Вы находитесь на странице: 1из 29

1

BERTRAND DE JOUVENEL DES URSINS 
 
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ. 
ΦΥΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΕΩΣ ΤΗΣ 
DU POUVOIR. HISTOIRE NATURELLE DE SA CROISSANCE 
Περίληψη‐Παρουσίαση 
Γ.Α.ΣΙΒΡΙΔΗΣ  
 
Ο  Jouvenel  γράφει  αυτό  το  βιβλίο  στο  τέλος  του  Δεύτερου  Παγκοσμίου 
Πολέμου.  Η  εμπειρία  του  ολικού  αυτού  πολέμου  τον  εμπνέει  μια 
μεθοδολογία για την εξέταση της φύσης της Εξουσίας, του Imperium, του 
Μινώταυρου (υπερρεαλιστική επιρροή του Jouvenel) : δεν είναι στο σκοπό 
αλλά  στα  μέσα  που  πρέπει  να  ψάξει.  Έτσι  κρατά  μακριά  του  εκείνες  τις 
παιδαριώδεις  θεωρήσεις  πως  όλο  το  πρόβλημα  της  Εξουσίας  βρίσκεται 
στην  φιλοδοξία  κάποιων  «σατανικών»  ανθρώπων,  grottesca  εικόνα  που 
καλλιεργούν  πολιτικοί,  δημοσιογράφοι,  διανοούμενοι,  εκπαιδευτικοί.  Η 
Εξουσία αποτελεί μιαν ανθρώπινη δράση, και όπως κάθε δράση έχει μέσα, 
σκοπό  και  αξία.  Για  να  θυμηθούμε  τον  Mises,  καθώς  για  το  σκοπό  δεν 
γνωρίζουμε αντικειμενικά τίποτε, είναι στα μέσα εκεί που διαβάζουμε την 
αξία της δράσης. Έτσι λοιπόν, ο Jouvenel παρατηρεί πως αφού ο πόλεμος, 
ένα από τα μέσα της Εξουσίας, μεγαλώνει με την εξέλιξη της Ιστορίας, η 
ίδια η Εξουσία αυξάνει.  
 
Μολονότι  μας  μιλούν  για  τον  Μεσαίωνα  ως  μιαν  πολεμοχαρή  εποχή 
βαρβαρότητας,  όπου  σφάζονται  άνθρωποι  και  βιάζονται  γυναίκες,  στον 
Μεσαίωνα  οι  πόλεμοι  ήσαν  εξαιρετικά  σύντομοι  και  χαρακτηρίζονταν 
από  ακραία  ευγένεια.  Όπως  σε  έναν  σύγχρονο  ποδοσφαιρικό  αγώνα, 
μόνον  οι  επαγγελματίες  λάμβαναν  μέρος,  ήτοι  οι  ευγενείς,  και  όχι  οι 
παραγωγικές τάξεις, ήτοι οι αγρότες. Αντίθετα σήμερα όλοι δράμουν στον 
πόλεμο,  όχι  μόνον  άνδρες  ανεξαρτήτου  τάξης  και  ασχολίας  αλλά  και 
γυναίκες και παιδιά, ενώ κάθε τι γίνεται στόχος.  
Γιατί  στον  Μεσαίωνα  ο  πόλεμος  είναι  περιωρισμένος;  Επειδή  η  Εξουσία 
είναι μικρή, καθώς ο βασιλιάς εξαρτάται από τους λίζιους βασάλους του, 
τους  Ευγενείς  που  τον  προμηθεύουν  με  στρατό,  και  δεν  διαθέτει  δυο 
βασικούς μοχλούς:  
Την υποχρεωτική Στράτευση 
Το Δίκαιο της επιβολής της. 
 
Από  τη  στιγμή  που  οι  βασιλείς  βάζουν  χέρι  στην  περιουσία  του  Κλήρου, 
των  Φεουδαλικών  Κυρίων  (seigneurs)  και  των  Κοινοτήτων  αποκτούν  τα 
Μέσα  για  να  κάνουν  πόλεμο,  και  γίνονται  Απόλυτοι  Μονάρχες.  Οι 
στρατιώτες  είναι  πλέον  μισθωτοί  (soldatsÅsoldésÅsoldi).  Αυτό  που  δεν 
ετόλμησε η Μοναρχία εν τούτοις, την επιβολή υποχρεωτικής στράτευσης, 
2

το πέτυχε η Δημοκρατία, η οποία έχει το δικαίωμα να φτιάχνει νόμους, και 
επομένως  να  επιβάλλει  την  στράτευση.  Επί  Δημοκρατίας  η  Εξουσία  έχει 
πια στα χέρια της πλήρες ένα «Δωμάτιο με Μηχανές» (μια φουτουριστική 
επιρροή  του  Jouvenel)  ήτοι,  Διοίκηση  και  Νομοθετική  Ισχύ.  Είναι  έτσι  η 
πτώση της Απολύτου Μοναρχίας  αυτό  που μεγιστοποιεί την Εξουσία  και 
ουδόλως η ισχυροποίησή της.  
 
Αν  επί  Μοναρχίας  η  Εξουσία  συναντάται  προσωποποιημένη  στο  φυσικό 
πρόσωπο  του  Βασιλέως  στην  Δημοκρατία  υφίσταται  μασκαρεμένη  πίσω 
από την ανωνυμία της, προσποιούμενη πως δεν υπάρχει, ούσα απρόσωπο  
και  απαθές  όργανο  της  Volonté  Générale,  Γενικής  Βουλήσεως,  του  Έθνους. 
Ενώ  επί  «Παλαιού  Καθεστώτος»  (Μοναρχίας)  όσοι  εναντιώνονταν  στην 
Εξουσία  ήξεραν  καλά  πως  ποτέ  δεν  θα  λάμβαναν  μέρος  σε  αυτήν,  και 
επομένως  ευρίσκοντο  ξεκάθαρα  στην  αντίπερα  όχθη,  σήμερα  καμία 
Αντιπολίτευση δεν έχει συμφέρον να παραλύσει κάποια από της μηχανές 
της  (π.χ.  να  απολύσει  δημοσίους  υπαλλήλους)  αφού  πρόκειται  η  ίδια  να 
τη  χρησιμοποιήσει  για  τον  εαυτό  της,  μόλις  έρθει  στα  πράγματα.  Γιατί 
στην ουσία, έλεγε ο Proudhon:   
«Η Δημοκρατία είναι ένας ανταγωνισμός για το Imperium.» 
Έτσι λοιπόν,  
1. η  Εξουσία  επιστρατεύει  τον  Λαό,  αλλά  μόνο  επί  Δημοκρατίας 
υπάρχει Υποχρεωτική Στράτευση. 
2. αρπάζει πλούτη, αλλά μόνο επί Δημοκρατίας υπάρχει φορολογικός 
και ελεγκτικός μηχανισμός 
3. το  δημοψήφισμα,  (plebiscite)  ουδεμία  θα  απέδιδε  νομιμότητα  στον 
Τύραννο,  αν  η  Γενική  Βούλησις  δεν  είχε  ανακηρυχθή  ικανή  πήγη 
Αρχής. 
4. Το Κόμμα προκύπτει από τον ανταγωνισμό για την Εξουσία 
5. Τα  πνεύματα  των  παιδιών  νουθετώνται  από  το  Μονοπώλιο  της 
Εκπαίδευσης. 
6. Η οικειοποίηση από το Κράτος των Μέσων Παραγωγής ετοιμάζεται 
μες τη Γνώμη.   
 
Και ο Hitler  
                    τα βρήκε όλα αυτά έτοιμα. 
 
 
 
 
 
 
 
 
3

Ο Jouvenel δεν ενδιαφέρεται για το ποια μορφή οφείλει να έχει η Εξουσία, 
αλλά  για  το  ποια  είναι  η  Ουσία  της  Εξουσίας.  Κάθε  ερώτημα  «περί  της 
Ουσίας»  στη  Φιλοσοφία  συνιστά  Οντολογία  ή  Μεταφυσική.  Μιλάμε 
επομένως για Πολιτική Οντολογία ή Πολιτική Μεταφυσική.  
 
Η  Εξουσία  υφίσταται  επειδή  υπάρχουν  κάποιοι  να  υπακούουν  σε  αυτήν. 
Και η υπακοή είναι ανάλογη των Κοινωνικών Μέσων που δύναται η Εξουσία 
να διαθέσει. 
Το  μυστήριο  της  υπακοής  εντοπίζεται  στο  πως  ένας  μεγάλος  αριθμός  
ατόμων μπορεί να υπακούσει σε ένα μικρό.  
Είναι  λόγῳ  του  φόβου  που  μπορεί  μια  μικρή  ομάδα  να  εμπνεύσει  με 
κάποια  μέσα  εξαναγκασμού;  Η  αποτελεσματικότητα  της  ωστόσο  δεν 
έγκειται στη συμμετοχή των πολλών σε αυτή την Εξουσία; 
Αν  μάλιστα  πούμε  πως  η  Μοναρχία  και  η  Αριστοκρατία  βασίζεται  στο 
φόβο  και  η  Δημοκρατία  στη  συμμετοχή,  εκείνη  που  είναι  πιο 
αποτελεσματική είναι η δεύτερη.  
Όπως  και  να  έχει,  φόβος  τιμωρίας  ή  ταύτιση  με  την  Εξουσία,  η  Υπακοή 
είναι  μια  συνήθεια  του  είδους  και  το  μόνο  σύστημα  που  την  ικανοποίει 
απόλυτα είναι αυτό της Θείας Εξουσίας.  
 
Αν  θεωρήσουμε  το  πρώτο  αίτιο,  κινούν  της  Εξουσίας  λαμβάνουμε  τις 
«Θεωρίες  της  Κυριαρχίας»,  που  αφορούν  στη  πηγή  που  νομιμοποιεί  το 
δικαίωμα άσκησης της (Θεός, Λαός) 
Αν  θεωρήσουμε  το  τελικό  αίτιο  της  Εξουσίας  λαμβάνουμε  τις  «Θεωρίες 
της  Υπακοής»  που  αφορούν  στην  Κρατική  Λειτουργία,  το  Σκοπό  της, 
δηλαδή το «Κοινό Καλό»   
Ισχύς,  Νομιμότητα,  Αγαθότητα  συμπλέκονται  και  εξασφαλίζουν  στην 
Εξουσία τη Διάρκειά της. 
Είναι ένα μόνιμο σώμα στο οποίο έχει συνηθίσει κανείς να υπακούει,  
το οποίο έχει τα μέσα να εξαναγκάσει 
που υποστηρίζεται από τη Γνώμη  
                                                              που έχει κανείς για την Ισχύ της, 
την πίστη στο δικαίωμα να διατάσσει 
και την ελπίδα που εναποθέτει στην αγαθότητά της. 
  
Οι Θεωρίες της Κυριαρχίας είναι δύο, η Θεία και η Λαϊκή. Το δικαίωμα του 
διατάσσειν  πρέπει  να  έχει  έναν  τιτλούχο,  τον  Θεό  ή  την  Κοινωνία.  Στην 
πρώτη περίπτωση έχουμε την Θεία Βούλησι και το Θείο Δίκαιο, στην άλλη 
τη Γενική Βούλησι και την Λαϊκή Κυριαρχία. 
 
Η άποψη πως η ἐλέῳ Θεοῦ Μοναρχία του Μεσαίωνα ήταν Απόλυτη, είναι 
εσφαλμένη, λέει ο Jouvenel. Η Εξουσία τότε δεν μπορούσε να νομοθετήσει 
4

αλλά  υπάκουε  σε  σταθερούς  Νόμους  (Lex  Terrae)  που  αποτελούσαν  ο 


Θείος Νόμος και το Έθιμο (ανθρώπινος νόμος).  
Όταν διανοούμενοι όπως ο Marsilio de Padova ή ο Ιησουίτης Suarez θέτουν 
ως υπέρτατο νομοθέτη την «καθολικότητα των ανθρώπων» και θέτουν τις 
πρώτες  μορφές  του  Κοινωνικού  Συμβολαίου  (Pactum  Subjectionis),  στην 
ουσία  βάζουν  σε  παρένθεση  τον  Θεό  και  εναποθέτουν  την  Εξουσία  στον 
Απόλυτο  Μονάρχη.  Αυτό  είναι  ξεκάθαρο  στον  Hobbes  σύμφωνα  με  τον 
οποίο οι άνθρωποι, για να αποφύγουν έναν πόλεμο των «πάντων ενάντια 
στους  πάντες»  (bellum  omnium  contra  omnes)  συμφωνούν  να  αποδεχθούν 
την  Εξουσία  ενός  Κυρίαρχου  (Sovereign)  που  ενσαρκώνει  το 
Commonwealth  ή  Leviathan  και  που  δεν  είναι  άλλο  τίποτε  από  έναν 
Επίγειο Θεό. 
 
Έτσι  περνάμε  ανεπαίσθητα  στην  Λαϊκή  Δημοκρατική  Κυριαρχία,  όπου  ο 
Λαός μεταφέρει τα Ατομικά του Δικαιώματα σε ένα Ολικό Δικαίωμα  που 
παραλαμβάνει  ο  Επικυρίαρχος  (Suzerain),  ως  ένα  Απόλυτο  δικαίωμα.  Το 
γεγονός πως οι Νόμοι είναι πλέον μεταβλητοί επιτρέπει στην Εξουσία να 
σφετερισθή πιο εύκολα την κυριαρχία και αυτή η ελευθερία της Εξουσίας 
ονομάζεται Αυθαιρεσία.   
 
 
Μετά από τις Θεωρίες της Κυριαρχίας, που αφορούν το «τι» της Εξουσίας 
ο Jouvenel περνά στις Οργανικές Θεωρίες της Κυριαρχίας, που αφορούν το 
«πώς»,  τον  τρόπο  θεώρησης  της  Εξουσίας.  Διακρίνει  τις  Νομιναλιστικές 
(Ονοματοκρατικές),  τις  Ρεαλιστικές  (ή  θα  έλεγα  «Διαλεκτικές)  και  τις 
Εξελικτικές‐Βιολογικές. 
 
Νομιναλισμό  ονομάζουμε  τη  θεώρηση  εκείνη  που  θεωρεί  τις  Ολότητες  ή 
Ιδέες  απλά  ονόματα  διαχωρίζοντας  αυτές  από  τα  καθέκαστον  όντα,  τις 
πραγματικές  ατομικές  οντότητες.  Αν  δηλαδή  «σάρκα»  της  Κοινωνίας 
είναι  συγκεκριμένα  ζωντανά  άτομα,  η  Κοινωνία  είναι  ένα  απλό  όνομα,  
ένα  Τέχνημα  ή  μια  αφηρημένη  Σύμβαση.  Τέτοια  είναι  η  έννοια  του 
Leviathan  στον  Hobbes.  Ο  ίδιος  ο  Leviathan  δεν  έχει  βούληση,  αλλά 
δανείζεται  τη  βούληση  ενός  ανδρός  ή  ενός  συνόλου.  Είναι  η  έννοια  του 
«Κοινωνικού Συμβολαίου». 
 
Ρεαλιστική  ή  Διαλεκτική  είναι  αυτή  που  μας  δίδει  ο  Hegel  ο  οποίος 
δικαιολογεί με τον πλέον διαυγή τρόπο την Γενική Βούλησι του Rousseau. 
Θεωρεί λοιπόν την Κοινωνία ως Ον, ως πραγματικότητα που ταυτίζει με 
το  Έθνος.  Στη  θέση  του  Βασιλέως  ενθρονίζει  το  Έθνος.  Ενώ  όμως  ο 
βασιλιάς εμπρός το άτομο‐υπήκοο είναι ένας φυσικός Άλλος ως προς τον 
οποίο  ο  δεύτερος  μεριμνά  για  την  προστασία  των  δικαιωμάτων  του,  το 
Έθνος εμπρός του δεν είναι Άλλος αλλά «Εμείς», ένα υποστασιοποιημένο 
5

«Εμείς».  Δεν  μετρά  πλέον  η  Ατομική  κυριαρχία,  αλλά  η  Εθνική  ή  Λαϊκή 


κυριαρχία.  Η  Κοινωνία  πραγματώνεται  έτσι  ως  Όλον  από  κείνους  που 
αναγνωρίζουν  τους  εαυτούς  τους  ως  μέλη,  όσους  δηλαδή  έχουν  τη 
συνείδηση αυτή.  Είναι η δική τους βούληση που ταυτίζεται  με τη Γενική 
Βούλησι, αυτοί «είναι» η Γενική Βούλησις. Ποιοι είναι αυτοί; Στον Hegel η 
Γραφειοκρατία. 
Στον Marx, το Προλεταριάτο. 
Στον Φασισμό, το φασιστικό κόμμα ως συνειδητό κομμάτι του Έθνους. 
Βλέπουμε  λοιπόν  πως  είναι  η  συνειδητή  «μειοψηφία»    αυτή  που 
ταυτίζεται με το Όλον. 
 
Οι  εξελικτικές  θεωρίες  συλλαμβάνουν  την  Κοινωνία  ως  βιολογικό 
οργανισμό  και  ξεκινούν  από  το  φαινόμενο  της  Κατανομής  Εργασίας.  Ο 
Herbert  Spencer  μας  λέει  πως  στη  πορεία  της  κοινωνικής  εξέλιξης  τα 
άτομα διαφοροποιούνται όλο και περισσότερο ενώ ταυτόχρονα αυξάνει ο 
βαθμός  ενσωμάτωσής  τους,  αφού  μεγαλώνει  η  αλληλεξάρτησή  τους.  Ο 
Auguste Comte θέτει το Κράτος ως παράγοντα συνοχής της εκτεταμένης 
κοινωνίας  ενώ  ο  Émile  Durkheim  βλέπει  η  αύξηση  των  κυβερνητικών 
οργάνων.  
 
 
   
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
6

Mετά  το  θεωρητικό  κομμάτι  της  ανάλυσής  του,  ο  Jouvenel  περνά  στην 
εξιστόρηση της αύξησης της Εξουσίας. Και ξεκινά από τις πηγές της που 
είναι  οι  Μαγικές.  Άρχων  μιας  μικρής  πρωτόγονης  κοινότητας  είναι 
εκείνος  που  γνωρίζει  τις  διαθέσεις  της  θείας  Φύσεως  και  μπορεί  να 
ξορκίσει  το  Κακό.  Αναλαμβάνει  όλες  τις  δύσκολες  εργασίες  όπως  την 
τέλεση θυσιών για να φέρει βροχή και να γονιμοποιήσει τις γυναίκες, να 
ξεπαρθενέψει  τα  κορίτσια  κτλ.  Αν  αποτύχει  θανατώνεται  ή  διώκεται. 
Είναι μια κοινωνία αγροτική που βασίζεται στον Φόβο, αυτάρκης και πολύ 
συντηρητική  όπου  βασιλεύουν  οι  πιο  έμπειροι,  ήτοι  οι  Γέροντες.  Στις 
περιπτώσεις που η κληρονομικότητα περνά μέσῳ της μητέρας αυτοί  που 
είναι  αρχηγοί  είναι  οι  «θείοι»  και  για  αυτό  και  δεν  ονομάζουμε  τη  αρχή 
τέτοιων  κοινωνιών  «μητριαρχική»  αλλά  των  avunculi  (avuncular, 
avunculaire).  Δηλαδή,  δίδουμε  τις  κόρες  μας  στα  αγόρια  της  διπλανής 
φυλής και γινόμαστε αρχηγοί τους. 
  
Η καινοτομία που δημιουργεί τον δικό μας πολιτισμό είναι η εμφάνιση του 
Πολεμιστή  και  του  Πνεύματος  της  Κατάκτησης.  Η  Βούλησις  για  Ισχύ  ή 
είναι  ή  δεν  είναι  καθόλου.  Η  πολεμική  κοινότητα  είναι  πιο 
αποτελεσματική  από  την  ειρηνική‐μαγική:  δεν  χρειάζεται  να 
παρακαλέσει τη Φύσι να της φέρει αγαθά, αλλά ό, τι έχει ανάγκη θα της 
τα  φέρει,  συντομότερα  και  πιο  σίγουρα, η Βία. Ένα πιθανό σενάριο είναι 
το  εξής:  οι  Γέροντες  συσσωρεύουν  τον  πλούτο  που  παράγει  η  φυλή  και 
κρατούν τα κορίτσια για παλλακίδες με αποτέλεσμα οι νεαροί άντρες να 
αναγκασθούν  να  φύγουν  και  να  πάνε  να  φέρουν  πλούτη  και  γυναίκες. 
Μαζί  με  τις  γυναίκες  σύρουν  μαζί  τους  και  σκλάβους,  θέτοντας  τα 
θεμέλια της Κατανομής της Εργασίας. Οι Ελεύθεροι πολεμούν, οι Δούλοι 
δουλεύουν.  Πραγματοποιούν  κάτι  σαν  μια  πρώτη  βιομηχανική 
επανάσταση.  Αυτό  που  αποτελεί  πλέον  το  σύμβολο  της  Αρχής  είναι  το 
πολεμικό Γόητρο. Αυτοί είναι οι Άριστοι, οι Αριστοκράτες και ο καλύτερος 
πολεμιστής  γίνεται  βασιλιάς.  Στην  αρχαία  λογοτεχνία  συναντούμε  αυτό 
το  πέρασμα  ανάμεσα  στους  δύο  τύπους  κοινωνιών  ως  σύγκρουση 
ανάμεσα  στις  Χθόνιες  λατρείες  μιας  Μητριαρχικής‐Avunculi  Αγροτικής 
κοινωνίας  και  τις  Ουράνιες,  Ηλιακές  λατρείες  μιας  Πατριαρχικής  και 
Πολεμικής κοινωνίας.  
 
Για τη δομή της Πατριαρχικής‐Πολεμικής κοινωνίας έχουμε σαφή γνώση  
από την Αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη καθώς δεν είναι άλλη από εκείνην 
της  Αρχαία  Πολιτείας.  Την  κυβέρνηση  αποτελεί  το  Συμβούλιο  των 
Γενών –αρχέτυπο της Εκκλησίας, της Απέλλας και της Συγκλήτου– όπου 
παρίστανται  οι  Άρχοντες  των  Γενών.    Ένας  εξ  αυτών  είναι  ο  Άναξ,  ο 
Βασιλεύς  που  είναι  Imperator  extra  muros.  Μην  δυνάμενος  να 
πραγματοποιήσει εκστρατείες μόνο με το δικό του Γένος είχε ανάγκη την 
σύμπραξη  και  των  υπολοίπων  Γενών  άρα  την  έγκριση  του  Συμβουλίου. 
7

Όπου  έχουμε  δύο  βασιλείς,  ο  ένας,  ο  Rex,  έχει  το  ρόλο  του  Ιερέως,  του 
Τελετάρχη,  είναι  αυτός  που  μεριμνά  για  την  Κοινωνική  Συνοχή,  και  ο 
άλλος,  o  Dux,  το  ρόλο  του  Άρχοντος  της  Περιπέτειας,  του  Διοικητή  των 
Εκστρατειών, είναι εκείνος που χρησιμοποιεί την Κοινωνική Ισχύ.   
 
Πώς όμως εμφανίζεται το Κράτος;  
Είναι  μια  ορισμένη  στιγμή  που  για  τον  Jouvenel  λαμβάνει  μορφή 
Ιδεότυπου  και  διαπερνά  όλο  το  βιβλίο.  Και  ο  Ιδεότυπος  έχει  ως  εξής:  ο 
Άναξ,  ο  Βασιλεύς,  προκείμενου  να  απεξαρτηθή  από  τα  υπόλοιπα  Γένη 
γυρεύει  στήριγμα  στα  Πληβεία  στρώματα,  αξιώνοντας  την  ανεξαρτησία 
αυτών.  Δηλαδή,  η  Εξουσία  πάντοτε  τείνει  να  μειώσει  τις  κοινωνικές 
ανισότητες και να αυξήσει και να συγκεντρώσει την Δημόσια Δύναμη.  
Τότε  η  Βασιλεία  τρέπεται  σε  Μοναρχία  και  η  Res  Publica/Πολιτεία  σε 
Κράτος.  
Τούτο  συνέβη  όταν  ο  Αλέξανδρος  κατέβαλε  τις  Περσικές  Σατραπείες, 
όταν ο Ιούλιος Καίσαρ μετά την κατάκτηση της Γαλατίας θέλησε να γίνει 
Αυτοκράτωρ  —όπως  έγινε  τελικά  ο  Οκτάβιος,  όταν  ο  Οθωμανός 
Σουλτάνος  κατέκτησε  την  Βαλκανική.  Ιστορικά  λοιπόν  πρέπει  να 
αναζητήσουμε  την  επαλήθευση  του  Ιδεοτύπου  στην  περίπτωση  της 
κατάκτησης  μιας  μεγάλης  έκτασης  κατοικημένης  από  μια  ποικιλία 
εθνοτήτων.  Εκεί  ο  Βασιλιάς  μακριά  από  την  Πόλι  και  τον  έλεγχο  των 
Γενών βρίσκει την ευκαιρία να πάρει με το μέρος του τους κατεκτημένους 
λαούς, τιμώντας τις παραδόσεις τους, νυμφευόμενος μια γηγενή γυναίκα 
ή  στεφθείς  «υιός  του  Άμμωνος»  τους  προσφέρει  μια  κοινή  θρησκεία.    
Έχοντας  ανεύρει  το  ρόλο  του  Regis,  αποκομμένος  πλέον  από  την 
υπόλοιπη Αριστοκρατία γίνεται Μονάρχης. Με όλα αυτά τα πολιτικά και 
θρησκευτικά  μέσα  ο  Μονάρχης  γίνεται  ικανός  να  στρατολογήσει  άτομα 
από τα πληβεία στρώματα και να κατασκευάσει ένα σταθερό και μόνιμο 
όργανο κυβέρνησης με  
Γραφειοκρατία 
Στρατό 
Αστυνομία  
Φόρους 
             ήτοι, ΚΡΑΤΟΣ. 
 
Πώς  όμως  λειτουργούσαν  οι  Πολιτείες‐Res  Publicae,  ελλείψει  Κρατικού 
οργάνου;  
Πολίτες προικισμένοι με βούληση και συγκεκριμένες δυνάμεις 
συνταίριαζαν  τις  βουλήσεις  τους  και  έφταναν  σε  μια  Απόφαση 
χωρίς την ανάγκη Έθνους,  
συνταίριαζαν  τις  δυνάμεις  τους  και  πραγματοποιούσαν  την 
Εκτέλεση της Απόφασης χωρίς την ανάγκη Κράτους.  
Στρατός ήταν ο ωπλισμένος Λαός (militia).  
8

Οικονομία, τα δώρα των πολιτών.  
Δεν υπήρχε Γραφειοκρατικό Σώμα. 
Και  η  εξουσία  (Magistratus)  εναλλάσσονταν  μεταξύ  των  Πολιτών.  Τι 
έκανε  όλο  αυτό  να  λειτουργεί;  Η  ακραία  Ηθική  Συνοχή.  Αυτός  ήταν  ο 
σκοπός της Αγωγής.    
 
Το  σύγχρονο  κράτος  αντί  να  επιλέξει  την  μορφή  της  Πολιτείας  δηλαδή 
του ελεύθερου συσχετισμού (association) των πολιτών, επέλεξε εκείνη της 
Μοναρχίας,  του  αισθήματος,  δηλαδή,  του  ανήκειν  σε  κάτι  κοινό,  που 
ενσαρκώνει είτε ο Μονάρχης είτε το Έθνος. 
 
Το  πέρασμα  αυτό  από  την  Καθαρή  Εξουσία  των  πολεμιστών  στην 
Κρατική  Εξουσία  του  Μονάρχη‐συμβόλου,  ωθεί  τον  Jouvenel  να  μας 
μιλήσει  για  την  «διαλεκτική  του  διατάσσειν».  Αυτό  που  φαίνεται  στα 
μάτια  μας  να  πραγματοποιεί  ο  βασιλιάς  στεφόμενος  Μονάρχης 
διαλύοντας την Πολιτεία των πολεμιστών‐κατακτητών και ιδρύοντας ένα 
Έθνος  με  τους  κατεκτημένους,  και  πολύ  περισσότερο  στην  δημοκρατική 
εξέλιξη που ακολουθεί, είναι η άρνηση του δικαιώματος του διατάσσειν και 
του υπακούεσθαι.  Τούτο  όμως  δεν  είναι  παρά  ταχυδακτυλουργικό  κόλπο. 
Δεν είναι αλήθεια πως η Εξουσία εξαφανίζεται όταν αρνείται το δικαίωμα 
εκ του οποίου απορρέει. Συνεχίζει να διατάσσει και να υπακούεται. Τούτη 
είναι  η  ικανή  συνθήκη  για  να  υπάρχει  Εξουσία.  Κ’  αυτή  η  ετερόκλητη 
κοινότητα  (Έθνος)  που  σχηματίζει  το  Κράτος,  δεν μπορεί  να προϋπάρχει 
ως  τέτοια  παρά  χάριν  μιας  δύναμης  που  τη  γεννά  και  που  δεν  είναι  άλλη 
από  τη  Διαταγή.  Ουδέποτε  υπήρξαν  Έθνη.  Αυτό  που  γέννησε  τα  Έθνη 
είναι η Κατάκτηση, τη στιγμή που η Εξουσία πέρασε από τον παρασιτισμό 
στη συμβίωση με τους γηγενείς. 
 
Είναι,  πράγματι,  η  αύξηση  της  έκτασης  μιας  κοινωνίας  εκείνη  που 
προκαλεί  τον  σχηματισμό  Κράτους  και  τρέπει  τον  βασιλέα  σε  Δεσπότη,  
«πατέρα» ή μάλλον «μητέρα» του Λαού‐Έθνους. Ο ελεύθερος συσχετισμός 
λειτουργεί  μόνο  σε  περιορισμένης  έκτασης  πολιτειακά  μορφώματα.  Οι 
Σπαρτιάτες, σοφότεροι από τους Αθηναίους, φρόντιζαν να περιορίζουν τις 
κατακτήσεις τους και να μετριάζουν την εισφορά των ειλώτων.  
Η Καθαρή Εξουσία, θεμελιωμένη πάνω στην Ισχύ έπρεπε να συντηρήσει 
την Ισχύ αυτή μέσα από μια λογική σχέση με τη μάζα.  
Η  Κρατική  Εξουσία  από  την  άλλη,  πρέπει  να  φανεί  εκφραστής  μιας 
αγάπης που απορρέει εκ του Μονάρχου‐Regis.   
Η  βασική  εγγενής  εγωιστική  φύση  της  Εξουσίας  αναποδογυρίζει  και 
αντικαθίσταται από την επίκτητη κοινωνική της φύση. 
 
 
 
9

Η  Εξουσία  είναι  εν  πρώτοις  ένα  ψυχολογικό  κλίμα  στο  οποίο 


συμπλέκονται  εγωισμός  και  κοινωνισμός.  Όσοι  συνθέτουν  την 
κυβερνητική  και  διοικητική  οργάνωση  «ενώνονται  μεταξύ  των  και 
διαχωρίζονται  από  το  υπόλοιπο  σώμα  της  κοινωνίας»  (Spencer).  Μόλις 
ανέβουν στην Εξουσία κοιτούν να μοιράσουν ευεργεσίες στο ίδιο τους το 
Όργανο και μετά στους οπαδούς τους.  
 
Για  να  κατανοήσουμε  τον  ιδιάζοντα  αυτόν  εγωισμό  της  Εξουσίας,  πριν 
προχωρήσουμε  θα  πρέπει  να  διακρίνουμε  τις  ευγενικές  μορφές  του 
εγωισμού  :  Ο  Φίλαυτος  είναι  γεννημένος  για  τη  δράση.  Ο  άνθρωπος 
υμνείται  για  το  μεγάλωμα  της  προσωπικότητάς  του,  για  τον 
πολλαπλασιασμό των ιδιοτήτων του. Σπάνια κανείς βλέπει σε αυτόν την 
αυτοπροστασία  και  την  ψυχική  τσιγκουνιά  που  αναγνωρίζουμε  στον 
εγωισμό. Οι χειρονομίες του είναι μεγάλες, είναι ο Άνδρας‐Ιστορία.  
 
Το λάθος των διανοητών από τον Πλάτωνα και δώθε είναι πως νομίζουν 
πως μπορούν να ορίσουν ένα πολίτευμα ως αγαθό, και πως αυτό μπορούν 
να το πετύχουν εκδιώκοντας τον εγωισμό. Και νομίζουν πως ξεμπλέκουν 
μαζί  του  μόλις  φτιάχνουν  ένα  αυτόνομο  μηχάνημα.  Αυτό  που 
πετυχαίνουν  είναι  να  κάνουν  κάθε  αλλαγή  εξουσίας  μια  επιδρομή 
βαρβάρων  όπου  οι  νιόφερτοι  περιπλανώνται  μες  το  δωμάτιο  με  τις 
μηχανές με ανάμικτα αισθήματα περιέργειας, αλαζονείας και απληστίας.  
 
Δίχως εγωισμό η εξουσία χάνει την όρεξη για ζωή, όπως συνέβηκε με την 
Μοναρχία.  Ο  εγωισμός  της  Εξουσίας  είναι  μια  διαστολή  του  Εγώ.  Ο 
άνθρωπος αισθάνεται πλειότερο άνθρωπος όταν επιβάλλεται, κάνει τους 
άλλους όργανα της βουλήσεως του, μέσα από στόχους που η θέα τους τον 
μεθά. Αυτή τη διαστολή του Εγώ εκφράζει η ταύτιση του εγωισμού με την 
γενική ωφελιμότητα:  « L’État, c’est moi » (Louis XIV).  Αυτό φαίνεται στους 
Δημοσίους  Λειτουργούς  οι  οποίοι  συντηρούν  και  μεγαλώνουν  το 
λειτούργημά τους σαν να ήταν ιδιοκτησία τους την οποία έχουν δια βίου 
και κληρονομικά. 
 
Γιατί  όμως  ενώ  όταν  αφήνουμε  ελεύθερους  τους  εγωισμούς  παράγουν 
καλά αποτελέσματα, με τον εγωισμό της Εξουσίας δεν συμβαίνει το ίδιο; 
Μα  ακριβώς  επειδή  η  Εξουσία  ταυτίζει  τον  εγωισμό  της  με  την  γενική 
ωφελιμότητα  αντιλαμβανόμενη  τον  εαυτό  της  ως  το  μοναδικό  παράγοντα 
του  κοινού  καλού.  Τα  πιο  μεγάλα  πολιτικά  λάθη  οφείλονται  σε  φαύλες 
εκτιμήσεις του κοινού καλού. Οι γίγαντες της Εξουσίας μέσα σε αυτή την 
Διονυσιακή  μέθεξη  με  το  λαό  δεν  μπορούν  να  διακρίνουν  αν  είναι 
μεθυσμένοι με τον εαυτό τους ή με το λαό. 
 
 
10

Όπως  είπαμε  στην  αρχή,  τα  κίνητρα  και  οι  σκοποί  δεν  είναι  μετρητοί, 
εκείνο που είναι μετρητό είναι τα μέσα :  
οι διαστάσεις του Στρατού 
οι φορολογικές επιβαρύνσεις 
ο αριθμός των Δημοσίων Λειτουργών. 
Αρκεί να συγκρίνουμε το ανύπαρκτο κράτος του Φιλίππου Αύγουστου με 
το οργανωμένο Κράτος του Λουδοβίκου XIV.  
 
Πώς όμως αυξάνεται η Εξουσία; 
Εξοντώνοντας  κάθε  άλλη  υφιστάμενη  κοινωνική  εξουσία  (Εκκλησιαστική, 
Φεουδαρχική, Πατριαρχική, Κοινοτική). 
Έτσι στα μάτια των υπηκόων η αύξηση της Εξουσίας παρουσιάζεται  σαν 
μιαν  επιχείρηση  «απελευθέρωσής»  τους  και  ταυτόχρονα  σαν  ο 
αποκλειστικός τόπος των ανθρώπινων ελπίδων. 
Σε αυτήν την επιχείρηση η Εξουσία έχει σύμμαχο τη διανόηση και δη τους 
μεγάλους  Ουτοπιστές,  Πλάτωνες,  Mores,  Campanellas  κτλ.  οι  οποίοι 
καταγγέλλοντας  την  ατέλεια  του  Κόσμου,  θέλουν  να  οικοδομήσουν 
επ’αυτού  έναν  επί  γης  παράδεισο.  Πώς;  Εξαφανίζοντας  τις  συγκρούσεις 
και  τις  διαφορές:  κοινή  η  ιδιοκτησία,  ομοιόμορφο  το  ένδυμα,  κοινά  τα 
γεύματα,  απαγόρευση  ταξιδιών  στο  εξωτερικό  κτλ.  Και  δεν  είναι  διόλου 
τυχαία  η  συνεργασία  τους  με  Τυράννους.    Οι  Εγκυκλοπαιδιστές 
γοητεύονταν  από  τα  μέσα  της  Εξουσίας  που  θα  τους  βοηθούσαν  να 
επιβάλλουν  τις  ιδέες  τους.  Να  θυμηθούμε  τον  υμνητή  της  ανθρώπινης 
ελευθερίας  Sartre  που  περίμενε  τον  Stalin  να  δώσει  λόγο  σε  εκείνην  του 
την «ελευθερία‐μηδέν» ; 
  
Ο  Jouvenel  εδώ  μας  φανερώνει αυτό που κρύβεται πίσω από την αύξηση 
της Εξουσίας και των πολεμικών επιχειρήσεων που μας παρουσίασε στην 
αρχή:  
 
ΚΑΘΕ ΠΡΟΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΔΙΔΕΙ 
ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ.  
Και κάθε πρόοδος του Πολέμου οδηγεί σε πρόοδο της Εξουσίας. 
 
Οι  πιο  άπληστοι  για  επέκταση  ήταν  εκείνοι  που  ήσαν  καλύτεροι 
οργανωτές (Πέτρος ο Μέγας, Φρειδερίκος ΙΙ, Ναπολέων, Bismarck, Stalin). 
Η  κρατικιστική  ιδιοφυία  εκδηλώνεται  εξίσου  στην  Επέκταση  και  τη 
Διοίκηση.  Η  Εξουσία  οργανώνει  για  να  κατακτήσει  και  κατακτά  για  να 
οργανώσει. 
Όσο η Εξουσία «κοινωνικοποιείται» τόσο μεγαλώνει η πολεμική της 
ικανότητα και ο πολιτισμός οδηγείται στην ολική καταστροφή. 
30000 πολέμησαν στο Poitiers (1356) 
60000 στο Nördlingen(1634) 
11

160000 στο Malplaquet (1709) 
625000 στο Leipzig (1813) 
3000000 στους Ναπολεόντειους Πολέμους 
8000000 σκοτώθηκαν και 6000000 ακρωτηριάστηκαν στο Μεγάλο Πόλεμο.  
Το γεγονός πως όλες οι χώρες υιοθέτησαν παρόμοιους τρόπους Εξουσίας 
και πολέμου οφείλεται στον κανόνα του πολιτικού ανταγωνισμού:  
«άπαξ και το σύστημα του μόνιμου στρατού υιοθετηθή από ένα μόνον έθνος 
έπρεπε και τα όμορα του έθνη να το εισαγάγουν» (A.Smith).  
Οι εξεγέρσεις που εμφανίζονται τον 17ο αι. σε Αγγλία, Γαλλία, Καταλονία 
λόγω φορολόγησης, συμπίπτουν με την συγκρότηση μόνιμου στρατού και 
την εδραίωση της Απολύτου Μοναρχίας. Αν η Πρωσία εφαρμόζει την 
υποχρεωτική στράτευση (στρατιωτική υπηρεσία, εφεδρεία, επιστράτευση) 
το 1733,  η Γαλλία μετά την Επανάσταση του ’89 θα ισοβαθμήσει το 
πλεονέκτημα και με τον Ναπολέοντα μάλιστα θα καταβάλλει την πρώτη. 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
12

Η  Κοινωνία  είναι  ένα  πολύπλοκο  πράγμα  γεμάτο  δεσμούς  εξάρτησης, 


σχέσεις  εκμετάλλευσης,  ιεραρχία,  ανισότητα,  πάλη  ταξική  αλλά  και 
διαπροσωπική.  Η  Εξουσία  αξιώνει  την  κατάργηση  αυτής  της 
πολυπλοκότητας  θέλοντας  ενστικτωδώς  να  καταστρέψει  οποιαδήποτε 
διαταγή δεν προέρχεται εξ αυτής, κάθε  εξουσία που δεν  προέρχεται από 
το Κράτος. Τείνει να πετύχει την τέλεια εξίσωση μεταξύ των ατόμων που 
βαφτίζει ελευθερία, ελευθερία από οικογενειακές και κοινωνικές εξουσίες, 
με  τίμημα  μιαν  ολοκληρωτική  υποταγή  του  ατόμου  στο  Κράτος,  έναν 
εκμηδενισμό του ανθρώπου εμπρός στην Κρατική Ισχύ. Αποκαλύπτοντας 
πως  ο  ακραίος  σοσιαλισμός  είναι  ταυτόσημος  με  την  ακραία 
εξατομίκευση, προκαλεί  
ΤΗ ΔΙΑΛΥΣΗ ΚΑΘΕ ΔΕΣΜΟΥ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ. 
Γιατί όμως κατ’ αρχάς και κατ’ αρχήν εμφανίζεται να υπερασπίζεται και 
να  συντηρεί  τις  υφιστάμενες  κοινωνικές  δομές  και  τα  δικαιώματα  που 
απορρέουν  εξ  αυτών;  Επειδή,  πώς  αλλιώς  θα  εισέπραττε  φόρους  αν  δεν 
δούλευαν  οι  εργάτες;  Πώς  θα  έπαιρνε  στρατό  από  τους  Φεουδάρχες  αν 
δεν  υπάκουαν  σε  αυτούς  οι  υποτελείς  τους;  Γι’  αυτόν  ακριβώς  το  λόγο  ο 
κρατικός  βιασμός  της  κοινωνικής  δομής  δεν  φθάνει  ποτέ  στην  έσχατη 
λογική του συνέπεια που είναι η τέλεια εξατομίκευση των ανθρώπων των 
οποίων το Κράτος θα είναι ο μοναδικός κύριος και εκμεταλλευτής.  
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ «ΕΙΝΑΙ» ΤΗΣ 
Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΕΤΑΙ ΤΙΣ ΠΡΟΝΟΜΙΕΣ. 
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ «ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ» ΤΗΣ  
ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ ΠΟΛΕΜΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑΣ ΚΑΙ 
ΠΑΡΑΒΑΤΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ. 
 
Αυτή  η  διττή  συμπεριφορά  της  Εξουσίας  είναι  υπεύθυνη  για  την  εξέλιξη 
των  κοινωνικών  δομών:  για  το  τέλος  των  Πατριαρχικών  Γενών  και  της 
αρχαίας Πολιτείας, τη γένεση και την πτώση της Φεουδαρχίας, τη γένεση 
και  την  παρακμή  της  Αστικής  Κεφαλαιοκρατίας  και  την  άνοδο  της 
Μαζικής Δημοκρατίας.  
 
Στην αρχαία Ρώμη ο βασιλιάς δεν ανακατευόταν στα εσωτερικά της κάθε 
οικογένειας  ή  στη  διένεξη  μεταξύ  δύο  οικογενειών  (εκτός  αν  η  διένεξη 
επεκτεινόταν στο υπόλοιπο της κοινωνίας). Από ένα σημείο και μετά είναι 
που  εφηρμόσθη  το  Γενικό  Δίκαιο,  όποτε  και  το  Κράτος  εισέδυσε  σε  έναν 
κόσμο μέχρι τότε κλειστό.   
 
Η  πτώση  της  Ρώμης  από  τους  βαρβάρους  έρχεται  σε  μια  εποχή  που  το 
Κράτος  ως  Αυτοκρατορία  είναι  αστυνομευόμενο  και  που  τα  Γένη  είναι 
αφωπλισμένα.  Ο  Αλάριχος  δεν  θα  είχε  πάρει  ποτέ  την  παλαιά  Ρωμαϊκή 
Πολιτεία.  
13

Οι  βάρβαροι  πολέμαρχοι  κατακτώντας  τις  περιοχές  της  Ρωμαϊκής 


επικράτειας  δεν  μπορούν  να  αντιληφθούν  την  κρατική  λογική.  Βλέπουν 
εκεί πλούτη κ’ όχι λειτουργίες.  Έτσι ο κάθε βασιλιάς (ο Φράγκος Clovis, οι 
Νορμανδοί Γουλιέλμος ο Κατακτητής και Γουλιέλμος ο Νόθος) διασκορπά 
τους  brethren  in  arms,  τους  αδελφοποιητούς  του  έμπιστους  στη  χώρα,  οι 
οποίοι  λαμβάνουν  ιδιοκτησία  τα  Φέουδα  ως  αντάλλαγμα  των  υπηρεσιών 
τους.  Αυτοί  είναι  οι  Barons,  οι  «ελεύθεροι  άνθρωποι».  Αργότερα,  για  να 
ελέγχει  τους  ίδιους  τους  Φεουδάρχες,  ο  βασιλιάς  φτιάχνει  κοινοτικά 
συμβούλια από τους γηγενείς που είναι οι πρωτο‐Bourgeois (Tiers état). Τα 
États‐Généreaux  είναι  μικτά  συμβούλια  από  ευγενείς  και  αστούς  που 
συγκαλούνται  σε  έκτακτη  ανάγκη.  Επιπλέον,  οι  Γάλλοι  βασιλείς, 
προκειμένου  να  κάνουν  πόλεμο  παραχάραξαν  και  υποτίμησαν  το 
νόμισμα, αποδυναμώνοντας περεταίρω τους Ευγενείς. 
 
Η  Κεφαλαιοκρατική αριστοκρατία σχηματίζεται στον ήσκιο του Κράτους, 
το  Κράτος  όμως  και  εδώ  ακολουθεί  την  Κρόνιο  λαιμαργία  του.  Αρχικά  η 
ίδια  η  Εξουσία  δημιουργεί  τις  προϋποθέσεις  μιας  mercantilist  οικονομίας 
ανοίγοντας  τα  κλειστά  σύνολα  και  κάνοντας  να  φανεί  η  διπλή 
διαθεσιμότητα  των  ατόμων  ως  εργατική  δύναμη  και  ως  δυνατότητα 
κατανάλωσης.  Ο  κεφαλαιοκράτης  δεν  είναι  επικίνδυνος  για  την  Εξουσία 
καθώς  διαθέτει  τα  μέσα  του  προς  όφελος  του  βασιλιά  όποτε  ο  δεύτερος 
του  τα  ζητά.  Ο  Τραπεζίτης  δεν  στοχεύει  στην  ισχύ,  αλλά  στα  πλούτη. 
Δημιουργεί  ένα  σύστημα  καταθέσεων  χάριν  του  οποίου  η  Εξουσία 
μετατρέπει τα Πλούτη σε Ισχύ.  
Όμως  
          όταν  ο  βιομήχανος  γίνεται  ανεξάρτητος,  έχει  τις  δικές  του 
εργατουπόλεις  με  δική  του  αστυνόμευση,  τότε  η  Εξουσία  υιοθετεί  τον 
«σοσιαλισμό».  Είναι  χαρακτηριστικό  πως  ανάμεσα  στις  κοινωνικές 
δυνάμεις  η  Εξουσία  στρέφεται  εναντίον  των  Καπιταλιστικών  κ’  όχι  των 
Συνδικαλιστικών. Και οι πρώτοι σοσιαλιστές δεν ήσαν οι Σοσιαλιστές. Το 
μάζεμα  των  καταθέσεων  σε  μια  γιγάντια  τράπεζα,  μεγαλύτερη  από 
οποιανδήποτε καπιταλιστική, και τη χρήση αυτών ως Κρατικά αποθέματα 
δεν το έκαναν πρώτοι οι Σοσιαλιστές. 
Τον Φόρο Εισοδήματος δεν τον έβαλαν πρώτοι οι Σοσιαλιστές.  
Στο  όνομα  της  Κοινωνικοποίησης  και  της  Εθνικοποίησης  το  Κράτος 
οικειοποιείται Βιομηχανίες, Σιδηροδρόμους, Ενέργεια, επαναλαμβάνοντας 
την κατάσχεση της Εκκλησιαστικής περιουσίας από τον Ερρίκο VIII. 
Η όρεξη για Αρχή ξυπνά  
                                               τη δίψα για Μέσα.        
 
Το  leitmotiv  του  Jouvenel  σ’  όλο  του  το  βιβλίο  είναι  η  συνεργία  των 
Πληβείων  με  την  Εξουσία,  που  δεν  οδηγεί  σε  τίποτε  άλλο  από  τον 
14

Καισαρισμό.  Καίσαρες  λαοπλάνοι  από  τη  μία,  Republican  αριστοκράτες 


Κάτωνες και Βρούτοι από την άλλη, επανευρίσκονται μες την Ιστορία. 
«Ας  καταστρέψουμε  την  αριστοκρατική  δύναμη  που  διαιωνίζει  την 
ταπείνωση  των  δικών  μου  και  θέτει  όρια  στη  δική  σου  εξουσία»  λέει  ο 
Bertuccio Ixarello στον Marino Faliero. Εκεί που απέτυχε ο Faliero, ο Δόγης 
που  θέλησε  να  γίνει  Τύραννος,  θα  πετύχουν  οι  ηγεμόνες  της  Oranje 
κάμπτοντας την αντίσταση των Jean de Witt, Barneveldt. 
Ο  Jouvenel  μας  προσφέρει  τα  παραδείγματα  της  Γαλλίας  του  ύστερου 
Μεσαίωνα  και  του  Οθωμανικού  Σουλτανάτου,  όπου  το  Κράτος  γίνεται 
τρόπος ανόδου των πληβείων στρωμάτων και των κατεκτημένων λαών, οι 
οποίοι οφείλουν τα πάντα στον Βασιλέα/Σουλτάνο. 
Αυτό  που  δεν  κατάλαβαν  ποτέ  οι  Πληβείοι  είναι  πως  η  Αριστοκρατία 
προστατεύει τους υπηκόους από την καταπίεση, όχι από πρόθεση ή λόγῳ 
ψυχοπόνιας, αλλά χάριν της ίδιας της ύπαρξής της. Αντίθετα, μια Εξουσία 
που δύναται να ανατρέψει τα πάντα, είναι μια Εξουσία δίχως όρια. 
 
Η διαφορά της Αγγλίας από την ηπειρωτική Ευρώπη έγκειται στο γεγονός 
πως  αντί  να  τοποθετήσει  τους  Πληβείους  στο  Κοινοβούλιο  και  την 
Κυβέρνηση, όπως έκανε ο Γάλλος Βασιλιάς, το άφησε στους Λόρδους και 
έδωσε  στους  Πληβείους  ιδιοκτησία,  επιτρέποντάς  τους  να  γίνουν  μικροί 
ευγενείς  (Yeomen).  Έτσι  ως  μικροϊδιοκτήτες  έχουν  κοινά  συμφέροντα  με 
τους  Λόρδους,  που  είναι  ο  περιορισμός  της  βασιλικής  αυθαιρεσίας.  Αυτό 
είναι  η  μεγάλη  νουθεσία  του  νέο‐ρωμαίου  Republican  James  Harrington 
(‘Oceana’ 1656) παρά του Locke: οι Πολιτείες σχηματίζονται από Gentlemen, 
από  ανθρώπους  με  ιδιοκτησία.  Αυτοί  απαγορεύουν  τη  σύσταση  Μόνιμου 
Στρατού  ενός  κατεξοχήν  οργάνου  της  Εξουσίας  (δεν  υπάρχει  «Royal 
Army»),  ενώ  οι  Κεφαλαιοκράτες  Αριστοκράτες  —π.χ.  της  Εταιρείας  των 
Ινδιών—  προστατεύουν  οποιαδήποτε  υποτίμηση  του  νομίσματος. 
Ωπλισμένη  με  το  δικαίωμά  της  και  τα  πλούτη  της,  η  Βρετανική 
Αριστοκρατία είναι Αφέντρα του Κράτους. 
 
Η  ανεπανόρθωτη  βλακεία  των  Γάλλων  Αριστοκρατών  είναι  πως 
βολεύτηκαν  στη  Διοίκηση  που  τους  προσέφερε  ο  Μονάρχης 
εκμεταλλευόμενος την αγάπη τους για τίτλους και καλοπέραση,  
και δεν αντελήφθησαν ποτέ πως  
ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΚΥΒΕΡΝΑ 
ΑΛΛΑ 
ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΒΑΡΟ ΣΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ. 
  
 
 
 
 
15

 Ο  Jouvenel  μας  έχει  οδηγήσει  μέσα  από  αυτό  το  ιστορικό  ταξίδι  σε  μια 
γνώριμη  στεριά  της  Πολιτικής  Θεωρίας:  τον  έλεγχο  της  Εξουσίας  και  τη 
διάκρισι των εξουσιών. Όλη του η συνηγορία υπέρ των Αριστοκρατών εκεί 
αποσκοπεί.  Η  άλλη  του  συνηγορία  είναι  υπέρ  των  σταθερών  Νόμων  και 
αυτή θα είναι η συνέχεια. 
 
Ο Jouvenel σαρκάζει την περιώνυμη πρόταση των Διαφωτιστών πως  
«η δεισιδαιμονία είναι το στήριγμα του δεσποτισμού»:  
Όσο περισσότερο ριζωμένες είναι οι συνήθειες και οι πεποιθήσεις σε μια 
κοινωνία,  τόσο  περισσότερο  οι  συμπεριφορές  είναι  προσδιορισμένες,  και 
τόσο λιγότερο η Εξουσία είναι ελεύθερη για δράση.  
     
«Καὶ  ὅταν  καθίσῃ  ἐπὶ  τῆς  ἀρχῆς  αὐτοῦ,  (ὁ  Ἄρχων)  καὶ  γράψει  αὐτῷ  τὸ 
δευτερονόμιον τοῦτο εἰς βιβλίον... καὶ ἔσται μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἀναγνώσεται ἐν 
αὐτῷ  πάσας  τὰς  ἡμέρας  τῆς  ζωῆς  αὐτοῦ,  ἵνα  μάθῃ  φοβεῖσθαι  Κύριον  τὸν 
Θεόν  σου  καὶ  φυλάσσεσθαι  πάσας  τὰς  ἐντολὰς  ταύτας  καὶ  τὰ  δικαιώματα 
ταῦτα ποιεῖν, ἵνα μὴ ὑψωθῇ ἡ καρδία αὐτοῦ  ...ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, ἵνα 
μὴ παραβῇ ἀπὸ τῶν ἐντολῶν δεξιὰ ἢ ἀριστερά...» 
ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ ιζ΄18‐20 
 
Βλέπουμε  πως  δεν  είναι  η  Εξουσία  που  Νομοθετεί  αλλά  ο  Θεός  με  το 
στόμα  εμπνευσμένων  ανθρώπων.  Έτσι  όταν  μια  κοινωνία  τιμωρεί, 
τιμωρεί  από  το  φόβο  μιας  Θείας  Ἄτης.  Ο  Οιδίπους  μολονότι  είναι  ένας 
καλός  βασιλιάς  δεν  μπορεί  να  παραμείνει  στην  Πόλι  γιατί  είναι 
πατροκτόνος  και  αιμομίκτης.  Δεν  φεύγει  για  να  ικανοποιήσει  τους 
ανθρώπους       αλλά τους θεούς. Στις αρχαίες κοινωνίες 
ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ 
Ο ΝΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΝΟΜΟΘΕΤΗΣ, ΚΡΙΤΗΣ, ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΣ. 
 
Όταν η Εξουσία, όποια μορφή κι αν έχει, νομοθετεί ορίζοντας το Αγαθό 
και το Δίκαιο, παίρνει τη θέση του Θεού και καθίσταται απόλυτη. 
 
Ο  Jouvenel  διαχωρίζει  τον  Νόμο  από  τους  καθημερινούς  κανονισμούς, 
τους  νόμους.  Η  αρχή  του  πρώτου  είναι  Ηθική  ή  Θρησκευτική,  των 
δεύτερων Κοινωνική ή Ωφελιμιστική. Οι Ρωμαίοι, ο λιγότερο μυστικιστής 
ανάμεσα  στους  αρχαίους  λαούς,  ξεχώριζε  το  FAS  από  το  IUS.  Ωστόσο  ο 
δεύτερος πρέπει να εγγράφεται στο πλαίσιο του πρώτου, να θεμελιώνεται 
επ’  αυτού,  να  αντλεί  αξιώματα  εξ  αυτού.  Όπως  γράφει  ο  Cicero,  «ο 
σεβασμός στους νόμους συνιστά σεβασμό στους θεούς».  
 
Θα  μπορούσαμε  να  συμπληρώσουμε  πως  η  διαφορά  ανάμεσα  στα  δύο 
είδη  δικαίου  συνίσταται  στη  διαφορά  ανάμεσα  στην  φύση  (αξιωματική, 
θεία) που είναι καθολική και τον νόμο (θετικός και ανθρώπινος) που είναι 
16

συμβατικός  και  αλλάζει  από  τόπο  σε  τόπο  και  με  το  χρόνο.  Αυτός  ο 
δεύτερος  είναι  τα  νόμαια,  (νέμωÆνόμοςÆνόμαιαÆνομίζωÆνόμισμα)  το 
Έθιμο,  το  σύνολο  των  πρακτικών  υποχρεώσεων  που  ανάγονται  στις 
παλαιές  έξεις.  Είναι  μια  σχολή  ήθους  και  ενεργείας  που  υποχρεώνει  το 
ίδιο  το  άτομο  να  κρίνει  τον  εαυτό  του,    χωρίς  να  χρειάζεται  να  φθάσει 
μέχρι το δικαστήριο για να δει αν η πράξη του ήταν ορθή. 
Εξ αυτού πηγάζει ο Αγγλικός Common Law: «ό, τι ονομάζουμε «αρχές του 
Συντάγματος»  είναι  αναγωγές  ή  γενικεύσεις  εδρασμένες  πάνω  σε 
συγκεκριμένες  αποφάσεις  που  έχουν  εκδώσει  οι  δίκες  αγγίζοντας  τα 
δεδομένα  δικαιώματα  του  ατόμου»  (A.V.Dicey).  Έτσι  το  Corpus  Iuris 
(Δικαστικό Σώμα) είναι ένα ισχυρό μέσο κοινωνικής πειθαρχίας, που δεν 
οφείλει τίποτε στην Εξουσία, που της αντιτίθεται και της επιβάλλεται, την 
περιορίζει και την κινητοποιεί.   
 
Από την άλλη, η Νομοθέτηση αρχικά είχε ως σκοπό να κυρώσει το Έθιμο 
και το Δίκαιο. Αργότερα, να το δημιουργήσει.  
Ο  άνθρωπος‐διανοούμενος‐νομοθέτης  προτίθεται  να  κανονίσει  την 
ανθρώπινη  συμπεριφορά,  ώστε  να  παραγάγει  το  μέγιστο  της 
Ωφελιμότητας.  Ονειρευόμενος  πως  θα  φθάσει  σ’  έναν  απολεσθέντα 
χρυσούν  αιώνα,  επιστρατεύει  την  φαντασία  προσπαθώντας  να  συλλάβει 
την  βαθειά  «ενότητα  των  νόμων»,  να  κατανοήσει  τη  «φυσική  τάξη»,  τη 
«λογική και την ομορφιά του Είναι» και να υποδείξει το πώς οι άνθρωποι 
κερδίζουν, υλικά και ηθικά κάτω από τόσο καταπληκτικούς νόμους. 
 
Με  την  Νομοθέτηση  και  την  «σχετικοποίηση»  του  Δικαίου  χάνεται  η 
κοινωνική  συνοχή,  και  ο  ίδιος  ο  σεβασμός  στο  Νόμο,  αφήνοντας  χώρο 
στον  δικανισμό  και  την  casuistique.  Γράφει  ο  Rousseau:  «είναι  η  μεγάλη 
αρχαιότης  των  νόμων  που  τους  κάνει  αγίους  και  λατρευτούς∙  ο  λαός 
περιφρονεί σύντομα όσους αλλάζουν κάθε ημέρα» 
 
Οι  άνθρωποι,  άπαξ  και  πίστεψαν  στον  συμβατικό  χαρακτήρα  των  Θεσμών 
μπόρεσαν  να  τους  ανατρέψουν  για  να  τους  συμμορφώσουν  στον  Λόγο, 
αναπτύσσοντας  την  Γραφειοκρατία  για  να  εξυπηρετήσουν  τους  στόχους 
τους και την Αστυνομία για να σπάσουν τις αντιστάσεις.    
 
Άπαξ  ο  Άνθρωπος  ανακηρύχθη  «μέτρο  των  πάντων»,  δεν  υφίσταται  πλέον 
μήτ’  Αληθές,  μήτ’  Αγαθό,  μήτε  Δίκαιο,  μα  μονάχα  γνώμες  εν  δικαιώματι 
ίσες, των οποίων η σύγκρουση δεν δύναται να διακοπή παρά με στρατιωτική 
και πολιτική δύναμη∙ και κάθε θριαμβεύτρια δύναμη ενθρονίζει με τη σειρά 
της έν’ Αληθές, έν’ Αγαθό κι ένα Δίκαιο που θα διαρκέσουν όσο κι αυτή.  
 
 
 
17

Παρακάτω  ο  Jouvenel  προχωρά  στο  να  δείξει  πώς  η  δυνατότητα  του 


νομοθετείν  δίδει  στην  Δημοκρατική  Εξουσία  απεριόριστη  δύναμη, 
οδηγώντας  σε  μια  Ολοκληρωτική  Δημοκρατία.  Και  το  ξεκίνημα  είναι  οι 
Επαναστάσεις. 
Η  αρχή  της  Επανάστασης  έχει  μιαν  ανεξήγητη  γοητεία,  καθώς 
παρουσιάζονται όλες οι δυνατότητες ανοιχτές. Η Επανάσταση υπόσχεται 
στα ανικανοποίητα όνειρα, στα απαξιωμένα συστήματα, στα πληγωμένα 
συμφέροντα,  στις  ηττημένες  φιλοδοξίες,  πως  θα  διορθώσει  τα  πάντα. 
Πιστεύουν  πως  θα  πολεμήσει  την  καταπίεση,  θα  βάλει  φραγμούς  στην 
Εξουσία,  θα  κάνει  την  αυθαιρεσία  να  σταματήσει,  θα  εγγυηθεί  την 
ελευθερία  και  την  ασφάλεια  του  λαού,  θα  λυτρώσει  το  λαό  από  την 
εκμετάλλευση.  Εν  τούτοις  καμία  επανάσταση  δεν  καταλήγει  στην 
καταπράυνση  της  Εξουσίας.  Τον  Κάρολο  Ι  Stuart  διαδέχεται  ένας 
Cromwell, τον Louis XVI ένας Napoléon, τον Νικόλαο ΙΙ ένας Στάλιν. Στην 
ουσία ρευστοποιούν μιαν αδύναμη Εξουσία, υψώνοντας στη θέση της μία 
δυνατή.  
 
Ο  λαός  εξηγέρθη  ενάντια  στον  Louis  XIV;  Όχι,  μα  ενάντια  στον 
αλαφροΐσκιωτο  Louis  XVI.  Ενάντια  στον  Πέτρο  τον  Μέγα;  Όχι,  μα  στον 
αγαθιάρη Νικόλαο ΙΙ. Ενάντια στον Κυανοπώγωνα του Ερρίκου VIII; Όχι, μα 
στον Κάρολο Ι. Είναι νεκροί τούτοι οι βασιλείς,  όχι    από  την  τυραννία τους 
αλλά  από  την  αδυναμία  τους.  Οι  λαοί  υψώνουν  το  ικρίωμα  όχι  ως  ηθική 
τιμωρία του δεσποτισμού, αλλ’ως βιολογική κύρωση της αδυναμίας.  
 
Αν η Αγγλική επανάσταση (1642) ξεκίνησε με αφορμή έναν ελαφρύ φόρο 
το Shipmoney και κάποιες κατασχέσεις, ο Cromwell έκανε δέκα φορές πιο 
βαρειές  κατασχέσεις  (σε  Εκκλησία,  Ιρλανδία,  Σκοτία),  δημιούργησε 
μόνιμο  επαγγελματικό  στρατό  (New  Model  Army)  και  κατήργησε  το 
Κοινοβούλιο, ενώ συνέχισε επιτυχώς όλους τους πολέμους στους οποίους 
είχε αποτύχει ο Κάρολος. 
Η  Γαλλική  επανάσταση  (1789)  απελευθέρωσε  μεν  τον  αγρότη,  τον 
ανάγκασε  δε  να  φορέσει  τη  στολή  του  στρατιώτη.  Κατήργησε  μεν  την 
αυθαίρετη  καταδικαστική  «βασιλική  βούλα»,  ύψωσε  δε  τη  guillotine  σε 
κάθε  πλατεία.  Το  1790  απηρνήθη  το  σχέδιο  που  έδιδε  στο  βασιλέα  το 
δικαίωμα  να  κάνει  πόλεμο  μαζί  με  την  Ισπανία  έναντι  της  Βρετανίας, 
έσπρωξε  μετά  όλο  το  έθνος  σε  μια  πολεμική  περιπέτεια  εναντίον 
ολάκερης της Ευρώπης. 
Η  Ρωσική  επανάσταση  (1917)  ύψωσε  μιαν  Εξουσία  πιο  εκτεταμένη  που 
της  επέτρεψε  να  επανακτήσει  τα  σύνορά  της  και  να  φέρει  εις  πέρας  ένα 
νικηφόρο πόλεμο το 1945. 
 
Ιδού  λοιπόν  ο  νόμος  των  επαναστάσεων:  πως  τείνουν  να  ενδυναμώσουν 
την Εξουσία με την ανανέωση του προσωπικού της και του πνεύματός της.  
18

Η  λογική  της  επαναστατικής  εποχής  δεν  είναι  στις  ιδέες.  Είναι  στα 
γεγονότα: 
                   Το  επαναστατικό  έργο  είναι  η  αναστύλωση  της  Απόλυτης 
Μοναρχίας,  ολοκληρώνοντας  την  ρευστοποίηση  των  αντεξουσίων.  Εξ  ου 
και  η  λατρεία  των  επαναστατών  στον  καρδινάλιο  Richelieu:    «η  ιδέα  να 
σχηματίσουμε μια μόνο τάξη πολιτών θα ευχαριστούσε τον Richelieu, αυτή η 
ισομερής  επιφάνεια  διευκολύνει  την  άσκηση  της  εξουσίας»  (Comte  de 
Mirabeau) 
Δίδοντας  νομοθετική  εξουσία  στη  Βουλή,  η  βούληση  για  ισχύ  των 
βουλευτών υποκαθιστά την λαϊκή κυριαρχία με την βουλευτική κυριαρχία, 
και  η  λαϊκή  συμβουλή  δεν  είναι  παρά  ένας  βρασμός  που  «χωνεύει», 
αναλώνει το έθνος σε έναν μικρόκοσμο 600 ατόμων. 
Ενώ  αποδίδει  αυτό‐διοικητικές    αρμοδιότητες  στα  τοπικά  κοινοβούλια, 
καταστρέφει  τις  ιστορικές  ενότητες,  διαμοιράζοντας  με  πρόταση  του 
Sieyès  τη  χώρα  αλγεβρικά,  όπως  ακριβώς  διαιρούνται  τα  στρατιωτικά 
σώματα, καταγγέλλει ο Benjamin Constant. 
 
Επί  «Παλαιού  Καθεστώτος»  η  Εξουσία  ελεγχόταν  από  τις  κοινωνικές 
εξουσίες ή αντεξουσίες : το συμβούλιο των Προυχόντων, την Εκκλησία, τα 
μικρά Κοινοτικά σώματα, τα οποία σχημάτιζαν το Κοινοβούλιο ή τα États‐
Généraux. Ο Βασιλεύς εξέφραζε το Γενικό συμφέρον, την Ενότητα, ενώ οι 
παραπάνω  τα  Μερικά  συμφέροντα,  την  Ποικιλότητα.  Η  in  toto 
αντιπροσώπευση  ισορροπούσε  με  μια  singulariter  αντιπροσώπευση.  Ο 
Νόμος  που  πρότεινε  ο  Βασιλεύς  εν  ονόματι  του  Δημοσίου  συμφέροντος 
δεν  εδύνατο  να  γίνει  Νόμος  δίχως  τη  συγκατάθεση  των  ποικίλων 
συμφερόντων.    Τη  στιγμή  που  ο  Louis  XIII  ή  ο  Κάρολος  Ι  βάζουν φόρους, 
πραγματοποιούν  μιαν  επανάσταση:  βάζουν  το  Γενικό  συμφέρον  πάνω 
από το Μερικό. Είναι η επανάσταση της Απολυταρχίας. 
Με  την  υποκατάσταση  του  Βασιλέως  από  το  Κοινοβούλιο,  τον  ρόλο  του 
αντιπροσώπου  του  Γενικού  συμφέροντος  λαμβάνει η Νομοθετική εξουσία. 
Εκείνο  που  εξαφανίζεται  δεν  είναι  ο  ρόλος  του  Βασιλέως  αλλά  των 
αντιπροσώπων των Μερικών συμφερόντων. 
 
Οι σοφοί (Locke, Blackstone) θεωρούσαν το Φυσικό Δίκαιο ως Βούλησι του 
Θεού, και επομένως οι ανθρώπινοι νόμοι πρέπει να είναι σύμφωνοι και σε 
συνοχή  με  τον  Θείο‐Φυσικό  Νόμο.  Όμως  ουδεμία  κύρωση  εξασφαλίζει 
αυτή  τη  συμφωνία  και  αυτή  τη  συνοχή.  Έτσι  η  κοινοβουλευτική 
«αριστοκρατία»  γίνεται  ένας  Ηγεμών  πιο  ισχυρός  από  τον  βασιλέα  που 
δεν ήταν κύριος των νόμων. 
 
Έτσι  αυτός  ο  «Ηγεμών»  είτε  ανεξαρτητοποιείται  από  τους  εντολοδόχους 
του  γινόμενος  απόλυτος,  είτε  γίνεται  όργανο  των    Κομμάτων,  άθυρμα 
εξωγενών κινήσεων. Και όπως κάθε Κόμμα θέλει να επιβληθή απόλυτα, 
19

μια μάχη ξεδιπλώνεται της οποίας το διακύβευμα ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ Η 
ΕΞΟΥΣΙΑ, όπως στους δυναστικούς πολέμους, ΑΛΛΑ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΟΙ ΝΟΜΟΙ, 
οι  οποίοι  δεν  αποτελούν  πλέον  αντανάκλαση  ανωτέρων  αληθειών  αλλά 
ποικίλουν ανάλογα με τις διακυμάνσεις της μάχης. 
 
Το  πώς  η  Εξουσία  δεν  μπορεί  να  σφετεριστή    το  νομοθετικό  σώμα  αλλά 
και  το  πώς  ο  Νόμος  επιβάλλεται  σε  αυτήν  ως  απαράβατος  κανών,  είναι 
προασχολία  όλων  των  Νομοκρατών  (Légalistes)  που  θέλουν  να  μας 
εγγυηθούν  την  ελευθερία.  Αυτή  η  νομοθετούσα  δύναμη  πρέπει  να 
υποστηρίζεται από μια ανώτερη αναγκαιότητα, το Φυσικό Δίκαιο (Locke) 
ή το συμφέρον της Πατρίδος (Rousseau). Δεν τους πέρασε από το νου πως 
οι Νόμοι μπορεί να είναι οποιοιδήποτε, έργο συμφερόντων και γνωμών. 
Ο Rousseau όταν μιλά για συγκατάθεση του λαού, μιλά για νόμους πάνω 
σε γενικά αντικείμενα. Αυτό το παραπάνω ερμηνεύθη ως παράφραση του 
«ό,  τι  ευχαριστή  τον  ηγεμόνα  είναι  νόμος»  :  ό,  τι  ευχαριστή  το  λαό  είναι 
νόμος, θεμελιώνοντας τη δημαγωγία που δίδει σε ένα κόμμα το Imperium. 
 
Ας  κοιτάξουμε  τη  θέση  του  Imperium  και  του  Κοινοβουλίου  σε  τρεις 
περιπτώσεις :  
Έστω  μια  χώρα  που  υπάρχει  Imperium  σε  αντιπαράθεση  με  τις 
Κοινωνικές  Δυνάμεις  ενός  Λαού  Πατρικίων  που  μέσω  της  Νομοκρατίας 
περιορίζουν τις τάσεις της Εξουσίας. Τότε η ισχύς των Κοινοβουλευτικών 
Αντιπροσώπων  θα  είναι  αυστηρώς  ελεγκτική.  Αυτή  η  χώρα  είναι  η 
Βρετανία. 
Έστω μια χώρα που το Imperium δεν έχει παρελθόν, όπου αντιτίθενται σε 
αυτήν  1.  οι  αρχαιότερες  τοπικές  δυνάμεις.  2.  μια  θεμελιώδης  νομοθεσία 
που  φυλάσσεται  από  τους  Δικαστές  δεσμευμένη  στο  παραδοσιακό 
σύστημα των ατομικών δικαιωμάτων, τότε 
                                                                              το  Imperium  μένει  αδύναμο, 
συγκρατημένο από μια νομοθετική δύναμη, και τα δύο περιορισμένα από 
τη  θεμελιώδη  νομοθεσία  και  την  αποτελεσματική  αντιζηλεία  των 
μερικών δυνάμεων. Αυτή η χώρα είναι οι Η.Π.Α. 
Είναι ωστόσο διαφορετικά εκεί που ο Μινώταυρος έχει σωρεύσει στα χέρια 
του  πελώριες  δυνάμεις  και  έχει  μειώσει  τις  κοινωνικές  αντεξουσίες  σε 
απελπιστική άμυνα. Αν ένα σώμα έχει χρησθή να ελέγχει με νόμους την 
άσκηση  του  Imperium,  απουσίᾳ  αυτόνομου  συστήματος  ατομικών 
δικαιωμάτων, η ικανότητα του νομοθετείν θα χρησιμοποιηθή αυθαίρετα. 
Αυτή η χώρα είναι η Γαλλία.  
 
Η  Νομοκρατία  εκφυλίζεται  σε  Λαϊκή  κυριαρχία,  όπου  ο  Λαός  είναι 
Πολίτης μια φορά στα  4 χρόνια όταν εκλέγει ένα Κοινοβούλιο που ασκεί 
κατά  απόλυτο  τρόπο  το  Imperium.  Τα  Νομοκρατικά  (Légalitaires)  και 
Ελευθεριακά  (Libertaires)  αγαθά  που  τιμά  «η»  Δημοκρατία  ήσαν  στην 
20

πραγματικότητα  το  προϊόν  πολύπλοκων  κυβερνητικών  ανακατατάξεων 


όπου καμία ανθρώπινη βούληση ατομική ή συλλογική δεν ήταν κυρίαρχη. 
Τούτο  ονομάζουμε  Πολιτεία,  Rem  Publicum,  Κοινόν  Πράγμα.  Αυτές  οι 
Πολιτείες  είδαν  να  κατηγορούνται  από  τη  μία  για  την  εκτελεστική  τους 
αδυναμία,  και  από  τη  άλλη  πως  η  εξουσία  τους  δεν  είχε  ορθολογικό 
θεμέλιο.  Έτσι  σιγά‐σιγά  μπήκε  εν  έργῳ  η  Λαϊκή  Κυριαρχία  και  ο 
Απολυταρχισμός.  Δεν  κατάλαβαν  πως  η  πολυπλοκότης  αυτών  υπήρχε 
για να απορροφά τα κτυπήματα και την απλοποίησαν φτιάχνοντας μιαν 
Εξουσία  συγκεντρωμένη  επιρρεπή  στις  παρορμήσεις  της  στιγμής. 
Αποκηρύσσοντας τη δύσκολη κυριαρχία των Νόμων και εγκαταλείποντας 
τις εγγυήσεις τις Ελευθερίας,  
                                                     ιδού  πως  ανασυγκροτείται  το  Imperium  του 
Καίσαρος που αναζητά να βρει τους Καίσαρές του.  
 
Στην  ουσία  η  Ελευθεριακή  αρχή  είναι  αδιάφορη  προς  τον  είδος  της 
Εξουσίας. Θα έδιδε σε κάθε άνθρωπο την αξιοπρέπεια και την περηφάνια, 
προνόμιο  των  αριστοκρατών.  Τούτο  θα  σήμαινε  πως  ο  καθείς  θα  είχε  τη 
χωροδεσποτεία του όπου θα ήταν κύριος της. Και η Εξουσία θα στάθμευε 
κάπου μακριά σε μια ζώνη επιρροής και δεν θα πρόβαλλε από κει.  
Μοιάζει  έτσι  πως  η  συν‐κυριαρχία  του  πολίτη  που  προβάλλει  η 
Δημοκρατία, είναι κάτι περιττό που αγκαλιάζει το λιγότερο την ελευθερία, 
και που είχε εντοπίσει ο Montesquieu: «συγχέουν την Εξουσία του Λαού με 
την Ελευθερία του Λαού.»     
Αυτή η σύγχυση είναι η βάση του σύγχρονου δεσποτισμού. 
Η Εξουσία είναι διατάσσειν και όλοι δεν μπορούν να διατάσσουν. 
Η  λαϊκή  κυριαρχία  είναι  μια  φαντασίωση  που  σε  βάθος  χρόνου 
καταστρέφει  τις  ατομικές  ελευθερίες.  Η  Δημοκρατική  Εξουσία‐Γενική 
Βούλησις  καταβάλλει  κάθε  άτομο  κάτω  από  το  βάρος  της  ολότητας  που 
αντιπροσωπεύει  και  κάθε  μερικό  συμφέρον  στο  όνομα  ενός  γενικού 
συμφέροντος που ενσαρκώνεται σε αυτήν. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που 
λέει  ο  Sieyès,  ο  θεωρητικός  της  Γαλλική  επανάστασης:  «η  Γαλλία  δεν 
πρέπει  να  είναι  ένα  σύνολο  μικρών  κρατών‐είναι  ένα  ΟΛΟΝ  μοναδικά 
συντεθειμένο από ενσωματωμένα κομμάτια…»  
Αυτό όμως, δεν είναι άλλο από το πρότυπο της Μοναρχίας! 
 
Το  σωστό  καθεστώς  θα  ήταν  το  ανάποδο  από  το  παραπάνω,  δηλαδή  το 
Ομοσπονδιακό  για το οποίο μας μιλά οMontesquieu,  όπου ο έλεγχος των 
τοπικών  διοικήσεων  θα  ανήκε  στους  δημοτικούς  αντιπροσώπους  και 
ανάλογα ο έλεγχος των εθνικών διοικήσεων στους τοπικούς.  
 
 
 
21

Με  τη  Δημοκρατία  το  Imperium  δεν  μπορούσε  να  βρει  καλύτερη 
δικαιολογία ύπαρξης: 
Θρυμματίζει  τις  επαρχιακές  αυτονομίες  που  έκαναν  τη  Μοναρχία  να 
υποχωρεί. 
Αποκτά οικονομικά μέσα απηγορευμένα στον Βασιλέα. 
Πραγματοποιεί την Στράτευση πρότερα ιδανικό αδύνατο. 
Βρίσκει το μυστικό να κάνει το λαό να  συνδράμει ολόκληρος στον Πόλεμο 
που είναι η επιχείρηση της Εξουσίας.  
Και  όλα  αυτά  επειδή  στο  Δημοκρατικό  καθεστώς  το  Γενικό  συμφέρον 
αναπαρίσταται από την Εξουσία:  
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ  
ΝΟΜΙΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ 
ΕΝΑΝΤΙΑ  
ΣΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ. 
 
Αυτή η a priori καταδίκη κάθε μερικού συμφέροντος είναι ένα φαινόμενο 
που  εκπλήσσει:  όσο  εξελίσσεται  μια  κοινωνία  τόσο  οι  λειτουργίες  και  οι 
άνθρωποι διαφοροποιούνται και περισσότερες κατηγορίες σχηματίζονται 
αυθόρμητα.  Κατά  τον  Μεσαίωνα  υπήρχαν  μόνο  τρεις  κατηγορίες: 
διατάζειν‐διατάζεσθαι,  σπουδάζειν‐προσεύχεσθαι,  καλλιεργείν‐
θρέφεσθαι.  Κάτω  από  την  Τάξη  των  Ευγενών  και  των  Εκκλησιαστικών 
ήρθε  να  προστεθή  το  Tiers  état:  οι  έμποροι,  οι  τεχνίτες,  οι  λογιστές  κτλ. 
Ναι,  ας  αποδεχθούμε  πως    οι  Ευγενείς,  όπως  και  οι  λοιπές  Τάξεις  είχαν 
εγωιστικά  συμφέροντα,  ήσαν  εν  τούτοις  αυτά  νόμιμα  και  αντιτιθέμενα 
στην Εξουσία. 
Εάν  κάθε  ιδιαίτερη  ομάδα  είναι  απαραίτητη  στην  Κοινωνία  είναι  επίσης 
αναγκαίες οι συνθήκες που επιτρέπουν στην επιλεγόμενη ομάδα να πληροί 
τη  λειτουργία  της.  Και  η  θυσία  της  στο  όνομα  του  λεγόμενου  Γενικού 
συμφέροντος  δεν  είναι  νίκη  αλλά  ΗΤΤΑ  της  Κοινωνίας.  Η  πάλη  ανάμεσα 
στις  ιδιαίτερες  ομάδες  μιας  κοινωνίας  που  προσπαθεί  να  τερματίσει  το 
Δημοκρατικό καθεστώς στο όνομα της αδελφοσύνης είναι 
Η ΨΥΧΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ. 
 
Αν  ο  Μονάρχης  για  να  κινήσει  τα  συμφέροντά  του  πρέπει  να  το  κάνει 
μέσω  των  αυλικών,  και  ο  Αριστοκράτης,  των  οικογενειακών  του 
γνωριμιών,  είναι  στη  Δημοκρατία  που  αυτοί  οι  χειρισμοί  αποκτούν  τη 
μέγιστη αποτελεσματικότητα καθώς έχει τη μεγαλύτερη βάση. Η Εξουσία 
εδώ δίδεται από τη ΓΝΩΜΗ του μεγάλου αριθμού. Αυτός που ανακινεί τη 
Γνώμη αυτός ελέγχει την εξουσία.  
 
 
 
 
22

Πώς σχηματίζεται λοιπόν η Εξουσία στη Δημοκρατία;  
Η  Γερουσία  ή  Σύγκλητος  αντίθετα  προς  το  σύγχρονο  δημοκρατικό 
κοινοβούλιο,  δεν  είχε  νομοθετικό  χαρακτήρα.  Ο  λαός  εξέλεγε  τους 
αξιωματούχους  του  (Tribunus  με  δικαίωμα  veto).  Η  ίδια  η  Γερουσία 
δηλαδή,  δεν  αποτελούσε  αντιπροσώπευση  του  Λαού  αλλά  είχε 
συμβουλευτικό χαρακτήρα αποτελούμενη από βετεράνους, στους οποίους 
απέδιδαν  ιερό  και  αμετάβλητο  χαρακτήρα.  Έτσι  αυτοί  που  μετείχαν  στις 
αποφάσεις  ήσαν  ανεξάρτητοι  και  όπως  τους  θέλει  ο  Αριστοτέλης,  σε 
σχόλη. 
Ο Kant προσπαθώντας να επανευρεί την αρχαία αυτή λογική, λέει πως αν 
ο  Πολίτης  ψηφίζει  πρέπει  να  είναι  ανεξάρτητος,  θυμίζοντας  μας  τον 
Harrington, αρνείται δηλαδή την ψήφο στο μισθωτό ή τον υπάλληλο ενός 
εργοστασίου.    
Είναι  θλιβερό  και  αναμφισβήτητο  γεγονός  πως  στη  Δημοκρατία  κάθε 
κοινωνική κατηγορία λαμβάνει αυτό που η ανθρωπότης  «όφειλε» να της 
δώσει, όσο της το επιτρέπει το βάρος των ψήφων της. Κοινωνικοί νόμοι δεν 
υπάρχουν  πριν  τη  ψήφο  των  εργατών,  νόμοι  για  την  προστασία  της 
γυναίκας,  πριν  τη  γυναικεία  ψήφο.  Τα  παιδιά  μόνο  παραμένουν 
παραμελημένα,  οπότε  πρέπει  να  φανταστούμε  πως  ίσως  κάποτε  τους 
πάνε την κάλπη στην κούνια! Τι συμβαίνει λοιπόν;  
ΜΙΑ ΣΥΓΧΥΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΓΝΩΜΗ ΚΑΙ ΣΥΜΦΕΡΟΝ. 
Το  πρωτείο  της  Γνώμης  στην  άλωση  της  Εξουσίας  δίδει  έτσι  βαρύνουσα 
σημασία στο Κόμμα, και η ψήφος, από επιλογή ενός προσώπου τρέπεται σε 
επιλογή  μίας  πολιτικής.  Το  καθεστώς  της  Κοινοβουλευτικής  κυριαρχίας 
τρέπεται σε καθεστώς Δημοψηφισματικό (Plebiscitaire).  
Ενώ  μέσα  σε  μια  παράταξη  δύναται  να  υπάρχουν  διαφορετικές  απόψεις 
πάνω  σε  διαφορετικά  θέματα,  μες  στο  Κόμμα  οι  υποψήφιοι  πρέπει  να 
υπακούουν  σε  μια  κοινή  πολιτική  αν  θέλουν  κατακτήσουν  την  Εξουσία. 
Λένε στο λαό: 
«Αν  ψηφίσετε  πρόσωπο  χάνετε  την  κυριαρχία  σας,  αν  ψηφίσετε  άποψη 
εντυπώνετε μια κατεύθυνση για την κυβέρνηση» 
Έτσι  σε  ένα  Κόμμα  θριαμβεύουν  οι  υποψήφιοί  του  όχι  λόγῳ  της 
προσωπικής  τους  αξίας,  αλλά  της  υπακοής  που  οι  ίδιοι  υπόσχονται  στο 
Κόμμα. Αυτοί οι άνθρωποι μετά δεν είναι ικανοί για αυτόνομη καριέρα. 
 
Η  μεγάλη  καινοτομία  στο  χώρο  της  πολιτικής  ήταν  ο  «Εκλογικός 
Μηχανισμός», μια μηχανή που εκμηδενίζει και γελοιοποιεί τις προθέσεις 
της πολιτικής φιλοσοφίας, αποδεικνύοντας το στοιχειώδες «στο νικητή οι 
καρποί  της  νίκης».  Ο  Εκλογικός  Μηχανισμός  εφηυρέθη  στο  περιώνυμο 
‘Tammany Hall’ της Νέας Υόρκης από τους ‘Δημοκρατικούς’ το 1789. Ήταν 
το  πρώτο  «εκλογικό  κέντρο»  που  σκοπό  είχε  τη  δημιουργία  ανάμεσα 
στους εν δυνάμει ψηφοφόρους του αισθήματος της συντροφικότητας, του 
πνεύματος  της  ομάδας,  δηλαδή  τη  δημιουργία  οπαδών  έτοιμων  να 
23

θυσιασθούν  για  τη  «φυλή»,  το  «clan».  Ενώ  στην  αρχή  οι  οργανωτές  της 
μηχανής,  οι  «κομματάρχες»  φαίνονταν  επικουρικοί  στους  πολιτικούς 
αρχηγούς,  κάποια  στιγμή  άρχισαν  να  αντιλαμβάνονται  την 
σπουδαιότητά  τους.  Γιατί  λοιπόν  να  μην  βάλουν  τους  δικούς  τους 
υποψηφίους;  Και  φυσικά  επέλεξαν  ανθρώπους  του  δικού  τους 
αναστήματος: δεν ήσαν δα και Κάτωνες!  
Έτσι ο Πολίτης τρέπεται σε Στρατευμένο οπαδό, και ο ανταγωνισμός για 
την  Εξουσία,  σε  αληθινό  πόλεμο.  Είναι  χαρακτηριστικές  οι  φράσεις  του 
Baudelaire:  «  l’avant‐guarde  de  la  démocratie  »,  «  à  la  pointe  du  combat 
républicain ». 
Αφού οι ψήφοι δίδουν την Εξουσία, η ανώτερη τέχνη της πολιτικής γίνεται 
το  ψηφίζειν,  μια  υπόθεση  οργάνωσης  και  προπαγάνδας  που  ως  τέτοια, 
εστιάζει  στο  συναίσθημα.  Τίποτε  δεν  έφτιαξαν  εκ  του  μηδενός  οι 
Εθνικοσοσιαλιστές  του  Hitler  που  να  μην  υπήρχε  εν  σπέρματι  στο 
Tammany Hall.    
Δεν  μετρά  η  διαβούλευση  και  η  αντιλογία  πια,  αλλά  η  πειθαρχία  των 
ψήφων.  Αυτός  που  έχει  την  ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ  μπορεί  να  κάνει  ό,  τι  δεν 
μπορεί ο Αυτοκράτωρ! 
Η  Κοινοβουλευτική  κυριαρχία  περνά  στα  γρανάζια  της  νικηφόρας 
μηχανής,  και  η  εκλογή  δεν  είναι  παρά  ένα  ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ  διαμέσου 
του οποίου ένας ολάκερος λαός παραδίδει εαυτόν στα χέρια μιας ομάδας, 
στη ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΟΜΑΔΑΣ. 
 
Αυτή  η  υποβάθμιση  σχετίζεται  άμεσα  με  την  υποβάθμιση  της  ιδέας  των 
νόμων:  Όσο  ο  νόμος  ήταν  ιερός  και  αμετάβλητος  ενέπνεε  σεβασμό  και 
κύρος  και  ήταν  ικανός  να  ανακινήσει  μιαν  κοινωνία  Νομοκρατική  και 
Ελευθεριακή. Όταν ο Πολίτης δεν προστατεύεται από το Νόμο έναντι της 
αυθαιρεσίας  της  Εξουσίας,  μαθαίνει  να  πιστεύει  τα  πάντα  και  να  ελπίζει 
τα  πάντα  από  τη  νομοθετική  αλλαγή  που  τα  Κόμματα  μπορούν 
προσφέρουν  τα οποία είναι έκτοτε «κράτη εν κράτος». 
 
         
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
24

Ο Jouvenel σ’ ολόκληρο το βιβλίο του προσπαθεί να μας ξυπνήσει από την 
virtual  πραγματικότητα  μες  την  οποία  μια  συγκεκριμένη  δύναμη,  αυτή 
της  Μαζικοδημοκρατικής  Εξουσίας  με  όλο  τον  συρφετό  της  από  laquais, 
ruffians  και  παλλακίδες,  μας  έχει  τοποθετήσει,  πείθοντάς  μας  για  την 
απουσία  της.  Ναι,  σαν  να  μιλούν  σε  μωρά,  θεωρούν  «περιορισμό»  της 
εξουσίας  την  αντικατάσταση  της  Εξουσίας  από  μιαν  άλλη  που  απορρέει 
από    μια  «αγνή»  πηγή  και  η  αδυναμία  της  είναι  η  δύναμή  της  δηλαδή  η 
«ελευθερία».  
Έλεγε ο Montesquieu: «είναι μια αιώνια εμπειρία το ότι κάθε άνθρωπος που 
έχει  την  εξουσία  τείνει  να  την  καταχρασθή∙  πηγαίνει  μέχρις  εκεί  που 
βρίσκει όρια. Ποιος θα τώλεγε;  Η ίδια η Αρετή έχει ανάγκη από όρια!»  
ΚΑΙ Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΑΜΑΤΑ ΑΠΟ ΕΞΟΥΣΙΑ. 
 
Οι σημερινές δημοκρατίες είναι Μονοκρατορίες. 
Στις αρχαίες και μεσαιωνικές Πολιτείες είδαμε πως υπάρχει μια πληθώρα 
ανταγωνιζόμενων εξουσιών: 
Στη  Ρώμη  ο  Ύπατος  (Consul)  εμποδίζει  τον  Πραίτορα  (Praetor)  και  ο 
Δήμαρχος  (Tribunus)  τον  Ύπατο  χρησιμοποιώντας  το  δικαίωμά  του  αυτό 
του veto. 
Στο  Μεσαίωνα  έχουμε  ένα  πλήθος  αντεξουσιών  που  λειτουργώντας 
εγωιστικά  κρατούν  ένα  κοινωνικό  equilibrium:    Ευγενείς,  Κλήρος, 
Κοινοβουλευτικοί,  Σύγκλητοι  Επαρχιών,  Σωματεία  Εμπόρων‐Βιοτεχνών‐
Τεχνιτών.  
Θα  πει  κάποιος  πως  τα  σύγχρονα  δημοκρατικά  πολιτεύματα  βασίζονται 
πάνω  στην  «Διάκρισι  των  Εξουσιών»  που  έθετε  ο  Montesquieu  και  πριν 
από αυτόν ο Harrington.      
Ο  Jouvenel  μας  δείχνει  συνεχώς    τι  είναι  πραγματικά  η  «διάκρισις  των 
εξουσίων» για να κατανοήσουμε πως στην σύγχρονη Δημοκρατία, αυτήν 
ιδίως την Ηπειρωτικοευρωπαϊκή αυτή η «διάκρισις» είναι τυπική. 
 
Έχοντας  συντριβή  οι  αντεξουσίες  είχε  εξαλειφθή  ο  φυσικός  δυϊσμός 
ανάμεσα σε Εξουσία και Κοινωνικές εξουσίες, όταν η Γάλλοι συντακτικοί 
εισήγαγαν  τη  «διάκρισι  των  εξουσίων»  τυπικώς  και  τεχνηέντως 
τεμαχίζοντας  απλώς  το  Imperium  σε  κομμάτια:  Βασιλιάς  (Πρόεδρος), 
Κάτω  Βουλή,  Άνω  Βουλή.  Είναι  απλή  ταχυδακτυλουργία  να  διαμελίσει 
κανείς  μια  Εξουσία  που  έρχεται  από  μια  πηγή,  τη  λαϊκή  κυριαρχία,  σε 
διακριτά όργανα.   
Αντίθετα στη Βρετανία (την οποία προσπάθησαν να μιμηθούν οι Γάλλοι) 
ο Κύριος είναι δεμένος με τη γη και κύριος του υπεδάφους του, και γι’αυτό 
πάντοτε  ΔΥΝΑΤΟΣ.  Δεμένος  με  τη  γη,  ήταν  δεμένος  επίσης  με  τους 
ανθρώπους  της  γης  και  η  αλληλεγγύη  των  τοπικών  του  ριζών  είναι  το 
μυστικό  της  πολιτικής  του  μακροημέρευσης.  Η  κοινοβουλευτική  θέσμιση 
25

είναι  συστατική  έκφραση  τέτοιων  δυνάμεων  που  βρίσκονται  απέναντι 


στην Εξουσία. 
Άρα, λέει συμπερασματικά ο Jouvenel, ο περιορισμός της Εξουσίας απαιτεί 
αποσπασματικά  συμφέροντα  ικανώς  σχηματισμένα, συνειδητοποιημένα  και 
ωπλισμένα  για  να  σταματούν  την  Εξουσία  όταν  αυτή  προχωρά  στο  πεδίο 
τους,  και  ένα  Δίκαιο  ικανώς  ανεξάρτητο  για  να  είναι  διαιτητής  των 
συγκρούσεων, και όχι όργανο της κεντρικής οργάνωσης. 
 
Ο Jouvenel επιστρέφει στο θέμα του Δικαίου για να δείξει ξανά τον φαύλο 
κύκλο  που  σχηματίζεται  όταν  συγχέονται  Δίκαιο  και  νόμοι:  Πώς  είναι 
δυνατό  η  Εξουσία  να  πρέπει  να  κινείται  σύμφωνα  με  το  Δίκαιο,  όταν  το 
Δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων που δημοσιεύονται από την ίδια; 
Δεν χάνει την ευκαιρία να μας αναφέρει τον Αμερικανό δικαστή Marshall 
που  τα  1803  έδωσε  στον  πολίτη  το  δικαίωμα  να  δικάζει  ένα  νόμο  που 
έφτιαξε  το  νομοθετικό  σώμα  στο  Ανώτατο  Δικαστήριο  και  να  τον 
ακυρώνει.  Και  τούτη  η  συμπεριφορά  είναι  Αγγλική  κληρονομιά.  Στις 
αγγλοσαξονικές  χώρες  οι  άνδρες  της  Εξουσίας  όπως  και  οι  Δημόσιοι 
Λειτουργοί κρίνονται στα Δικαστήρια όπως οι πολίτες και όχι από «ειδικές 
επιτροπές» και «ΕΔΕ». Γιατί είναι έτσι σε αυτές τις χώρες; Επειδή εκείνοι 
που  συνέταξαν  το  Αμερικανικό  Σύνταγμα  ήσαν  οι  ίδιοι  ανεξάρτητοι 
ιδιοκτήτες και νομοθέτησαν για ανεξάρτητους ιδιοκτήτες. 
Τουναντίον  στην  Ηπειρωτική  Ευρώπη  (όπου  έφτιαξαν  το  Σύνταγμα  οι 
αβράκωτοι)  η  Γενική  Βούλησις  είναι  το  λίπασμα  πάνω  στο  οποίο 
σπρώχνονται οι νόμοι, οι πιο διαζευγμένοι όχι μόνο από τη Θεία διάνοια 
αλλά  και  την  ανθρώπινη.  Έτσι  το  Δίκαιο  έχασε  τη  ψυχή  του  και  έγινε 
κτηνώδες.   
 
Ο  Jouvenel  αφήνει  προς  το  τέλος  το  ζήτημα  της  Ελευθερίας  δεικνύοντας 
μας ποιος ήταν ο σκοπός της συνηγορίας του υπέρ των Αριστοκρατών: 
Η  Ελευθερία  ουδόλως  είναι  η  συμμετοχή  μας  περισσότερο  ή  λιγότερο 
ψευδεπίγραφη  στην  απόλυτη  κυριαρχία  της  κοινωνικής  ολότητος,  αλλά  η 
άμεσος  κυριαρχία,  αμεσολάβητη  και  συγκεκριμένη  του  Ανθρώπου  επί  του 
εαυτού  του,  που  του  επιτρέπει  και  τον  υποχρεώνει  να  ξεδιπλώσει  την 
προσωπικότητά  του,  του  δίδει  κυριότητα  του  πεπρωμένου  του,  τον  θέτει 
υπόλογο  των  πράξεών  του  απέναντι  στον  πλησίον  του  προικισμένο  με  ένα 
δικαίωμα ίσο που πρέπει να σεβασθή —εδώ παρεμβαίνει η Δικαιοσύνη— και 
απέναντι στο Θεό του οποίου πληροί ή ονειδίζει τις προθέσεις.  
 
Η Ελευθερία είναι υποκειμενικό δικαίωμα. Ανήκει σε εκείνους που έχουν 
τα  μέσα  να  το  υπερασπισθούν,  όπως  σε  εκείνες  τις  οικογένειες  της 
αρχαιότητας  που  ομοσπονδούν  για  να  σχηματίσουν  κοινωνία.  Και  είναι 
ελεύθεροι  επειδή  τα  αδέρφια  τους  θα  τους  υπερασπισθούν  και  θα 
εκδικηθούν  γι’  αυτούς.  Ήταν  αυτές  οι  ισχυρές  οικογένειες  οι  τόσο 
26

ζηλόφθονες  για  την  ανεξαρτησία  τους  αλλά  συμμαζεμένες  σε  κοινές 


επιχειρήσεις που έδωσαν τον τόνο στους θεσμούς της Ελευθερίας. 
Πώς όμως ήταν δυνατή μια κοινωνία όπου καθείς είναι κριτής και κύριος 
των πράξεών του; 
ΕΥΘΥΝΗ —ΤΥΠΟΙ— ΗΘΗ 
Ο ανεύθυνος χάνει την ελευθερία του και γίνεται σκλάβος. 
Κάθε πράξη έχει βάρος. 
Η ηθική παράβαση τιμωρείται με κοινωνικό αποκλεισμό. 
Η γνώμη που εξέφραζαν αυτοί οι άνθρωποι ήταν διαφορετική από την 
σύγχρονη γνώμη του καθενός και των πάντων, γιατί ήταν αποτέλεσμα 
βαθειάς παιδείας σύμφωνη με την Ταξική τους θέση. 
 
Αν  σήμερα  στο  άκουσμα  της  λέξης  «ελεύθερος  άνθρωπος»  βάζουμε  τον 
τόνο  στο  «άνθρωπος»  τότε  έβαζαν  τον  τόνο  στο  «ελεύθερος».  Στη  Ρώμη 
ονομαζόταν ingenuus και είχε Ταξική σημασία. 
Ο  Rousseau  το  μουρμουρίζει:  «ίσως  τελικά  η  ελευθερία  συντηρείται  με 
στήριγμα τη δουλεία».   
 
Ανάμεσα  στους  Ελεύθερους  Πατρικίους  και  τους  Δούλους  υπήρχαν  οι 
Ημι‐ελεύθεροι,  οι  Πληβείοι.  Με  τον  καιρό  μέσα  από  μια  διαδικασία 
ενσωμάτωσης  και  αφομοίωσης  οι  διαφορές  Πληβείων  και  Πατρικίων  θα 
αμβλυνθούν.  Μέσῳ  του  καθεστώτος  των  Tribunuum  ήλεγχαν  και 
πολιτικά  τους  Πατρικίους.  Όμως  ο  ρόλος  των  Tribunuum  ως  προστατών 
των λαϊκών συμφερόντων επηρέασε το λαό να πιστέψει σε σωτήρες όπως 
ο  Μάριος  ή  ο  Καίσαρ  ή  οι  Αυτοκράτορες.  Εκείνοι  που  έτρεξαν  να 
προστατέψουν την Rem Publicum ήσαν οι Άριστοι, οι Βρούτοι.  
 
Η  Ρώμη  μας  δίδει  και  ένα  άλλο  παράδειγμα  που  θα  συναντήσουμε 
επανειλημμένα  σε  περιόδους  ιστορίας  που  ο  Κρατικός  προστατευτισμός 
συνάδει  με  μία  ισχυρή  Πλουτοκρατία.  Με  την  επέκταση  της  Ρωμαϊκής 
επικράτειας  κάποιοι  Πληβείοι  απέκτησαν  πελώρια  περιουσία  χάριν  της 
λεηλασίας  των  επαρχιών,  της  παράνομης  κατοχής  των  νέων  χωρών  και 
της  τοκογλυφίας.  Με  την  ανάπτυξη  αυτών  των  «καπιταλιστών»  τα 
υπόλοιπα  πληβεία  στρώματα  βυθίζονταν  στη  φτώχεια.  Τότε 
εμφανίστηκαν  δυο  προοπτικές  που  εκφράζονται  σε  δύο  αδέρφια  τους 
Tribunus  Τιβέριο  και  Γάιο  Gracchus.  Ο  πρώτος  ήθελε  να  δώσει 
ανεξαρτησία  και  πραγματική  αυτονομία,  δίδοντας  ιδιοκτησία  στους 
φτωχούς  πληβείους,  περιορίζοντας  έτσι  τις  εκτάσεις  των  νεόπλουτων 
καπιταλιστών.  Αφού  απέτυχε,  ο  δεύτερος  κινήθηκε  σε  μια  αντίθετη, 
«σοσιαλιστική»  κατεύθυνση:  έφτιαξε  μια  δημόσια  δύναμη  για  να 
διαχειρίζεται  τις  υποθέσεις  τις  μάζας,  μοιράζοντάς  της  στάρι,  κάνοντάς 
την δεύτερη «πελάτη» της πρώτης. 
 
27

Αυτοί οι δύο δρόμοι είναι ό, τι ξεχωρίζει την Αγγλία από τη Γαλλία. Στην 
πρώτη η Ελευθερία είναι ένα γενικευμένο προνόμιο που τρέπει το λαό σε 
αριστοκράτη.  Στη  δεύτερη  ο  λαός  συμμαχεί  με  το  βασιλιά  ενάντια  στο 
προνόμιο της Ελευθερίας.       
 
Ο  «πολιτικός  λαός»  περιλαμβάνει  μια  πλειοψηφία  προσώπων  που  δεν 
έχουν  τίποτε  ή  που  πιστεύουν  πως  δεν  έχουν  τίποτε  να  υπερασπισθούν 
και  εξεγείρονται  ενάντια  στις  πράγματι  μεγάλες  ανισότητες  και  αυτοί 
είναι  ακριβώς  που  επαφίενται  στον  μεσσιανισμό  της  Εξουσίας.  Ο  Louis‐
Napoléon, ο Bismarck, ο Disraeli, προχώρησαν προς την καθολική ψήφο τη 
στιγμή  που  η  ιδιοκτησία  συρρικνωνόταν  και  προετοίμαζαν  το  κάλεσμα 
του  λαού.  Αυτή  είναι  η  Καισαρική  Πολιτική.  Δηλαδή,  από τη μία ευνοούν 
την  καθολική  ψήφο,  από  την  άλλη  τη  συγκέντρωση  των  περιουσιών  σε 
λίγους και την κοινωνική ανισότητα. 
 
Ο  Καισαρισμός  χαρακτηρίζεται  από  την  εξόντωση  των  αριστοκρατών,  την 
εμφάνιση πλουτοκρατικών ηθών και την ένωση της πολιτικής ισχύος με την 
κοινωνική αδυναμία μιας εξαρτώμενης Τάξης. 
 
Αφού  μας  παρουσίασε  τις  «αριστοκρατικές  πηγές»  της  ελευθερίας  ο 
Jouvenel  θα  φθάσει  στο  τέλος  δεικνύοντάς  μας  πως  η  ανάγκη  για 
Ασφάλεια  είναι  το  αντίθετο  του  πόθου  για  Ελευθερία  και  πως  η  πρώτη 
δημιουργεί  αυτό  που  ονομάζει  «Κοινωνικό  Προτεκτοράτο»  που  δεν  είναι 
άλλο από τη σύγχρονη Εξουσία. 
Η ανάγκη για ασφάλεια σχετίζεται με το αίσθημα ανασφάλειας, το οποίο 
είναι σχετικό με τον άνθρωπο και την εποχή. Ανάμεσα στους ανθρώπους 
συναντούμε μια νοοτροπία «ασφαλειακή»  (sécuritaire) όπου οι άνθρωποι 
ανταλλάσσουν  την  ανεξαρτησία  έναντι  μιας  κρατικής  εγγύησης,  και 
«ελευθεριακή»  (libertaire)  όπου  οι  ψυχές  είναι  πιο  περήφανες  και  το 
θυμικό πιο θερμόαιμο. 
Όταν η εκπαίδευση γίνεται πιο αβρή και αποχαυνώνει τους χαρακτήρες ή 
όταν ένα διαφορετικό είδος βίου αναπτύσσει άγχος δίχως οι πραγματικοί 
κίνδυνοι  να  αυξάνονται  όπως  από  το  μέσο  του  19ου  αι.  και  δώθε,  ο 
άνθρωπος γίνεται πιο ανασφαλής.     
 
Όμως  γιατί  η  ελευθερία  είναι  το  αντίθετο  της  ασφάλειας;  Ο  Jouvenel 
ανατρέχει πάλι στην ιστορία του: οι Αριστοκράτες, ήσαν ελεύθεροι επειδή 
μπορούσαν να υπερασπισθούν την ελευθερία τους, ήτοι επειδή μπορούσαν 
να αποδεχθούν τους κινδύνους.  Σε  μια  εποχή  βίαιου  θανάτου,  αυτοί  είναι 
οι  Κύριοι  ενώ  οι  μετριοπαθέστεροι  οι  υποτελείς.  Αυτή  είναι  σίγουρα  μια 
πολύ  άνιση  κοινωνία,  όμως  υφίσταται  σε  αυτήν  ένα  κοινωνικό  equilibrium 
αφού  οι  Ελευθερίες  αντιστοιχούν  σε  Κινδύνους.  Και  δεν  είναι  μάλιστα 
κάποιος  ταξικός  προκαθορισμός  αυτός  που  δημιουργεί  αυτές  τις 
28

ανισότητες. Ο Αρρενωπός (Virile) τύπος παράγεται στη Σπάρτη μέσα από 
μια  αυστηρή  παιδεία  (formation),  την  Αγωγή.  Στο  Μεσαίωνα  ο  Βαρόνος 
χρήζει ιππότη τον δούλο που έδειχνε ανδρεία στη μάχη και του προσφέρει 
γη.  Αργότερα  θα  αρκεί  το  χρήμα  για  να  αποκτήσει  κανείς  τίτλο  και 
φέουδο ή η επιβράβευση για τις όποιες υπηρεσίες στο Δημόσιο. Έκτοτε οι 
έννοιες «Αριστοκρατία» και «Ελευθερία» παύουν να ταυτίζονται.      
 
Ας  δούμε  τώρα  πώς  η  ανάπτυξη  της  «ασφαλειακής»  νοοτροπίας 
ακολουθεί την ανάπτυξη της Εξουσίας.  
Οι  νόμοι  —Leges—  είναι  συμβόλαιο.  Ανάμεσα  στο  αφεντικό  και  τον 
εργάτη υπάρχει ένα τέτοιο συμβόλαιο. Όταν ο εργάτης απεργεί σπάει το 
συμβόλαιο  αυτό.  Τότε  η  Εξουσία  παρεμβαίνει  για  να  τον  προστατεύσει 
παραχωρώντας του προνόμια το κόστος των οποίων βαραίνει το αφεντικό. 
Καταλήγει  έτσι  να  διακρίνει  ανάμεσα  στους  ανθρώπους  κάποιους 
θεωρούμενους  «ελεύθερους»  που  αρνούνται  το  πλείστον  των  κινδύνων 
και των ευθυνών και ως φυσική συνέπεια τις τιμές τις ελευθερίας.  
Από την άλλη η παρακμή της αριστοκρατίας οδήγησε στο τέλος του 19ου αι. 
στην  εμφάνιση  μιας  ασφαλειακής  Καπιταλιστικής  αριστοκρατίας, 
ολιγάριθμης,  η  οποία  χάριν  της  ανώνυμης  κοινωνίας  και  της 
χρηματιστηριακής αγοράς κυβερνούσε γιγάντιες επιχειρήσεις  χωρίς Τιμή 
αφού το διατάσσειν είχε διαζευχθή με την ευθύνη και οι κίνδυνοι έπεφταν 
στους μετόχους. Και ενώ αυτή η στενή Καπιταλιστική αριστοκρατία ήταν 
λιγότερο σκληρή απέναντι στους εργαζομένους εν σχέσῃ με την ευρύτερη 
τάξη  των  Ιδιοκτήτων  και  των  παραδοσιακών  Καπιταλιστών  προκαλούσε 
περισσότερο  μίσος.  Γιατί  οι  άνθρωποι  αποδέχονται  οποιονδήποτε  Κύριο 
αρκεί  αυτός  να  παρουσιάζεται  στα  μάτιά  τους  συνεπής  και  γενναίος. 
Αντίθετα  αυτή  η  πλουτοκρατία  υφίσταται  χάριν  της  ασφάλειας  που  της 
εξασφαλίζει το μονοπώλιο και της κρατικής ισχύος. 
Η  κρίση  του  ’29  εργατοποίησε  τη  μεσαία  τάξη  λόγῳ  πληθωρισμού.  Τα 
παλαιά  ήθη  της  εργασίας  εξαφανίζονται  εμπρός  στο  παράδειγμα  των 
Δημοσίων  Υπαλλήλων  και  των  μονοπωλιακών  επιχειρήσεων  που 
αναλαμβάνουν δημόσιες εξυπηρετήσεις. 
 
Αίτιο  της  σύγχρονης  ανασφάλειας  δεν  είναι  ο  κίνδυνος  του  βίαιου 
θανάτου  αλλά  ο  ψυχολογικός  χαρακτήρας  της  εποχής.  O  Georg  Simmel 
μιλά ήδη από το 1900 για «ψυχολογικό άνθρωπο». 
Είναι  ο  ΦΟΒΟΣ  απώλειας  της  εργασίας  του  που  οδηγεί  τον  Εργάτη  στην 
κοινωνική ασφάλιση, δηλαδή στην αγκαλιά της Κράτους. 
Είναι  ο  ΦΟΒΟΣ  απώλειας  των  επενδύσεών  του  που  κάνει  τον  Τραπεζίτη 
να αποθέτει τα κεφάλαια των καταθετών του ως Κρατικά κεφάλαια. 
ΟΛΟΙ ΕΝΑΠΟΘΕΤΟΥΝ ΤΗΝ ΑΤΟΜΙΚΗ ΤΟΥΣ ΥΠΑΡΞΗ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ 
Και  ο  F.‐D.  Roosevelt  ως  νέος  Καίσαρ  θα  ευαγγελισθή  «τα  Νεα 
Δικαιώματα του Ανθρώπου»: το δικαίωμα του Εργάτη για μόνιμη εργασία, 
29

το  δικαίωμα  του  παραγωγού  να  πωλεί  σε  σταθερές  τιμές.  Είναι  νίκη  του 
ασφαλειακού πνεύματος και του Κοινωνικού Προτεκτοράτου. 
Ο άνθρωπος συνηθίζει να αποσυσχετίζει αρνητικές και θετικές όψεις του 
ιδίου  φαινομένου  που  ωστόσο  είναι  αδιαχώριστες:  δοξάζει  το  αίτιο  και 
καταδικάζει το αποτέλεσμα, επευφημεί το σκοπό και απορρίπτει το μέσο, 
καταφάσκει σε μιαν ιδέα και αρνείται το πόρισμα. Έτσι ενώ γιορτάζει τα 
Droits  de  l’Homme  καταδικάζει  τη  λογική  τους  συνέπεια,  τον  άγριο 
καπιταλισμό του 19ου αι. που αδιαφορεί για τον άνεργο. Αυτοί που έδωσαν 
την  καθολική  ψήφο,  δεν  προειδοποίησαν  τους  νέους  πολίτες  πως  η 
πληρότητα  της  ελευθερίας  πηγαίνει  μαζί  με  μια  πληρότητα  κινδύνων. 
Αντίθετα δημιούργησαν μια πλειοψηφία  «ασφαλειακών» ανθρώπων που 
ουσιαστικά επιστρέφουν στο Κράτος τα Ατομικά τους Δικαιώματα για να 
παραλάβουν Κοινωνικά Δικαιώματα. 
 
Ο Jouvenel κλείνει το βιβλίο υπενθυμίζοντάς μας (χρόνια πριν τον Hayek 
και τον Καστοριάδη) πως η κοινωνίες σχηματίζονται αυθόρμητα σαν ένα 
αξεδιάλυτο  κουβάρι  από  βουλήσεις  και  πως  καμία  μόνη  βούληση,  όπως 
και  κανένας  «φυσικός»,  μηχανικός  νόμος  δεν  μπορεί  να  την 
ανασχηματίσει,  στρέφοντας  τα  βέλη  του  εξίσου  στους  χυδαίους 
σοσιαλιστές  όσο  και  στους  χυδαίους  φιλελεύθερους.  Αυτό  που  δίδει 
συνοχή  στις  κοινωνίες  είναι  η  αμοιβαία  Εμπιστοσύνη  (confiance),  τα  Ήθη 
(mœurs), οι Τιμές (honneurs). Από την άλλη σαρκάζει όσους νομίζουν πως 
όλα  είναι  απλή  άμεση  ωφελιμότητα  και  συμφέρον,  βλακώδης  αντίληψη 
που  βασίζεται  πάνω  στο  αξίωμα  του  Εξισωτισμού.  Στη  βάση  τέτοιων 
απλουστευτικών  αντιλήψεων,  οι  σύγχρονοι  «ειδικοί»  φτιάχνουν  νόμους 
εφήμερους  και  ανίσχυρους,  την  ίδια  στιγμή  που  προσπαθούν  να  τους 
επιβάλλουν  με  χονδροειδέστατες  εικόνες  καθώς  δεν  μπορούν  να 
αντιληφθούν  τις  κοινωνικές  διακυμάνσεις.  Τούτοι‐δω,  παιδιά  των 
«Φώτων»  που  έβλεπαν  τη  «δεισιδαιμονία»  στη  βάση  των  παλαιών 
Πολιτειών,  περιφέρουν  τα  πρωτόγονα  φυλετικά  τους  totems  και  taboos. 
Γιατί δεν είναι ικανοί να δουν μέσα στην Κοινωνία πάρα το Άτομο και το 
Κράτος.  Παραβλέπουν  τον  ρόλο  των  ηθικών  αρχών  και  των  κοινωνικών 
εξουσιών  στη  διαμόρφωση  της  Κοινωνίας  και  τυφλοί  επαφίενται  στην 
αποτελεσματικότητα  της  Εξουσίας.  Ό,  τι  κάνουν  είναι  ένα  πυροτέχνημα 
που θα αφήσει πίσω του μιαν άμορφη μάζα, υπόσχεση στο Δεσποτισμό ή την 
Αναρχία…   
   
 
     

Вам также может понравиться