Академический Документы
Профессиональный Документы
Культура Документы
μετάφραση
Φωτεινή Πίπη
ΕΚΔΌΣΕΙΣ ΔΙΌΠΤΡΑ
Εισαγωγή ���������������������������������������������������������������������������������������������������������������������������� 25
Ο ι πρώτες ενδείξεις ότι συνέβαινε κάτι έρχονται λίγα λεπτά μετά τις εννιά ένα
παγερό χειμωνιάτικο βράδυ στο Βερολίνο. Ο Χανς Φλέτερ (Hans Flöter),
φοιτητής θεολογίας, επιστρέφει πεζός στο σπίτι του μετά τη βραδινή μελέτη στην
Κρατική Βιβλιοθήκη της λεωφόρου Ούντερ ντεν Λίντεν. Διασχίζοντας την πλατεία
μπροστά από το ογκώδες κτίριο του Ράιχσταγκ, ακούει ένα παράθυρο να σπάει.
Ο Φλέτερ ενημερώνει τον Καρλ Μπούβερτ (Karl Buwert), έναν αστυνομικό που
εκτελεί πεζή περιπολία μπροστά από το κτίριο. Έχοντας κάνει το καθήκον του
ως πολίτης, ο Φλέτερ συνεχίζει τον δρόμο προς το σπίτι του. Ο Βέρνερ Τάλερ
(Werner Thaler), στοιχειοθέτης στη ναζιστική εφημερίδα Λαϊκός Παρατηρη-
τής, πλησιάζει κι αυτός τον Μπούβερτ: πηγαίνοντας πιο κοντά στο κτίριο και
κοιτάζοντας μέσα από ένα παράθυρο του πρώτου ορόφου, οι δύο άντρες νομίζουν
ότι βλέπουν κάποιον μέσα με έναν δαυλό στο χέρι. Ο Μπούβερτ πυροβολεί με
το περίστροφό του προς την κατεύθυνση της λάμψης, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Τα ανησυχητικά νέα συνεχίζουν να καταφθάνουν. Ένας νεαρός με ψηλές
μπότες στρατιωτικού τύπου και μαύρο παλτό εμφανίζεται στο αστυνομικό τμήμα
της Πύλης του Βρανδεμβούργου στις 9:15 για να αναφέρει ότι το Ράιχσταγκ
καίγεται. Οι αστυνομικοί σημειώνουν προσεκτικά την ώρα και το μήνυμα,
αλλά μέσα στην αναστάτωσή τους ξεχνούν να καταγράψουν το όνομα του άντρα.
Η ταυτότητά του παραμένει μυστήριο μέχρι και σήμερα. Μέσα σε λίγα λεπτά,
η λάμψη από τις φλόγες φαίνεται καθαρά μέσα από τον γυάλινο θόλο πάνω
από την αίθουσα συνεδριάσεων της ολομέλειας του Ράιχσταγκ. Στις 9:27 η
αίθουσα εκρήγνυται. Πυροσβέστες και αστυνομικοί βρίσκονται αντιμέτωποι με
μια καταστροφική φωτιά στην καρδιά του κτιρίου.
Δύο λεπτά νωρίτερα η αστυνομία έχει συλλάβει έναν παράξενο νεαρό που
κινείται ύποπτα σε έναν διάδρομο κοντά στη φλεγόμενη αίθουσα. Σύμφωνα με
τα χαρτιά του, είναι ο Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε (Marinus van der Lubbe),
οικοδόμος, είκοσι τεσσάρων ετών, από το Λάιντεν της Ολλανδίας. Ο βαν ντερ
Λούμπε είναι γυμνός από τη μέση και πάνω και τρομερά ιδρωμένος. Ομολογεί
μετά χαράς πως είναι ο εμπρηστής. Εκείνη τη στιγμή κανένας δεν πιστεύει ότι
μπορεί να έχει δράσει μόνος.
Οι πυροσβέστες ρίχνονται στη μάχη με τις φλόγες, αντλώντας νερό από τον
κοντινό ποταμό Σπρέε, καθώς και από κρουνούς γύρω από το κτίριο. Έτσι, μπο-
ρούν να εκτοξεύσουν νερό προς τη φλεγόμενη αίθουσα απ’ όλες τις πλευρές.
Όταν παίρνουν τις θέσεις τους οι μάνικες, η φωτιά τίθεται υπό έλεγχο μέσα σε
εβδομήντα πέντε λεπτά.
Ενώ η φωτιά μαίνεται ακόμη, καταφθάνουν στο Ράιχσταγκ οι ταγοί της
Γερμανίας. Πρώτος φτάνει ο Χέρμαν Γκέρινγκ, ο ναζί υπουργός Εσωτερικών της
Πρωσίας. Λίγα λεπτά αργότερα μια μαύρη λιμουζίνα μάρκας Μερτσέντες απο-
βιβάζει τον νέο καγκελάριο, Αδόλφο Χίτλερ, και τον αρχηγό προπαγάνδας του,
Γιόζεφ Γκέμπελς. Εκεί είναι και ο αβρός αριστοκράτης αντικαγκελάριος Φραντς
φον Πάπεν, ντυμένος άψογα όπως πάντα και φαινομενικά ατάραχος. Τον Ρού-
ντολφ Ντιλς, τον ωραίο τριανταδυάχρονο αρχηγό της μυστικής αστυνομίας, τον
διέκοψαν ενώ βρισκόταν σε ραντεβού («ένα καθ’ όλα μη αστυνομικό ραντεβού»,
όπως θα πει αργότερα) [1] στο φινετσάτο Καφέ Κράντσλερ επί της Ούντερ ντεν
Λίντεν. Σύμφωνα με τη διήγηση του Ντιλς, φτάνει ακριβώς πάνω στην ώρα για
να ακούσει τον εξάψαλμο που εξαπολύει ο νέος καγκελάριος. Ο Χίτλερ μοιάζει
να ξέρει ήδη ποιος έβαλε τη φωτιά. Στέκοντας σε έναν εξώστη και επιθεωρώ-
ντας τη φλεγόμενη αίθουσα με τις φλόγες να αντικατοπτρίζονται στο πρόσωπό
του, ο καγκελάριος ωρύεται: «Δεν θα υπάρξει έλεος τώρα… Κάθε κομμουνιστής
αξιωματούχος θα εκτελεστεί όπου βρεθεί. Οι κομμουνιστές βουλευτές πρέπει να
κρεμαστούν απόψε κιόλας!» [2]
Σύντομα ο Γκέρινγκ εκδίδει επίσημο δελτίο Τύπου, που αντανακλά τις
επιθυμίες του Χίτλερ. Έχοντας περιγράψει τις εκτεταμένες ζημιές στο κτίριο, η
δήλωση του Γκέρινγκ χαρακτηρίζει τη φωτιά ως «την πιο τερατώδη τρομοκρα-
τική ενέργεια των μπολσεβίκων στη Γερμανία μέχρι σήμερα» και «πυρσό που
οδηγεί σε αιματηρή εξέγερση και εμφύλιο πόλεμο». [3]
Όμως μια δραματικά διαφορετική εξήγηση αρχίζει να εξαπλώνεται εξίσου
αναγκαία μέτρα για την αποκατάσταση της δημόσιας τάξης και ασφά-
λειας». Το υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε το διάταγμα και, αργότερα
την ίδια μέρα, ο Χίντενμπουργκ το επικύρωσε, καθιστώντας το νόμο.
Το διάταγμα αυτό ήταν, σύμφωνα με τα λόγια του διακεκριμένου
νομικού μελετητή Ερνστ Φρένκελ (Ernst Fraenkel), η «συνταγματική
χάρτα» του Ράιχ του Χίτλερ. Ήταν η νομική βάση για όλες τις συλλή-
ψεις και τις απελάσεις, για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τη δια-
βόητη μυστική αστυνομία, την Γκεστάπο. Επίσης, επέτρεψε στους ναζί
να καταργήσουν ουσιαστικά το ομοσπονδιακό σύστημα της Γερμανίας
και να επεκτείνουν την εξουσία τους σε όλα τα κρατίδια της ένωσης.
Για τους περισσότερους Γερμανούς που ζούσαν το 1933, η φωτιά
στο Ράιχσταγκ και το διάταγμα σηματοδότησαν ένα κρίσιμο σημείο
καμπής. Ο Βάλτερ Κιάουλεν (Walter Kiaulehn), έμπειρος Βερολινέζος
δημοσιογράφος, έκλεινε το ελεγειακό βιβλίο που έγραψε σχετικά με
τη γενέθλια πόλη του μετά τον πόλεμο με τα εξής λόγια: «Πρώτα κάηκε
το Ράιχσταγκ, μετά τα βιβλία και σύντομα οι συναγωγές. Έπειτα άρχι-
σαν να καίγονται η Γερμανία, η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία…» [13]
του Χίτλερ είναι ένα είδος ιστορικού τεστ Ρόρσαχ: καθένας προβάλλει
πάνω της όποια θεωρεί ότι είναι τα χειρότερα δυνατά πολιτικά χαρα-
κτηριστικά. Και αυτά μπορεί να είναι διαφορετικά για τον καθένα.
Αυτού του είδους η προβολή επηρεάζει και τις εξηγήσεις σχετικά με
το πώς προέκυψε το καθεστώς του Χίτλερ, και αυτό σημαίνει ότι οι
ιστορικοί έδιναν ανέκαθεν αντικρουόμενες περιγραφές για την πτώση
της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Τελικά, το πρόβλημα με τη Γερμανία του 1933 ήταν πως δεν ήταν
αρκετά δημοκρατική ή πως παραήταν δημοκρατική; Ο ναζισμός
επήλθε εξαιτίας της ανεξέλεγκτης δύναμης των ελίτ ή επειδή οι μάζες
των Γερμανών ήταν ανίκανες να λειτουργήσουν ως υπεύθυνοι πολίτες;
Ήταν οι ναζί βαλτωμένοι στο παρελθόν ή ήταν επικίνδυνα μοντέρνοι;
Ήταν ο ναζισμός ένα εντοπισμένο πρόβλημα των Γερμανών ή εκδή-
λωση μιας ευρύτερης κρίσης; Πρόκειται για μια περίπτωση ιστορίας
που γράφτηκε από λίγους «μεγάλους άντρες» ή έπαιξαν ρόλο βαθύτε-
ροι δομικοί παράγοντες στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία; Ήταν οι
χριστιανοί –και ειδικά οι Γερμανοί ευαγγελιστές– μια κρίσιμη ομάδα
υποστήριξης των ναζί ή η άνοδος του Χίτλερ ήρθε σε σύγκρουση με τις
παραδοσιακές λουθηρανικές, καλβινιστικές και καθολικές γερμανικές
αξίες; Ήταν αναπόφευκτη η άνοδος του Χίτλερ –ο σπουδαίος Βρετανός
ιστορικός Α. Τζ. Π. Τέιλορ (A. J. P. Taylor) είπε κάποτε πως ήταν τόσο
μεγάλη έκπληξη όσο και η εκβολή ενός ποταμού στη θάλασσα– ή
ήταν τόσο αμφίβολη και απίθανη που παραλίγο να μη συμβεί;
Από το 1933 μέχρι σήμερα, αναρίθμητοι ιστορικοί, φιλόσοφοι,
δικηγόροι, ψυχολόγοι, πολιτικοί, καλλιτέχνες, συγγραφείς, μουσικοί,
κωμικοί κοινωνικής σάτιρας και πολλοί άλλοι έχουν επιχειρήσει να
εξηγήσουν την άνοδο του Χίτλερ. Και έχουν δώσει σωρεία απαντή-
σεων. Οι περισσότερες είναι διαφωτιστικές. Γιατί, λοιπόν, επανερχό-
μαστε σε αυτό το ζήτημα; Τι άλλο απομένει να ειπωθεί;
Σε αυτό το ερώτημα υπάρχουν πολλές απαντήσεις.
Πρώτον, η ιστορική γνώση λειτουργεί σαν αργή επισώρευση ιζή-
ματος. Πάντα προστίθεται ένα νέο στρώμα. Και αυτό ισχύει ιδιαιτέρως
για τη γερμανική ιστορία του εικοστού αιώνα. Για πάρα πολύ καιρό
υπήρχε ένας τόσο μεγάλος και κρίσιμος όγκος πρωτογενούς υλικού
στην ήσυχη ζωή ενός άμαχου πολίτη. Όμως δεν ήταν η βιωματική
εμπειρία της μάχης που είχε τη μεγαλύτερη επίδραση στην πολιτική
της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ήταν ο τρόπος με τον οποίο οι Γερμα-
νοί κατέληξαν να θυμούνται την αρχή και το τέλος του πολέμου που
βάρυνε πραγματικά. Η αρχή και το τέλος, ο Αύγουστος του 1914 έναντι
του Νοεμβρίου του 1918, το λαμπρό καλοκαίρι έναντι του γκρίζου
φθινοπώρου, η εκστατική ενότητα έναντι του πικρού διχασμού, τα
όνειρα για νίκη έναντι της πραγματικότητας μιας καταστροφικής ήττας
– αυτά ήταν που διαπότιζαν σχεδόν οτιδήποτε συνέβαινε στη Βαϊμάρη
και διαμόρφωσαν εκ βάθρων τον τρόπο που οι Γερμανοί αντιλαμβά-
νονταν την πολιτική ζωή τους. Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστούμε
ότι η απάντηση σε όλα τα ερωτήματα που αφορούν τη Δημοκρατία
της Βαϊμάρης βρίσκεται κάπου μέσα στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο.
Η παγκόσμια κατάσταση και η κληρονομιά του πολέμου εξηγούν
εν μέρει για ποιο λόγο οι ναζί βρήκαν ευρεία λαϊκή αποδοχή στη
Γερμανία. Ωστόσο, από μόνη της η ευρεία αποδοχή –περίπου το ένα
τρίτο του εκλογικού σώματος πριν από το 1933– δεν θα μπορούσε
ποτέ να φέρει τον Χίτλερ στην εξουσία. Για να συμβεί αυτό, ο Χίτλερ
έπρεπε να πάρει με το μέρος του και το συντηρητικό κατεστημένο
– πάνω απ’ όλα, τον πρόεδρο Πάουλ φον Χίντενμπουργκ και τους
συμβούλους του, καθώς και τον στρατό, ο οποίος κρατούσε τα κλειδιά
της εξουσίας. Αυτοί οι συντηρητικοί θα μπορούσαν να έχουν βάλει
φρένο στον Χίτλερ μια και καλή. Αντ’ αυτού, όμως, επέλεξαν να τον
χρησιμοποιήσουν, παρότι η συμμαχία ναζί-συντηρητικών ήταν πάντα
προβληματική.
Στο σημείο αυτό καθίστανται σημαντικές οι ατομικές προσωπικό-
τητες των πρωταγωνιστών αυτής της ιστορίας. Μετά το 1930 η πολι-
τική της Γερμανίας γινόταν ολοένα και πιο αδιέξοδη. Ήταν αδύνατο
να συγκεντρώσει κανείς μια σταθερή πλειοψηφία στο Ράιχσταγκ που
να μπορεί να περνάει νομοθετήματα και να στηρίζει την κυβέρνηση.
Ως τα μέσα του 1932, οι ναζί και οι κομμουνιστές –τα δύο κόμματα
που ήταν κατεξοχήν ταγμένα στην κατάλυση του δημοκρατικού
συστήματος– συγκέντρωναν αθροιστικά την πλειοψηφία των εδρών
στο Ράιχσταγκ. Όμως προέρχονταν από αντίθετα άκρα του πολιτικού
να μην ήταν προδιαγεγραμμένο ήδη από την άνοδό τους στην εξου-
σία. Οι ευφυείς παρατηρητές μπορούσαν να δουν αυτό που ερχόταν:
«Δικτατορία, κατάλυση του κοινοβουλίου, βίαιη καταστολή όλων των
πνευματικών ελευθεριών, πληθωρισμός, τρόμος, εμφύλιος πόλεμος»,
έγραφε ο συγγραφέας Φρίντριχ Φραντς φον Ούνρου (Friedrich Franz
von Unruh) το 1931 σε μια λαμπρή σειρά άρθρων του για την εφημε-
ρίδα Frankfurter Zeitung (Εφημερίδα της Φρανκφούρτης). [19] Ο Ούνρου
έκανε λάθος μόνο σε μία εκτίμησή του: ότι η κατάληψη της εξουσίας
από τον Χίτλερ θα έβρισκε απέναντί της εκατομμύρια αποφασισμένους
αντιπάλους. Η τραγική αλήθεια είναι πως το έλλειμμα πραγματικότητας
στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε ήδη γιγαντωθεί υπερβολικά για να
συμβεί κάτι τέτοιο.