΄ κανῶν τῶν Ἀποστόλων: "Ἐπίσκοπος… αἱρετικοῖς συνευξάμενος…
ἀφοριζέσθω».

Ὅμως οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἶχαν ἄλλη γνώμη. Ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς γιὰ τὰ


ἱεροκανονικὰ ὅρια εἶχε γράψει: «Διό, ἀδελφοὶ (προειδοποιεῖ ὁ
Δαμασκηνός) στῶμεν ἐν τῇ πέτρᾳ τῆς πίστεως καὶ τῇ παραδόσει τῆς
Ἐκκλησίας, μὴ μεταίροντες ὅρια ἃ ἔθεντο οἱ ἅγιοι πατέρες ἡμῶν· μὴ
διδόντες τόπον τοῖς βουλομένοις καινοτομεῖν, καὶ καταλύειν τὴν
οἰκοδομὴν τῆς... Ἐκκλησίας. Εἰ γὰρ δοθῆ ἄδεια παντὶ βουλομένῳ, κατὰ
μικρὸν ὅλον τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καταλυθήσεται». Ὁ Μ. Βασίλειος
φοβούμενος τὴν σύγχυσιν ἐκ τῆς ἀθετήσεως τῶν Ἱ. Κανόνων, γράφει:
«πάνυ μὲ λυπεῖ, ὅτι ἐπιλελοίπασι... οἱ τῶν Πατέρων Κανόνες καὶ πάσα
ἀκρίβεια τῶν Ἐκκλησιῶν ἀπελήλαται καὶ φοβοῦμαι μὴ κατὰ μικρόν, τῆς
ἀδιαφορίας ταύτης ὁδῷ προϊούσης, εἰς παντελῆ σύγχυσιν ἔλθη τὰ τῆς
Ἐκκλησίας πράγματα». ¨Ο Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμὰς γιὰ τὴν
λεπτομέρεια τῶν δοσμάτων γράφει: «οὺ μικρὸν ἐν τοῖς περὶ Θεοῦ τὸ
παραμικρόν». Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος ἐπίσης γράφει: «ἀσάλευτά
(τὰ δόγματα) εἰσι... καὶ ὁ μικρὸν τι τούτων παραβαίνων ὡς σχισματικὸς
καὶ αἱρετικὸς κατακρίνεται», καὶ πάλι «Ὁ τῆς ὑγιοῦς πίστεως καὶ τὸ
βραχύτατον ἀνατρέψας, τῷ παντὶ λυμαίνεται... Τοῦτο ἐστι τὸ πάντων
αἴτιον τῶν κακῶν, τὸ μὴ ὑπὲρ τῶν μικρῶν τούτων ἀγανακτεῖν». Καὶ ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος γράφει σχετικά: "κἄν μικρὸν τι εὐαγγελίζωνται παρ' ὃ
εὐηγγελισάμεθα, κἄν τὸ τυχὸν παρακινήσωσιν, ἀνάθεμα ἔστω»24 (βλ. καὶ
Παράρτημα Β’).

Ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἡ συνεχὴ σφοδρὴ καταπάτηση τῶν ἱερῶν κανόνων


τὴν σημερινὴ ἐπιδημία τῶν συμπροσευχῶν στὰ πλαίσια τοῦ ΠΣΕ καὶ τῆς
Οἰκουμενικῆς Κίνησης, μπορεῖ νὰ εἶναι ἐξήγηση γιὰ πολλὰ κακὰ τῆς

76
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

ἐποχῆς μας σύμφωνα μὲ τοὺς ἁγιοπνευματικοῦς καὶ θεοφώτιστους


λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ πρωτίστως μπορεῖ νὰ αἰτιολογήσει τὴν
ἀποδυναμωμένη ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ δοκιμάζεται ἰδιαίτερα τώρα
μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κρίση μετὰ τὴν χορήγηση τῆς οὐκρανικῆς
αὐτοκεφαλίας. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἄβλυνση τῆς ἑνότητας, ποὺ ρίζα της
ἔχει τὴν προσβολὴ τῆς πίστεως στὸ πλαίσιο τῶν πέρα τῶν βασικῶν
προϋποθέσεων οἰκουμενιστικῶν ἀνοιγμάτων, ἀντικατοπτίζει καὶ ἡ
ἀμφισβήτηση τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ὡς «Πρώτου
μεταξὺ ἴσων», ἀφοῦ ἀποτυχαίνει στὸν σκοπό γιὰ τὸν ὁποῖο ἀνυψώθει ἀπὸ
τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους σὲ «Πρώτο μεταξὺ ἴσων», τὸ ὁποῖο ὀφείλεται
ὄχι στὸ ὅτι βρίσκεται σὲ ἔδαφος ἀλλοθρήσκων, ἀλλὰ στὸ ὅτι μετέχει σὲ
πνευματικὴ κοινωνία ἑτεροδόξων. Καὶ μπροστὰ σὲ αὐτὴ τὴν ἀδυναμία νὰ
πετύχει τὸ σκοπό του, πέφτει καὶ σὲ δεύτερο ἰδίας βαρύτητας λάθος, νὰ
προσπαθεῖ νὰ φέρει εἰς πέρας τὸ σκοπό αὐτοῦ τῆς διαφυλάξεως τῆς
ἑνότητας τοῦ Ὀρθόδοξου Κόσμου, ὡς «Πρώτος ἄνευ ἴσων» πλέον, πράγμα
ἐκτὸς Ὀρθόδοξης Παράδοσης, Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιολογίας καὶ Ἱερῶν
Κανόνων, ἀδιανόητον καὶ ἀδύνατον νὰ τὸ ἀποδεχθεῖ ὁποιαδήποτε τοπικὴ
Ἐκκλησία (Κατοχύρωση Συνοδικοῦ Πρωτείου πρὸ τοῦ Πατριαρχικοῦ στὸ
κείμενο τῆς ἐν Κρήτη Συνόδου, "Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς
…", παρ. 22: «ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται
μόνον διὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τὸ ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ
ἀπετέλει τὴν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπί θεμάτων πίστεως καὶ κανονικῶν
διατάξεων»). Μπροστὰ στὴν σύγχρονη πρόκληση θὰ μποροῦσε ἴσως
κάποιος νὰ πεῖ: «Ποτὲ οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν εἴμασταν τόσο κοντὰ στοὺς
ἑτεροδόξους καὶ τόσο μακρυὰ μεταξύ μας».

2. Τὸ χρονικὸ τῆς χορήγησης τοῦ Τόμου τῆς αὐτοκεφαλίας στὴν


Οὐκρανία ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ αἰτήματος ὡς σήμερα (στοιχεῖα ἀπὸ
ἄρθρα στὶς www.romfea.gr, aktines.blogspot.gr, www.vimaorthodoxias.gr).

Στὶς 22 Ἀπριλίου τοῦ 2018, τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως


ἀνακοίνωσε ὅτι ἀπεδέχθη τὸ αἴτημα αὐτοκεφαλίας τοῦ τότε πρόεδρου τῆς
Οὐκρανίας Ποροσένκο καὶ τῶν σχισματικῶν.

77
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

Στὶς 14 Μαΐου τοῦ 2018, ἀντιπροσωπεία τοῦ Φαναρίου (σεβ. Μ Περγάμου,


Μ Γαλλίας, Μ Σμύρνης) συναντήθηκε μὲ τὸν μακ. Ἀρχιεπίσκοπο
Ἱερώνυμο γιὰ τὸ αὐτοκέφαλο τῆς Οὐκρανίας. Ἀπὸ ἑλληνικῆς πλευρᾶς
παρόντες ἦταν ἐπίσης ὁ σεβ. Μ Νέας Σμύρνης Συμεών (ἐκ μέρους τῆς
Δ.Ι.Σ.), ὁ σεβ. Μ Διδυμοτείχου Ὀρεστιάδος καὶ Σουφλίου Δαμασκηνὸς καὶ
ὁ σεβ. Μ Δημητριάδος Ἰγνάτιος. Ὁ σεβ. Μ Δαμασκηνὸς καὶ ὁ σεβ. Μ
Ἰγνάτιος ἦταν καὶ οἱ πρόεδροι τῶν δύο συνοδικῶν ἐπιτροπῶν (τῆς
Συνοδικῆς ἐπιτροπῆς Δογματικῶν καὶ Νομοκανονικῶν Ζητημάτων καὶ
τῆς Συνοδικῶς ἐπιτροπῆς Διορθοδόξων καὶ Διαχριστιανικῶν Ζητημάτων),
ποὺ λίγους μήνες ἀργότερα συστάθηκαν κατόπιν ἀποφάσεως τῆς Δ.Ι. Σ.
γιὰ νὰ ἐξετάσουν τὸ οὐκρανικό.
Στὶς 23 Ἰουνίου τοῦ 2018, ἀντιπροσωπεία τῆς κανονικής Ἐκκλησίας τῆς
Οὐκρανίας ἐπισκέφτηκε τὸ Φανάρι.
Στὶς 31 Αὐγούστου τοῦ 2018, οἱ Πατριάρχες Κύριλλος καὶ Βαρθολομαίος
συναντήθηκαν στὸ Φανάρι. Ἡ συνάντηση δὲν ἔφερε ἀποτέλεσμα.
Ἀπὸ τὴν 1η ἔως 3η Σεπτεμβρίου τοῦ 2018, Ἕλληνες Μητροπολίτες τῶν
λεγομένων «Νέων Χωρῶν» συμμετείχαν στὴν «Σύναξη τῆς Ἱεραρχίας τοῦ
Θρόνου». Η Δ.Ι.Σ. τῆς 27ης Αὐγούστου τοῦ 2018 εἶχε δημοσιεύσει ὅτι
συζήτησε τὸ θέμα καὶ ἀποφάσισε νὰ ἀποσταλοῦν οἱ προσκλήσεις τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου στοὺς Μητροπολίτες τῶν λεγομένων «Νέων
Χωρῶν» καὶ αὐτοὶ να πράξουν κατὰ βούληση.
Στὶς 7 Σεπτεμβρίου τοῦ 2018, τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως
διόρισε δύο ἔξαρχους στὴν Οὐκρανία γιὰ τὴν προετοιμασία χορήγησης
τῆς αὐτοκεφαλίας.
Στὶς 11 Σεπτεμβρίου τοῦ 2018, ὁ πρέσβης τῶν θρησκευτικῶν
ἐλευθεριῶν Σάμουελ Μπράουνμπακ συναντήθηκε μὲ τὸν Πέτρο
Ποροσένκο καὶ τοῦ ἔκφρασε τὴν ἀμείωτη στήριξη τῆς Ἀμερικῆς γιὰ τὴν
αὐτοκεφαλία στὴν Οὐκρανία.
Στὶς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 2018, τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας ἀνακοινώνει τὴν
διακοπή μνημόνευσης τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη στὰ
Δίπτυχα, τὴν διακοπή συλλείτουργων μὲ τοὺς ἱεράρχες τῆς
Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν ἀπόσυρση τῶν ἱεραρχῶν τοῦ Πατριαρχείου
Μόσχας ἀπ’ ὅλες τὶς κοινὲς ἐπιτροπές.
Στὶς 11 Ὀκτωβρίου τοῦ 2018, τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως
ἀνακοινώνει ὅτι ἡ ἱερὰ Σύνοδος (ἀπὸ 9 ἔως 11 Ὀκτωβρίου) ἀποφάσισε νὰ

78
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

χορηγήσει Τόμο αὐτοκεφαλίας στοὺς σχισματικούς (καθηρημένους καὶ


αὐτοχειροτόνητους) τῆς Οὐκρανίας τοὺς ὀποίους καὶ «αποκατέστησε».
Στὶς 15 Ὀκτωβρίου τοῦ 2018, τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας ἀποφασίζει νὰ
διακόψει πλήρως τὴν κοινωνία μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως.
Στὶς 3 Νοεμβρίου τοῦ 2018, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ ὁ τότε
πρόεδρος τῆς Οὐκρανίας Ποροσένκο ὑπέγραψαν στὸ Φανάρι σύμφωνο
συνεργασίας στὸ πλαίσιο τῆς διαδικασίας γιὰ τὴν χορήγηση
αὐτοκεφαλίας στοὺς σχισματικούς.
Στὶς 15 Δεκεμβρίου τοῦ 2018, ἔλαβε χώρα τὸ «Ἑνωτικὸ Συμβούλιο» τῶν
δύο σχισματικῶν ὁμάδων τοῦ Φιλαρέτου Ντενισένκο καὶ τοῦ Μακαρίου
Μαλέτιτς, ὅπου ἀναδείχθηκε ὡς προκαθήμενος ὁ Ἐπιφάνιος Ντουμένκο.
Την ἴδια ἡμέρα, 15 Δεκεμβρίου τοῦ 2018, ἡ Ἀμερικανικὴ Πρεσβεία στὴν
Οὐκρανία ἐξέφρασε τὰ συγχαρητήριά τῆς στὴν Οὐκρανία γιὰ τὴν νέα τῆς
ἐκκλησία. Τα συγχαρητήρια καὶ οἱ θερμὲς παροτρύνσεις τῶν Ἀμερικανῶν
ἀξιωματούχων γιὰ τὴν αὐτοκέφαλη ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ἀφθονοῦν,
καὶ πρὶν τὴν «Ἑνωτικὴ Σύνοδο» καὶ μετά.
Στὶς 17 Δεκεμβρίου τοῦ 2018, κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Διονυσίου στὴν
Ζάκυνθο, ὁ σεβ. Μ Δωδώνης Χρυσόστομος μνημόνευσε τὸν Μητροπολίτη
Ἐπιφάνιο.
Στὶς 28 Δεκεμβρίου τοῦ 2018, ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Στεφάνου, ὁ
σεβ. Μητροπολίτης Φλωρίνης Θεόκλητος μνημόνευσε τὸν Μητροπολίτη
Ἐπιφάνιο.
Στὶς 5 Ἰανουαρίου τοῦ 2019, ὑπεγράφει στὸ Φανάρι ὁ «Τόμος
αὐτοκεφαλίας» τῆς Οὐκρανίας ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη,
παρουσία τοῦ Μητροπολίτη Ἐπιφάνιου καὶ τοῦ τότε πρόεδρου τῆς
Οὐκρανίας Π. Ποροσένκο.
Στὶς 8 Ἰανουαρίου τοῦ 2019, Ἡ Δ.Ι.Σ. ἀποφάσισε τὴν παραπομπὴ τοῦ
θέματος ἀπὸ μέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς
νέας αὐτοκεφάλου ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας στὴν Ἱερὰ Σύνοδο
Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Στὶς 3 Φεβρουαρίου τοῦ 2019, ἔγινε ἡ ἐνθρόνιση τοῦ Μητροπολίτη
Ἐπιφάνιου Ντουμένκο στὸ Κίεβο. Συλλειτούργησαν ὁ Ἡγούμενος
Ξενοφῶντος Ἀλέξιος, ὁ ἱερομόναχος Χρυσόστομος τῆς Κουτλουμουσιανῆς
Σκήτης τοῦ ἀγίου Παντελεήμονα καὶ ὁ ἱερομόναχος Μάξιμος τῆς Ἱ.
Μονῆς Βατοπεδίου.

79
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

Ἀπὸ τὶς 7 ἔως 10 Φεβρουαρίου τοῦ 2019, ὁμάδα Οὐκρανῶν τῆς


αὐτοκέφαλης ἐκκλησίας στὴν Οὐκρανία, κατόπιν πρόσκλησης τοῦ Παν.
Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου ἐπισκέφθηκε τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Στὶς 7 Μαρτίου τοῦ 2019, ἡ Δ.Ι.Σ. ἀνέθεσε τὸ θέμα τῆς ἀπὸ μέρους τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀναγνωρίσεως τῆς νέας αὐτοκεφάλου ἐκκλησίας
τῆς Οὐκρανίας στὶς Συνοδικὲς Ἐπιτροπές: ἀ) ἐπὶ τῶν Δογματικῶν καὶ
Νομοκανονικῶν Ζητημάτων καὶ β) ἐπὶ τῶν Διορθοδόξων καὶ
Διαχριστιανικῶν Σχέσεων».
Ἀπὸ τὶς 23 ἔως 25 Μαρτίου τοῦ 2019, ἀντιπροσωπεία τῆς αὐτοκέφαλης
ἐκκλησίας στὴν Οὐκρανία ἐπισκέφθηκε τὴν Πάτμο.
Ἀπὸ τὶς 5 ἔως 9 Ἀπριλίου τοῦ 2019, ἔγινε μιὰ μυστική δεύτερη ἐπίσκεψη
ἀντιπροσωπείας σχισματικῶν στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἡ
εἴδηση ἐπαληθεύτηκε μιὰ ἑβδομάδα ἀργότερα.
Στὶς 17 Ἀπριλίου τοῦ 2019, ὁ Πρωτοσύγκελος τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν
ἐπίσκοπος Συμεῶν ἐπισκέφτηκε τὸν Παν. Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη στο
Φανάρι.
Στὶς 6 Μαΐου τοῦ 2019, ὁ Τζέφρυ Πάιατ μαζὶ μὲ συνοδεία τεσσάρων ἄλλων
Ἀμερικανῶν ἐπισκέφτηκαν τὸν μακ. Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο.
Στὶς 22 Μαΐου τοῦ 2019, ὁ Παν. Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἐπισκέφτηκε
τὸν μακ. Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν.
Στὶς 23 Μαΐου τοῦ 2019, οἱ δύο συνοδικὲς ἐπιτροπὲς συνεδρίασαν ἀπὸ
κοινοῦ καὶ ἀποφάσισαν «νὰ προτείνουν στὴν ἱεραρχία τὴν
ἀναγνώριση τῆς σχισματικής ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας…».
Στὶς 24 Μαΐου τοῦ 2019, ὁ Παν. Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης στὸ πλαίσιο τῆς
ἐπίσκεψῆς του στὴν Ἀθήνα, συναντήθηκε μὲ τὸν Τζέφρυ Πάιατ καὶ τὸν
τότε ὑπουργὸ Παιδείας Γαβρόγλου.
Στὶς 26 Μαΐου τοῦ 2019, ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἐπιφάνιος Δημητρίου, κληρικός
τῆς Μητροπόλεως Δημητριάδος καὶ Ἀλμυροῦ τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἑλλάδος, χειροτονήθηκε στὸ Κίεβο ἐπίσκοπος Ὀλβίας ἀπὸ τὸν
Μητροπολίτη Ἐπιφάνιο. Συλλειτούργησαν ἱεράρχες ἐκ τοῦ Φαναρίου καὶ
ὁ ἡγούμενος Νέας Ἐσφιγμένου Βαρθολομαῖος μὲ τὸν ἡγούμενο Ἱ.Μ.
ὁσίου Νικάνορος Ζάβορδας Σεραφεῖμ τῆς Ἱεράς Μητροπόλεως Γρεβενῶν.
Στὶς 31 Μαΐου τοῦ 2019, ὁ ἐπ. Ὀλβίας Ἐπιφάνιος τῆς αὐτοκέφαλης
ἐκκλησίας στὴν Οὐκρανία ἐπισκέφθηκε τὸν μακαριστὸ πλέον
Μητροπολίτη Φθιώτιδος Νικόλαο.

80
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

Στὶς 10 Ἰουνίου τοῦ 2019, ὁ μακ. Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος ἐπισκέφτηκε


τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη στὸ Φανάρι μὲ ἀντιπροσωπεία. Στὸν
Πατριαρχικὸ ἐσπερινό στὴν Ἱ.Μ. Ζωοδόχου Πηγής, ὅπου παρευρέθηκε ὁ
Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος μὲ τὴν συνοδεία του βρισκόταν καὶ ὁ
Μητροπολίτης Ἐπιφάνιος. Ὁ μακ. Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος αὐθημερὸν
ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα.
Ἀπὸ τὶς 21 ἔως 23 Ἰουνίου τοῦ 2019, μιὰ τρίτη ἀντιπροσωπεία τῆς
αὐτοκέφαλης ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας ἐπισκέφτηκε τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ἀπὸ τὶς 30 Ἰουνίου ἔως τὶς 14 Ἰουλίου, «ἡ ἀκαδημία Θεολογικών Σπουδών
Βόλου ὑλοποίησε πρόγραμμα ἐπιμόρφωσης τοῦ Θερινοῦ
Πανεπιστημίου κληρικῶν καὶ λαϊκῶν τῆς ἐν Οὐκρανία αὐτοκέφαλης
ἐκκλησίας».
Στὶς 9 Ἰουλίου τοῦ 2019, δημοσιεύθηκε ὅτι τὸ θέμα τῆς Οὐκρανίας δὲν
συμπεριλαμβάνεται στὴν ἡμερήσια Διάταξη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Ἱεραρχίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὸν μήνα Ὀκτώβριο.
Στὶς 11 Ἰουλίου τοῦ 2019, ἀντιπροσωπεία τῆς αὐτοκέφαλης ἐκκλησίας
στὴν Οὐκρανία ἐπισκέφθηκε τὸ Φανάρι. Τὴν ἑπομένη ὁ Παν.
Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης δήλωσε ὅτι ἡ πρώτη Ἐκκλησία ποὺ θα
ἀναγνωρίσει τὴν αὐτοκέφαλη ἐκκλησία στὴν Οὐκρανία θα εἶναι ἡ
Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Παρῶν ἦταν καὶ ὁ σεβ. Μητροπολίτης Βεροίας
Παντελεήμων.
Στὶς 18 Ἰουλίου τοῦ 2019, ὁ σεβ. Μ Φωκίδος Θεόκτιστος ἐξέφρασε τὴν
στήριξή του στὴν αὐτοκέφαλη ἐκκλησία στὴν Οὐκρανία.
Στὶς 25 καὶ 26 Ἰουλίου τοῦ 2019, ἀντιπροσωπεία τῆς αὐτοκέφαλης
ἐκκλησίας στὴν Οὐκρανία ἐπισκέφθηκε τὴν Ἐλλάδα. Συλλειτούργησαν
στὴν Σταυροπηγιακή Ἱερὰ Μονὴ Βλατάδων. Συναντήθηκαν μὲ τὸν σεβ. Μ
Νεαπόλεως Βαρνάβα, μὲ τὸν σεβ. Μ. Θεσσαλονίκης Ἄνθιμο καὶ μὲ τὸν
σεβ. Μ. Καλαμαριᾶς Ἰουστίνο καὶ συμμετεῖχαν στὸν ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς
τῆς ἀγίας Παρασκευῆς.
Στὶς 26 Ἰουλίου τοῦ 2019, ἀνήμερα τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, οἱ σεβ. Μ
Βεροίας Παντελεήμων, Μ Ἄρτης Καλλίνικος, Μ Τρίκκης Χρυσόστομος, ὁ
Μ Θερμῶν Δημήτριος καὶ Μ Λαγκαδὰ Ἰωάννης συλλειτούργησαν μὲ
ἱεράρχη τῆς αὐτοκέφαλης ἐκκλησίας στὴν Οὐκρανία.
Στὶς 28 Ἰουλίου τοῦ 2019, ὁ σεβ. Μ Λαγκάδα Ἰωάννης συλλειτούργησε μὲ
τὸν Μητροπολίτη Ἐπιφάνιο στὴν Οὐκρανία.

81
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

Ἐπίσης στὶς 28 Ἰουλίου τοῦ 2019, ὁ Μητροπολίτης Ἐπιφάνιος δήλωσε ὅτι ἡ


Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τοὺς ἀναγνωρίζει ἐκ τῶν πραγμάτων (de facto).
Στὶς 9 Αὐγούστου τοῦ 2019, ἱεράρχες τῆς αὐτοκέφαλης ἐκκλησίας στὴν
Οὐκρανία συλλειτούργησαν μὲ τὸν ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μονής Ξενοφώντος.
Στὶς 15 Αὐγούστου τοῦ 2019, ὁ ἐπ. Ὀλβίας Ἐπιφάνιος τῆς αὐτοκέφαλης
ἐκκλησίας στὴν Οὐκρανία συλλειτούργησε μὲ κληρικοὺς τῆς Ἱερᾶς
Μητροπόλεως Λαγκαδὰ.
Στὶς 24 Αὐγούστου τοῦ 2019, κατὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς ἀνακομιδῆς τῶν
ἱερῶν Λειψάνων τοῦ ἁγίου Διονυσίου στὴν Ζάκυνθο, ὁ σεβ. Μ Δωδώνης
Χρυσόστομος μνημόνευσε στὴν Ζάκυνθο γιὰ δεύτερη φορὰ τὸν
Μητροπολίτη Ἐπιφάνιο.
Στὶς 28 Αὐγούστου τοῦ 2019, ἡ ΔΙΣ ἀποφάσισε νὰ ἀναγνωρίσει «τὸ
κανονικὸ δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου γιὰ τὴν παραχώρηση
τοῦ αὐτοκεφάλου, καθὼς καὶ τὸ προνόμιο τοῦ Προκαθημένου τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νὰ χειρισθεῖ περαιτέρω τὸ ζήτημα τῆς
ἀναγνωρίσεως τῆς ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας». Την ἴδια ἡμέρα
δημοσιεύθηκε ὅτι ὁ μακ. Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος δήλωσε ὅτι δὲν μπορεῖ
νὰ σηκώσει τὸ βάρος μόνος του τῆς ἀναγνωρἰσεως τῶν σχισματικῶν καὶ
ὅτι τὸ θέμα θὰ συζητηθεῖ στὴν Ι.Σ.Ι. τὸν Ὀκτώβριο.

3. Τὸ περιεχόμενο τοῦ Τόμου αὐτοκεφαλίας τῆς ἐν Οὐκρανία


Ἐκκλησίας.

Τὸ περιεχόμενο τοῦ Τόμου τῆς αὐτοκεφαλίας γιὰ τὴν Οὐκρανία διαφέρει


ἀπὸ τῶν προηγούμενων ἀντίστοιχων Τόμων ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν
σὲ σημαντικὰ καὶ οὐσιώδη σημεῖα:

1) Ἡ νέα αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία ἀναφέρεται «πνευματικὴν θυγατέρα»


ἀντὶ «Ἀδελφή», ὅπως ὡς σήμερα ἀναφέρονται οἱ ἄλλες τοπικὲς Ἐκκλησίες
(«ἀνακηρύττομεν πνευματικὴν ἡμῶν ἀδελφήν», Πατριαρχικὸς καὶ
Συνοδικὸς Τόμος τοῦ 1850 Ἀνακυρήξεως τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς ἐν Ἑλλάδι
Ἐκκλησίας, «πεφιλημένης Ἁγιωτάτης Ἀδελφῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος»,
Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Πράξις διοικήσεως τῶν Μητροπόλεων τῶν
Νέων Χωρῶν, «ἐπευλογοῦντες ὅπως αὔτη, πνευματικὴ ἡμῶν ἀδελφὴ

82
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

ὑπάρχουσα», Πατριαρχικὸς καὶ Συνοδικὸς Τόμος ἀναγνωρίσεως τοῦ


αὐτοκεφάλου τῆς ἐν Πολωνίᾳ Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, «ἀγαπητῆν
ἐν Χριστῶ ἀδελφήν», Πατριαρχικὸς καὶ Συνοδικὸς Τόμος ἀναγνωρίσεως
τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς ἐν Ρουμανία Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας).

2) Ἀναφορὰ τῆς φράσης «τῷ οἰκουμενικῷ Θρόνῳ, τῷ ἔχοντι τὴν κανονικὴν


ἁρμοδιότητα ἐπὶ τῆς Διασπορᾶς», ἐνῶ ἡ κατάσταση στὴν Διασπορὰ εἶναι
κανονικὰ ἀκαθόριστη, καὶ ἐνῶ αὐτὴ ἔχει διευθετηθεῖ προσωρινὰ μόνο,
«ἄχρι καιροῦ», μὲ τὶς ἐπισκοπικὲς συνελεύσεις κατὰ ἄκραν οἰκονομία.

3) Γίνεται ἀναφορὰ στὴν ἀναγνώριση τοῦ δικαιώματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ


Πατριαρχείου νὰ δέχεται ἐκκλήτους προσφυγές, τὸ ὁποῖο παρουσιάζεται
ὡς ἀποκλειστικό, σὲ ἀντίθεση μὲ ὅτι ὁρίζουν οἱ ἱεροὶ κανόνες περὶ
ἰσότιμης προσφυγῆς πρὸς «τὸν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως ἤ τὸν τῆς
βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον» (βλ. Μέρος 1.2 παραπάνω).
Ἄν ἀναγνωρίσουν οἱ διάφορες τοπικὲς Ἐκκλησίες τὸν Τόμο, πέρα τῆς
νομιμοποίησης τῆς ἀμφισβητούμενης κανονικότητας παρέμβασης τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴν συγκεκριμένη περίπτωση τῆς
Οὐκρανίας, ὑπάρχει σαφὴς κίνδυνος ἔμμεσης νομιμοποίησης γενικὰ
δικαιοδοσιῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πέρα τῶν ὁρίων
δικαιοδοσιῶν του ποὺ πραγματικὰ θέτουν οἱ ἱεροὶ κανόνες.

4) Κεφαλὴ παρουσιάζεται ἐδῶ ὁ Οἰκουμενικὸς Θρόνος, τόσο γιὰ τὴν


αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς «λοιποὺς
Πατριάρχες καὶ Προκαθήμενους», ἐνῶ πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται ὡς
κεφαλὴ ὁ Χριστός, ὅπως γιὰ παράδειγμα συμβαῖνει στὸν Τόμο
αὐτοκεφαλίας τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας («ἡ ἐν τῶ Βασιλείω τῆς Ἑλλάδος
Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, Ἀρχηγὸν ἔχουσα καὶ κεφαλήν, ὡς καὶ πάσα ἡ
Καθολικὴ καὶ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, τὸν Κύριον καὶ Θεὸν καὶ Σωτήρα
ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν»), ἤ στὸν Τόμο αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ρουμανίας («τὴν τῆς μιὰς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας κεφαλήν, τὸν Θεάνθρωπον λυτρωτήν»). Ὡστόσο καὶ σὲ ἄλλους
Τόμους ἀναφέρεται ὡς κεφαλὴ ὁ Θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου
ὅμως ὅταν γίνεται μιὰ τέτοια ἀναφορά, ἄν δὲν προσδιοριστεῖ πῶς
ἐννοεῖται καὶ δὲν γίνει παράλληλα καὶ ἡ σαφῆς ἐπίκληση στὴν ὅντως

83
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

κεφαλὴ τῶν ὅλων, τὸν Λυτρωτὴ Χριστό, τότε εὔκολα αὐτὴ μπορεῖ νὰ
παρανοηθεῖ καὶ νὰ παρεξηγηθεῖ εἰς βάρος τῆς εὐταξίας καὶ τῆς
ἑνότητας56, 57.

ΜΕΡΟΣ 3ο : Πρόταση διευθέτησης τοῦ οὐκρανικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ


Ζητήματος.

Θεωρῶντας ὅτι πρόταση τοῦ σεβασμιώτατου Μητροπολίτη Ναυπάκτου


πρὸς εὔρεση διεξόδου ἀπὸ τὸ οὐκρανικὸ ἀδιέξοδο, εἶναι ὡς ἐχόντων τῶν
πραγμάτων μέχρι σήμερα ἐμφανῶς καὶ ἀντικειμενικῶς πρὸς τὴν σωστὴ
κατεύθυνση καὶ συνεπῶς ἀξιοσημείωτη καὶ καρποφόρα, ἀντὶ γιὰ δική μας
θέση, ἀναδημοσιεύουμε ἐδῶ ἴσως τὸ πιὸ ἐνδιαφέρον καὶ κρίσιμο σημεῖο
τῆς πρότασής του58, συμπληρώνοντας καὶ ἕνα δικό μας σκεπτικό. Ἄς
σημειώσουμε μόνο ὅτι ἡ πρόταση αὐτὴ λαμβάνει ὡς δεδομένη τὴν μὴ
ὑποχώρηση στὴν στάση της καμιὰς ἀπὸ τὶς ἐμπλεκόμενες πλευρές,
δηλαδὴ ὅτι οὔτε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο θὰ μεταβάλλει τὴν
ἀπόφασή τοῦ καὶ θὰ ἀνακαλέσει τὸν Τόμο, οὔτε τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας
μαζὶ μὲ τὴν οὐκρανικὴ Ἐκκλησία ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη Ὀνούφριο θὰ
ἀποδεχθοῦν τὸν Τόμο, τουλάχιστον ὄχι ὑπὸ τὶς παροῦσες συνθήκες.
Διαφορετικά, ἄν κάποια ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς ἀποδεχόταν τὶς ἀξιώσεις τῆς
ἄλλης, δηλαδὴ ἄν ἀνακαλοῦταν πρὸς τὸ παρὸν ὁ Τόμος, καὶ μάλιστα ἄν
κατὰ τὸ εὐκταῖον, ὁ Μητροπολίτης Ἐπιφάνιος προσχωροῦσε στὴν
Ἐκκλησία ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτη Ὀνούφριου, πιθανὸν μὲ κάποια
προσυνεννόηση γιὰ ἐπαναχορήγηση τοῦ Τόμου μὲ αἴτηση πλέον τοῦ
Ὀνούφριου, ἤ διαφορετικὰ ἄν ἀντὶ αὐτοῦ, πράγμα ποὺ θὰ ἦταν ἀκόμα πιὸ
δύσκολο, ἤ πιστεύουμε μάλλον ἀπίθανο καὶ παντελῶς οὐτοπικό, τὸ
Πατριαρχεῖο Μόσχας ἀναγνώριζε τὶς ὡς τώρα ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου γιὰ τὴν χορήγηση τῆς αὐτοκεφαλίας καὶ μετὰ ἀπὸ κάποιες
σημαντικὲς προσαρμογὲς καὶ τροποποιήσεις στὴν αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία,
θέτοντας κάποιους σημαντικοὺς ἐπὶ τῆς οὐσίας ὅρους, συσσωματωνόνταν
ὁ Μητροπολίτης Ὀνούφριος μαζὶ μὲ τὸ ποίμνιό του σὲ αὐτήν (προφανῶς
μόνο θεωρητικὰ θὰ μποροῦσε νὰ συμβεῖ κάτι τέτοιο ἐξωπραγματικό), τότε
σὲ αὐτὴν περίπτωση δὲν θὰ ὑφίστατο προφανῶς κανένα ριζικὸ πρόβλημα
σὰν τὸ σημερινά, ἀπαιτῶντας ἐπιτακτικὰ ἀποτελεσματικὴ λύση.

84
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

Δυστυχῶς ὅμως καμιὰ τέτοια οὐσιαστικὴ ὑποχώρηση δὲν φαίνεται οὔτε


στὸ ἑλάχιστο στὸν ὁρίζοντα νὰ πρόκειται νὰ προκύψει στὸ ἄμεσο μέλλον,
καὶ γι’ αὐτὸ μπροστὰ στὸν ὁρατὸ κίνδυνο βαρύτατου σχίσματος, πρὸς
ἀποτροπὴ αὐτοῦ καὶ διάσωση τῆς πανορθόδοξης ἑνότητας, καταλήγουμε
στὴν παρακάτω πρόταση.

Ἀφοῦ ὁ σεβ. Μητροπολίτης Ἱερόθεος ἀναφέρεται στὴν ἀναγκαιότητα: ἀ)


συνάντησης ἐκπροσώπων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τοῦ
Πατριαρχείου Μόσχας, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ γίνεται διάλογος, β) συνέχισης
τοῦ διαλόγου γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς συζήτησης γιὰ τὸ πῶς χορηγεῖται
τὸ αὐτοκέφαλο σὲ μιὰ Ἐκκλησία καὶ τὴν ὁλοκλήρωση ἑτοιμασίας τῶν
σχετικῶν κειμένων σὲ μιὰ Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ γιὰ ἐπικύρωση
ἀπὸ Πανορθόδοξη Σύνοδο, ὅπου συμπληρώνουμε ἀκόμα ὅτι γ) καλὸ θὰ
ἦταν σὲ αὐτὴ νὰ ἀποσαφηνίσουν ἀπὸ κοινοῦ καὶ τὶ ἀκριβῶς σημαίνουν
αὐτὰ τὰ ἀπρόσμενα καὶ καινοφανὴ ποὺ περιέχει ὁ συγκεκριμένος Τόμος
Αὐτοκεφαλίας, τὰ ὁποία ἔχουν ἀναφερθεῖ στὸ προηγούμενο κεφάλαιο,
καὶ ποιὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁμόφωνα ἀποδέχονται ὡς ἐκκλησιολογικὰ κανονικὰ
καὶ ὀρθά, καὶ ἐπίσης δ) καλλιέργειας διαλόγου γιὰ νὰ καθορισθεῖ ἕνα
προσχέδιο ἐπιλύσεως τοῦ θέματος τῆς Οὐκρανίας σύμφωνα μὲ τὰ
παρακάτω καὶ ἔτσι νὰ μπορέσει νὰ πάει τὸ θέμα σὲ Πανορθόδοξη (ἤ
Σύνοδο Προκαθημένων), καὶ ε) ἄρσης τῆς ἀκοινωνησίας ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησία τῆς Μόσχας καὶ ἔναρξης μνημονεύσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχη ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Μόσχας στὰ Δίπτυχα, ὥστε νὰ μὴν
κωλύεται ὁ διάλογος, τελικὰ ὁ σεβασμιώτατος καταλήγει:

«Πέμπτον. Θὰ πρέπει νὰ προσυνεννοηθῆ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον θὰ


ἐπιλυθῆ καὶ θὰ ἰσχύση τὸ ἐκκλησιαστικὸ καθεστῶς τῆς Οὐκρανίας σὲ
ὅλες τίς διαστάσεις του. Ἐνδεχομένως, θὰ πρέπει νὰ λυθῆ μὲ
ἐκκλησιαστικὴ οἰκονομία "ἄχρι καιροῦ".
Μία λύση εἶναι νὰ βρεθῆ τρόπος στὴν αὐτοκέφαλη αὐτὴν Ἐκκλησία νὰ
ὑπαχθοῦν ὅλες οἱ ἐκκλησιαστικὲς δικαιοδοσίες ποὺ ὑπάρχουν στὴν
Οὐκρανία .
Περίπου νὰ ἰσχύση κατ’ οἰκονομία καὶ ἴσως ἄχρι καιροῦ αὐτὸ ποὺ γίνεται
στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ποὺ συνέρχονται καὶ συναποφασίζουν οἱ

85
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

Ἀρχιερεῖς τῆς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ οἱ Ἀρχιερεῖς τοῦ


Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐν Ἑλλάδι, τῶν λεγομένων Νέων Χωρῶν.
Ἐὰν αὐτὸ γιὰ διαφόρους λόγους δὲν μπορῆ νὰ ἰσχύση καὶ στὴν Οὐκρανία,
τότε, θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχύση τὸ σύστημα ποὺ ἐπικρατεῖ στήν Διασπορὰ
μὲ τὶς Ἐπισκοπικὲς Συνελεύσεις, ὁ Κανονισμὸς λειτουργίας τῶν ὁποίων
ψηφίσθηκε στὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης τὸ 2016. Ὑπάρχει, δηλαδή, ἕτοιμος
Κανονισμός, ποὺ μπορεῖ νὰ προσαρμοσθῆ καταλλήλως γιὰ τὴν
αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας.
Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ εἴτε μὲ τὴν μορφὴ διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἑλλάδος, εἴτε μὲ τὴν μορφὴ τῆς λειτουργίας τῶν Ἐπισκοπικῶν
Συνελεύσεων, θὰ μποροῦσε νὰ λειτουργήση μία Σύνοδος, ἡ ὁποία θὰ
ἀποτελῆται ἀπὸ ὅλες τίς ἐκκλησιαστικὲς δικαιοδοσίες, ἡ ὁποία θὰ ἔχη
ἕναν Ἀρχιεπίσκοπο. Καί, ἐὰν αὐτὸ δὲν μπορῆ νὰ γίνη, τότε μπορεῖ νὰ
ἰσχύση τὸ ὑφιστάμενο καθεστὼς στὴν Ἑλλάδα, μὲ τὴν αὐτοκέφαλη
Ἐκκλησία – Νέες Χῶρες, τὴν ἡμιαυτόνομη Ἐκκλησία τῆς Κρήτης καὶ τὶς
Μητροπόλεις στὰ Δωδεκάνησα.
Οἱ Μητροπολίτες τῶν διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν δικαιοδοσιῶν θὰ
μνημονεύουν τὴν Ἐκκλησία στὴν ὁποία ἀναφέρονται, δηλαδὴ ἤ τὸν
Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ἤ τὸν Πατριάρχη Μόσχας καὶ νὰ
συμπληρώνουν καὶ τὴν Σύνοδό τους, ἤτοι: «Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε
τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ Πατριάρχου ἡμῶν (Βαρθολομαίου ἤ Κυρίλλου) καὶ
τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου τῶν ὀρθοτομούντων τόν λόγον τῆς σῆς
ἀληθείας».
Στὴν Διαρκῆ Ἱερὰ Σύνοδο ποὺ θὰ ἀποτελῆται ἀπὸ δώδεκα Ἀρχιερεῖς καὶ
ὡς δέκατο τρίτο θὰ ἔχη τόν Πρόεδρο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου νὰ
συγκαταλέγωνται μέλη κατὰ ἴσον ἀριθμὸ ἀπὸ τὶς ὑπάρχουσες
ἐκκλησιαστικὲς δικαιοδοσίες. Στὴν Ἱεραρχία θὰ μετέχουν ὅλοι οἱ
Ἱεράρχες τῆς αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας. Τὴν
πρώτη φορὰ ποὺ θὰ συνέλθουν οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς αὐτοκεφάλου αὐτῆς
Ἐκκλησίας θὰ μποροῦσε νὰ ἐκλεγῆ ἤ νὰ ἀποφασισθῆ ποιὸς θὰ εἶναι
Προκαθήμενος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν Οὐκρανίᾳ».

Ἐδῶ μποροῦμε νὰ κάνουμε μιὰ συμπλήρωση περὶ τῆς περιπτώσεως


προτίμησης υἱοθέτησης τῆς μορφῆς διμεροῦς συνύπαρξης τοῦ
ὑφιστάμενου καθεστῶτος στὴν Ἑλλάδα μὲ τὴν αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία στὸ

86
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

μεγαλύτερο τμήμα της καὶ τὴν ἡμιαυτόνομη Ἐκκλησία στὴν Κρήτη, ὅτι ἡ
ἐφαρμογὴ αὐτοῦ τοῦ σχήματος στὴν Οὐκρανία εἶναι ἴσως καὶ ἡ πιὸ
κατάλληλη κατὰ τὴν γνώμη μας, καθὼς γιὰ εὐνόητους λόγους μπορεῖ νὰ
εἶναι δύσκολο νὰ ἐπέλθει συμφωνία γιὰ ἐκλογὴ κοινοῦ Προκαθήμενου σὲ
ἕναν κοινὸ συνδυασμὸ τῶν ἱεραρχιῶν. Πιὸ ἁπλὸ καὶ εὔστοχο στὴν
συγκεκριμένη δύσκολη καὶ ἰδιάζουσα περίπτωση τῆς Οὐκρανίας θὰ εἶναι
νὰ παραμείνει ἡ νέα αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία ὡς ἔχει καὶ νὰ μνημονεύει
τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, καὶ ὁμοίως νὰ παραμείνει ὡς ἔχει καὶ ἡ
αὐτόνομη Ἐκκλησία ὑπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας καὶ νὰ μνημονεύει τὸν
Πατριάρχη Μόσχας, μεταξύ τοὺς ὅμως νὰ ἀλληλοαναγνωρίζονται ἐν
κοινωνία, ἀναγνωρίζοντάς τες μὲ αὐτὸ τὸ τρόπο καὶ ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὁδηγῶντας ἔτσι στὴν ἀποκατάσταση
πανορθοδόξως τῆς ὅλης ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας.

Κάτι τέτοιο γιὰ νὰ γίνει ἐπιτυχέστερα, ἁπλούστερα καὶ κανονικότερα,


χωρὶς νὰ ὑπάρχουν τὰ προβλήματα τῆς διασπορᾶς, θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρξει
κάποιος διαχωρισμὸς τοπικός, εἶτε σὲ δύο μεγάλες περιοχές (δυτική, γιὰ
τὴν πιὸ κοσμικὴ αὐτοκέφαλη, ποὺ εἶναι στραμμένη στὴν Εὐρώπη, καὶ
ἀνατολική, γιὰ τὴν σταθερὴ στὶς παραδόσεις της αὐτόνομη, τὴν
διατηροῦσα τοὺς ἀδελφικοῦς δεσμούς της μὲ τὴν Ρωσία), ἤ ἄν δὲν εἶναι
δυνατὸν καὶ κατάλληλο αὐτὸ σὲ περισσότερες πιὸ μικρὲς περιοχές, οἱ
ὁποῖες θὰ κατανεμηθοῦν ὅμως καθ᾿ ἔκαστη ἀνάγκη καὶ κατὰ τρόπο
ἀρμόδιο στὶς δύο τοπικὲς Ἐκκλησίες διὰ ὁριστικῆς κοινῆς συμφωνίας.
Ἔτσι θὰ δημιουργηθεῖ ἀκριβῶς τὸ ἴδιο διοικητικὸ καθεστῶς ποὺ ἰσχύει
στὴν Ἐλλάδα, ὅμως μόνο μὲ τὴν αὐτοκέφαλη καὶ τὴν αὐτόνομη Ἐκκλησία,
ἡ κάθε μιὰ στὰ δικὰ τῆς ξεχωριστὰ τοπικὰ ὅρια. Σὲ τυχὸν ἐνστάσεις γιὰ
τὴν προφανὴ ἀντικανονικότητα καὶ ὑπερβολικῆ οἰκονομία μιὰς τέτοιας
κατάστασης, μὲ αὐτὸν τὸν πολὺ παρόμοιο τρόπο σὲ αὐτὸν ποὺ ἔχει
ἐφαρμοσθεῖ καὶ ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα, ὑπενθυμίζουμε ξανὰ ὅτι ἀναφέραμε
καὶ παραπάνω, ὅτι λόγω τῆς πιθανότατης μὴ ὑποχώρησης καμιὰς ἀπὸ τὶς
ἄμεσα ἐμπλεκόμενες πλευρὲς στὸ οὐκρανικὸ ζήτημα, καταλήγουμε στὴν
προτεινόμενη λύση μπροστὰ στὸν σοβαρότατο κίνδυνο ὁριστικοῦ
σχίσματος στὴν καθόλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, προκειμένου αὐτὸς νὰ
ἀποσοβηθεῖ καὶ νὰ διαφυλαχθεῖ ἀκέραια ἡ ἑνότητα. Μακάρι νὰ μποροῦσε
νὰ ὑπάρξει κάποια ὑποχώρηση καὶ νὰ διασωζόταν ἡ ἑνότητα

87
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

ἐπιτυγχάνοντας μιὰ κανονικότερη λύση, ἀλλὰ ὅπως δείχνουν τὰ


πράγματα ἐπὶ ἑνὸς ἔτους μέχρι σήμερα, μόνο ἐκ θαύματος θὰ συνέβαινε
κάτι τέτοιο.

Εἶναι βέβαια ἀπαραίτητο ἐπιπλεόν νὰ τονίσουμε ἐδῶ τὸ ἄκρως


βαρυσήμαντο καὶ οὐσιαστικὸ σημεῖο, πὼς σὲ αὐτὴ τὴν λύση, ὅπως καὶ
στὴν ὁποιαδήποτε ἄλλη πιθανὴ λύση, σοβαρὸ κώλυμα ἀποτελεῖ ὁ τρόπος
ἀποκατάστασης καὶ ἀποδοχῆς τῶν καθαιρεμένων καὶ αὐτοχειροτόνητων,
οἱ ὁποίοι συνιστοῦν ὅλη σχεδὸν τὴν ἱεραρχία τῆς αὐτοκέφαλης
Ἐκκλησίας, ὅπου εἰδικὰ στοὺς δεύτερους, ἡ προέλευση τῆς ἱερωσύνης
εἶναι μὲ ἀναντίρρητα ἐρείσματα σοβαρὰ ἀμφισβητούμενη, ὁπότε δὲν
μπορεῖ νὰ ὑπάρξει οἰκονομία, καὶ κατὰ συνέπεια σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση
ἡ ἀναχειροτονία μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ μόνη κανονικὴ καὶ ἀποδεκτὴ ὁδός.
Βέβαια μόνο γιὰ τοὺς μὴ πρωτεργάτες τοῦ σχίσματος ποὺ ἕλαβαν
ἐκκλησιαστικὲς συνοδικὲς ποινὲς, καὶ γιὰ ὅσους δὲν τοὺς ἐμποδίζει
κάποιο ἀπὸ τὰ σχετικὰ κανονικὰ κωλύματα.

Καὶ συνεχίζει ὁ σεβ. Μητροπολίτης Ἱερόθεος μὲ τὸ τελευταῖο σημεῖο τῆς


πρότασης: «Ἕκτον. Νομίζω ὅτι πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ πρέπει νὰ
ἐργασθοῦν τόσο οἱ ἐκκλησιαστικοί, ὅσο καὶ οἱ πολιτικοὶ παράγοντες τῆς
Οὐκρανίας. Ὁμιλῶ καὶ γιὰ πολιτικοὺς παράγοντες, γιατὶ πάντοτε, ἀκόμη
καὶ στὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ἀποφάσεις
θεσπίζονταν μὲ νόμο ἀπὸ τοὺς αὐτοκράτορες. Γιατί, ἄν μιὰ Σύνοδος
λαμβάνη μόνη τῆς τὶς ἀποφάσεις, τότε δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
ἐφαρμοσθοῦν, ἄν ἡ πολιτικὴ ἐξουσία δὲν παρέμβη γιὰ τὴν κατοχύρωσή
τοὺς μὲ νόμους. Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο τὶς Οἰκουμενικὲς
Συνόδους τίς συγκαλοῦσαν οἱ αὐτοκράτορες καὶ οἱ ἀποφάσεις τους τὴν
τελευταία ἡμέρα ἀναγινώσκονταν στὸ παλάτι, ὅπου καὶ ἀποφασίζονταν
νὰ ἰσχύσουν μὲ νόμο. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἶναι ἡ Πενθέκτη
Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία ὀνομάσθηκε ἐν Τρούλλῳ Σύνοδος, ἀκριβῶς,
γιατὶ ἔγινε στὴν μεγάλη ἀἴθουσα τῶν Ἀνακτόρων ποὺ εἶχε τροῦλλο.
Τὰ ὅσα ἀνέφερα προηγουμένως εἶναι κατὰ τήν γνώμη μου μιὰ κατ’ ἀρχὴν
ρεαλιστικὴ ἐκτίμηση τῆς καταστάσεως καὶ εἶναι μιὰ κατ’ οἰκονομία «ἄχρι
καιροῦ» πρόταση ἤ μᾶλλον ἕνα κατ’ ἀρχήν σχεδίασμα, ποὺ μπορεῖ νὰ
βελτιωθῆ ἀκόμη περισσότερο ἤ νὰ ἀπορριφθῆ».

88
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

Ἐννοεῖται βέβαια ὅτι αὐτὴ ἡ πρόταση γιὰ νὰ ὑλοποιηθεῖ χρειάζεται, ἀφοῦ


ὑπάρξει κοινὴ σύγκλιση πρὸς μιὰ κατάλληλη καὶ πολὺ συγκεκριμένη
μορφὴ αὐτῆς τῆς πρότασης ἀπὸ ὅλες τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες, νὰ
ἐπικυρωθεῖ συνοδικὰ ἀπὸ τὸ πανορθόδοξο πλήρωμα, ἤ ἁπλούστερα καὶ
πρακτικότερα ἀπὸ τοὺς Προκαθημένους τῶν τοπικῶν Ὀρθόδοξων
Ἐκκλησιῶν (Πανορθόδοξη Σύνοδος ἤ Σύνοδος Προκαθημένων, ἔστω καὶ
Σύναξη Προκαθημένων). Γράφει σχετικὰ μὲ αὐτὸ ὁ σεβ. Μητροπολίτης
Ἱερόθεος:

«Τὸ θέμα εἶναι ὅτι, προκειμένου νὰ ἀποφασισθῆ σύγκληση μιὰς


Πανορθοδόξου Συνόδου, πρέπει νὰ ὑπάρξη σοβαρὴ προετοιμασία καὶ
συγκεκριμένη πρόταση στὴν ὁποία νὰ συγκλίνη ἡ πλειοψηφία τῶν
Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ φυσικὰ νὰ τὴν ἀποδεχθοῦν τὸ Οἰκουμενικὸ
Πατριαρχεῖο καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Μόσχας. Διότι δὲν μπορεῖ νὰ συγκληθῆ
μιὰ Πανορθόδοξη Σύνοδος ἤ Σύναξη Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν, ἄν δὲν τήν καλέσει ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης καὶ ἄν δὲν
ἔχη ὡριμάσει τὸ θέμα γιὰ λύση. Καί, βεβαίως, ἐὰν προηγουμένως δὲν
ὑπάρχη σύγκλιση ἀπόψεων σὲ μιὰ συγκεκριμένη πρόταση τὴν ὁποία νὰ
ἀποδεχθοῦν οἱ κατὰ Τόπους Ἐκκλησίες, κυρίως τὸ Οἰκουμενικὸ
Πατριαρχεῖο καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Μόσχας, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ γίνη ἡ
Πανορθόδοξος Σύνοδος. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι πρέπει κάποιοι ἐκκλησιαστικοὶ
παράγοντες νὰ ἐπεξεργασθοῦν μιὰ πρόταση τὴν ὁποία εἶναι δυνατόν νὰ
ἀποδεχθῆ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἡ Ἐκκλησία τῆς Μόσχας καὶ ἡ
Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας. Βεβαίως, πρέπει νὰ ὑπάρχη συζήτηση καὶ μὲ
τὴν πολιτική ἡγεσία τῆς Οὐκρανίας. Διότι, ἄν κρίνω τὰ πράγματα σὲ
σχέση μὲ τὴν χορήγηση τῆς αὐτοκεφαλίας στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος
καὶ τὴν χορήγηση τῶν λεγομένων Νέων Χωρῶν σὲ αὐτήν, ὑπῆρξε
ἀπόφαση καὶ ἀποδοχή τῶν τριῶν παραγόντων, ἤτοι τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας»
(Μητρ. Ναυπάκτου Ἱερόθεου, «Πρόταση γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ
οὐκρανικοῦ Ζητήματος»).

Ὁλοκληρώνοντας λοιπὸν τὴν παρουσίαση τῆς πρότασης, ἔχουμε νὰ


προσθέσουμε μόνο ὅτι γιὰ τὴν ἐφαρμογή αὐτῆς, ἤ πιθανὸν κάποιας

89
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

ἄλλης καλύτερης, αὐτὸ ποὺ χρειάζεται ἀπαραίτητα εἶναι ἡ καλὴ πρόθεση


καὶ ἡ προσευχή. Ἐλπίζουμε ὅτι δίνοντας στὸν Οὐκρανικὸ λαὸ, ποὺ εἶναι
διχασμένος λόγω τῶν δύο ἀντιδιαμετρικὰ διαφορετικῶν κεντρικῶν
πεποιθήσεών του, τὴν δυνατότητα νὰ ἀκολουθήσει ὁ καθένας τὴν δική
του ἱεραρχία, ποὺ τὸν ἐκφράζει, ἐφόσον ἀναγνωριστοῦν καὶ σεβαστοῦν
ἀλλήλους μέσα ἀπὸ τὴν μεταξύ τους ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία,
τοποθετῶντας καὶ οἱ δύο πλευρὲς πάνω τους τὴν κοινὴ κεφαλή, ποὺ εἶναι
ὁ Κύριος Ἰησοὺς Χριστός, θὰ ἀποφύγουν κάτω ἀπὸ τὴν Πρόνοιά Του τὶς
παραπέρα συγκρούσεις σὲ κοινωνικὸ καὶ πολιτικὸ ἐπίπεδο. Σὲ τελικὴ
ἀνάλυση τὸ ὅλο ζήτημα παραμένει κατὰ πόσο ἡ μερίδα τοῦ Ἐπιφάνιου ἄν
λάβει τὴν πανορθόδοξη ἀναγνώριση θὰ φιλοτομηθεῖ νὰ ὀρθοδοξήσει, καὶ
θὰ συμμορφωθεῖ καὶ θὰ εὐθυγραμμιστεῖ στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὅπως
ὅλοι ὁφείλουν ὡς μέλη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐγκαταλείποντας
εἰλικρινῶς στὴ λήθη τοῦ περασμένου μακρινοῦ παρελθόντος τὶς ὅποιες
φιλενωτικὲς τους προθέσεις τύπου οὐνίας. Αὐτὸ ὅμως μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ
νὰ τὸ γνωρίζει.

Εἴθε ὁ συνέχων τὰ πάντα τῆ χειρῖ Κύριος, ἵνα καταπέμψει ἡμῖν πνεῦμα


εἰρήνης καὶ ἑνότητος, κατευθύνοντας ἡμᾶς εἰς τὴν ὁδὸ τῆς ἀληθείας Του.
Ἀμήν.

Εὐχαριστίες.

Εὐχαριστοῦμε ὅλους ὅσους μᾶς στήριξαν στὴν συγγραφὴ τοῦ κειμένου


καὶ ὅλους τοὺς ἀρθρογράφους καὶ συγγραφεῖς ποὺ ἀνιδιοτελῶς καὶ
ἐντίμως δημοσίευσαν πολύτιμα στοιχεῖα σχετικὰ μὲ τὸ Οὐκρανικὸ
Ἐκκλησιαστικὸ ζήτημα τῆς χορήγησης τῆς Αὐτοκεφαλίας στὴν Οὐκρανία.

Πηγὲς.

Μέρος 1ο - Ἱεροκανονικὲς καὶ Ἱστορικὲς προσεγγίσεις.

90
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

1. «Τὰ 4 σημεία-κλειδιὰ τῆς εἰσήγησης τῶν Ἐπιτροπῶν τῆς ΔΙΣ γιὰ τὸ


οὐκρανικό», ἀπὸ τὸ Ἔθνος.
2. «Τὸ οὐκρανικὸ Ζήτημα κατὰ τὸν κ. Βλ Φειδά», στὸ orthodoxia.info.
3. Γ. Παπαμιχαήλ, «Ἀποκαλύψεις περὶ τῆς ρωσσικῆς πολιτικῆς ἐν τῆ
ὀρθοδόξω ἐλληνικὴ ἀνατολή», Ἀθήναι, 1909.
4. Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, «Ὁ Οἰκουμενικὸς Θρόνος καὶ ἡ Ἐκκλησία
τῆς Οὐκρανίας-Ὁμιλοῦν τὰ κείμενα».
5. Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, «Τὸ οὐκρανικὸ αὐτοκέφαλο. Ἀπόκρυψη καὶ
παρερμηνεία ἐγγράφων».
6. Ἐπιστολὲς Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου τῆς 10ης
Ὀκτωβρίου 2018 καὶ τῆς 7ης Νοεμβρίου 2018 πρὸς τὸν μακ. Πατριάρχη
Μόσχας Κύριλλο.
7. Πρωτοπρ. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος, «Ἁπλὲς ἐρωτήσεις κατανόησης
κειμένου».
8. Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφεῖμ, «Τὸ οὐκρανικὸ ζήτημα καὶ εἰδικὰ ἡ
ἐπιστροφή στὴν κανονικότητα τῶν σχισματικῶν τῆς Οὐκρανίας».
9. Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφεῖμ, «Τὸ οὐκρανικὸ ζήτημα. Ἡ ἀληθὴς
Κανονικὴ θεώρησις. Ἡ Διαπίστωσις. Ἡ Λύσις».
10. «Ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας», 4
Ἰανουαρίου 19.
11. Ἐπιστολὴ Ἀρχιεπ. Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸ
Πατριάρχη : «2α ἀπόκριση ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπη. Περὶ τοῦ οὐκρανικοῦ
ζητήματος.
12. Πρωθιερέα Νικολάου Ντανίλεβιτς, «Ἀπὸ τὸν Μάξιμο τὸν Κυνικὸ μέχρι
τὸν Βικέντιο Τσεκάλιν».
13. Πρωτοπρ. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος, «Ἐκκλησιαστικὸ ἦθος καὶ…
σαμοσφιὰτοι!. Νὰ χαιρόμαστε τόν νέον 'προκαθήμενον'».
14. Σταῦρος Μουτάφης, «Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ οἰκονομία κατὰ τοὺς Ἱεροῦς
Κανόνες», Ἀθήνα, 2016.
15. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱερόθεου, «Ἀποστολικὴ Παράδοση καὶ
Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ στὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας».
16. Μητροπολίτου Κηθύρων Σεραφείμ, «Ἐπιστολή Πρὸς τὸ Ὀρθόδοξον
Χριστεπώνυμον Πλήρωμα γιὰ τὸ οὐκρανικό».

91
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

17. Συνέντευξη τοῦ Μητροπολίτου Λεμεσοῦ Ἀθανασίου στὶς 29 Ἰουνίου


2019 στὸ romfea.gr.
18. «Παρέμβαση ἀπὸ Ἱεράρχες (Λεμεσοῦ, Κύκκου, Ταμασσοῦ) τῆς Κύπρου
γιὰ τὸ οὐκρανικό» στὶς 11 Ἰουλίου 2019.

Μέρος 2ο - Ἱστορικὲς Προσεγγίσεις καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνηση.


19. Κωνσταντία Π. Κισκήρα, «Προτεστάντες Ἱεραπόστολοι στὴν καθ’ ἡμᾶς
Ἀνατολή, 1819-1914».
20. Ἀρχιμ. Σαράντη Σαράντου, «Οἱ Διάλογοι μὲ τοὺς ἑτεροδόξους ἱστορικὴ
ἀναφορά – ἀποτίμηση», ἀπὸ βιβλίο «Ὀρθοδοξία καὶ Αἵρεση – Πρακτικὰ
Ἡμερίδας», Ἱερὸ Κοινόβιο Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Πεντάλοφος
Γουμενίσσης, 2009.
21. Πρωτοπρ. Γ. Μεταλληνοῦ, «Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον καὶ
Οἰκουμενισμός», ἐφ. ᾿Ορθόδοξος Τύπος, 28 Ἰαν, 4 Φεβρ. καὶ 11 Φεβρ. 2005.
22. Πρωτοπρ. Γ. Μεταλληνοῦ, «Κριτικὴ Θεώρησις τῆς πορείας τοῦ
Οἰκουμενικοῦ διαλόγου», Ὀρθόδοξος Τύπος, 4 Μαρτίου 2016.
23. «Ἡ περὶ τῶν σχέσεων τῶν Αὐτοκέφαλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ
περὶ ἄλλων Γενικῶν Ζητημάτων Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Ἐγκύκλιος
τοῦ 1902, Αἰ εἰς αὐτὴν ἀπαντήσεις τῶν Ἁγίων Αὐτοκέφαλων Ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν καὶ Ἡ ἀνταπάντησις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου»,
Πατριαρχικὸ Τυπογραφεῖο, Κωνστ/λη, 1904.
24. Σημάτη Παναγιώτη, «Διαχριστιανικοὶ καὶ Διαθρησκειακοὶ Διάλογοι –
Στιγμὲς καὶ Σταθμοί», Ἀθήνα, 2003.
25. Πρωτοπρ. Ἰ. Φωτόπουλου, «Ἡ στάση τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας καὶ
Θεολογίας ἔναντι τοῦ οἰκουμενισμοῦ».
26. Ἀνακοίνωση τῆς ἔκτατης συνεδρίας τῆς Ἱεράς Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας στὶς 14 Σεπτ. 2018.
27. «Ἡ πρώτη οὐκρανικὴ αὐτοκέφαλη - διδάγματα καὶ παραλληλισμοί»
στὸ spzh.news.
28. Μητροπολίτης Σαγκάης καὶ Σὰν Φρανσίσκο ἅγιος Ἰωάννης
Μαξίμοβιτς, «Ἀναφορὰ γιὰ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο στὴν Δεύτερη
Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἐκτὸς Ρωσίας (ROCOR) στὴν πρώην
Γιουγκοσλαβία», 1938.

92
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

29. Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου: «Ἡ συζήτηση γιὰ τὴν ἀνακήρυξη


αὐτοκεφαλίας σὲ μιὰ ἐκκλησία».
30. Μητρ. Ναυπάκτου Ἱερόθεου, «Οἱ ἐκκλησιολογικὲς μεταπτώσεις τοῦ
Πατριαρχείου Μόσχας».
31. Βλάσιου Φειδά, «Τὸ Κίνημα τῶν Σλαβοφίλων καὶ ἡ Ρωσικὴ Διασπορά».
32. Μητρ. Ναυπάκτου Ἱερόθεου, «Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ
θεωρία τῆς Τρίτης Ρώμης».
33. Βασίλειος Β. Δημητριάδης, «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἡ ἀναζήτηση
τῆς ἑνότητας τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν στὸ ἔργο τοῦ π. Γεωργίου
Φλωρόφσκυ», Θεσ/κη, 2011.
34. Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, «Πρωτοπρ. Γεώργιος Φλωρόφσκυ,
1893–1979. Πατερικὴ μορφὴ τοῦ 20ου αἰῶνος», ἐφ. Ὀρθόδοξος Τύπος, 17
Δεκ. 2010.
35. Κωνσταντίνου Καβαρνοῦ, «Μελέτη περί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ»,
Ὀρθόδοξος Τύπος» 1997.
36. «Οἱ βασικὲς ἀρχὲς Ἁντιμετώπισης τῶν ἑτεροδόξων ἀπὸ τὴν Ρωσικὴ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», στὴν ἐπίσημη ἰστοσελίδα τοῦ Πατριαρχείου
Μόσχας, ποὺ εἶναι ἡ mospat.ru.
37. Πρωτοπρ. Γ. Τσέτση, «Τὰ 'Ὑπέρ' καὶ τὰ 'Κατά' τῆς παρουσίας τῶν
Ὀρθοδόξων στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν».
38. Γ. Δ. Μαρτζέλου, «Οἱ Θεολογικοὶ Διάλογοι Σήμερα - Τὸ Μήνυμα, ἡ
Ἀξία καὶ ἡ Προοπτική τους», Ἐπιστημονική Ἡμερίδα στὴν Κρήτη στὶς 18
Μαΐου 2013.
39. Ἅγιον Ὄρος, «Διαχρονικὴ Μαρτυρία στοὺς Ἀγῶνες Ὑπὲρ Πίστεως»,
ἔκδ. Ἁγιορειτῶν Πατέρων, Ἅγιον Ὄρος, 2014.
40. «Ὑπόμνημα πέντε Μητροπολιτῶν κατὰ τῶν ἀποφάσεων τοῦ Π.Σ.Ε. ἑν
Πουσὰν πρὸς τὴν ΙΣΙ Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», 30 Ἀπριλίου 2014.
41. Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, «Ὀρθοδοξία καὶ οὐμανισμός-Ὀρθοδοξία καὶ
Παπισμός», Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος, 1996.
42. Ρωμανίδη Ἰ., «Ὀρθόδοξος καὶ Βατικάνιος Συμφωνία περί οὐνίας».
43. Κείμενο τοῦ Theodor Petrov μὲ ἀποσπάσματα δηλώσεων τοῦ Μακ.
Πατριάρχη Μόσχας Κυρίλλου καὶ τοῦ σεβ. Μητρ. Βολοκολάμσκ Ἰλαρίων
περὶ τῶν σχέσεων μὲ τοὺς ἑτεροδόξους στὸ amen.gr.

93
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

44. Λέων Μπράνγκ, «Ἡ ἀπουσία Ἐκκλησιαστικῆς Μαρτυρίας στὴ Δυτικὴ


Εὐρώπη».
45. Μητρ. Βολοκολάμσκ Ἰλαρίων, «Η Θεία εὐχαριστία ὡς πυρήνας τῆς
ζωής τοῦ χριστιανού», 4 Ὀκτωβρίου 2011.
46. Συνέντευξη σεβ. Μητρ. Βολοκολάμσκ Ἰλαρίων στὸν τηλεοπτικὸ
σταθμὸ 'ΡΩΣΙΑ' στὶς 17 Ὀκτωβρίου 2009.
47. Μητρ. Βολοκολάμσκ Ἰλαρίων, ἐφ. Φιλελεύθερος, Λευκωσία, 5
Νοεμβρίου 2009.
48. Πρωτοπρ. Ἀναστασίου Γκοτσόπουλου, «Ἡ Συμπροσευχή μὲ
αἱρετικούς», Θεοδρομία, Θεσ/κη, 2009.
49. «Τὰ ζητήματα ποὺ ἔθεσε ὁ Πατριάρχης Μόσχας στὴ Σύναξη τῶν
Προκαθημένων τῆς Ὀρθοδοξίας» στὶς 23 Ἰαν. 2016 στὸ ikivotos.gr.
50. «Κοινὴ Δήλωση Πάπα Φραγκίσκου καὶ Πατριάρχου Κυρίλλου» στὸ
mospat.ru.
51. «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν
κόσμον» στὸ www.orthodoxcouncil.org.
52. Ἀλέξανδρος Τσβετκόβ, «Ἡ "Δήλωση τοῦ Τορόντο" καὶ ἡ Σύνοδος τοῦ
Κολυμβαρίου», ἐφ. Ὀρθόδοξος Τύπος, 7, 14 καὶ 21 Σεπτ. 2018.
53. Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, «Ὑπόμνημα γιὰ τὴν ἀπόρριψη τοῦ
Συνοδικοῦ Κειμένου "Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν
χριστιανικὸν κόσμον"».
54 «Ἀνακοινωθὲν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν
100η ἐπέτειο τῆς ἀνασυστάσεως τοῦ Πατριαρχείου», Δεκέμβριος 2017.
55. Ἐπίσκοπος Μπάτσκας Εἰρηναῖος, «Διατὶ δὲν ὑπέγραψα τὸ κείμενο τῆς
ἐν Κρήτη Συνόδου».

Περὶ Τόμου Αὐτοκεφαλίας.


56. Παναγιώτης Μπούμης, «Παρατηρήσεις στὸν Τόμο αὐτοκεφαλίας τῆς
οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας».
57. Ἕνας ἁγιορείτης κοινοβιάτης, «Μιὰ ἁπλὴ 'ἀνάγνωση' τοῦ Τόμου τῆς
αὐτοκεφαλίας».

Μέρος 3ο.

94
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

58. Μητρ. Ναυπάκτου Ἱερόθεου, «Πρόταση γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ


οὐκρανικοῦ Ζητήματος».

Παράρτημα.

Λόγοι σύγχρονων ἁγίων Πατέρων καὶ Γερόντων σχετικὰ μὲ τοὺς


διαχριστιανικοὺς διαλόγους καὶ τὸ ΠΣΕ:

1) Ὅσιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς: ««Ὁ οἰκουμενισμὸς εἶναι κοινὸν ὄνομα διὰ


τοὺς ψευδοχριστιανούς, διὰ τὰς ψευδοεκκλησίας τῆς ∆υτικῆς Εὐρώπης.
Μέσα τοῦ εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν μὲ
ἐπικεφαλῆς τὸν Παπισμόν. Ὅλοι δὲ αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ
ψευδοεκκλησίαι, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς
τὴν ἄλλην αἵρεσιν. Τὸ κοινὸν εὐαγγελικὸν ὄνομά τῶν εἶναι ἡ παναίρεσις.
Ἦτο ἆραγε ἀπαραίτητον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, αὐτὸ τὸ πανάχραντον
Θεανθρώπινον σῶμα καὶ ὀργανισμὸς τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, νὰ
ταπεινωθῆ τόσον τερατωδῶς, ὥστε οἱ ἀντιπρόσωποὶ τῆς Θεολόγοι, ἀκόμη
καὶ Ἱεράρχαι, νὰ ἐπιζητοῦν τὴν ὀργανικὴν μετοχὴν καὶ συμπερίληψιν εἰς
τὸ ΠΣΕ; Ἀλοίμονον, ἀνήκουστος προδοσία» (Ἅγιος Ἰουστίνος
Πόποβιτς, «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός», Θεσ/κη, 1974, σ.
224).

2) Ἅγιος Παΐσιος Ἀγιορείτης: « Μαζεύονται καὶ συνεδριάζουν καὶ κάνουν


συζητήσεις ἀτελείωτες γιὰ πράγματα ποὺ δὲν χωράει συζήτηση, ποὺ οὔτε
οἱ ἄγιοι Πατέρες συζήτησαν ἐδῶ καὶ τόσα χρόνια. Ὅλες αὐτὲς οἱ ἐνέργειες
εἶναι τοῦ πονηροῦ, γιὰ νὰ ζαλίζουν καὶ νὰ σκανδαλίζουν τοὺς πιστούς,
καὶ νὰ τοὺς σπρώχνουν ἄλλους στὴν αἵρεση καὶ ἄλλους σὲ σχίσματα, καὶ
νὰ κερδίζει ἔδαφος ὁ διάβολος … βασανίζουν καὶ μπερδεύουν τὸν
κόσμο». Καὶ ἐπίσης: «Ἦρθαν καὶ σ΄ἐμένα μερικοὶ καὶ μοῦ εἶπαν: "Ὅσοι
πιστεύουμε στὸν Χριστό, νὰ κάνουμε μία θρησκεία". Τώρα εἶναι σὰν νὰ
μοὺ λέτε, τοὺς εἶπα, χρυσὸ καὶ μπακίρι, χρυσὸ τόσα καράτια καὶ τόσα ποὺ
τὰ ξεχώρισαν, νὰ τὰ μαζέψουμε πάλι καὶ νὰ τὰ κάνουμε ἕνα. Εἶναι σωστὸ

95
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

νὰ τὰ ἀνακατέψουμε πάλι; Ρωτῆστε ἕναν χρυσοχόο: "Κάνει νὰ


ἀνακατέψουμε τὴν σαβούρα μὲ τὸν χρυσό;". Ἔγινε τόσος ἀγώνας, γιὰ νὰ
λαμπικάρη τὸ δόγμα…(Λένε) "Πρέπει νὰ βρίσκονται στὶς συμπροσευχὲς
τους καὶ στὰ συνέδρια καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι μία παρουσία". Τὶ παρουσία;
Τὰ λύνουν ὅλα μὲ τὴν λογικὴ καὶ δικαιολογοῦν τὰ ἀδικαιολόγητα…
Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ποὺ ἔχουν ἐλαφρότητα καὶ θέλουν νὰ
κάνουν προβολή, 'Ἱεραποστολή', συγκαλοῦν συνέδρια μὲ ἑτεροδόξους, γιὰ
νὰ γίνεται ντόρος καὶ νομίζουν ὅτι θὰ προβάλουν ἔτσι τὴν Ὀρθοδοξία, μὲ
τὸ νὰ γίνουν δηλαδὴ ταραμοσαλάτα μὲ τοὺς κακοδόξους… οἱ ἑτερόδοξοι
ἀπὸ τὴν ἄλλη ἔρχονται στὰ συνέδρια, κάνουν τὸν δάσκαλο, παίρνουν ὅ,τι
καλὸ ὑλικὸ πνευματικὸ βρίσκουν στοὺς Ὀρθοδόξους, τὸ περνᾶνε ἀπὸ τὸ
δικὸ τους ἐργαστήρι» (Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, «Μὲ πόνο καὶ ἀγάπη
γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο», Λόγοι Α΄, Ἱ Ἡσυχ. «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ
Θεολόγος», Σουρωτὴ Θεσ/κης, σ. 347-349).

3) Γέροντας Γεώργιος Καψάνης Γρηγοριάτης: »Τὸ Π.Σ.Ε. ὁδηγεῖται, ὡς


γνωστόν, ὄλο καὶ περισσότερο σὲ μὴ χριστιανικὲς θεολογικὲς
τοποθετήσεις, ἀκόμη καὶ παγανιστικές, ὅπως κατεδείχθη καὶ στη Γενικὴ
Συνέλευση τῆς Καμπέρας, ὅπου τὸ ἅγιο Πνεύμα παρουσιάσθηκε μὲ
ἀνιμιστικὸ εἰδωλολατρικὸ τρόπο. Οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν ἔχουν τὴν δυνατότητα
νὰ ἀνακοινώσουν δημοσίως τὴν ἄποψη καὶ ὁμολογία τους, ὅπως ἐγίνετο
μέχρι τὴ Γενική Συνέλευση τοῦ Ν. Δελχὶ (1961), ὁπότε καὶ τοὺς ἀφηρέθη
τὸ δικαίωμα αὐτό, συνεργούντων δυστυχῶς καὶ Ὀρθοδόξων
οἰκουμενιστῶν οἱ ὁποίοι προφανῶς ἤθελαν νὰ γίνουν ἀρεστοὶ στοὺς
Πρωτεστάντες. Μέχρι τὸ Νέο Δελχὶ εἶχε νόημα ἡ συμμετοχὴ τῶν
Ὀρθοδόξων στὸ Π.Σ.Ε., ἐφ’ ὅσον παρίσταντο καὶ ὡμίλουν ἐκεῖ ὡς
ἐκπρόσωποι ὄχι ἑνὸς τμήματος τοῦ κατατεμαχισμένου Χριστιανισμοῦ,
ἀλλὰ ὡς ἐκπρόσωποι τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας. Κείμενα τῆς ὀρθοδόξου ἀντιπροσωπείας, ποὺ συνετάσσοντο
ὑπὸ διαπρεπών Ὀρθοδόξων θεολόγων ὡς ὁ μακαριστός π. Γ. Φλωρόσκυ
καὶ ἀνεγιγνώσκοντο στὶς Συνελεύσεις αὐτές, δημοσιευόμενα καὶ στὰ
πρακτικὰ των, ἐκφράζουν πράγματι τὴν ὀρθόδοξο αὐτοσυνειδησία.
Σήμερα ἡ φωνή τῶν Ὀρθοδόξων χάνεται μέσα στὴν προτεσταντικὴ
πανσπερμία. Και οἱ μεν Προτεστάντες ἀκολουθοῦντες τὴν ἐκκλησιολογία

96
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

τους, δηλαδή τὴν θεωρία τῶν κλάδων καὶ τὴ διάκριση τῆς ἐκκλησίας σε
ὁρατή (κατατεμαχισμένη καὶ ἀτελή) καὶ ἀόρατο (μία καὶ τελεία),
συνέρχονται στὸ Π.Σ.Ε. γιὰ νὰ προσφέρει ἡ κάθε παραφυὰς τὸ τμήμα τῆς
ἀληθείας ποὺ διαθέτει, ὥστε ὅλοι ὁμοῦ νὰ πλησιάσουν πρὸς τὴν ἀόρατο
καὶ τελεία ἐκκλησία. Τὶ νόημα ὅμως ἔχει ἡ συμμετοχή ἡμῶν τῶν
Ὀρθοδόξων στὸ κατὰ μεγίστην πλειοψηφίαν παμπροτεσταντικὸ αὐτὸ
συμβούλιο, ὅπου ἡ φωνή μας πνίγεται μέσα στὴν Βαβέλ τῶν
προτεσταντικῶν αἱρέσεων, ὅταν ἡ ἰδική μας ἐκκλησιολογία εἶναι τελείως
διάφορος;… φρονῶ ὅτι ἡ καθ’ ἡμᾶς Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἠμπορεῖ νὰ
συμμετέχει στὸ Π.Σ.Ε. μόνο ἐφ’ ὅσον τῆς ἐπιτραπεῖ νὰ ὁμιλεῖ ὡς ἡ Μία,
Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ ἐφ’ ὅσον οἱ ἐκπρόσωποι
της ἱεράρχες, λοιποὶ ἱερωμένοι καὶ λαϊκοὶ δὲν συμπροσεύχονται μετὰ τῶν
ποικιλωνύμων προτεσταντῶν καὶ μάλιστα μετὰ γυναικῶν ἐπισκόπων καὶ
ἱερειῶν» (Χριστιανική, 6 Μαρτίου 1997).

4) Γέροντας Γαβριήλ Διονυσιάτης: «Καὶ πρέπει ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ


παραιτηθῶμεν παντὸς διαλόγου πρὸς αἱρετικούς, κατὰ τὴν ὀρθὴν
συμβουλὴν τοῦ Θεορρήμονος Ἀποστόλου Παύλου, «αἱρετικὸν ἄνθρωπον
μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξῆστραπτεν ὁ
τοιοῦτος ἁμαρτάνων ὤν αὐτοκατάκριτος. Πρὸς τὶ λοιπὸν ἡ τόση προθυμία
πρὸς μετάβασιν εἰς Ρώμην, πρός τὶ ἡ ἐπίμονος ἐκζήτησις ὑφ’ ἡμῶν
διαλόγων; πρὸς τὶ τόσον ἡ κακοπαθοῦσα καὶ παραποιουμένη κατὰ Θεὸν
ἀγάπη; Δὲν μᾶς σωφρονίζουν τὰ παθήματα τῆς Φερράρας καὶ τῆς
Φλωρεντίας; Δὲν ἐλάβομεν εἰσέτι πεῖραν τῆς Λατινικῆς στρεψοδικίας καὶ
τῆς ὑπερηφανείας; Δὲν διεκρίναμεν τὰ ὅρια μεταξύ ἀληθείας καὶ
ὑποκρισίας ἐν τῇ πίστει;» (Γέροντος Δανιήλ Κατουνακιώτου, «Ἐξ ἐρήμου
διατυπώσεις»,Τόμος Ε΄, Μοναστικὴ ἀδελφότητα Δανιηλαίων, 1985, σ. 85-
86).

5) Γέροντας Γρηγόριος Δοχειαρίτης: «Τὶ ἀποκομίσαμε ἀπὸ αὐτὰ τὰ


συνέδρια; Καὶ αὐτοὶ τὶ ὠφελήθηκαν ἀπὸ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ πόσοι
ἔγιναν Ὀρθόδοξοι ἀπὸ αὐτούς; Τὰ λόγιὰ μας καὶ τὶς κουβέντες μας τὶς
ξέρουνε πολὺ καλά. Μήπως πήγαμε ἐκεῖ μὲ παρουσία ἀσκητική; Ἢ
παρευρεθήκαμε μὲ παρουσία μαρτυρική; Πιστεύω ὄχι, γιατὶ οἱ σύνεδροι

97
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

πηγαίνουν γιὰ ἐπίδειξη γνώσεων καὶ ἀναβάθμιση τῆς προσωπικότητάς


τους στὸν κόσμο. Τὶ μεγάλο κακὸ κάνουμε!… "Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν
καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν" ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως,
ἀλλὰ δυστυχῶς οἱ κρατοῦντες ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πιστεύουν καὶ σὲ ἄλλες
'ἐκκλησίες'» (Γέροντας Γρηγόριος Ἀρχιπελαγίτης, «Τὸ ΠΣΕ»).

6) Μητρ. Φλωρίνης Αὐγουστῖνος: «Δὲν διακρίνουν τὰς διαφορὰς μεταξὺ


Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἑτεροδόξων, ἔτι δὲ καὶ ἀλλοθρήσκων. Οὗτοι
βλέπουν μόνον ὁμοιότητας. Καὶ χάριν τῶν ὁμοιοτήτων καλοῦν ὅλους νὰ
ἑνώσουν ὅλας τὰς πίστεις νὰ γίνουν ἕν!... Ἐντὸς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἡ
Ὀρθοδοξία χάνει τὸ χρῶμα καὶ τὸ ἄρωμά της, τὸ αἷμα καὶ τὴν εὐωδίαν
Χριστοῦ» (Πρωτοπρ. Ἰ. Φωτόπουλου, «Ἡ στάση τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας
καὶ Θεολογίας ἔναντι τοῦ οἰκουμενισμοῦ»).

7) Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος: «...δὲν μποροῦμε νὰ λέμε


Προτεσταντική Ἐκκλησία· εἶναι λάθος. Δὲν εἶναι κἄν Ἐκκλησία.
Μποροῦμε νὰ τὶς ὀνομάσουμε ἁπλῶς θρησκευτικὲς κοινότητες
χριστιανικῆς ἀποχρώσεως. Τὸ ἀκούσατε παρακαλῶ; Οὔτε κἄν Ἐκκλησία
δὲν εἶναι ὁ Προτεσταντισμός! Οὔτε κἄν! Καὶ σᾶς τὸ ἐξήγησα γιατί: δὲν
ἔχουν Ἱερωσύνη· κι ἅμα δὲν ἔχουν Ἱερωσύνη, δὲν ἔχουν τὸ μυστήριο τῆς
Θείας Εὐχαριστίας, καὶ συνεπῶς δὲν ἔχουν Ἐκκλησία. Διότι τὶ εἶναι
Ἐκκλησία; Τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀκοῦστε· τὸ λέγει ὁ ἀπόστολος
Παῦλος. Τὶ εἶναι Ἐκκλησία; Τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν ἔχουν
τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, διότι δὲν ἔχουν τὸ μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας·
καὶ δὲν τὸ ἔχουν, γιατὶ δὲν ἔχουν Ἱερωσύνη· ἄρα δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία»
(Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος, «Ὁ Προτεσταντισμός»).

8) Ἀρχιμ. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος: « Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ἡ


'Ἐκκλησία' ποὺ δημιούργησαν οἱ ἄνθρωποι. Εἶναι ἡ 'Ἐκκλησία' τῶν
εἰδώλων... Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι πρέπει νὰ μείνουμε μακριὰ ἀπὸ τὸν
Οἰκουμενισμό, μακριά ἀπὸ τὸ ΠΣΕ. Πρέπει νὰ μείνουμε μέσα στὸ θεῖο
σκάφος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» (Πρωτοπρ. Ἰ. Φωτόπουλου, «Ἡ στάση
τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας καὶ Θεολογίας ἔναντι τοῦ οἰκουμενισμοῦ»).

98
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

9) Γέροντας Ἐφραῖμ Φιλοθεΐτης: «Φρονοῦμεν ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἔχει


καμμία θέση ἀνάμεσα σ' αὐτὸ τὸ συνονθύλευμα τῶν πλανῶν καὶ τῶν
αἱρέσεων. Αὐτὸ τὸ δόλιο 'οἰκουμενικό' κατασκεύασμα δὲν ἀποσκοπεῖ
στὴν ἀναζήτηση τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ κατὰ τὸν π. Χαράλαμπον
Βασιλόπουλον "εἶναι ἕνα ἀνακάτεμα ἀφανισμοῦ τῆς ἀλήθειας. Εἶναι μία
προσπάθεια ὄχι νὰ βροῦν τὴν ἀλήθεια οἱ πλανεμένοι, ἀλλὰ νὰ τὴν
χάσουν καὶ ἐκείνοι ποὺ τὴν ἔχουν, ἐκείνοι δηλαδὴ ποὺ πιστεύουν στὴν
Μία, Ἁγία, Καθολική καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία "» (Ἂπὀσπασμα ἀπὸ τὸν
ἔνθρονιστήριον λόγον τοῦ Γέροντος Ἐφραῖμ Φιλοθεΐτου τὸ 1974).

Παράρτημα Β’.

Εἰσήγηση στὸ Γ’ Ἐπιστημονικὸ Συνέδριο τοῦ Ἱεροῦ Κοινοβίου Ὁσίου


Νικοδήμου τοῦ Καθηγουμένου Ἀρχιμανδρίτη Χρυσοστόμου, «Ὅτι παρὰ
πάντων πρέπει νὰ φυλάττωνται οἱ θεῖοι Κανόνες ἀπαρασάλευτα»:

«Χρειάζεται νὰ τηροῦνται οἱ κανόνες; Καὶ ἀπὸ ποιούς; Μᾶς ἀπαντᾶ ὁ


Ἅγιος Νικόδημος: «Ἀπὸ ὅλους πρέπει νὰ φυλάσσωνται οἱ θεῖοι Κανόνες
ἀπαρασάλευτα. αὐτοὶ πού δὲν τούς φυλάσσουν, ὑποβάλλονται σὲ φρικτὰ
ἐπιτίμια». Αὐτὰ περὶ κανόνων διατάχθηκαν ἀπὸ ἐμᾶς πρός ἐσᾶς, ὦ
ἐπίσκοποι», γράφουν οἱ Ἀπόστολοι στόν ἐπίλογο τῶν Ἀποστολικῶν
κανόνων. Ἐσεῖς, ἐὰν τηρήσετε αὐτούς, θὰ σωθεῖτε καὶ θὰ ἔχετε εἰρήνη.
Ἐὰν ἀπειθήσετε, θὰ κολασθῆτε καὶ πόλεμο μεταξύ σας παντοτινὸ θὰ
ἔχετε, ἐξαιτίας τῆς ἀπείθειας.

Φάνηκε σωστὸ στὴν ἁγία αὐτὴ σύνοδο (μᾶλλον περὶ τῆς Ε΄ πρόκειται)
ὥστε νὰ ἰσχύουν, καὶ ἀπὸ τώρα ὡς σίγουροι καὶ ἀσφαλεῖς πρός θεραπείαν
ψυχῶν καὶ ἰατρεῖαν παθῶν οἱ κανόνες ποὺ ἔγιναν δεκτοὶ καὶ κυρώθηκαν
ἀπὸ τοὺς πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς ἁγίους καὶ μακαρίους Πατέρες, ἀλλὰ καὶ οἱ
κανόνες ποὺ παραδόθηκαν σὲ μᾶς, μὲ τὸ ὄνομα τῶν Ἁγίων καὶ ἐνδόξων
Ἀποστόλων. Καὶ νὰ ἰσχύουν οἱ κανόνες ποὺ παραδόθηκαν σὲ μᾶς μὲ τὸ
ὄνομα τῶν οἰκουμενικῶν τεσσάρων Συνόδων, καὶ μὲ τὸ ὄνομα τῶν
τοπικῶν καὶ μὲ τὸ ὄνομα τῶν Πατέρων ποὺ ἀτομικὰ θέσπισαν κανόνες.

99
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

Καὶ σὲ κανένα δὲν ἐπιτρέπεται τοὺς προδηλωθέντες κανόνες νὰ


παραχαράττει ἤ νὰ ἀθετεῖ. Ἐὰν κάποιος συλληφθῆ νὰ καινοτομεῖ εἰς
βάρος κάποιου ἀπὸ τοὺς προαναφερθέντες κανόνες, ἤ νὰ ἐπιχειρεῖ νὰ τὸν
ἀνατρέψει, εἶναι ἔνοχος κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν κανόνα, δέχεται τὸ ἐπιτίμιο ποὺ
αὐτός ἐπιβάλλει, καὶ δι᾿ αὐτοῦ θεραπεύεται σὲ αὐτὰ ποὺ πταίει (τῆς ΣΤ΄,
ὁ β΄).

Νιώθοντας ἀγαλλίαση γιὰ αὐτούς, ὅπως κάποιος ποὺ βρῆκε πολλὰ


λάφυρα, μὲ χαρὰ τοὺς θείους κανόνες ἐγκολπωνόμαστε καὶ ὁλόκληρη τὴν
διαταγὴν αὐτῶν καὶ ἀσάλευτη (ἀμετακίνητη, ἄσειστη) τὴν διατηροῦμε καὶ
τὴν ἐφαρμόζουμε, τοὺς κανόνες ποὺ ἐξέθεσαν οἰ σάλπιγγες τοῦ
πνεύματος, οἱ πανεύφημοι Ἀπόστολοι, τοὺς κανόνες τῶν ἕξι
Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ αὐτῶν ποὺ συναθροίσθηκαν τοπικῶς. Καὶ
τοὺς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν. Καὶ αὐτοὺς ποὺ παραπέμπουν
στὸ ἀνάθεμα, καὶ ἐμεῖς ἀναθεματίζουμε. Αὐτοὺς ποὺ παραπέμπουν σὲ
καθαίρεση, καὶ ἐμεῖς καθαιροῦμε. Αὐτούς ποὺ παραπέμπουν σὲ
ἀφορισμό, καὶ ἐμεῖς ἀφορίζουμε. Αὐτούς ποὺ παραδίδουν σὲ ἐπιτίμιο, καὶ
ἐμεῖς ἐπίσης ὑποβάλλουμε (ὁ α΄ ἱ.κ. τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συν.). Θεσπίζουμε νὰ
ἔχουν οἱ ἐκκλησιαστικοὶ κανόνες ἰσχύ νόμου τοῦ κράτους, αὐτοὶ ποὺ
ἐκτέθηκαν ἤ βεβαιώθηκαν ὑπὸ τῶν ἁγίων ἑπτὰ Συνόδων· τὰ δόγματα τῶν
προαναφερθεισῶν ἁγίων Συνόδων, τὰ δεχόμεθα ὅπως τὶς ἅγιες Γραφές,
καὶ τοὺς Κανόνες τους ὡς νόμους τηροῦμε (Μέγας Φώτιος)».

Ἐπίσης ὁ σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος στὸ «Ἱεροὶ Κανόνες καὶ


Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο» σημειώνει:
«Ἄλλοτε προτάσσεται ἡ ἀγάπη ἔναντι τῶν ἱερῶν Κανόνων, ὡσὰν οἱ
Πατέρες ποὺ θέσπισαν τοὺς ἱεροὺς Κανόνες νὰ μὴν εἶχαν ἀγάπη, καὶ
ἄλλοτε θεωρεῖται ὅτι οἱ ἱεροὶ Κανόνες καταστρατηγοῦν τὴν
ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα, ὡσὰν οἱ Πατέρες νὰ ἦταν νομικιστὲς καὶ νὰ μὴ
ἐνδιαφέρονταν γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ἐκδηλώνεται τὸ
προτεσταντικὸ πνεῦμα τοῦ ἀντι-νομισμοῦ, ὅπως ἐπίσης ἐκδηλώνεται καὶ
τὸ πνεῦμα τῆς ἐκνομίκευσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς».
Καὶ παρακάτω «Μελετώντας τὰ Πρακτικὰ τῶν Τοπικῶν καὶ
Οἰκουμενικῶν Συνόδων, παρατηρεῖ κανεὶς τὰ ἀκόλουθα:

100
«Εἴς τὸν τύπον τῶν ἤλων» τοῦ οὐκρανικοῦ-Ἱστορία, Ἱ. Κανόνες, Λύση.

Πρῶτον, οἱ Πατέρες στὶς Τοπικὲς καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους ἐθέσπισαν


ἱεροὺς Κανόνες γιὰ τὴν συγκρότηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν διαφύλαξη
τῆς ἑνότητάς της, μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Δεύτερον, οἱ ἱεροὶ Κανόνες δὲν εἶναι νομικὰ κείμενα ποὺ καταργοῦν τὴν
ἀγάπη καὶ ἀντιπαλεύουν τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ἤ τῶν Ἀποστόλων,
ἀλλὰ εἶναι "μαρτύρια" τοῦ Θεοῦ, ὅπως οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ
καὶ Καινὴ Διαθήκη.
Τρίτον, ὁ θεσμὸς τῆς "Πενταρχίας" ποὺ καθιερώθηκε ἀπὸ τὶς
Οἰκουμενικὲς Συνόδους ἔχει ὡς Πρῶτο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, μετὰ
τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Πάπα τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης.
Τέταρτον, ἡ παραθεώρηση τοῦ κανονικοῦ συστήματος ἐν ὀνόματι τῆς
δῆθεν ἀγάπης καὶ ἐλευθερίας συνιστᾶ ὑπονόμευση τῶν ἀποφάσεων τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων, γιὰ τὶς ὁποῖες ἐμεῖς οἱ Ἀρχιερεῖς ὁμολογήσαμε
πρὶν τὴν χειροτονία μας ὅτι θὰ τηροῦμε καὶ δὲν πρέπει νὰ τοὺς
ἀπαξιώνουμε μὲ περίεργους συλλογισμούς».

101

Вам также может понравиться