Академический Документы
Профессиональный Документы
Культура Документы
BERTRAND DE JOUVENEL DES URSINS
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ.
ΦΥΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΕΩΣ ΤΗΣ
DU POUVOIR. HISTOIRE NATURELLE DE SA CROISSANCE
Περίληψη‐Παρουσίαση
Γ.Α.ΣΙΒΡΙΔΗΣ
Ο Jouvenel γράφει αυτό το βιβλίο στο τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου
Πολέμου. Η εμπειρία του ολικού αυτού πολέμου τον εμπνέει μια
μεθοδολογία για την εξέταση της φύσης της Εξουσίας, του Imperium, του
Μινώταυρου (υπερρεαλιστική επιρροή του Jouvenel) : δεν είναι στο σκοπό
αλλά στα μέσα που πρέπει να ψάξει. Έτσι κρατά μακριά του εκείνες τις
παιδαριώδεις θεωρήσεις πως όλο το πρόβλημα της Εξουσίας βρίσκεται
στην φιλοδοξία κάποιων «σατανικών» ανθρώπων, grottesca εικόνα που
καλλιεργούν πολιτικοί, δημοσιογράφοι, διανοούμενοι, εκπαιδευτικοί. Η
Εξουσία αποτελεί μιαν ανθρώπινη δράση, και όπως κάθε δράση έχει μέσα,
σκοπό και αξία. Για να θυμηθούμε τον Mises, καθώς για το σκοπό δεν
γνωρίζουμε αντικειμενικά τίποτε, είναι στα μέσα εκεί που διαβάζουμε την
αξία της δράσης. Έτσι λοιπόν, ο Jouvenel παρατηρεί πως αφού ο πόλεμος,
ένα από τα μέσα της Εξουσίας, μεγαλώνει με την εξέλιξη της Ιστορίας, η
ίδια η Εξουσία αυξάνει.
Μολονότι μας μιλούν για τον Μεσαίωνα ως μιαν πολεμοχαρή εποχή
βαρβαρότητας, όπου σφάζονται άνθρωποι και βιάζονται γυναίκες, στον
Μεσαίωνα οι πόλεμοι ήσαν εξαιρετικά σύντομοι και χαρακτηρίζονταν
από ακραία ευγένεια. Όπως σε έναν σύγχρονο ποδοσφαιρικό αγώνα,
μόνον οι επαγγελματίες λάμβαναν μέρος, ήτοι οι ευγενείς, και όχι οι
παραγωγικές τάξεις, ήτοι οι αγρότες. Αντίθετα σήμερα όλοι δράμουν στον
πόλεμο, όχι μόνον άνδρες ανεξαρτήτου τάξης και ασχολίας αλλά και
γυναίκες και παιδιά, ενώ κάθε τι γίνεται στόχος.
Γιατί στον Μεσαίωνα ο πόλεμος είναι περιωρισμένος; Επειδή η Εξουσία
είναι μικρή, καθώς ο βασιλιάς εξαρτάται από τους λίζιους βασάλους του,
τους Ευγενείς που τον προμηθεύουν με στρατό, και δεν διαθέτει δυο
βασικούς μοχλούς:
Την υποχρεωτική Στράτευση
Το Δίκαιο της επιβολής της.
Από τη στιγμή που οι βασιλείς βάζουν χέρι στην περιουσία του Κλήρου,
των Φεουδαλικών Κυρίων (seigneurs) και των Κοινοτήτων αποκτούν τα
Μέσα για να κάνουν πόλεμο, και γίνονται Απόλυτοι Μονάρχες. Οι
στρατιώτες είναι πλέον μισθωτοί (soldatsÅsoldésÅsoldi). Αυτό που δεν
ετόλμησε η Μοναρχία εν τούτοις, την επιβολή υποχρεωτικής στράτευσης,
2
το πέτυχε η Δημοκρατία, η οποία έχει το δικαίωμα να φτιάχνει νόμους, και
επομένως να επιβάλλει την στράτευση. Επί Δημοκρατίας η Εξουσία έχει
πια στα χέρια της πλήρες ένα «Δωμάτιο με Μηχανές» (μια φουτουριστική
επιρροή του Jouvenel) ήτοι, Διοίκηση και Νομοθετική Ισχύ. Είναι έτσι η
πτώση της Απολύτου Μοναρχίας αυτό που μεγιστοποιεί την Εξουσία και
ουδόλως η ισχυροποίησή της.
Αν επί Μοναρχίας η Εξουσία συναντάται προσωποποιημένη στο φυσικό
πρόσωπο του Βασιλέως στην Δημοκρατία υφίσταται μασκαρεμένη πίσω
από την ανωνυμία της, προσποιούμενη πως δεν υπάρχει, ούσα απρόσωπο
και απαθές όργανο της Volonté Générale, Γενικής Βουλήσεως, του Έθνους.
Ενώ επί «Παλαιού Καθεστώτος» (Μοναρχίας) όσοι εναντιώνονταν στην
Εξουσία ήξεραν καλά πως ποτέ δεν θα λάμβαναν μέρος σε αυτήν, και
επομένως ευρίσκοντο ξεκάθαρα στην αντίπερα όχθη, σήμερα καμία
Αντιπολίτευση δεν έχει συμφέρον να παραλύσει κάποια από της μηχανές
της (π.χ. να απολύσει δημοσίους υπαλλήλους) αφού πρόκειται η ίδια να
τη χρησιμοποιήσει για τον εαυτό της, μόλις έρθει στα πράγματα. Γιατί
στην ουσία, έλεγε ο Proudhon:
«Η Δημοκρατία είναι ένας ανταγωνισμός για το Imperium.»
Έτσι λοιπόν,
1. η Εξουσία επιστρατεύει τον Λαό, αλλά μόνο επί Δημοκρατίας
υπάρχει Υποχρεωτική Στράτευση.
2. αρπάζει πλούτη, αλλά μόνο επί Δημοκρατίας υπάρχει φορολογικός
και ελεγκτικός μηχανισμός
3. το δημοψήφισμα, (plebiscite) ουδεμία θα απέδιδε νομιμότητα στον
Τύραννο, αν η Γενική Βούλησις δεν είχε ανακηρυχθή ικανή πήγη
Αρχής.
4. Το Κόμμα προκύπτει από τον ανταγωνισμό για την Εξουσία
5. Τα πνεύματα των παιδιών νουθετώνται από το Μονοπώλιο της
Εκπαίδευσης.
6. Η οικειοποίηση από το Κράτος των Μέσων Παραγωγής ετοιμάζεται
μες τη Γνώμη.
Και ο Hitler
τα βρήκε όλα αυτά έτοιμα.
3
Ο Jouvenel δεν ενδιαφέρεται για το ποια μορφή οφείλει να έχει η Εξουσία,
αλλά για το ποια είναι η Ουσία της Εξουσίας. Κάθε ερώτημα «περί της
Ουσίας» στη Φιλοσοφία συνιστά Οντολογία ή Μεταφυσική. Μιλάμε
επομένως για Πολιτική Οντολογία ή Πολιτική Μεταφυσική.
Η Εξουσία υφίσταται επειδή υπάρχουν κάποιοι να υπακούουν σε αυτήν.
Και η υπακοή είναι ανάλογη των Κοινωνικών Μέσων που δύναται η Εξουσία
να διαθέσει.
Το μυστήριο της υπακοής εντοπίζεται στο πως ένας μεγάλος αριθμός
ατόμων μπορεί να υπακούσει σε ένα μικρό.
Είναι λόγῳ του φόβου που μπορεί μια μικρή ομάδα να εμπνεύσει με
κάποια μέσα εξαναγκασμού; Η αποτελεσματικότητα της ωστόσο δεν
έγκειται στη συμμετοχή των πολλών σε αυτή την Εξουσία;
Αν μάλιστα πούμε πως η Μοναρχία και η Αριστοκρατία βασίζεται στο
φόβο και η Δημοκρατία στη συμμετοχή, εκείνη που είναι πιο
αποτελεσματική είναι η δεύτερη.
Όπως και να έχει, φόβος τιμωρίας ή ταύτιση με την Εξουσία, η Υπακοή
είναι μια συνήθεια του είδους και το μόνο σύστημα που την ικανοποίει
απόλυτα είναι αυτό της Θείας Εξουσίας.
Αν θεωρήσουμε το πρώτο αίτιο, κινούν της Εξουσίας λαμβάνουμε τις
«Θεωρίες της Κυριαρχίας», που αφορούν στη πηγή που νομιμοποιεί το
δικαίωμα άσκησης της (Θεός, Λαός)
Αν θεωρήσουμε το τελικό αίτιο της Εξουσίας λαμβάνουμε τις «Θεωρίες
της Υπακοής» που αφορούν στην Κρατική Λειτουργία, το Σκοπό της,
δηλαδή το «Κοινό Καλό»
Ισχύς, Νομιμότητα, Αγαθότητα συμπλέκονται και εξασφαλίζουν στην
Εξουσία τη Διάρκειά της.
Είναι ένα μόνιμο σώμα στο οποίο έχει συνηθίσει κανείς να υπακούει,
το οποίο έχει τα μέσα να εξαναγκάσει
που υποστηρίζεται από τη Γνώμη
που έχει κανείς για την Ισχύ της,
την πίστη στο δικαίωμα να διατάσσει
και την ελπίδα που εναποθέτει στην αγαθότητά της.
Οι Θεωρίες της Κυριαρχίας είναι δύο, η Θεία και η Λαϊκή. Το δικαίωμα του
διατάσσειν πρέπει να έχει έναν τιτλούχο, τον Θεό ή την Κοινωνία. Στην
πρώτη περίπτωση έχουμε την Θεία Βούλησι και το Θείο Δίκαιο, στην άλλη
τη Γενική Βούλησι και την Λαϊκή Κυριαρχία.
Η άποψη πως η ἐλέῳ Θεοῦ Μοναρχία του Μεσαίωνα ήταν Απόλυτη, είναι
εσφαλμένη, λέει ο Jouvenel. Η Εξουσία τότε δεν μπορούσε να νομοθετήσει
4
Mετά το θεωρητικό κομμάτι της ανάλυσής του, ο Jouvenel περνά στην
εξιστόρηση της αύξησης της Εξουσίας. Και ξεκινά από τις πηγές της που
είναι οι Μαγικές. Άρχων μιας μικρής πρωτόγονης κοινότητας είναι
εκείνος που γνωρίζει τις διαθέσεις της θείας Φύσεως και μπορεί να
ξορκίσει το Κακό. Αναλαμβάνει όλες τις δύσκολες εργασίες όπως την
τέλεση θυσιών για να φέρει βροχή και να γονιμοποιήσει τις γυναίκες, να
ξεπαρθενέψει τα κορίτσια κτλ. Αν αποτύχει θανατώνεται ή διώκεται.
Είναι μια κοινωνία αγροτική που βασίζεται στον Φόβο, αυτάρκης και πολύ
συντηρητική όπου βασιλεύουν οι πιο έμπειροι, ήτοι οι Γέροντες. Στις
περιπτώσεις που η κληρονομικότητα περνά μέσῳ της μητέρας αυτοί που
είναι αρχηγοί είναι οι «θείοι» και για αυτό και δεν ονομάζουμε τη αρχή
τέτοιων κοινωνιών «μητριαρχική» αλλά των avunculi (avuncular,
avunculaire). Δηλαδή, δίδουμε τις κόρες μας στα αγόρια της διπλανής
φυλής και γινόμαστε αρχηγοί τους.
Η καινοτομία που δημιουργεί τον δικό μας πολιτισμό είναι η εμφάνιση του
Πολεμιστή και του Πνεύματος της Κατάκτησης. Η Βούλησις για Ισχύ ή
είναι ή δεν είναι καθόλου. Η πολεμική κοινότητα είναι πιο
αποτελεσματική από την ειρηνική‐μαγική: δεν χρειάζεται να
παρακαλέσει τη Φύσι να της φέρει αγαθά, αλλά ό, τι έχει ανάγκη θα της
τα φέρει, συντομότερα και πιο σίγουρα, η Βία. Ένα πιθανό σενάριο είναι
το εξής: οι Γέροντες συσσωρεύουν τον πλούτο που παράγει η φυλή και
κρατούν τα κορίτσια για παλλακίδες με αποτέλεσμα οι νεαροί άντρες να
αναγκασθούν να φύγουν και να πάνε να φέρουν πλούτη και γυναίκες.
Μαζί με τις γυναίκες σύρουν μαζί τους και σκλάβους, θέτοντας τα
θεμέλια της Κατανομής της Εργασίας. Οι Ελεύθεροι πολεμούν, οι Δούλοι
δουλεύουν. Πραγματοποιούν κάτι σαν μια πρώτη βιομηχανική
επανάσταση. Αυτό που αποτελεί πλέον το σύμβολο της Αρχής είναι το
πολεμικό Γόητρο. Αυτοί είναι οι Άριστοι, οι Αριστοκράτες και ο καλύτερος
πολεμιστής γίνεται βασιλιάς. Στην αρχαία λογοτεχνία συναντούμε αυτό
το πέρασμα ανάμεσα στους δύο τύπους κοινωνιών ως σύγκρουση
ανάμεσα στις Χθόνιες λατρείες μιας Μητριαρχικής‐Avunculi Αγροτικής
κοινωνίας και τις Ουράνιες, Ηλιακές λατρείες μιας Πατριαρχικής και
Πολεμικής κοινωνίας.
Για τη δομή της Πατριαρχικής‐Πολεμικής κοινωνίας έχουμε σαφή γνώση
από την Αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη καθώς δεν είναι άλλη από εκείνην
της Αρχαία Πολιτείας. Την κυβέρνηση αποτελεί το Συμβούλιο των
Γενών –αρχέτυπο της Εκκλησίας, της Απέλλας και της Συγκλήτου– όπου
παρίστανται οι Άρχοντες των Γενών. Ένας εξ αυτών είναι ο Άναξ, ο
Βασιλεύς που είναι Imperator extra muros. Μην δυνάμενος να
πραγματοποιήσει εκστρατείες μόνο με το δικό του Γένος είχε ανάγκη την
σύμπραξη και των υπολοίπων Γενών άρα την έγκριση του Συμβουλίου.
7
Όπου έχουμε δύο βασιλείς, ο ένας, ο Rex, έχει το ρόλο του Ιερέως, του
Τελετάρχη, είναι αυτός που μεριμνά για την Κοινωνική Συνοχή, και ο
άλλος, o Dux, το ρόλο του Άρχοντος της Περιπέτειας, του Διοικητή των
Εκστρατειών, είναι εκείνος που χρησιμοποιεί την Κοινωνική Ισχύ.
Πώς όμως εμφανίζεται το Κράτος;
Είναι μια ορισμένη στιγμή που για τον Jouvenel λαμβάνει μορφή
Ιδεότυπου και διαπερνά όλο το βιβλίο. Και ο Ιδεότυπος έχει ως εξής: ο
Άναξ, ο Βασιλεύς, προκείμενου να απεξαρτηθή από τα υπόλοιπα Γένη
γυρεύει στήριγμα στα Πληβεία στρώματα, αξιώνοντας την ανεξαρτησία
αυτών. Δηλαδή, η Εξουσία πάντοτε τείνει να μειώσει τις κοινωνικές
ανισότητες και να αυξήσει και να συγκεντρώσει την Δημόσια Δύναμη.
Τότε η Βασιλεία τρέπεται σε Μοναρχία και η Res Publica/Πολιτεία σε
Κράτος.
Τούτο συνέβη όταν ο Αλέξανδρος κατέβαλε τις Περσικές Σατραπείες,
όταν ο Ιούλιος Καίσαρ μετά την κατάκτηση της Γαλατίας θέλησε να γίνει
Αυτοκράτωρ —όπως έγινε τελικά ο Οκτάβιος, όταν ο Οθωμανός
Σουλτάνος κατέκτησε την Βαλκανική. Ιστορικά λοιπόν πρέπει να
αναζητήσουμε την επαλήθευση του Ιδεοτύπου στην περίπτωση της
κατάκτησης μιας μεγάλης έκτασης κατοικημένης από μια ποικιλία
εθνοτήτων. Εκεί ο Βασιλιάς μακριά από την Πόλι και τον έλεγχο των
Γενών βρίσκει την ευκαιρία να πάρει με το μέρος του τους κατεκτημένους
λαούς, τιμώντας τις παραδόσεις τους, νυμφευόμενος μια γηγενή γυναίκα
ή στεφθείς «υιός του Άμμωνος» τους προσφέρει μια κοινή θρησκεία.
Έχοντας ανεύρει το ρόλο του Regis, αποκομμένος πλέον από την
υπόλοιπη Αριστοκρατία γίνεται Μονάρχης. Με όλα αυτά τα πολιτικά και
θρησκευτικά μέσα ο Μονάρχης γίνεται ικανός να στρατολογήσει άτομα
από τα πληβεία στρώματα και να κατασκευάσει ένα σταθερό και μόνιμο
όργανο κυβέρνησης με
Γραφειοκρατία
Στρατό
Αστυνομία
Φόρους
ήτοι, ΚΡΑΤΟΣ.
Πώς όμως λειτουργούσαν οι Πολιτείες‐Res Publicae, ελλείψει Κρατικού
οργάνου;
Πολίτες προικισμένοι με βούληση και συγκεκριμένες δυνάμεις
συνταίριαζαν τις βουλήσεις τους και έφταναν σε μια Απόφαση
χωρίς την ανάγκη Έθνους,
συνταίριαζαν τις δυνάμεις τους και πραγματοποιούσαν την
Εκτέλεση της Απόφασης χωρίς την ανάγκη Κράτους.
Στρατός ήταν ο ωπλισμένος Λαός (militia).
8
Οικονομία, τα δώρα των πολιτών.
Δεν υπήρχε Γραφειοκρατικό Σώμα.
Και η εξουσία (Magistratus) εναλλάσσονταν μεταξύ των Πολιτών. Τι
έκανε όλο αυτό να λειτουργεί; Η ακραία Ηθική Συνοχή. Αυτός ήταν ο
σκοπός της Αγωγής.
Το σύγχρονο κράτος αντί να επιλέξει την μορφή της Πολιτείας δηλαδή
του ελεύθερου συσχετισμού (association) των πολιτών, επέλεξε εκείνη της
Μοναρχίας, του αισθήματος, δηλαδή, του ανήκειν σε κάτι κοινό, που
ενσαρκώνει είτε ο Μονάρχης είτε το Έθνος.
Το πέρασμα αυτό από την Καθαρή Εξουσία των πολεμιστών στην
Κρατική Εξουσία του Μονάρχη‐συμβόλου, ωθεί τον Jouvenel να μας
μιλήσει για την «διαλεκτική του διατάσσειν». Αυτό που φαίνεται στα
μάτια μας να πραγματοποιεί ο βασιλιάς στεφόμενος Μονάρχης
διαλύοντας την Πολιτεία των πολεμιστών‐κατακτητών και ιδρύοντας ένα
Έθνος με τους κατεκτημένους, και πολύ περισσότερο στην δημοκρατική
εξέλιξη που ακολουθεί, είναι η άρνηση του δικαιώματος του διατάσσειν και
του υπακούεσθαι. Τούτο όμως δεν είναι παρά ταχυδακτυλουργικό κόλπο.
Δεν είναι αλήθεια πως η Εξουσία εξαφανίζεται όταν αρνείται το δικαίωμα
εκ του οποίου απορρέει. Συνεχίζει να διατάσσει και να υπακούεται. Τούτη
είναι η ικανή συνθήκη για να υπάρχει Εξουσία. Κ’ αυτή η ετερόκλητη
κοινότητα (Έθνος) που σχηματίζει το Κράτος, δεν μπορεί να προϋπάρχει
ως τέτοια παρά χάριν μιας δύναμης που τη γεννά και που δεν είναι άλλη
από τη Διαταγή. Ουδέποτε υπήρξαν Έθνη. Αυτό που γέννησε τα Έθνη
είναι η Κατάκτηση, τη στιγμή που η Εξουσία πέρασε από τον παρασιτισμό
στη συμβίωση με τους γηγενείς.
Είναι, πράγματι, η αύξηση της έκτασης μιας κοινωνίας εκείνη που
προκαλεί τον σχηματισμό Κράτους και τρέπει τον βασιλέα σε Δεσπότη,
«πατέρα» ή μάλλον «μητέρα» του Λαού‐Έθνους. Ο ελεύθερος συσχετισμός
λειτουργεί μόνο σε περιορισμένης έκτασης πολιτειακά μορφώματα. Οι
Σπαρτιάτες, σοφότεροι από τους Αθηναίους, φρόντιζαν να περιορίζουν τις
κατακτήσεις τους και να μετριάζουν την εισφορά των ειλώτων.
Η Καθαρή Εξουσία, θεμελιωμένη πάνω στην Ισχύ έπρεπε να συντηρήσει
την Ισχύ αυτή μέσα από μια λογική σχέση με τη μάζα.
Η Κρατική Εξουσία από την άλλη, πρέπει να φανεί εκφραστής μιας
αγάπης που απορρέει εκ του Μονάρχου‐Regis.
Η βασική εγγενής εγωιστική φύση της Εξουσίας αναποδογυρίζει και
αντικαθίσταται από την επίκτητη κοινωνική της φύση.
9
Όπως είπαμε στην αρχή, τα κίνητρα και οι σκοποί δεν είναι μετρητοί,
εκείνο που είναι μετρητό είναι τα μέσα :
οι διαστάσεις του Στρατού
οι φορολογικές επιβαρύνσεις
ο αριθμός των Δημοσίων Λειτουργών.
Αρκεί να συγκρίνουμε το ανύπαρκτο κράτος του Φιλίππου Αύγουστου με
το οργανωμένο Κράτος του Λουδοβίκου XIV.
Πώς όμως αυξάνεται η Εξουσία;
Εξοντώνοντας κάθε άλλη υφιστάμενη κοινωνική εξουσία (Εκκλησιαστική,
Φεουδαρχική, Πατριαρχική, Κοινοτική).
Έτσι στα μάτια των υπηκόων η αύξηση της Εξουσίας παρουσιάζεται σαν
μιαν επιχείρηση «απελευθέρωσής» τους και ταυτόχρονα σαν ο
αποκλειστικός τόπος των ανθρώπινων ελπίδων.
Σε αυτήν την επιχείρηση η Εξουσία έχει σύμμαχο τη διανόηση και δη τους
μεγάλους Ουτοπιστές, Πλάτωνες, Mores, Campanellas κτλ. οι οποίοι
καταγγέλλοντας την ατέλεια του Κόσμου, θέλουν να οικοδομήσουν
επ’αυτού έναν επί γης παράδεισο. Πώς; Εξαφανίζοντας τις συγκρούσεις
και τις διαφορές: κοινή η ιδιοκτησία, ομοιόμορφο το ένδυμα, κοινά τα
γεύματα, απαγόρευση ταξιδιών στο εξωτερικό κτλ. Και δεν είναι διόλου
τυχαία η συνεργασία τους με Τυράννους. Οι Εγκυκλοπαιδιστές
γοητεύονταν από τα μέσα της Εξουσίας που θα τους βοηθούσαν να
επιβάλλουν τις ιδέες τους. Να θυμηθούμε τον υμνητή της ανθρώπινης
ελευθερίας Sartre που περίμενε τον Stalin να δώσει λόγο σε εκείνην του
την «ελευθερία‐μηδέν» ;
Ο Jouvenel εδώ μας φανερώνει αυτό που κρύβεται πίσω από την αύξηση
της Εξουσίας και των πολεμικών επιχειρήσεων που μας παρουσίασε στην
αρχή:
ΚΑΘΕ ΠΡΟΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΔΙΔΕΙ
ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ.
Και κάθε πρόοδος του Πολέμου οδηγεί σε πρόοδο της Εξουσίας.
Οι πιο άπληστοι για επέκταση ήταν εκείνοι που ήσαν καλύτεροι
οργανωτές (Πέτρος ο Μέγας, Φρειδερίκος ΙΙ, Ναπολέων, Bismarck, Stalin).
Η κρατικιστική ιδιοφυία εκδηλώνεται εξίσου στην Επέκταση και τη
Διοίκηση. Η Εξουσία οργανώνει για να κατακτήσει και κατακτά για να
οργανώσει.
Όσο η Εξουσία «κοινωνικοποιείται» τόσο μεγαλώνει η πολεμική της
ικανότητα και ο πολιτισμός οδηγείται στην ολική καταστροφή.
30000 πολέμησαν στο Poitiers (1356)
60000 στο Nördlingen(1634)
11
160000 στο Malplaquet (1709)
625000 στο Leipzig (1813)
3000000 στους Ναπολεόντειους Πολέμους
8000000 σκοτώθηκαν και 6000000 ακρωτηριάστηκαν στο Μεγάλο Πόλεμο.
Το γεγονός πως όλες οι χώρες υιοθέτησαν παρόμοιους τρόπους Εξουσίας
και πολέμου οφείλεται στον κανόνα του πολιτικού ανταγωνισμού:
«άπαξ και το σύστημα του μόνιμου στρατού υιοθετηθή από ένα μόνον έθνος
έπρεπε και τα όμορα του έθνη να το εισαγάγουν» (A.Smith).
Οι εξεγέρσεις που εμφανίζονται τον 17ο αι. σε Αγγλία, Γαλλία, Καταλονία
λόγω φορολόγησης, συμπίπτουν με την συγκρότηση μόνιμου στρατού και
την εδραίωση της Απολύτου Μοναρχίας. Αν η Πρωσία εφαρμόζει την
υποχρεωτική στράτευση (στρατιωτική υπηρεσία, εφεδρεία, επιστράτευση)
το 1733, η Γαλλία μετά την Επανάσταση του ’89 θα ισοβαθμήσει το
πλεονέκτημα και με τον Ναπολέοντα μάλιστα θα καταβάλλει την πρώτη.
12
Ο Jouvenel μας έχει οδηγήσει μέσα από αυτό το ιστορικό ταξίδι σε μια
γνώριμη στεριά της Πολιτικής Θεωρίας: τον έλεγχο της Εξουσίας και τη
διάκρισι των εξουσιών. Όλη του η συνηγορία υπέρ των Αριστοκρατών εκεί
αποσκοπεί. Η άλλη του συνηγορία είναι υπέρ των σταθερών Νόμων και
αυτή θα είναι η συνέχεια.
Ο Jouvenel σαρκάζει την περιώνυμη πρόταση των Διαφωτιστών πως
«η δεισιδαιμονία είναι το στήριγμα του δεσποτισμού»:
Όσο περισσότερο ριζωμένες είναι οι συνήθειες και οι πεποιθήσεις σε μια
κοινωνία, τόσο περισσότερο οι συμπεριφορές είναι προσδιορισμένες, και
τόσο λιγότερο η Εξουσία είναι ελεύθερη για δράση.
«Καὶ ὅταν καθίσῃ ἐπὶ τῆς ἀρχῆς αὐτοῦ, (ὁ Ἄρχων) καὶ γράψει αὐτῷ τὸ
δευτερονόμιον τοῦτο εἰς βιβλίον... καὶ ἔσται μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἀναγνώσεται ἐν
αὐτῷ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ, ἵνα μάθῃ φοβεῖσθαι Κύριον τὸν
Θεόν σου καὶ φυλάσσεσθαι πάσας τὰς ἐντολὰς ταύτας καὶ τὰ δικαιώματα
ταῦτα ποιεῖν, ἵνα μὴ ὑψωθῇ ἡ καρδία αὐτοῦ ...ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, ἵνα
μὴ παραβῇ ἀπὸ τῶν ἐντολῶν δεξιὰ ἢ ἀριστερά...»
ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ ιζ΄18‐20
Βλέπουμε πως δεν είναι η Εξουσία που Νομοθετεί αλλά ο Θεός με το
στόμα εμπνευσμένων ανθρώπων. Έτσι όταν μια κοινωνία τιμωρεί,
τιμωρεί από το φόβο μιας Θείας Ἄτης. Ο Οιδίπους μολονότι είναι ένας
καλός βασιλιάς δεν μπορεί να παραμείνει στην Πόλι γιατί είναι
πατροκτόνος και αιμομίκτης. Δεν φεύγει για να ικανοποιήσει τους
ανθρώπους αλλά τους θεούς. Στις αρχαίες κοινωνίες
ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ
Ο ΝΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΝΟΜΟΘΕΤΗΣ, ΚΡΙΤΗΣ, ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΣ.
Όταν η Εξουσία, όποια μορφή κι αν έχει, νομοθετεί ορίζοντας το Αγαθό
και το Δίκαιο, παίρνει τη θέση του Θεού και καθίσταται απόλυτη.
Ο Jouvenel διαχωρίζει τον Νόμο από τους καθημερινούς κανονισμούς,
τους νόμους. Η αρχή του πρώτου είναι Ηθική ή Θρησκευτική, των
δεύτερων Κοινωνική ή Ωφελιμιστική. Οι Ρωμαίοι, ο λιγότερο μυστικιστής
ανάμεσα στους αρχαίους λαούς, ξεχώριζε το FAS από το IUS. Ωστόσο ο
δεύτερος πρέπει να εγγράφεται στο πλαίσιο του πρώτου, να θεμελιώνεται
επ’ αυτού, να αντλεί αξιώματα εξ αυτού. Όπως γράφει ο Cicero, «ο
σεβασμός στους νόμους συνιστά σεβασμό στους θεούς».
Θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε πως η διαφορά ανάμεσα στα δύο
είδη δικαίου συνίσταται στη διαφορά ανάμεσα στην φύση (αξιωματική,
θεία) που είναι καθολική και τον νόμο (θετικός και ανθρώπινος) που είναι
16
συμβατικός και αλλάζει από τόπο σε τόπο και με το χρόνο. Αυτός ο
δεύτερος είναι τα νόμαια, (νέμωÆνόμοςÆνόμαιαÆνομίζωÆνόμισμα) το
Έθιμο, το σύνολο των πρακτικών υποχρεώσεων που ανάγονται στις
παλαιές έξεις. Είναι μια σχολή ήθους και ενεργείας που υποχρεώνει το
ίδιο το άτομο να κρίνει τον εαυτό του, χωρίς να χρειάζεται να φθάσει
μέχρι το δικαστήριο για να δει αν η πράξη του ήταν ορθή.
Εξ αυτού πηγάζει ο Αγγλικός Common Law: «ό, τι ονομάζουμε «αρχές του
Συντάγματος» είναι αναγωγές ή γενικεύσεις εδρασμένες πάνω σε
συγκεκριμένες αποφάσεις που έχουν εκδώσει οι δίκες αγγίζοντας τα
δεδομένα δικαιώματα του ατόμου» (A.V.Dicey). Έτσι το Corpus Iuris
(Δικαστικό Σώμα) είναι ένα ισχυρό μέσο κοινωνικής πειθαρχίας, που δεν
οφείλει τίποτε στην Εξουσία, που της αντιτίθεται και της επιβάλλεται, την
περιορίζει και την κινητοποιεί.
Από την άλλη, η Νομοθέτηση αρχικά είχε ως σκοπό να κυρώσει το Έθιμο
και το Δίκαιο. Αργότερα, να το δημιουργήσει.
Ο άνθρωπος‐διανοούμενος‐νομοθέτης προτίθεται να κανονίσει την
ανθρώπινη συμπεριφορά, ώστε να παραγάγει το μέγιστο της
Ωφελιμότητας. Ονειρευόμενος πως θα φθάσει σ’ έναν απολεσθέντα
χρυσούν αιώνα, επιστρατεύει την φαντασία προσπαθώντας να συλλάβει
την βαθειά «ενότητα των νόμων», να κατανοήσει τη «φυσική τάξη», τη
«λογική και την ομορφιά του Είναι» και να υποδείξει το πώς οι άνθρωποι
κερδίζουν, υλικά και ηθικά κάτω από τόσο καταπληκτικούς νόμους.
Με την Νομοθέτηση και την «σχετικοποίηση» του Δικαίου χάνεται η
κοινωνική συνοχή, και ο ίδιος ο σεβασμός στο Νόμο, αφήνοντας χώρο
στον δικανισμό και την casuistique. Γράφει ο Rousseau: «είναι η μεγάλη
αρχαιότης των νόμων που τους κάνει αγίους και λατρευτούς∙ ο λαός
περιφρονεί σύντομα όσους αλλάζουν κάθε ημέρα»
Οι άνθρωποι, άπαξ και πίστεψαν στον συμβατικό χαρακτήρα των Θεσμών
μπόρεσαν να τους ανατρέψουν για να τους συμμορφώσουν στον Λόγο,
αναπτύσσοντας την Γραφειοκρατία για να εξυπηρετήσουν τους στόχους
τους και την Αστυνομία για να σπάσουν τις αντιστάσεις.
Άπαξ ο Άνθρωπος ανακηρύχθη «μέτρο των πάντων», δεν υφίσταται πλέον
μήτ’ Αληθές, μήτ’ Αγαθό, μήτε Δίκαιο, μα μονάχα γνώμες εν δικαιώματι
ίσες, των οποίων η σύγκρουση δεν δύναται να διακοπή παρά με στρατιωτική
και πολιτική δύναμη∙ και κάθε θριαμβεύτρια δύναμη ενθρονίζει με τη σειρά
της έν’ Αληθές, έν’ Αγαθό κι ένα Δίκαιο που θα διαρκέσουν όσο κι αυτή.
17
Η λογική της επαναστατικής εποχής δεν είναι στις ιδέες. Είναι στα
γεγονότα:
Το επαναστατικό έργο είναι η αναστύλωση της Απόλυτης
Μοναρχίας, ολοκληρώνοντας την ρευστοποίηση των αντεξουσίων. Εξ ου
και η λατρεία των επαναστατών στον καρδινάλιο Richelieu: «η ιδέα να
σχηματίσουμε μια μόνο τάξη πολιτών θα ευχαριστούσε τον Richelieu, αυτή η
ισομερής επιφάνεια διευκολύνει την άσκηση της εξουσίας» (Comte de
Mirabeau)
Δίδοντας νομοθετική εξουσία στη Βουλή, η βούληση για ισχύ των
βουλευτών υποκαθιστά την λαϊκή κυριαρχία με την βουλευτική κυριαρχία,
και η λαϊκή συμβουλή δεν είναι παρά ένας βρασμός που «χωνεύει»,
αναλώνει το έθνος σε έναν μικρόκοσμο 600 ατόμων.
Ενώ αποδίδει αυτό‐διοικητικές αρμοδιότητες στα τοπικά κοινοβούλια,
καταστρέφει τις ιστορικές ενότητες, διαμοιράζοντας με πρόταση του
Sieyès τη χώρα αλγεβρικά, όπως ακριβώς διαιρούνται τα στρατιωτικά
σώματα, καταγγέλλει ο Benjamin Constant.
Επί «Παλαιού Καθεστώτος» η Εξουσία ελεγχόταν από τις κοινωνικές
εξουσίες ή αντεξουσίες : το συμβούλιο των Προυχόντων, την Εκκλησία, τα
μικρά Κοινοτικά σώματα, τα οποία σχημάτιζαν το Κοινοβούλιο ή τα États‐
Généraux. Ο Βασιλεύς εξέφραζε το Γενικό συμφέρον, την Ενότητα, ενώ οι
παραπάνω τα Μερικά συμφέροντα, την Ποικιλότητα. Η in toto
αντιπροσώπευση ισορροπούσε με μια singulariter αντιπροσώπευση. Ο
Νόμος που πρότεινε ο Βασιλεύς εν ονόματι του Δημοσίου συμφέροντος
δεν εδύνατο να γίνει Νόμος δίχως τη συγκατάθεση των ποικίλων
συμφερόντων. Τη στιγμή που ο Louis XIII ή ο Κάρολος Ι βάζουν φόρους,
πραγματοποιούν μιαν επανάσταση: βάζουν το Γενικό συμφέρον πάνω
από το Μερικό. Είναι η επανάσταση της Απολυταρχίας.
Με την υποκατάσταση του Βασιλέως από το Κοινοβούλιο, τον ρόλο του
αντιπροσώπου του Γενικού συμφέροντος λαμβάνει η Νομοθετική εξουσία.
Εκείνο που εξαφανίζεται δεν είναι ο ρόλος του Βασιλέως αλλά των
αντιπροσώπων των Μερικών συμφερόντων.
Οι σοφοί (Locke, Blackstone) θεωρούσαν το Φυσικό Δίκαιο ως Βούλησι του
Θεού, και επομένως οι ανθρώπινοι νόμοι πρέπει να είναι σύμφωνοι και σε
συνοχή με τον Θείο‐Φυσικό Νόμο. Όμως ουδεμία κύρωση εξασφαλίζει
αυτή τη συμφωνία και αυτή τη συνοχή. Έτσι η κοινοβουλευτική
«αριστοκρατία» γίνεται ένας Ηγεμών πιο ισχυρός από τον βασιλέα που
δεν ήταν κύριος των νόμων.
Έτσι αυτός ο «Ηγεμών» είτε ανεξαρτητοποιείται από τους εντολοδόχους
του γινόμενος απόλυτος, είτε γίνεται όργανο των Κομμάτων, άθυρμα
εξωγενών κινήσεων. Και όπως κάθε Κόμμα θέλει να επιβληθή απόλυτα,
19
μια μάχη ξεδιπλώνεται της οποίας το διακύβευμα ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ Η
ΕΞΟΥΣΙΑ, όπως στους δυναστικούς πολέμους, ΑΛΛΑ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΟΙ ΝΟΜΟΙ,
οι οποίοι δεν αποτελούν πλέον αντανάκλαση ανωτέρων αληθειών αλλά
ποικίλουν ανάλογα με τις διακυμάνσεις της μάχης.
Το πώς η Εξουσία δεν μπορεί να σφετεριστή το νομοθετικό σώμα αλλά
και το πώς ο Νόμος επιβάλλεται σε αυτήν ως απαράβατος κανών, είναι
προασχολία όλων των Νομοκρατών (Légalistes) που θέλουν να μας
εγγυηθούν την ελευθερία. Αυτή η νομοθετούσα δύναμη πρέπει να
υποστηρίζεται από μια ανώτερη αναγκαιότητα, το Φυσικό Δίκαιο (Locke)
ή το συμφέρον της Πατρίδος (Rousseau). Δεν τους πέρασε από το νου πως
οι Νόμοι μπορεί να είναι οποιοιδήποτε, έργο συμφερόντων και γνωμών.
Ο Rousseau όταν μιλά για συγκατάθεση του λαού, μιλά για νόμους πάνω
σε γενικά αντικείμενα. Αυτό το παραπάνω ερμηνεύθη ως παράφραση του
«ό, τι ευχαριστή τον ηγεμόνα είναι νόμος» : ό, τι ευχαριστή το λαό είναι
νόμος, θεμελιώνοντας τη δημαγωγία που δίδει σε ένα κόμμα το Imperium.
Ας κοιτάξουμε τη θέση του Imperium και του Κοινοβουλίου σε τρεις
περιπτώσεις :
Έστω μια χώρα που υπάρχει Imperium σε αντιπαράθεση με τις
Κοινωνικές Δυνάμεις ενός Λαού Πατρικίων που μέσω της Νομοκρατίας
περιορίζουν τις τάσεις της Εξουσίας. Τότε η ισχύς των Κοινοβουλευτικών
Αντιπροσώπων θα είναι αυστηρώς ελεγκτική. Αυτή η χώρα είναι η
Βρετανία.
Έστω μια χώρα που το Imperium δεν έχει παρελθόν, όπου αντιτίθενται σε
αυτήν 1. οι αρχαιότερες τοπικές δυνάμεις. 2. μια θεμελιώδης νομοθεσία
που φυλάσσεται από τους Δικαστές δεσμευμένη στο παραδοσιακό
σύστημα των ατομικών δικαιωμάτων, τότε
το Imperium μένει αδύναμο,
συγκρατημένο από μια νομοθετική δύναμη, και τα δύο περιορισμένα από
τη θεμελιώδη νομοθεσία και την αποτελεσματική αντιζηλεία των
μερικών δυνάμεων. Αυτή η χώρα είναι οι Η.Π.Α.
Είναι ωστόσο διαφορετικά εκεί που ο Μινώταυρος έχει σωρεύσει στα χέρια
του πελώριες δυνάμεις και έχει μειώσει τις κοινωνικές αντεξουσίες σε
απελπιστική άμυνα. Αν ένα σώμα έχει χρησθή να ελέγχει με νόμους την
άσκηση του Imperium, απουσίᾳ αυτόνομου συστήματος ατομικών
δικαιωμάτων, η ικανότητα του νομοθετείν θα χρησιμοποιηθή αυθαίρετα.
Αυτή η χώρα είναι η Γαλλία.
Η Νομοκρατία εκφυλίζεται σε Λαϊκή κυριαρχία, όπου ο Λαός είναι
Πολίτης μια φορά στα 4 χρόνια όταν εκλέγει ένα Κοινοβούλιο που ασκεί
κατά απόλυτο τρόπο το Imperium. Τα Νομοκρατικά (Légalitaires) και
Ελευθεριακά (Libertaires) αγαθά που τιμά «η» Δημοκρατία ήσαν στην
20
Με τη Δημοκρατία το Imperium δεν μπορούσε να βρει καλύτερη
δικαιολογία ύπαρξης:
Θρυμματίζει τις επαρχιακές αυτονομίες που έκαναν τη Μοναρχία να
υποχωρεί.
Αποκτά οικονομικά μέσα απηγορευμένα στον Βασιλέα.
Πραγματοποιεί την Στράτευση πρότερα ιδανικό αδύνατο.
Βρίσκει το μυστικό να κάνει το λαό να συνδράμει ολόκληρος στον Πόλεμο
που είναι η επιχείρηση της Εξουσίας.
Και όλα αυτά επειδή στο Δημοκρατικό καθεστώς το Γενικό συμφέρον
αναπαρίσταται από την Εξουσία:
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ
ΝΟΜΙΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ
ΕΝΑΝΤΙΑ
ΣΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ.
Αυτή η a priori καταδίκη κάθε μερικού συμφέροντος είναι ένα φαινόμενο
που εκπλήσσει: όσο εξελίσσεται μια κοινωνία τόσο οι λειτουργίες και οι
άνθρωποι διαφοροποιούνται και περισσότερες κατηγορίες σχηματίζονται
αυθόρμητα. Κατά τον Μεσαίωνα υπήρχαν μόνο τρεις κατηγορίες:
διατάζειν‐διατάζεσθαι, σπουδάζειν‐προσεύχεσθαι, καλλιεργείν‐
θρέφεσθαι. Κάτω από την Τάξη των Ευγενών και των Εκκλησιαστικών
ήρθε να προστεθή το Tiers état: οι έμποροι, οι τεχνίτες, οι λογιστές κτλ.
Ναι, ας αποδεχθούμε πως οι Ευγενείς, όπως και οι λοιπές Τάξεις είχαν
εγωιστικά συμφέροντα, ήσαν εν τούτοις αυτά νόμιμα και αντιτιθέμενα
στην Εξουσία.
Εάν κάθε ιδιαίτερη ομάδα είναι απαραίτητη στην Κοινωνία είναι επίσης
αναγκαίες οι συνθήκες που επιτρέπουν στην επιλεγόμενη ομάδα να πληροί
τη λειτουργία της. Και η θυσία της στο όνομα του λεγόμενου Γενικού
συμφέροντος δεν είναι νίκη αλλά ΗΤΤΑ της Κοινωνίας. Η πάλη ανάμεσα
στις ιδιαίτερες ομάδες μιας κοινωνίας που προσπαθεί να τερματίσει το
Δημοκρατικό καθεστώς στο όνομα της αδελφοσύνης είναι
Η ΨΥΧΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ.
Αν ο Μονάρχης για να κινήσει τα συμφέροντά του πρέπει να το κάνει
μέσω των αυλικών, και ο Αριστοκράτης, των οικογενειακών του
γνωριμιών, είναι στη Δημοκρατία που αυτοί οι χειρισμοί αποκτούν τη
μέγιστη αποτελεσματικότητα καθώς έχει τη μεγαλύτερη βάση. Η Εξουσία
εδώ δίδεται από τη ΓΝΩΜΗ του μεγάλου αριθμού. Αυτός που ανακινεί τη
Γνώμη αυτός ελέγχει την εξουσία.
22
Πώς σχηματίζεται λοιπόν η Εξουσία στη Δημοκρατία;
Η Γερουσία ή Σύγκλητος αντίθετα προς το σύγχρονο δημοκρατικό
κοινοβούλιο, δεν είχε νομοθετικό χαρακτήρα. Ο λαός εξέλεγε τους
αξιωματούχους του (Tribunus με δικαίωμα veto). Η ίδια η Γερουσία
δηλαδή, δεν αποτελούσε αντιπροσώπευση του Λαού αλλά είχε
συμβουλευτικό χαρακτήρα αποτελούμενη από βετεράνους, στους οποίους
απέδιδαν ιερό και αμετάβλητο χαρακτήρα. Έτσι αυτοί που μετείχαν στις
αποφάσεις ήσαν ανεξάρτητοι και όπως τους θέλει ο Αριστοτέλης, σε
σχόλη.
Ο Kant προσπαθώντας να επανευρεί την αρχαία αυτή λογική, λέει πως αν
ο Πολίτης ψηφίζει πρέπει να είναι ανεξάρτητος, θυμίζοντας μας τον
Harrington, αρνείται δηλαδή την ψήφο στο μισθωτό ή τον υπάλληλο ενός
εργοστασίου.
Είναι θλιβερό και αναμφισβήτητο γεγονός πως στη Δημοκρατία κάθε
κοινωνική κατηγορία λαμβάνει αυτό που η ανθρωπότης «όφειλε» να της
δώσει, όσο της το επιτρέπει το βάρος των ψήφων της. Κοινωνικοί νόμοι δεν
υπάρχουν πριν τη ψήφο των εργατών, νόμοι για την προστασία της
γυναίκας, πριν τη γυναικεία ψήφο. Τα παιδιά μόνο παραμένουν
παραμελημένα, οπότε πρέπει να φανταστούμε πως ίσως κάποτε τους
πάνε την κάλπη στην κούνια! Τι συμβαίνει λοιπόν;
ΜΙΑ ΣΥΓΧΥΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΓΝΩΜΗ ΚΑΙ ΣΥΜΦΕΡΟΝ.
Το πρωτείο της Γνώμης στην άλωση της Εξουσίας δίδει έτσι βαρύνουσα
σημασία στο Κόμμα, και η ψήφος, από επιλογή ενός προσώπου τρέπεται σε
επιλογή μίας πολιτικής. Το καθεστώς της Κοινοβουλευτικής κυριαρχίας
τρέπεται σε καθεστώς Δημοψηφισματικό (Plebiscitaire).
Ενώ μέσα σε μια παράταξη δύναται να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις
πάνω σε διαφορετικά θέματα, μες στο Κόμμα οι υποψήφιοι πρέπει να
υπακούουν σε μια κοινή πολιτική αν θέλουν κατακτήσουν την Εξουσία.
Λένε στο λαό:
«Αν ψηφίσετε πρόσωπο χάνετε την κυριαρχία σας, αν ψηφίσετε άποψη
εντυπώνετε μια κατεύθυνση για την κυβέρνηση»
Έτσι σε ένα Κόμμα θριαμβεύουν οι υποψήφιοί του όχι λόγῳ της
προσωπικής τους αξίας, αλλά της υπακοής που οι ίδιοι υπόσχονται στο
Κόμμα. Αυτοί οι άνθρωποι μετά δεν είναι ικανοί για αυτόνομη καριέρα.
Η μεγάλη καινοτομία στο χώρο της πολιτικής ήταν ο «Εκλογικός
Μηχανισμός», μια μηχανή που εκμηδενίζει και γελοιοποιεί τις προθέσεις
της πολιτικής φιλοσοφίας, αποδεικνύοντας το στοιχειώδες «στο νικητή οι
καρποί της νίκης». Ο Εκλογικός Μηχανισμός εφηυρέθη στο περιώνυμο
‘Tammany Hall’ της Νέας Υόρκης από τους ‘Δημοκρατικούς’ το 1789. Ήταν
το πρώτο «εκλογικό κέντρο» που σκοπό είχε τη δημιουργία ανάμεσα
στους εν δυνάμει ψηφοφόρους του αισθήματος της συντροφικότητας, του
πνεύματος της ομάδας, δηλαδή τη δημιουργία οπαδών έτοιμων να
23
θυσιασθούν για τη «φυλή», το «clan». Ενώ στην αρχή οι οργανωτές της
μηχανής, οι «κομματάρχες» φαίνονταν επικουρικοί στους πολιτικούς
αρχηγούς, κάποια στιγμή άρχισαν να αντιλαμβάνονται την
σπουδαιότητά τους. Γιατί λοιπόν να μην βάλουν τους δικούς τους
υποψηφίους; Και φυσικά επέλεξαν ανθρώπους του δικού τους
αναστήματος: δεν ήσαν δα και Κάτωνες!
Έτσι ο Πολίτης τρέπεται σε Στρατευμένο οπαδό, και ο ανταγωνισμός για
την Εξουσία, σε αληθινό πόλεμο. Είναι χαρακτηριστικές οι φράσεις του
Baudelaire: « l’avant‐guarde de la démocratie », « à la pointe du combat
républicain ».
Αφού οι ψήφοι δίδουν την Εξουσία, η ανώτερη τέχνη της πολιτικής γίνεται
το ψηφίζειν, μια υπόθεση οργάνωσης και προπαγάνδας που ως τέτοια,
εστιάζει στο συναίσθημα. Τίποτε δεν έφτιαξαν εκ του μηδενός οι
Εθνικοσοσιαλιστές του Hitler που να μην υπήρχε εν σπέρματι στο
Tammany Hall.
Δεν μετρά η διαβούλευση και η αντιλογία πια, αλλά η πειθαρχία των
ψήφων. Αυτός που έχει την ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ μπορεί να κάνει ό, τι δεν
μπορεί ο Αυτοκράτωρ!
Η Κοινοβουλευτική κυριαρχία περνά στα γρανάζια της νικηφόρας
μηχανής, και η εκλογή δεν είναι παρά ένα ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ διαμέσου
του οποίου ένας ολάκερος λαός παραδίδει εαυτόν στα χέρια μιας ομάδας,
στη ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΟΜΑΔΑΣ.
Αυτή η υποβάθμιση σχετίζεται άμεσα με την υποβάθμιση της ιδέας των
νόμων: Όσο ο νόμος ήταν ιερός και αμετάβλητος ενέπνεε σεβασμό και
κύρος και ήταν ικανός να ανακινήσει μιαν κοινωνία Νομοκρατική και
Ελευθεριακή. Όταν ο Πολίτης δεν προστατεύεται από το Νόμο έναντι της
αυθαιρεσίας της Εξουσίας, μαθαίνει να πιστεύει τα πάντα και να ελπίζει
τα πάντα από τη νομοθετική αλλαγή που τα Κόμματα μπορούν
προσφέρουν τα οποία είναι έκτοτε «κράτη εν κράτος».
24
Ο Jouvenel σ’ ολόκληρο το βιβλίο του προσπαθεί να μας ξυπνήσει από την
virtual πραγματικότητα μες την οποία μια συγκεκριμένη δύναμη, αυτή
της Μαζικοδημοκρατικής Εξουσίας με όλο τον συρφετό της από laquais,
ruffians και παλλακίδες, μας έχει τοποθετήσει, πείθοντάς μας για την
απουσία της. Ναι, σαν να μιλούν σε μωρά, θεωρούν «περιορισμό» της
εξουσίας την αντικατάσταση της Εξουσίας από μιαν άλλη που απορρέει
από μια «αγνή» πηγή και η αδυναμία της είναι η δύναμή της δηλαδή η
«ελευθερία».
Έλεγε ο Montesquieu: «είναι μια αιώνια εμπειρία το ότι κάθε άνθρωπος που
έχει την εξουσία τείνει να την καταχρασθή∙ πηγαίνει μέχρις εκεί που
βρίσκει όρια. Ποιος θα τώλεγε; Η ίδια η Αρετή έχει ανάγκη από όρια!»
ΚΑΙ Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΑΜΑΤΑ ΑΠΟ ΕΞΟΥΣΙΑ.
Οι σημερινές δημοκρατίες είναι Μονοκρατορίες.
Στις αρχαίες και μεσαιωνικές Πολιτείες είδαμε πως υπάρχει μια πληθώρα
ανταγωνιζόμενων εξουσιών:
Στη Ρώμη ο Ύπατος (Consul) εμποδίζει τον Πραίτορα (Praetor) και ο
Δήμαρχος (Tribunus) τον Ύπατο χρησιμοποιώντας το δικαίωμά του αυτό
του veto.
Στο Μεσαίωνα έχουμε ένα πλήθος αντεξουσιών που λειτουργώντας
εγωιστικά κρατούν ένα κοινωνικό equilibrium: Ευγενείς, Κλήρος,
Κοινοβουλευτικοί, Σύγκλητοι Επαρχιών, Σωματεία Εμπόρων‐Βιοτεχνών‐
Τεχνιτών.
Θα πει κάποιος πως τα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα βασίζονται
πάνω στην «Διάκρισι των Εξουσιών» που έθετε ο Montesquieu και πριν
από αυτόν ο Harrington.
Ο Jouvenel μας δείχνει συνεχώς τι είναι πραγματικά η «διάκρισις των
εξουσίων» για να κατανοήσουμε πως στην σύγχρονη Δημοκρατία, αυτήν
ιδίως την Ηπειρωτικοευρωπαϊκή αυτή η «διάκρισις» είναι τυπική.
Έχοντας συντριβή οι αντεξουσίες είχε εξαλειφθή ο φυσικός δυϊσμός
ανάμεσα σε Εξουσία και Κοινωνικές εξουσίες, όταν η Γάλλοι συντακτικοί
εισήγαγαν τη «διάκρισι των εξουσίων» τυπικώς και τεχνηέντως
τεμαχίζοντας απλώς το Imperium σε κομμάτια: Βασιλιάς (Πρόεδρος),
Κάτω Βουλή, Άνω Βουλή. Είναι απλή ταχυδακτυλουργία να διαμελίσει
κανείς μια Εξουσία που έρχεται από μια πηγή, τη λαϊκή κυριαρχία, σε
διακριτά όργανα.
Αντίθετα στη Βρετανία (την οποία προσπάθησαν να μιμηθούν οι Γάλλοι)
ο Κύριος είναι δεμένος με τη γη και κύριος του υπεδάφους του, και γι’αυτό
πάντοτε ΔΥΝΑΤΟΣ. Δεμένος με τη γη, ήταν δεμένος επίσης με τους
ανθρώπους της γης και η αλληλεγγύη των τοπικών του ριζών είναι το
μυστικό της πολιτικής του μακροημέρευσης. Η κοινοβουλευτική θέσμιση
25
Αυτοί οι δύο δρόμοι είναι ό, τι ξεχωρίζει την Αγγλία από τη Γαλλία. Στην
πρώτη η Ελευθερία είναι ένα γενικευμένο προνόμιο που τρέπει το λαό σε
αριστοκράτη. Στη δεύτερη ο λαός συμμαχεί με το βασιλιά ενάντια στο
προνόμιο της Ελευθερίας.
Ο «πολιτικός λαός» περιλαμβάνει μια πλειοψηφία προσώπων που δεν
έχουν τίποτε ή που πιστεύουν πως δεν έχουν τίποτε να υπερασπισθούν
και εξεγείρονται ενάντια στις πράγματι μεγάλες ανισότητες και αυτοί
είναι ακριβώς που επαφίενται στον μεσσιανισμό της Εξουσίας. Ο Louis‐
Napoléon, ο Bismarck, ο Disraeli, προχώρησαν προς την καθολική ψήφο τη
στιγμή που η ιδιοκτησία συρρικνωνόταν και προετοίμαζαν το κάλεσμα
του λαού. Αυτή είναι η Καισαρική Πολιτική. Δηλαδή, από τη μία ευνοούν
την καθολική ψήφο, από την άλλη τη συγκέντρωση των περιουσιών σε
λίγους και την κοινωνική ανισότητα.
Ο Καισαρισμός χαρακτηρίζεται από την εξόντωση των αριστοκρατών, την
εμφάνιση πλουτοκρατικών ηθών και την ένωση της πολιτικής ισχύος με την
κοινωνική αδυναμία μιας εξαρτώμενης Τάξης.
Αφού μας παρουσίασε τις «αριστοκρατικές πηγές» της ελευθερίας ο
Jouvenel θα φθάσει στο τέλος δεικνύοντάς μας πως η ανάγκη για
Ασφάλεια είναι το αντίθετο του πόθου για Ελευθερία και πως η πρώτη
δημιουργεί αυτό που ονομάζει «Κοινωνικό Προτεκτοράτο» που δεν είναι
άλλο από τη σύγχρονη Εξουσία.
Η ανάγκη για ασφάλεια σχετίζεται με το αίσθημα ανασφάλειας, το οποίο
είναι σχετικό με τον άνθρωπο και την εποχή. Ανάμεσα στους ανθρώπους
συναντούμε μια νοοτροπία «ασφαλειακή» (sécuritaire) όπου οι άνθρωποι
ανταλλάσσουν την ανεξαρτησία έναντι μιας κρατικής εγγύησης, και
«ελευθεριακή» (libertaire) όπου οι ψυχές είναι πιο περήφανες και το
θυμικό πιο θερμόαιμο.
Όταν η εκπαίδευση γίνεται πιο αβρή και αποχαυνώνει τους χαρακτήρες ή
όταν ένα διαφορετικό είδος βίου αναπτύσσει άγχος δίχως οι πραγματικοί
κίνδυνοι να αυξάνονται όπως από το μέσο του 19ου αι. και δώθε, ο
άνθρωπος γίνεται πιο ανασφαλής.
Όμως γιατί η ελευθερία είναι το αντίθετο της ασφάλειας; Ο Jouvenel
ανατρέχει πάλι στην ιστορία του: οι Αριστοκράτες, ήσαν ελεύθεροι επειδή
μπορούσαν να υπερασπισθούν την ελευθερία τους, ήτοι επειδή μπορούσαν
να αποδεχθούν τους κινδύνους. Σε μια εποχή βίαιου θανάτου, αυτοί είναι
οι Κύριοι ενώ οι μετριοπαθέστεροι οι υποτελείς. Αυτή είναι σίγουρα μια
πολύ άνιση κοινωνία, όμως υφίσταται σε αυτήν ένα κοινωνικό equilibrium
αφού οι Ελευθερίες αντιστοιχούν σε Κινδύνους. Και δεν είναι μάλιστα
κάποιος ταξικός προκαθορισμός αυτός που δημιουργεί αυτές τις
28
ανισότητες. Ο Αρρενωπός (Virile) τύπος παράγεται στη Σπάρτη μέσα από
μια αυστηρή παιδεία (formation), την Αγωγή. Στο Μεσαίωνα ο Βαρόνος
χρήζει ιππότη τον δούλο που έδειχνε ανδρεία στη μάχη και του προσφέρει
γη. Αργότερα θα αρκεί το χρήμα για να αποκτήσει κανείς τίτλο και
φέουδο ή η επιβράβευση για τις όποιες υπηρεσίες στο Δημόσιο. Έκτοτε οι
έννοιες «Αριστοκρατία» και «Ελευθερία» παύουν να ταυτίζονται.
Ας δούμε τώρα πώς η ανάπτυξη της «ασφαλειακής» νοοτροπίας
ακολουθεί την ανάπτυξη της Εξουσίας.
Οι νόμοι —Leges— είναι συμβόλαιο. Ανάμεσα στο αφεντικό και τον
εργάτη υπάρχει ένα τέτοιο συμβόλαιο. Όταν ο εργάτης απεργεί σπάει το
συμβόλαιο αυτό. Τότε η Εξουσία παρεμβαίνει για να τον προστατεύσει
παραχωρώντας του προνόμια το κόστος των οποίων βαραίνει το αφεντικό.
Καταλήγει έτσι να διακρίνει ανάμεσα στους ανθρώπους κάποιους
θεωρούμενους «ελεύθερους» που αρνούνται το πλείστον των κινδύνων
και των ευθυνών και ως φυσική συνέπεια τις τιμές τις ελευθερίας.
Από την άλλη η παρακμή της αριστοκρατίας οδήγησε στο τέλος του 19ου αι.
στην εμφάνιση μιας ασφαλειακής Καπιταλιστικής αριστοκρατίας,
ολιγάριθμης, η οποία χάριν της ανώνυμης κοινωνίας και της
χρηματιστηριακής αγοράς κυβερνούσε γιγάντιες επιχειρήσεις χωρίς Τιμή
αφού το διατάσσειν είχε διαζευχθή με την ευθύνη και οι κίνδυνοι έπεφταν
στους μετόχους. Και ενώ αυτή η στενή Καπιταλιστική αριστοκρατία ήταν
λιγότερο σκληρή απέναντι στους εργαζομένους εν σχέσῃ με την ευρύτερη
τάξη των Ιδιοκτήτων και των παραδοσιακών Καπιταλιστών προκαλούσε
περισσότερο μίσος. Γιατί οι άνθρωποι αποδέχονται οποιονδήποτε Κύριο
αρκεί αυτός να παρουσιάζεται στα μάτιά τους συνεπής και γενναίος.
Αντίθετα αυτή η πλουτοκρατία υφίσταται χάριν της ασφάλειας που της
εξασφαλίζει το μονοπώλιο και της κρατικής ισχύος.
Η κρίση του ’29 εργατοποίησε τη μεσαία τάξη λόγῳ πληθωρισμού. Τα
παλαιά ήθη της εργασίας εξαφανίζονται εμπρός στο παράδειγμα των
Δημοσίων Υπαλλήλων και των μονοπωλιακών επιχειρήσεων που
αναλαμβάνουν δημόσιες εξυπηρετήσεις.
Αίτιο της σύγχρονης ανασφάλειας δεν είναι ο κίνδυνος του βίαιου
θανάτου αλλά ο ψυχολογικός χαρακτήρας της εποχής. O Georg Simmel
μιλά ήδη από το 1900 για «ψυχολογικό άνθρωπο».
Είναι ο ΦΟΒΟΣ απώλειας της εργασίας του που οδηγεί τον Εργάτη στην
κοινωνική ασφάλιση, δηλαδή στην αγκαλιά της Κράτους.
Είναι ο ΦΟΒΟΣ απώλειας των επενδύσεών του που κάνει τον Τραπεζίτη
να αποθέτει τα κεφάλαια των καταθετών του ως Κρατικά κεφάλαια.
ΟΛΟΙ ΕΝΑΠΟΘΕΤΟΥΝ ΤΗΝ ΑΤΟΜΙΚΗ ΤΟΥΣ ΥΠΑΡΞΗ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ
Και ο F.‐D. Roosevelt ως νέος Καίσαρ θα ευαγγελισθή «τα Νεα
Δικαιώματα του Ανθρώπου»: το δικαίωμα του Εργάτη για μόνιμη εργασία,
29
το δικαίωμα του παραγωγού να πωλεί σε σταθερές τιμές. Είναι νίκη του
ασφαλειακού πνεύματος και του Κοινωνικού Προτεκτοράτου.
Ο άνθρωπος συνηθίζει να αποσυσχετίζει αρνητικές και θετικές όψεις του
ιδίου φαινομένου που ωστόσο είναι αδιαχώριστες: δοξάζει το αίτιο και
καταδικάζει το αποτέλεσμα, επευφημεί το σκοπό και απορρίπτει το μέσο,
καταφάσκει σε μιαν ιδέα και αρνείται το πόρισμα. Έτσι ενώ γιορτάζει τα
Droits de l’Homme καταδικάζει τη λογική τους συνέπεια, τον άγριο
καπιταλισμό του 19ου αι. που αδιαφορεί για τον άνεργο. Αυτοί που έδωσαν
την καθολική ψήφο, δεν προειδοποίησαν τους νέους πολίτες πως η
πληρότητα της ελευθερίας πηγαίνει μαζί με μια πληρότητα κινδύνων.
Αντίθετα δημιούργησαν μια πλειοψηφία «ασφαλειακών» ανθρώπων που
ουσιαστικά επιστρέφουν στο Κράτος τα Ατομικά τους Δικαιώματα για να
παραλάβουν Κοινωνικά Δικαιώματα.
Ο Jouvenel κλείνει το βιβλίο υπενθυμίζοντάς μας (χρόνια πριν τον Hayek
και τον Καστοριάδη) πως η κοινωνίες σχηματίζονται αυθόρμητα σαν ένα
αξεδιάλυτο κουβάρι από βουλήσεις και πως καμία μόνη βούληση, όπως
και κανένας «φυσικός», μηχανικός νόμος δεν μπορεί να την
ανασχηματίσει, στρέφοντας τα βέλη του εξίσου στους χυδαίους
σοσιαλιστές όσο και στους χυδαίους φιλελεύθερους. Αυτό που δίδει
συνοχή στις κοινωνίες είναι η αμοιβαία Εμπιστοσύνη (confiance), τα Ήθη
(mœurs), οι Τιμές (honneurs). Από την άλλη σαρκάζει όσους νομίζουν πως
όλα είναι απλή άμεση ωφελιμότητα και συμφέρον, βλακώδης αντίληψη
που βασίζεται πάνω στο αξίωμα του Εξισωτισμού. Στη βάση τέτοιων
απλουστευτικών αντιλήψεων, οι σύγχρονοι «ειδικοί» φτιάχνουν νόμους
εφήμερους και ανίσχυρους, την ίδια στιγμή που προσπαθούν να τους
επιβάλλουν με χονδροειδέστατες εικόνες καθώς δεν μπορούν να
αντιληφθούν τις κοινωνικές διακυμάνσεις. Τούτοι‐δω, παιδιά των
«Φώτων» που έβλεπαν τη «δεισιδαιμονία» στη βάση των παλαιών
Πολιτειών, περιφέρουν τα πρωτόγονα φυλετικά τους totems και taboos.
Γιατί δεν είναι ικανοί να δουν μέσα στην Κοινωνία πάρα το Άτομο και το
Κράτος. Παραβλέπουν τον ρόλο των ηθικών αρχών και των κοινωνικών
εξουσιών στη διαμόρφωση της Κοινωνίας και τυφλοί επαφίενται στην
αποτελεσματικότητα της Εξουσίας. Ό, τι κάνουν είναι ένα πυροτέχνημα
που θα αφήσει πίσω του μιαν άμορφη μάζα, υπόσχεση στο Δεσποτισμό ή την
Αναρχία…